Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

O αειμνηστος μαρτυρικος Ιεραρχης που μας παρακολουθει απο τον θρονον του Θεου

 
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 
 
ΚΑΙ ΜΕΓΑΡΙΔΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ (ζ)
 
Οἱ γλυκοί καρποί τῆς ἐξορίας



      Ἡ ζωή στήν ἐξορία δέν εἶναι κάτι ἁπλό, συνηθισμένο καί βατό γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Ἐξορία εἶναι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο δοκιμάζεται ἡ πίστη καί ἡ ἁφοσίωση στόν Θεό. Εἶναι ἡ περιπέτεια πού συνταράσσει τό οἰκοδόμημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης γιά νά μετρήσει τίς ἀντοχές της. Γιά νά διαπιστώσει ἄν ἡ θεμελίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς της ἔχει σταθερό θεμέλιο, ὥστε νά ἀντέχει τίς θύελλες. 

Ἐξορία εἶναι ἕνας μεγάλος σταυρός, γιά νά ἀποδείξει ὁ ἄνθρωπος τήν πνευματική του ὠριμότητα. Νά δείξει πῶς μπορεῖ νά χρησιμοποιεῖ τίς πλέον ἀντίξοες καταστάσεις, πού προκύπτουν στή ζωή του, ὡς μονοπάτι γιά τή σωτηρία του. Ἡ ἐξορία εἶναι ὁ δύσβατος δρόμος γιά τούς λίγους, πού ἀδυνατεῖ κανείς νά τόν περπατήσει χωρίς τήν πλήμμυρα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἴσως κάποιος θεωρήσει τή χρησιμοποίηση τῆς λέξης «ἐξορία» γιά τήν περίπτωση τοῦ Ἀττικῆς Νικόδημου ὑπερβολική. Δεῖτε ὅμως μιά πραγματικότητα. Ὑπέστη ἐκτόπιση ἀπό τήν μητρόπολή του μέ τή σύμπραξη Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, δηλαδή, Σεραφείμ, μέ τή στενή παρέα του, πού ἐργάσθηκαν ὅλη αὐτή τήν ἀνωμαλία, ἀπό τή μιά καί τῆς δικτατορίας τοῦ Ἰωαννίδη ἀπό τήν ἄλλη. Ἐπιβλήθηκε ἡ ἐκτόπισή του διά τῶν ἀστυνομικῶν δυνάμεων. Ἀφαιρέθηκε τό δικαίωμα δικαστικῆς προστασίας πού ἔχει καί ὁ τελευταῖος πολίτης μιᾶς χώρας, ἀκόμα καί ὁ κατηγορούμενος τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου.
 

     Ἀπό κεῖ καί πέρα βρέθηκε παραγκωνισμένος σέ τόπο πού ὁ ἴδιος δέ θέλησε. Ἀναγκάσθηκε, λοιπόν, σέ διπλῆ περιθωριοποίηση. Ἐκκλησιαστικά ἐκδιώχθηκε ὁ πατέρας ἀπό τά πνευματικά του παιδιά. Ἀναγκάσθηκε, λοιπόν, νά κρατήσει, χωρίς τή θέλησή του, αὐτή τήν ἀπόσταση γιά νά μή δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στά παιδιά του, πού ἀναγκάζονταν νά δεχθοῦν ἕνα δοτό πατέρα. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, μιά δράκα ἰσχυρῶν ἐπισκόπων τῆς ἐποχῆς βυσσοδομοῦσαν ἐναντίον του καί ἐναντίον τῶν ἄλλων 11 ἐκθρονισθέντων ἀδελφῶν του. Οἱ ὑπόλοιποι μητροπολίτες, ἀκόμα καί οἱ στενοί φίλοι τῶν δώδεκα, διακατέχονταν ἀπό ἕνα μεγάλο φόβο μήπως ὑποστοῦν καί αὐτοί τά ἴδια δεινά. Καί γιά τό λόγο αὐτό στάθηκαν σέ ἀπόσταση. Πολλές φορές, ὁ μαρτυρικός ἐπίσκοπος θά μποροῦσε νά προφέρει τό ψαλμικό: «οἱ φίλοι μου, καί οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μοι ἤγγισαν καί ἔστησαν, καί οἱ ἔγγιστά μου ἀπό μακρόθεν ἔστησαν. Καί ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν μου, καί οἱ ζητοῦντες τά κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καί δολιότητας ὅλην τήν ἡμέραν ἐμελέτησαν». Ἀκόμα καί μιά καλημέρα φοβόνταν νά ἀνταλλάξουν μαζί του στενοί φίλοι του μητροπολίτες. Μή μιλήσουμε καί γιά ἕνα λόγο συμπαράστασης, πού σέ μιά δύσκολη στιγμή περιμένει κανείς ἀπό τόν φίλο του. Καί τό ἱερατεῖο ἔδειξε τήν ἴδια ἐπιφυλακτική στάση. 

Τό χειρότερο εἶναι ὅτι, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀκόμα καί ἡ χορεία αὐτή τῶν «φίλων» ἀρχιερέων καί ἱερέων, γιά νά δικαιολογήσουν τή δική τους δειλία, ἄρχιζαν νά προφασίζονται «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις», ρίχνοντας εὐθῦνες καί στόν ἴδιο καί στούς διωκόμενους 11 ἀδελφούς του -λές καί ἐκεῖνοι φταίγανε γιά ὅλη αὐτή τήν ἀνωμαλία στήν Ἐκκλησία. 


Ἐκτός ὅμως ἀπό τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Πολιτεία συμμάχησε μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ καί στέρρησε γιά 14 ὁλόκληρα χρόνια στοιχειώδη ἀνθρώπινα δικαιώματα πού ἔχει καί ὁ πιό μεγάλος κατάδικος, ὅπως τή δικαστική προστασία. Ἐξασφαλισμένη εἶχαν Ἐκκλησία καί Πολιτεία τή συμμαχία τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καί τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐνημέρωσης. Αὐτή ἡ κατάσταση ἀποκλεισμοῦ καί ἀπομόνωσης ἀπό τίς διοικήσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, πού συνοδευόταν καί ἀπό στιγματισμό, ἐξοστρακισμό ἔξω τῆς παρεμβολῆς καί διαρκῆ διωγμό, πῶς ἀλλοιῶς μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ παρά «ἐξορία»; 

Ξεκινώντας τό δρόμο τῆς ἐξορίας ἔγραψε στό ἡμερολόγιό του: «18-07-1974. Μάζεψα τά πράγματά μου γιά νά ἀναχωρήσω. Παραδίδομαι στήν ἀγκάλη τοῦ ζῶντος Κυρίου μου. Δέν ξέρω τήν ἔκτασι τῆς περιπέτειάς μου. Δέν μέ ἀνησυχεῖ αὐτό. Ἐμπιστεύομαι τήν ὕπαρξί μου στή δική του ἀγάπη». 
Ἔτσι ξεκίνησε τή ζωή τῆς ἐξορίας, παραδίνοντας τήν ὕπαρξή του μέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πιό πρίν (στίς 16 καί 17-5-1974), ὅταν τοῦ ἀποσποῦσαν βίαια 2 κομμάτια τῆς ἐπαρχίας του, ἔγραφε: «...Ἀπόψε εἶμαι ἀρκετά ἤρεμος. Ὁ χωρισμός ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα διηκόνησα καί προσπάθησα νά βοηθήσω, ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες μοῦ φαινόταν ἀνυπόφορος. Ὅμως ἀπόψε ἀποδέχομαι ἐν εἰρήνῃ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ... Ὁ Κύριος μοῦ χάρισε τή γαλήνη Του. Τό κύμα τοῦ πόνου ἔσπασε μέσα μου. Νοιώθω μιά δύναμι μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Παρά τόν ἀνυπόφορο πόνο ἀποδέχεται ἐν εἰρήνῃ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τοῦ χαρίζει τήν ψυχική γαλήνη. Τόν κάνει νά αἰσθάνεται δυνατός μέσα στήν ἀσθένειά του (ὁ Κύριος΄τό εἶχε πεῖ στόν ἀπόστολό Του: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»). Μέ τή συνείδηση νά μή καταμαρτυρεῖ κάτι γιά τήν τόσο ἄδικη τιμωρία του, μέ ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι «ὁ κύριος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορίας», ὅπως γράφει ἀλλοῦ στό ἡμερολόγιό του, καί παραδομένος μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ξεκίνησε τό μακρύ ταξίδι τῆς ἐξορίας καί τῶν διωγμῶν. Ἡ στάση του αὐτή τοῦ ἔδινε πολλή μεγάλη δύναμη καί στήν προσωπική πνευματική ζωή του ἀλλά καί στόν τιτάνιο ἐκκλησιαστικό ἀγῶνα πού ἔμελλε νά ξεκινήσει ἀπό τή στιγμή αὐτή καί μετά. 

Συνήθιζε πάντα καί προέτρεπε: «Τίς ἁμαρτίες νά προσέχουμε, ἐκεῖ εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος γιά τήν ὕπαρξή μας καί ὄχι οἱ ἔξωθεν ἐπιβουλές». Καί θύμιζε πάντα τήν ὑπέροχη ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται». Αὐτόν δηλαδή πού δέν ἀδικεῖ τόν ἑαυτό του (μέ τίς ἁμαρτίες του) κανείς δέν μπορεῖ νά τόν παραβλάψει (οὔτε πειρασμοί δαιμόνων, οὔτε διωγμοί ἀνθρώπων).
     

Σ᾿ αὐτή τή θέση θά περιοριστοῦμε στήν ἀφανῆ, «ἐν ταπεινώσει καί διωγμῷ» διακονία του στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σάββα, στήν Ἁγία Παρασκευή. Ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἀπό τήν πρώτη μέρα (20-7-1974). Λειτουργοῦσε πολλές φορές μέ τούς συνεξόριστους ἀδελφούς του. Σέ πλεῖστες περιπτώσεις πρίν τίς συζητήσεις τους καί τίς ἀποφάσεις τους προηγεῖτο θεία λειτουργία. Ἦταν μιά ἐπισκοπική ὀμήγυρη πού εἶχε ἀπεκδυθεῖ κάθετί πού σχετίζεται μέ τήν κοσμική ἐξουσία καί βρισκόταν σέ Ἁγιοπνευματική κοινωνία μέσα στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας πού τελεῖτο σέ μιά ταπεινή κατακόμβη. 
Στίς εὐχαριστιακές αὐτές συνάξεις ἄρχισαν σιγά-σιγά νά προσέρχονται παλαιοί γνωστοί πού ἀψήφησαν τούς διωγμούς καί κατατρεγμούς καί τήν ἐκτόπιση τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔγιναν ἄνευ παραμικρῆς αἰτίας. Οἱ ἁγνές ψυχές τους μποροῦσαν καί διατηροῦσαν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης καί στίς πιό δύσκολες στιγμές γιά τούς πονεμένους καί διωκομένους πατέρες τους. Κοντά σ᾿ αὐτούς ἄρχισαν νά προσέρχονται καί ἄλλοι ἄνθρωποι πού μάθαιναν γιά τόν ταλαιπωρημένο αὐτό ἐπίσκοπο, πού παρέμενε ἤρεμος καί γαλήνιος, παρά τήν ἀδικία ἐναντίον του, ἀποκομμένος καί στιγματισμένος ἀπό τήν θεσμοθετημένη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, νά λατρεύει τό Θεό καί νά βρίσκεται κοντά στούς ἀνθρώπους καί τίς ἀνάγκες τους.

 Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἔβαλε τό πετραχήλι καί ἄρχισε νά ἐξομολογεῖ. Ἡ γαλήνη τῆς μόνωσης καί ἡ ἀγόγγυστη ἄρση τοῦ σταυροῦ του στήν καθημερινή ζωή του τόν ἔκανε ἕνα μαγνήτη πού προσείλκυε τούς ἀνθρώπους κοντά του. Ψυχές πονεμένες καί τραυματισμένες ἀπό τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς, ὑπάρξεις καταρρακωμένες ἀπό τή ζωή τῆς ἁμαρτίας ἔρχονταν κοντά του γιά νά βροῦν τή λύτρωση μέσα ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Νέοι ἀποπροσανατολισμένοι, ἀνήσυχοι, μέ ἔντονη ἀναζήτηση γιά ἀξίες πού μποροῦν νά «πληρώσουν» τήν ὕπαρξή τους προσέφευγαν γιά νά τούς δώσει ὁραματισμό, νά ἀνοίξει τόν ὁρίζοντα τῶν ἀναζητήσεών τους, γιά νά ἀνακαλύψουν τόν προορισμό τῆς ζωῆς τους. 

Τό μικρό ἐκκλησάκι μέ τίς συχνές λειτουργίες καί ἀγρυπνίες του, μέ τό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης ἔγινε ἕνα ἐργαστήριο ἁγιότητας γιά πλείστους ἀνθρώπους. Πόσες καί πόσες ἱερατικές καί μοναχικές κλήσεις δέν ξεκίνησαν ἀπό τήν ταπεινή αὐτή κατακόμβη; Τό ταπεινό αὐτό σπίτι, πού ἦταν ἡ κατοικία γιά τόν μητροπολίτη Ἀττικῆς Νικόδημο γιά περισσότερο ἀπό μία δεκαετία, ἦταν καί ὁ χῶρος μελέτης καί συγγραφῆς. 

Ἐκμεταλλευόμενος τήν εὐχέρεια χρόνου πού εἶχε τώρα πλέον ξεκίνησε συστηματική μελέτη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μελέτη τῶν Πατέρων ἀπό τόν μητροπολίτη Ἀττικῆς Νικόδημο, ὅλη αὐτή τήν περίοδο τοῦ πόνου καί τοῦ ἀναβρασμοῦ στά ἐκκλησιαστικά πράγματα, ἦταν συνεχής καί συστηματική. Ἁπλώθηκε στά κείμενα ὅλων τῶν Πατέρων, ἀπό τήν ἀποστολική καί μεταποστολική περίοδο, στήν χρυσή περίοδο τῶν Καππαδόκων Πατέρων καί τοῦ Χρυσοστόμου, στήν περίοδο τοῦ Δαμασκηνοῦ καί τοῦ Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ καί μέχρι τῶν ἀκόμα μεταγενεστέρων Γρηγορίου Παλαμά καί Καβάσιλα. Δυό καρποί τῆς συστηματικῆς αὐτῆς μελέτης ἦταν ἡ ἀποδελτίωση τῶν Πατέρων στή συνάφεια τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, καθώς καί ἡ μετάφραση κλασικῶν, βασικῶν κειμένων τοῦ 1ου καί 2ου αἰώνα στήν ἁπλή δημοτική γλώσσα.

Σέ καιρούς, ἐπίσης, θλίψεως, περιπέτειας καί πόνου ὁ Ἀττικῆς Νικόδημος ἔβρισκε τό κουράγιο νά ἀσχοληθεῖ σοβαρά μέ τή θεολογία. Τήν ἔβλεπε πάντα στενά συνδεδεμένη μέ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Κατέβαλε, λοιπόν, μεγάλες προσπάθειες, γιά νά συγγράψει πλῆθος θεολογικές μελέτες. Δέν ἔκανε θεολογία τοῦ σπουδαστηρίου, πού ἀπευθύνεται στούς λίγους, τούς εἰδικούς καί ἀπό αὐτούς μόνο κατανοεῖται, ἀλλά θεολογία πού εἶναι ὁ ἄρτος ὁ πνευματικός, πού προσφέρεται στό λαό τοῦ Θεοῦ καί γι᾿αὐτό πρέπει νά εἶναι ἁπλή καί κατανοητή σέ ὅλους. Ἡ θεολογική παραγωγή του, μέχρι τή μέρα τῆς κοίμησής του, ξεπερνάει τά 70 βιβλία. Πολύ σημαντικά εἶναι, ἐπίσης, καί τά βιβλία προβληματισμοῦ στή σύγχρονη πραγματικότητα. Τόν βασάνιζαν πολύ οἱ ἐκτροπές τῆς ἐποχῆς μας καί προσπαθοῦσε νά τοποθετηθεῖ κριτικά μέ τήν πειθώ, σέ διάλογο μέ τόν σημερινό ἄνθρωπο. Καί στή λογοτεχνία ὅμως εἶχε ἐπίδοση. Ἔγραψε ἱστορικά διηγήματα πού ἐξαίρουν μορφές τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγραψε καί σύγχρονα διηγήματα, ὅμως, πού ἀποσκοποῦν μέσα ἀπό μιά μυθιστορηματική πλοκή, νά προβληματίσουν τή σημερινή νεολαία γιά τίς ἐπιλογές της. Ὅμως, ἡ ἐξορία δέν εἶχε μόνο ὅλη αὐτή τήν πνευματική καρποφορία. Εἶχε καί μεγάλους ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνες. Αὐτά, ὅμως, στή συνέχεια. 



Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου