ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛ. ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΟΛΟΥ
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΕΝ ΑΓΑΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ
«Μεταπατερική», «Βαπτισματικὴ» καὶ Εὐχαριστιακὴ» θεολογία:
τὰ ὅπλα γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας
Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ μπορεῖ νὰ ἀναγνωσθεῖ ὡς μία ἀντι-εἰσήγηση στὰ ὅσα δοξολογικὰ ἐλέχθησαν γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, στὸ Διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο ποὺ διοργάνωσε ἡ Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Ζηζιούλα. Αὐτὸ τὸ συνέδριο σηματοδοτεῖ μιὰ ἐσχάτη ἔκπτωση τῶν ὀρθοδόξων (κληρικῶν καὶ λαϊκῶν), καθόσον τιμήθηκε ὁ πρωτοπόρος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ δεξὶ χέρι τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου, μὲ τὴν παρουσία 10 περίπου ἐπισκόπων.
του Θεολόγου κ. Παν. ΣΗΜΑΤΗ
Β΄ ΜΕΡΟΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ καὶ στὸ βάθος τὸ ΠΡΩΤΕΙΟ.
Μὲ διάφορα κείμενά του, λοιπόν, ὁ Περγάμου κηρύσσει τὴν κακόδοξη «Εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία». Ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα αὐτῆς τῆς γραμμῆς ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο του «Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαριστία» καὶ τὸ ἄρθρο-ὁμιλία: «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστὼς τῆς Θείας Εὐχαριστίας».
Στὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες –κατὰ τὸν καθηγητὴ Φαράντο– «ὁ κ. Ζ. ἐξαίρει τὴν θ. Εὐχαριστία μονομερῶς ὡς ἀναφορὰ δώρων πρὸς τὸν Θεό, παραθεωρεῖ δὲ ἢ καὶ στηλιτεύει τὸν χαρακτῆρα αὐτῆς ὡς θυσίας, —μία τάση, ἡ ὁποία θὰ καταστεῖ πλέον ἔκδηλος εἰς τὰ ἀκολουθοῦντα κείμενα τοῦ βιβλίου του. Ἡ θ. Εὐχαριστία θὰ κατανοηθεῖ ὄχι ὡς ἀναφορὰ καὶ ἀναίμακτος θυσία, ἀλλὰ «καθαρὰ καὶ ἁπλὰ» ὡς «Ἀναφορὰ ἢ Εὐχαριστία» (σελ. 60). Ἐντύπωση ποιεῖ καὶ ἡ ἀνθρωποκεντρικὴ ἀντιλήψη περὶ τῆς ἀναφορᾶς δώρων εἰς τὸν Θεό, χωρὶς τὸ θεολογικό της ὑποβαθρο, ἀφοῦ ἐμφανίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀφ' ἑαυτοῦ προσφέρων καὶ ἀναφέρων τὰ δῶρα τῆς Εὐχαριστίας εἰς τὸν Θεό»[1].
Καὶ πάλι ὁ Φαράντος: «Ἐνταῦθα παραθεωροῦνται δύο θεολογικὲς προϋποθέσεις: Ὅτι τὰ πάντα ποιεῖ ὁ Θεὸς ἀφ’ Ἑαυτοῦ (Πατήρ), δι’ Ἑαυτοῦ (Υἱός), ἐν Ἑαυτῷ (Ἅγιο Πνεῦμα), ὁ δὲ πιστὸς προσέρχεται, διὰ νὰ μεταλάβει καὶ νὰ λάβει πρὸς σωτηρία του. Ἐὰν δὲ καὶ «προσφέρει» ἢ «ἀναφέρει» εἰς τὸν Θεό, «ἱκανοῦται» πρὸς τοῦτο (Β' Κορ. 3, 6 - Κολ. 1, 12). Ἡ θεολογία αὐτὴ ἐκφράζεται ἰδιαιτέρως στὶς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας, καθ' ἃς ὁ μὲν Θεὸς εἶναι ὁ προσφέρων, ὁ δὲ ἄνθρωπος ὁ «ἀναξίως» λαμβάνων, καὶ «ἱκανούμενος» εἰς τὸ προσφέρειν: «ποίησον ἡμᾶς ἀξίους γενέσθαι τοῦ προσφέρειν Σοι... ἱκάνωσον ἡμᾶς... χάρισαι ἡμῖν...», «τὸ γὰρ διακονεῖν Σοι μέγα καὶ φοβερόν», «Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος» κλπ.»[2].
«Συνοψίζω καὶ ἐπαναλαμβάνω τὰς βασικὰς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν: Μετὰ “τοὺς πρώτους δύο ἢ τρεῖς αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς περιόδου” ἡ Ἐκκλησία ἐξέπεσε καὶ “διεστράφη”, χρησιμοποιεῖ δὲ τὴν βαρυτάτην φράσιν τῆς μαρξιστικῆς θεωρίας: “ἡ Ἐκκλησία σιγὰ-σιγὰ ὁδηγήθηκε σὲ μία σοβαρὴ ἀλλαγὴ συνειδήσεως”, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ πρὸς τό: ἐξεφυλίσθη καὶ διεφθάρη τελείως. “Οἱ ἠθικὲς ἀξίες ἔχουν πολὺ παρεξηγηθεῖ καὶ διαστραφεῖ”, “ὁ ἄνθρωπος κακοποιεῖται καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία” (σελ. 29), μὲ ἄλλα λόγια: εἰς τὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται, ἀλλὰ ἀλλοτριώνεται».
Δηλαδὴ –ἐκτιμᾶ ὁ Φαράντος– πρόκειται γιὰ «πλήρη ἀπόρριψιν αὐτῆς ταύτης τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν ἠθικο-δογματικῶν Αὐτῆς περιεχομένων. Οὐδεμία δέσμευσις ὑπεμφαίνεται εἰς τὴν αὐθεντίαν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὰς ἀλαθήτους δογματικὰς ἀποφάνσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, αἱ ὁποῖαι οὐδαμοῦ μνημονεύονται, ὡς συγκληθεῖσαι μετὰ ”τοὺς πρώτους δύο ἢ τρεῖς αἰῶνες τῆς χριστιανικῆς περιόδου”» κλπ.!
»Ἡ πολεμικὴ εἰδικῶς κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, “ποὺ μιλάει ἀκόμα τὴ γλῶσσα τοῦ παρελθόντος καὶ προβληματίζεται μὲ μηνύματα παρωχημένης ἐποχῆς” (σελ. 18), περὶ θεολογικοῦ “γκέτο” κλπ. ἀπηχεῖ συκοφαντίας τῶν Οἰκουμενιστῶν —τῆς δυτικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ Ὀρθοδόξων, προερχομένων, κυρίως, ἐκ τῶν δύο προκεχωρημένων “οἰκουμενικῶς” Πατριαρχείων, ἤτοι Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀλεξανδρείας, κατὰ τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων, οἵτινες “κωλυσιεργοῦν” εἰς τὴν πρόοδον πρὸς ἕνωσιν τῶν “ἐκκλησιῶν”. “Ὁ ἀναγινώσκων, νοείτω”»![3]
»Εἰς ταῦτα, ἐὰν προστεθοῦν: ὁ τέλειος παραμερισμὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Ἐκκλησίας, —ὁ κ. Ζ. ὁμιλεῖ διαρκῶς περὶ Ἐκκλησίας ἢ χριστιανικῆς Ἐκκλησίας—, ἡ ἀποψίλωσις τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς ἁπλῆς εὐχαριστιακῆς ἀναφορᾶς— ἓν στοιχεῖον ἀποδεκτὸν ἐπὶ οἰκουμενικῆς βάσεως—, μὲ σύγχρονον ἀπόρριψιν τοῦ ἰδίου —διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους— χαρακτῆρος αὐτῆς ὡς θυσίας, ἡ τελεία περιφρόνησις τῆς παραδόσεως διὰ τῆς ἀπορρίψεως ὅλων σχεδὸν τῶν, κατ' ἐξοχήν, ἀνθρωπολογικῶν της δογμάτων, ἡ τελεία ἀποσιώπησις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, —καὶ εὐλόγως, ἀφοῦ συνεκλήθησαν αὖται ἐν ζωῇ μετὰ τοὺς πρώτους δύο ἢ τρεῖς αἰῶνες—, καὶ τὸ ὅτι ὑπάρχει μὲν ἀκόμη ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου λειτουργικά, ἀλλά, δυστυχῶς, ἡ Ὀρθοδοξία σὰν μία ἀποτυχημένη μαρτυρία(36), καὶ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη λειτουργικῆς ἀγωγῆς(19), δὲν εἶναι εἰς θέσιν πλέον νὰ ἐπιτελέσει τὴν θείαν Εὐχαριστίαν ὀρθῶς, ἔχομεν, σχεδόν, πλήρη τὴν εἰκόνα τῆς θεολογίας τοῦ κ. Ζ.: πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν (Ρωμ. 3, 12)»![4]
Ἀλλ’ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Φαράντο καὶ ἄλλοι ἔχουν ἐξασκήσει κριτικὴ στὰ ἔργα τοῦ Ζηζιούλα, εἰδικὰ στὸ ἄρθρο του «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστὼς τῆς Θείας Εὐχαριστίας» (περ. “Διάβαση”, Ἱ. Μ. Περιστερίου τ. 54ο, 2005).
Γράφει ἐκεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας μεταξὺ ἄλλων: «Τὸ κατεξοχὴν ἔργον τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἡ προεδρία τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ἀπὸ αὐτὴν πηγάζει ὅλη ἡ ἐξουσία τοῦ Ἐπισκόπου, ὄχι μόνον ἡ ἁγιαστικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική. Εὐχαριστία χωρὶς Ἐπίσκοπον δὲν ὑπάρχει. Ὁ Ἐπίσκοπος, λοιπόν, ἔχει ὡς κύριον ἔργον του καὶ πρωταρχικὸν τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὅλα τὰ ἄλλα ἔργα του εἶναι δευτερεύοντα γιατὶ ὅλα τὰ ἄλλα νοηματίζονται ἀπὸ τὴ σχέση τοὺς μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Ὁ Ἐπίσκοπος στὴν οὐσία δὲν εἶναι διοικητής, εἶναι λειτουργός, εἶναι εἰκὼν Χριστοῦ, ...δὲν μποροῦμε νὰ παρακάμψουμε τὴν εἰκόνα καὶ νὰ φθάσουμε ἀπευθείας στὸ πρωτότυπο. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν μποροῦμε νὰ προσευχόμεθα ἀπευθείας στὸ Χριστό, ἀλλὰ πρέπει νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα του, ὁ Ἐπίσκοπος». Διαφορετικὰ «ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ παρακάμπτει τὸν ἀνθρωπο καὶ πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς φαντασίας. Τὸ σημεῖον αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὸ μνημόσυνον τοῦ Ἐπισκόπου ἡ Εὐχαριστία εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτος. Πρόκειται γιὰ τὸ πλέον καίριο στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν Θεία Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἱερεὺς ὅταν πρόκειται νὰ τελέσει τὴ Θ. Εὐχαριστία λαμβάνει καιρόν… καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν εἶναι κενός, δείχνει ὅτι καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρο τῆς Θ.Εὐχαριστίας».
Ἂς δοῦμε ἕνα ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν κριτικὴ τοῦ καθηγητῆ Κορναράκη:
«Μία μόνο δυνατότητα ἔχουμε νὰ ἐλέγξουμε τὴν ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ ἰσχυρισμοῦ τοῦ Σεβ/του Μητροπ. Περγάμου ὅτι, ὡς κύριο ἔργο καὶ πρωταρχικὸ τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι τὸ νὰ ἡγεῖται τῆς Θ. Εὐχαριστίας καὶ ὅτι προΐσταται καὶ προεδρεύει αὐτῆς. Νὰ ἀνατρέξουμε στὸ κείμενο τῆς Θ. Λειτουργίας στὸ Ἱερατικόν, γιὰ νὰ ἰδοῦμε ἄν, πράγματι, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι “ὁ προεστὼς καὶ τὸ κατεξοχὴν κέντρο τῆς Θείας Εὐχαριστίας”!».
Στὸ ἱερατικὸ, λοιπόν, διαβάζουμε τὰ ἀναγινωσκόμενα (διαδραματιζόμενα):
«Α. Πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Θείας Λειτουργίας
Ὁ ἱερέας «πρὸ τοῦ τέμπλου, θὰ ζητήσει τὴν “χεῖρα” τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν ἀναίμακτο θυσία... "Κύριε, ἐξαπόστειλόν μοι τὴν χεῖρά σου ἐξ ἁγίων κατοικητήριόν σου καὶ ἐνίσχυσον με, εἰς τὴν προκειμένην διακονία σου, ἵνα ...τὴν ἀναίμακτον ἱερουργίαν ἐπιτελέσω. Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία ...."
»Στὴν εὐχὴ αὐτὴ ὁ λειτουργὸς ἱερεὺς δὲν ζητεῖ τὴν χεῖρα τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν “ἀναίμακτον ἱερουργίαν”, ἀλλὰ τοῦ προσφέροντος ἑαυτόν, γιὰ τὴν θυσία αὐτή, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ!
»Β. Κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀναφορᾶς τῆς καθαγιάσεως τῶν τιμίων δώρων α) Ἡ πρόσκληση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ προσέλθει, προετοιμαζόμενος στὴν τράπεζα τῆς ἀναιμάκτου θυσίας γίνεται διὰ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ὄχι διὰ τοῦ Ἐπισκόπου! “Λάβετε φάγετε τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τούτου ἐστὶ τὸ αἷμά μου...». β) Γιὰ τὴν καθαγίαση τῶν τιμίων δώρων ὁ ἱερέας λειτουργὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι συγχρόνως θύτης καὶ θῦμα. Καὶ στὸ σημεῖο τοῦτο ἡ παρουσία ἢ μετοχὴ τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι ἀνύπαρκτη: “Ἔτι προσφέρομεν τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν καὶ παρακαλοῦμέν σε... κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα... Καὶ ποίησον τὸν μὲν Ἄρτον τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου... Τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον Αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου, Μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ”. γ) Πρὸ τῆς Θείας μεταλήψεως καὶ πάλι ἡ σχετικὴ εὐχὴ τοῦ ἱερέως θὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν θυσιασθέντα Κύριο καὶ ὄχι στον Ἐπισκοπο: “Πρόσχες Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου... καὶ ἐλθὲ εἰς τὸ ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών. Καὶ καταξίωσον τῇ κραταιᾷ σου χειρὶ μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου σώματός σου καὶ τοῦ τιμίου αἵματος καὶ δι’ ἡμῶν παντὶ τῷ λαῷ”.
»Τῆς ἀναιμάκτου λοιπὸν θυσίας τοῦ Χριστοῦ προεστὼς καὶ ἡγέτης καὶ πρόεδρος καὶ κέντρο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ οὐδεὶς ἄλλος. Στὸ γίγνεσθαι τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς θυσίας αὐτῆς ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι τελετουργικῶς ἀνύπαρκτος!!! Συνομολογεῖ καὶ βεβαιώνει τὸ τελευταῖο γεγονὸς καὶ ὁ Ν. Καβάσιλας στὸ ἔργο του “Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν”:
»“Διότι δὲν μεταλαμβάνουν πραγματικὰ ὅλοι αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δίδει ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε μόνον ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους δίδει μόνον ὁ Χριστός. Ὁ Ἱερεὺς δίδει γενικὰ σὲ ὅλους τοὺς προερχομένους ὁ δὲ Χριστὸς (μόνον) στοὺς ἀξίους νὰ μετάσχουν. Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι μόνον ἕνας εἶναι αὐτός, ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ ἁγιάζει ζωντανούς, καὶ ἀποθανόντας, ὁ Σωτήρ”...
»Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ τῆς Θ. Λειτουργίας δὲν προκύπτει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι προεστὼς τῆς Θ. Εὐχαριστίας, μὲ τὸ νόημά ποὺ θέλει ὁ Σεβ/τος κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας, οὔτε ὑπάρχει κάποιο στοιχεῖο ὅτι ἡγεῖται στὰ ἕξι λεκτικὰ στάδια τῆς μυστηριακῆς ἱερουργίας. Οὔτε ἐπίσης μαρτυρεῖται στὸ κείμενο αὐτὸ ὅτι “ὁ Ἐπίσκοπος στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ”!
»Ἡ Θ. Λειτουργία, λοιπόν, εἶναι ἀκραιφνῶς χριστοκεντρικὴ καὶ καθόλου ἐπισκοποκεντρική! Στὰ δρώμενα τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ἀλλὰ κι ὅλης τῆς Θ. Λειτουργίας, ὅπως εἶναι φυσικὸ καὶ αὐτονόητο, δεσπόζει ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς θύτου καὶ θύματος... Ἀντιθέτως, ἡ εἰκόνα τοῦ Ἐπισκόπου παρουσιάζεται ἐξαιρετικῶς περιθωριακὴ στὸ ὅλο γίγνεσθαι τῆς Θ. Εὐχαριστίας–Θ. Λειτουργίας. Ἁπλῶς ὁ Ἐπίσκοπος μνημονεύεται ὡς ὁ ἐκκλησιαστικὸς διοικητικὸς προϊστάμενος τέσσερις φορές, χωρὶς ἰδιαίτερη ἐπισήμανση χαρισματικῆς ἢ λειτουργικῆς ὑπεροχῆς. Δίδει εὐλογία ὡς ἱερατικὸς προϊστάμενος καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐξαρτῶνται ὅλα τὰ διοικητικὰ θέματα τῆς Ἐπισκοπῆς του. Μὲ τὸ νόημα αὐτό, ἄλλωστε, γίνεται καὶ ἡ μνημόνευσή του. Δὲν μπορεῖ, λοιπόν, νὰ ἰσχυρίζεται ὁ Σεβασμιώτατος ὅτι: “τὸ πλέον κύριον στοιχεῖο, ποὺ ἀναδεικνύει τὴ Θ. Εὐχαριστία ἐπισκοποκεντρικὸ γεγονὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ μνημοσύνη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου”. Ἡ διοικητικὴ ἐξουσία μπορεῖ νὰ στηρίζει εὐθύνες ἐπισκοπικῆς μέριμνας γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ὁμαλῆς λειτουργία τῆς ὅλης ἐπισκοπῆς, ἀλλὰ ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἐξουσίας δὲν σχετίζεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας»[5].
Ἀπ’ αὐτὴ τὴ θέση καὶ ὕβρι τοῦ κ. Ζηζιούλα προκύπτει καὶ τὸ τερατῶδες συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἀπευθείας ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου. Καὶ ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐρωτημάτων ποὺ προκύπτουν καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, οἱ πιστοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἐπικοινωνία μὲ αὐτόν, δὲν μποροῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μετὰ τοῦ Θεοῦ; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Περγάμου, χωρὶς τὴν περέμβαση τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἀδύνατη ἡ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία. Σύμφωνα μὲ σύμπασα τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅμως, καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων: ἀσφαλῶς ἡ ἐπικοινωνία εἶναι δυνατή.
Καὶ ἰδοὺ μερικὰ ἀποδεικτικὰ παραδείγματα: ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν καθαιρέθηκε καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τὸν πατριάρχη Καλέκα, μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεό, καὶ ἡ προσευχή του δὲν ἦταν ψευδὴς καὶ ἀνυπόστατη ἢ φανταστικὴ (ὅπως θέλει ὁ κ. Ζηζιούλας), ἐπειδὴ τάχα δὲν δεχόταν νὰ παρεμβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη Καλέκα. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Θ. Λειτουργίες ποὺ τελοῦσε, δὲν ἦταν ἕνα θέατρο, ἀλλὰ πραγματικὰ μυσταγωγίες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐτελοῦντο μὴ μνημονευομένου τοῦ ὀνόματος τοῦ Καλέκα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ προσευχόταν καὶ λειτουργοῦσε στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν ἔγκλειστος, ἂν καὶ δὲν συμφωνοῦσε καὶ δὲν μνημόνευε τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο, ὅπως σήμερα οἱ ὅμοιοί τους κ. Ζηζιούλας καὶ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Ὅσο γιὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, κι αὐτὸς μποροῦσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ μόνο καὶ μόνο γιατὶ εἶχε ὡς βάση καὶ θεμέλιο τὴν ἀληθῆ ὀρθόδοξη πίστη, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἀνεγνώριζε 4 Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς μὲ τὶς αἱρετίζουσες ἰδέες, ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό[6].
Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους ἁγίους καὶ πιστοὺς (ὅπως τοὺς ἁγίους Ἰωάννη Χρυσόστομο, Ἰωάννη Δαμασκηνό, Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο καὶ σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους, ὅπως τὸν Παπουλάκο, τοὺς ἁγίους Κολλυβάδες, τὸν ἅγιο Νεκτάριο κ.λπ.), οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνεγνώριζαν τοὺς οἰκείους Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους καὶ εἶχαν διωχθεῖ ἢ καθαιρεθεῖ ἀπ’ αὐτούς. Κατὰ τὴν κακόδοξη λογικὴ τοῦ Περγάμου, δὲν μποροῦσαν τότε νὰ προσευχηθοῦν, χωρὶς τὴν παρέμβαση τοῦ αἱρετικοῦ ἢ ἄδικου Ἐπισκόπου!
Ἡ «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τοῦ Ζηζιούλα, τελικά, εἶναι ὁ Δούρειος ἵππος, μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ἑνωθεῖ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῶν μελῶν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸ Βατικανό. Διότι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ «κάθε εξουσία» στὴν Ἐκκλησία («ἁγιαστική, ποιμαντικὴ καὶ ἡ λεγομένη διοικητική») «πηγάζει ἀπὸ τὴν εὐχαριστία» καὶ αὐτὸν ποὺ κατέχει τὴν «προεδρία τῆς Θείας Εὐχαριστίας», τότε ὁ Προεστὼς τῆς Εὐχαριστίας μεταμορφώνεται σὲ πηγὴ εξουσίας καὶ αὐθεντίας, στὴν σεβασμιότητα τοῦ ὁποίου ἀνήκει ἀπόλυτη ὑπακοή, ἀφοῦ θὰ εἶναι περιβεβλημένος ὅλο τὸ μυστηριακό, ἐσχατολογικὸ καὶ θεσμικὸ φορτίο ἱερότητος, ἄνευ μάλιστα τοῦ ὁποίου (ὅπως εὐθέως διδάσκει ὁ Περγάμου) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσουμε τὸν Κύριο. Ἔτσι παρακάμπτεται καὶ ἀπὸ τὴν Λειτουργία καὶ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή ὁ λατρευόμενος Κύριος, ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος» Χριστός, καὶ τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ Προεστώς, πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἐν τῷ καταλλήλῳ καιρῷ τὸ ἀποκρουστικὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα.
Καὶ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ καθηγητὴ Κορναράκη: «Τὴν 23.12.2005 ὁ «Ὀρθ. Τύπος» δημοσίευσε πληροφορία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἰς τὸ Θ’ Διαχριστιανικὸ Συμπόσιον (διάβαζε μεταξὺ παπικῶν καὶ ὀρθοδόξων ἐξ Ἀθηνῶν), μεταξὺ ἄλλων πορισμάτων, «διαπιστώθηκε ὅτι ἡ “Εὐχαριστηριακὴ ἐκκλησιολογία” εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτελέσει σημαντικὴ βάση προσεγγίσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν κατανόηση τῆς λειτουργίας τοῦ Ἐπισκοπικοῦ πρωτείου στὴν τοπικὴ ἐκκλησία στὰ πλαίσια τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας»!
Ὅπως βλέπουμε, “Εὐχαριστηριακὴ ἐκκλησιολογία” καὶ Πρωτεῖο πᾶνε μαζί. Ἔτσι, στὶς 23 Φεβρουαρίου 2008 στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου ὁ κ. Ζηζιούλας, ἐρωτώμενος γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν διστάζει νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα· τολμᾶ νὰ εἰσάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος[7]· καὶ θεολογεῖ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ ἐφόδιο ὄχι τὸν θεῖο φωτισμό, ἀλλὰ τοὺς φαυλεπίφαυλους ὀρθολογιστικοὺς συλλογισμούς, ποὺ ἀνέκαθεν ἐξάγουν τὰ βατικάνεια, προτεσταντικὰ καὶ οἰκουμενιστικὰ ἐργαστήρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει μὲ ποιά σκοπιμότητα; Γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα! Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε «διαβάθμηση»! Μᾶς λέγει, «οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δεύτερος Θεός»[8]. Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους λόγους του:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγία Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεί πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε[9]. Ἡ αἰτιότητα εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑτερότητος. Ἡ Ἑτερότητα στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ἀναδύεται ἔτσι φυσικά, αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, πρέπει νὰ προέρχεται ἐλεύθερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσάγουμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο, αὐτὴ τὴν αἰτιότητα, εἰσάγουμε Ἱεραρχία».
Σταματῶ ἐδῶ γιὰ νὰ παραθέσω λίγες φράσεις τῶν δύο ἐκ τῶν θεοφώτιστων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἁγίων Γρηγορίου καὶ Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου, ποὺ κάνουν σκόνη τοὺς ἀφώτιστους συλλογισμοὺς τοῦ κ. Ζηζιούλα:
Γράφει ὁ ἅγ. γρηγόριος: «Τὸ αἴτιον –γράφει– δὲν εἶναι ἀρχαιότερον ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων εἶναι αἴτιον. Διότι οὔτε ὁ ἥλιος εἶναι ἀρχαιότερος ἀπὸ τὸ Φῶς»[10].
Ἀπὸ τὸν ἅγ. Συμεὼν παραθέτω ἕνα μικρὸ ἀπόσπασμα, μιὰ μικρὴ ἔνδειξη τοῦ πῶς θεολογοῦν οἱ Ἅγιοι καὶ πῶς αἱρετίζει ὁ κ. Ζηζιούλας, καὶ ἀκόμα πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ Ἅγιοι τοὺς κακόδοξους τῆς ἐποχῆς τους. (Καλὸ εἶναι, ὅσοι θέλουν νὰ ἐξακριβώσουν τὴν «τερατώδη[11] αἵρεση» τοῦ κ. Ζηζιούλα, νὰ ἀνατρέξουν στὸν ἅγιο Συμεών).
«...ὅ καὶ μᾶλλον λυπεῖ με καὶ ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τὸ φρικτὸν τοῦ ἐγχειρήματος καὶ τὸ τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες! Κατὰ τοῦτο, φησί, μόνον μείζων ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ, καθ᾿ ὃ αἴτιός ἐστι τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ. Καὶ ἡ ἀνθυποφορά· μείζονα τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα πῶς φῄς; Ὅτι δή, φησί, μείζων ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ - λέγω δὲ ἀντὶ τοῦ πρῶτος-· ἐκ τοῦ Πατρός γάρ. Ταῦτα τῆς καινῆς κενοφωνίας αὐτῶν καὶ ἀσυνέτου θεολογίας, τήν αἰτίαν... Εἰ ἀδιαίρετος ἦν, ὦ οὗτοι, καὶ ἔστι καὶ ἔσται ἀεὶ ἡ παναγία Τριάς, ἡ τὸ πᾶν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος παραγαγοῦσα, τίς ἐδίδαξε, τίς ἐνενόησε μέτρα καί βαθμούς, πρῶτον καὶ δεύτερον, μεῖζον καὶ ἔλαττον ἐν αὐτῇ; Τίς τοῖς ἀθεάτοις καὶ ἀγνώστοις καὶ πάντῃ ἀνερμηνεύτοις καὶ ἀκατανοήτοις ταῦτα ἐξέθετο; Τὰ γὰρ ἀεὶ ἡνωμένα καὶ ἀεί ὡσαύτως ὄντα, ἀλλήλων πρῶτα εἶναι οὐ δύνανται. Εἰ δὲ πρῶτον βούλει σὺ τὸν Πατέρα εἰπεῖν τοῦ Υἱοῦ, ὡς ἐξ αὐτοῦ γεννηθέντος, καὶ κατὰ τοῦτο μᾶλλον καὶ μείζονα, λέγω σοι κἀγὼ πρῶτον εἶναι τοῦ Πατρός τὸν Υἱόν· εἰ μὴ γὰρ οὗτος ἐγεννήθη, οὐκ ἂν πατὴρ ὁ Πατὴρ ὠνομάζετο. Εἰ δὲ προτάσσεις ὅλως τοῦ Υἱοῦ τὸν Πατέρα καὶ πρῶτον αὐτὸν ὡς αἴτιον τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως ὀνομάζεις, καὶ τὸ εἶναι τοῦ Υἱοῦ αἴτιον ἀποβάλλομαι»[12].
Ἂς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὴ συνέχεια τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Ζηζιούλα:
«Ἡ Θ. Εὐχαριστία διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ συγκροτεῖται ἡ κοσμικὴ κοινωνία. Χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: α) Ἡ ἔννοια τῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς ἐξουσίας, ποὺ τὴν συνοδεύει. Ἡ εὐχαριστιακὴ κοινότητα εἶναι δομημένη ἱεραρχικά. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἡ κεφαλή της, οἱ πρεσβύτεροι ἕπονται, ἀκολουθοῦν οἱ διάκονοι καὶ ἔπειτα ὁ λαός. Εἶναι λάθος νὰ λέμε ὅτι ἡ Εὐχαριστία καταργεῖ τὴν ἱεραρχία (ὁ ὅρος «ἱεράρχης» δὲν προέκυψε ἀπὸ ἐπίδραση κοσμική, ἀλλὰ εὐχαριστιακή). Συνεπῶς, μεταφερόμενο στὴν κοινωνία τὸ ἦθος τῆς Εὐχαριστίας ἐνθαρρύνει καὶ ἀπαιτεῖ τὶς ἱεραρχικὲς δομές. Ἡ παρατηρουμένη σήμερα ἰσοπέδωση δὲν συνάδει στὸ εὐχαριστιακὸ ἦθος. Αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ Εὐχαριστία εἶναι νὰ μὴ μετατρέπεται ἢ χρησιμοποιεῖται ἡ ἱεραρχία ὡς μέσο καταπίεσης καὶ στέρησης τῆς ἐλευθερίας.
»Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν. Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία. Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δεν αἵρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων. Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[13].
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅμως, ἔχει τὶς ἀντιρρήσεις μὲ τὰ λεγόμενα αἱρετικὰ τοῦ κ. Ζηζιούλα. Γράφει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «(44) Γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκοντας ὁ Κύριος, δὲν χρησιμοποίησε μαζὶ κι ἀρίθμηση. Δὲν εἶπε δηλαδή: Στὸν πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. Οὔτε: Σ' ἕνα καὶ δύο καὶ τρία. Ἀλλὰ μὲ ἅγια ὀνόματα, χάρισε τὴ γνώση τῆς πίστης ποὺ ἄγει στὴ σωτηρία. Ἄρα, ὅ,τι μᾶς σώζει, εἶναι ἡ πίστη... Ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἕνας κι ὁ μονογενὴς Υἱὸς κι ἕνα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις τὴν ἐξαγγέλλουμε μονωμένα. Κι ἂν χρειασθεῖ νὰ τὶς συναριθμήσουμε, δὲν γλιστρᾶμε μὲ ἀπαίδευτη ἀρίθμηση σὲ ἔννοια πολυθεΐας. (45) Γιατὶ δὲν ἀριθμοῦμε προσθέτοντας, γιὰ ν' αὐξήσουμε τὸ ἕνα σὲ πλῆθος, λέγοντας ἕνα καὶ δύο καὶ τρία, οὔτε πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. “Ἐγὼ Θεὸς πρῶτος κι ἐγὼ κατόπιν”».
Ἂς δοῦμε, σὲ ἀντιπαράθεση τώρα, τὶς συνεχιζόμενες βλασφημίες τοῦ Ζηζιούλα: «Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ βάζουμε τὸν Υἱὸ πάνω ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ δίπλα–δίπλα, Ἴσον μὲ τὸν Πατέρα[14]. Ἐὰν μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, ...ὑπάρχει Ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ μὴν ἔχει Ἱεραρχία; ...Γιὰ νὰ τελειώνουμε, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σῶμα τῶν Ἀποστόλων ἔχουμε τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους»[15].
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἱρετικὴ θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα περὶ Ἁγίας Τριάδος· διαστρεβλώνει τὸ μυστήριό της καὶ κατόπιν φέρνει τὸ θέμα ἐκεῖ ποὺ στοχεύει ὅλη αὐτὴ ἡ αἱρετικὴ θεολογία του, στὸν Πέτρο καὶ στὸν Πάπα, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν Πέτρο. Καὶ τελειώνει: «Τὸ κεφάλι δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει προτεραιότητα ἔναντι τοῦ ποδιοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τὴν ἰδιότητα τοῦ πατέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ κάθεται εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ ΠΑΤΡΟΣ. Ἐὰν στὴν ὕπαρξή μας καταργήσουμε τὴν Ἱεραρχία, καταργοῦμε τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα. Θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας αὐθύπαρκτο...»[16].
Γιὰ νὰ μὴν «ξεγελιόμαστε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὁρολογία», πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἐδῶ ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει τὸ ἐξωφρενικό. Πὼς «τάχα, ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα... Μὲ τὶς λέξεις περιγράφεται ἡ ἀναλογία τοῦ Ἀκινάτη[17], καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα θεμελιώνεται ὀντολογικὰ γιὰ πάντα στὸν ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ σὰν l’ esse ipsum subsistens. Τὸ “Ἐγὼ εἶμι ὁ ὤν”, τῆς Ἐξόδου. Σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτὲ ἡ Ἐνσάρκωση, ἡ Ἐκκλησία! Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Λὲς καὶ μετὰ τὴν Ἔξοδο οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν ἀμέσως τὴν Ἐκκλησία. Ἀπίστευτα θεολογικὰ πράγματα»[18].
Ἔτσι, «ἐπινοεῖ (ὁ κ. Ζηζιούλας) καὶ μία θανατηφόρο Τριαδολογία, ἡ ὁποία σκοπὸ ἔχει τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα! Ἑρμηνεύει τὸν Πατέρα σὰν Θεό, σὰν ὀντολογικὴ Ἀρχὴ τῆς Τριάδος. Ἐνῶ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὸν Πατέρα σὰν Αἰτία κινήσεως τῆς Τριάδος. Ἀντιθέτως οἱ Πατέρες διδάσκουν πὼς ἡ ὕπαρξη τῶν Τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ταυτόχρονη. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὴν ὑποστάση τοῦ Υἱοῦ, ὑπῆρξε ταυτόχρονη[19]. ...Δὲν εἶναι ὅμως Χριστιανὸς ὁ Ζηζιούλας. Εἶναι ἕνας ράφτης, ποὺ ράβει τὸ Ὀρθοδοξο κουστοῦμι τοῦ Πάπα...».
«Θεόπνευστη» ὄντως ἡ διδασκαλία τοῦ Ζηζιούλα! Δὲν κατάφερε νὰ ξεχωρίσει τὴν θεσμικὴ Ἱεραρχία, ἀπὸ τὸ ὀντολογικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ περαιτέρω ἀπὸ τὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καί, ἀκόμα περισσότερο, ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη «ὀντολογία» τῆς θείας οὐσίας ἢ φύσεως. «Τὸ κεφάλι (ὁ ἐπίσκοπος) δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει προτεραιότητα ἔναντι τοῦ ποδιοῦ», λέγει, καὶ στὸ πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ του (σήμερα βλέπουμε πὼς εἶναι γραμμένο καὶ στὸ κούτελό του) βρίσκονται οἱ κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας –καὶ ἡ ἀφεντιά του– μὲ Πρῶτον τὸν Πάπα. Ἄραγε, ὁ «ἅγιος» Περγάμου, μὲ ποιό μέρος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ θὰ ταυτοποιοῦσε ὀντολογικά τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, τὸν ἅγιο Μάξιμο;
Ἂς ἐπιμείνουμε λίγο ἀκόμα στὴν ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ θέμα, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς Τσελεγγίδης:
«Τό μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία (γράφει ὁ κ. Τσελεγγίδης), γίνεται ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καὶ φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ καρπό τῆς μεθέξεώς τους στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ... Κατὰ συνέπεια, οἱ θεολογικές-ὀντολογικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀναφορὰ τῶν πιστῶν στὴν Τριαδικὴ ἑνότητα βρίσκονται στὴν ἵδρυση καὶ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί (σ.σ. ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὄχι μόνο οἱ ἐπίσκοποι) ὡς ὀργανικὰ μέλη του... “ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας” (Ἰω. 17,21).
»Στὴν παραπάνω Ἀρχιερατικὴ προσευχὴ ὁ Χριστός, κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ζητεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του τὴν ἑνότητα τῶν πιστῶν (σ.σ. ὄχι καὶ τῶν –καθ’ οἱονδήποτε τρόπο– ἑτεροδόξων) κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς δικῆς τους ἑνότητας. Βέβαια, ἐδῶ ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν δὲν ἀναφέρεται στὴ φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιατὶ “μόνῃ τῇ φύσει πάντα μακράν ἐστιν αὐτοῦ” (Κατά Ἀρειανῶν 3, 26, ΒΕΠ 30, σ. 269). Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται ὄχι στὴ φύση ἀλλὰ στὴν ἄκτιστη θεοποιὸ ἐνέργεια καὶ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι πέραν πάσης ἀμφιβολίας ἡ τεκμηρίωση τῆς θέσεως αὐτῆς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ὑποστατικὴ Ἀλήθεια, στὴν ἄμεση συνέχεια τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, τὸ διατυπώνει ἀπερίφραστα: “Κἀγώ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἓν ἐσμέν·· ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας” (Ἰω. 17, 22-23).
»Στὸ χωρίο αὐτὸ βρίσκεται συμπυκνωμένα τὸ ἑρμηνευτικὸ “κλειδὶ” κατανοήσεως τῆς ἁγιοπνευματικῆς βάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνο ποὺ ἑνοποιεῖ τοὺς πιστοὺς στὴν Ἐκκλησία, ἢ ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία ἕνα καὶ ἀδιάσπαστο, ὀργανικό, θεανθρώπινο σῶμα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη θεοποιὸς δόξα καὶ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄκτιστη αὐτὴ θεότητα, ποὺ συνέχει καὶ τελειοποιεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οἰκειώνεται χαρισματικὰ καὶ παραμένει ἐσαεὶ λειτουργικὰ στὴν Ἐκκλησία, μυστηριακῶς, χάριν τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ ἑνὸς θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Ἐφ. 1, 22-23). Στὸ σῶμα αὐτὸ πραγματώνεται ὀντολογικῶς καὶ χαρισματικῶς τὸ “ἐγὼ ἐν αὐτοῖς” τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ συνέπεια, ὁ ἀναγκαῖος ὅρος τῆς ἑνότητάς μας μὲ τὸν Τριαδικό Θεὸ ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ χαρισματικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας ἐνεργῶς. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἑνότητά μας μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ δὲν ὀφείλεται σὲ προσόν τῆς φύσεώς μας, ἀλλὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Kατὰ Ἀρειανῶν 3, 25, ΒΕΠ 30, 271: “Τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐν τῷ Θεῷ τυγχάνον, καὶ οὐχ ἡμεῖς καθ' ἑαυτούς”). Πρακτικῶς, ἡ χαρισματικὴ αὐτὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται μὲ τὴ συμφωνία τῆς γνώμης καὶ τὴν ὕπαρξη ἑνιαίου φρονήματος σὲ μᾶς. (σ.σ. Ἄρα, ὅσοι ἔχουν κακόδοξο φρόνημα, ἔστω κι ἂν λέγονται «ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι», δὲν εἶναι ἑνωμένοι, οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μὲ μᾶς, οὔτε μὲ τὸ Θεό). Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστηριακοῦ καὶ Θεανθρωπίνου σώματος, ἀλλὰ καὶ ἡ ἑνότητα τῶν ἐπιμέρους πιστῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πραγματοποιεῖται ἄμεσα καὶ προσωπικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικό Θεό (σ.σ. καὶ ὄχι διὰ μέσου τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ προεστῶτος τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως) διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Κατά Ἀρειανῶν 3,23, ΒΕΠ 30, 269)»[20].
Σ’ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σημεῖο, ἁρμόζει ἡ παράθεση καὶ τῆς κριτικῆς ποὺ ἐξήσκησε στὸν κ. Ζηζιούλα ὁ π. Δημήτριος Μπαθρέλλος:
«Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἦταν πάντα ὑπέρμαχος μιᾶς θεσμικῆς ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, ἡ δομὴ καὶ ὁ θεσμὸς εἶναι πιὸ σημαντικὰ ἀπὸ τὸ χάρισμα, καὶ κατὰ συνέπεια ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν προφήτη ἢ τὸν ἅγιο. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἡ “χριστολογικὴ” πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας ὑπερτονίζεται, ἐνῶ ἡ “πνευματολογικὴ” ὑποβαθμίζεται... Αὐτὸ εἶναι σημαντικό, δεδομένης τῆς σημασίας ποὺ δίδει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἁγιότητα καὶ τὴ σοφία ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τοὺς ὑποψηφίους γιὰ τὴν ἱεροσύνη... Ὁ Ζηζιούλας προσπαθεῖ νὰ ξεπεράσει τήν, ἐν μέρει προβληματική, ἀντίθεση μεταξὺ τῶν χαρισματούχων καὶ τῶν χειροτονημένων λειτουργῶν ὑποστηρίζοντας ὅτι οἱ λειτουργοὶ εἶχαν τὸ χάρισμα ποὺ τοὺς ἀπένειμε ἡ χειροτονία. Αὐτὸ εἶναι βέβαια χρήσιμο στοιχεῖο, ἀλλὰ δὲν μᾶς λέει τίποτα γιὰ τὴ σχέση τῶν χειροτονημένων μὲ τοὺς μὴ χειροτονημένους χαρισματούχους. Οὔτε λέει τίποτα γιὰ τὸ ἂν οἱ ὑποψήφιοι γιὰ χειροτονία θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι “χαρισματοῦχοι” προτοῦ θεωρηθοῦν ἀρκετὰ ὥριμοι ὥστε νὰ λάβουν τὸ χάρισμα τῆς ἱεροσύνης.
»Οἱ χαρισματοῦχοι εἶχαν τόσο μεγάλο κύρος ὥστε ὁ συγγραφέας τῆς Διδαχῆς παρακινοῦσε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν περιφρονοῦν τὸν χειροτονημένο κλῆρο, “γιατὶ αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἔχουν τιμηθεῖ ἀνάμεσά σας μαζὶ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς διδασκάλους” (15.2). Σὲ ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κείμενο, στὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου, ἀναφέρεται ὅτι οἱ ὁμολογητὲς δὲν χρειάζεται νὰ χειροτονηθοῦν γιὰ νὰ καταστοῦν διάκονοι ἢ πρεσβύτεροι. Ὅπως τὸ θέτει τὸ κείμενο, ὁ ὁμολογητὴς ἤδη “κατέχει τὴν τιμὴ τοῦ ἀξιώματος τοῦ πρεσβυτέρου χάρη στὴν ὁμολογία του” (9.1)».
»Ὁ Κλήμης ὑποστηρίζει στοὺς Στρωματεῖς ὅτι ὁ πραγματικὸς πρεσβύτερος εἶναι αὐτὸς ποὺ διδάσκει καὶ πράττει σὲ συμφωνία μὲ τὸν Κύριο» καὶ προσδίδει «ἀξία στοὺς “χαρισματούχους” μᾶλλον, παρὰ στὸν λειτουργό. Ὁ Ζηζιούλας κάνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο». Ἰσχυροποιεῖ διὰ τῆς ἐσχατολογίας «τὸν ἐπίσκοπο καὶ τὴν ἱεραρχικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία θεωρεῖ ὡς εἰκόνα τῶν ἐσχάτων. Εἶναι δύσκολο νὰ μὴ διακρίνουμε κάποια μονομέρεια σ’ αὐτὴν τὴν προσέγγιση... Ὅλες αὐτὲς οἱ τάσεις ἀντικατοπτρίζονται στὴν ἀποκλειστικὴ ἔμφαση τοῦ Ζηζιούλα στὰ θεσμικὰ προνόμια τοῦ ἐπισκόπου ἔναντι τῶν προσωπικῶν του χαρισμάτων»[21].
Γιὰ περαιτέρω κατανόηση τοῦ θέματος καὶ τῆς ἄστοχης θεολογίας τοῦ κ. Ζηζιούλα, ἂς προσφύγουμε στὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ Ν. Θεολόγο. Γράφει: «Ὅλοι οἱ Ἅγιοι (σ.σ. καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἐφόσον εἶναι ἅγιοι) εἶναι κατὰ ἀλήθειαν μέλη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς μέλη πρέπει νὰ εἶναι κολλημένοι μὲ αὐτὸν καὶ ἑνωμένοι μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς κεφαλή, καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς (σ.σ. τοὺς Ἁγίους, καὶ ὄχι ἀπαραίτητα τοὺς ἐπισκόπους) ἀποπληροῦσι τάξιν χειρῶν ἐργαζόμενοι ἕως ἄρτι καὶ κάνοντας τὸ πανάγιόν του Θέλημα ἀναπλάττοντες ἐξ’ ἀναξίων ἀξίους... ἄλλοι δὲ εἶναι εἰς τάξιν ὤμων τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ βαστάζουν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ βάρη... καὶ ἄλλοι εἶναι εἰς τάξιν στήθους καὶ ἀναβρύουν εἰς τοὺς διψῶντας καὶ πεινῶντας τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ... καὶ ἄλλοι εἶναι εἰς τόπον κοιλίας καὶ βάζουν μέσα εἰς τὸν κόλπον τους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς ἀγάπης... ἄλλοι εἶναι ὡσὰν μηρία καὶ ἔχουν μέσα εἰς τὸν ἑαυτὸν τους τὸ γεννητικὸν τῶν θείων νοημάτων τῆς μυστικῆς θεολογίας καὶ γεννοῦν πάνω στὴ γῆ πνεῦμα σωτηρίας δηλ. τὸν καρπὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... καὶ ἄλλοι εἶναι ὡσὰν σκέλη καὶ πόδια καὶ δείχνουν ἀνδρείαν καὶ ὑπομονὴν εἰς τοὺς πειρασμούς, σὰν τὸν Ἰώβ... Καὶ τοιουτοτρόπως συναρμόζεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίους του»[22].
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ συνειδητὰ συσκιάζουν τὴν Πίστη καὶ τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον αἱρετίζουν (εἴτε συμπροσευχόμενοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους εἴτε προωθοῦντες ἐνεργὰ τὰ σχέδιά τους, εἴτε ἀνεχόμενοι τὴν προώθηση αὐτῶν τῶν σχεδίων) αὐτοὶ «καθιστοῦν ἀνέφικτη τὴν ὀντολογικοῦ καὶ χαρισματικοῦ χαρακτήρα ἑνότητά τους μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ μαζί μας ἐν Χριστῷ»[23].
Πρὶν προχωρήσω, ἐκφράζω μιὰ ἀπορία: Καλά, οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, λόγιοι, μὴ λόγιοι, ὀργανωσιακοὶ κ.λπ., δὲν ἔχουν πάρει χαμπάρι γιὰ τὸ παιχνίδι ποὺ παίζει ὁ κ. Ζηζιούλας καὶ ἡ Ἀκαδημία Βόλου; Πῶς γίνεται νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ὅλα τὰ ἄλλα θέματα (οἰκονομικά, μακεδονικά, βορειοηπειρωτικά, τὴν ἠλεκτρονικὴ Κάρτα, τὰ φιλανθρωπικά κ.λπ.) καὶ νὰ μὴ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τὴν διδασκαλία αἱρετικῶν θέσεων ἀπὸ «ὀρθόδοξο» ἐπίσκοπο; Νὰ μὴν ἀσχολοῦνται μὲ τὸν καινοφανῆ τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ κ. Ζηζιούλας τὴν θεολογία περὶ Ἁγίας Τριάδος; Νὰ μὴ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὸ καρκίνωμα τῆς Ἀκαδημίας Βόλου καὶ τὸν προστάτη της μητροπολίτη Περγάμου, τὸν ὁποῖο μάλιστα τιμοῦν καὶ ἀποδέχονται ὡς διδάσκοντα τὴν ἀφρόκρεμα τῆς θεολογίας;[24] Εἶναι, πράγματι, θλιβερὸ τὸ κατάντημα τῶν ὀρθοδόξων ἐπισκόπων. Χρόνια τώρα οἰκοδομεῖται ὁ παγκόσμιος Οἰκουμενισμὸς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Πάπα καὶ μὲ τὴν συνεργασία τῶν λίγων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἐπίσκοποι ἀδιαφοροῦν πλήρως γιὰ τὴν προδοσία τῆς Πίστεως καὶ τὰ ἐξόφθαλμα οἰκουμενιστικὰ σχέδια ὑποδουλώσεως τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
* * *
Στὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι καιρὸς νὰ ἀναφερθοῦμε εἰδικώτερα καὶ μὲ τὸ Πρωτεῖο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιάσουμε (ἀποκαλύψουμε) κάποιες ἀκόμα δηλώσεις καὶ κείμενα γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοί, ὅτι πράγματι οἱ οἰκουμενιστὲς εἶναι ὁ Δούρειος ἵππος, ποὺ ἴδιοι ἐπιτρέψαμε νὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, μέσα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Ἅγιο Ὄρος, τὴν πρώην καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β' στὴν Ἐγκύκλιόν του "Ἵνα ἐν ὦσιν" γράφει: Εἴθε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα «νὰ φωτίση ὅλους τοὺς ἐπισκόπους καὶ θεολόγους τῶν Ἐκκλησιῶν μας, γιὰ νὰ δυνηθοῦμε νὰ βροῦμε ὁ ἕνας μαζὶ μὲ τὸν ἄλλον τὶς μορφές, στὶς ὁποῖες αὐτὴ ἡ διακονία (τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) δύναται νὰ πραγματοποιῆ μίαν διακονίαν τῆς ἀγάπης, ποὺ θὰ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους»[25]. Ὅπως βλέπετε, τὸ παπικὸ Πρωτεῖο, ἐπειδή «σοκάρει» (καὶ γιὰ νὰ μὴ «σοκάρει») τὸ βάπτισαν «διακονία»!
Ἂς δοῦμε, πῶς ἐννοοῦν οἱ Παπικοὶ αὐτὴν καὶ ἄλλες τέτοιες ἐκφράσεις.
Μιὰ περικοπὴ ἐγγράφου τῆς Παπικῆς Ἐπιτροπῆς Πίστεως μᾶς διαφωτίζει: «Ἡ ἑνότης τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἡ ἑνότης τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον καὶ ὑπὸ τὸν Πέτρον, ὄχι ἀνεξάρτητες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην, εἶναι ρίζα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας»[26].
Ξεκάθαρα, λοιπόν, τὸ Βατικανὸ μιλᾶ γιὰ περὶ ὑποταγῆς ὅλων στὸν Πέτρον, δηλ. στὸν Πάπα.
«Ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' ἔχει πῆ (1976): «Ἡ Ρώμη, ἐν σχέσει πρὸς τὴν διδασκαλίαν περὶ πρωτείου, δὲν πρέπει νὰ ζητῆ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι διατυπώθηκε καὶ βιώθηκε κατὰ τὴν πρώτην χιλιετίαν. Ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας τὴν 25ην Ἰουλίου 1967, κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Πάπα στὸ Φανάρι, χαρακτήριζε αὐτὸν ὡς διάδοχον τοῦ Πέτρου, ὡς πρῶτον στὴν τιμὴν ἀνάμεσά μας, ὡς τὸν Προκαθήμενον τῆς ἀγάπης, βρισκόταν στὸ στόμα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου τὸ οὐσιῶδες περιεχόμενον τῶν περὶ πρωτείου ἐκφράσεων τῆς πρώτης χιλιετίας καὶ περισσότερα δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτῆ ἡ Ρώμη»[27].
Καὶ σὲ ἄλλη εὐκαιρία ὁ Πάπας, ὡς καθηγητὴς Ἰωσὴφ Ράτσινγκερ, ἔκαμε τὸ ἑξῆς σχόλιον: «Εἶναι φανερόν, ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ...δὲν γνωρίζει περὶ "Πρωτείου δικαιοδοσίας", ἀλλὰ ἀναγνωρίζει μίαν διακονίαν προσφορᾶς μὲ τιμὴν καὶ ἀγάπην ...Θὰ ἄξιζε τὸν κόπον νὰ ἐξετάσωμεν» μήπως «αὐτὴ ἡ ἀρχαϊκὴ ὁμολογία δύναται νὰ ἀξιολογηθῆ ὡς μία κατὰ τὸν πυρῆνα ἐπαρκὴς ἄποψις περὶ τῆς θέσεως τῆς Ρώμης μέσα στὴν Ἐκκλησίαν». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἐπεσήμαινε: «Ὅποιος ἵσταται πάνω στὸ ἔδαφος τῆς (Ρωμαιο)Καθολικῆς Θεολογίας, δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἐξηγήση τὴν περὶ Πρωτείου διδασκαλίαν ὡς ἄκυρη... Ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατον ἐξ ἄλλου νὰ θεωρῆ τὴν περὶ Πρωτείου μορφὴν τοῦ 19ου καὶ 20οῦ αἰῶνος ὡς τὴν μόνην δυνατὴν καὶ ἀναγκαίαν γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς»[28].
Ναί, ἀλλὰ αὐτὲς οἱ δηλώσεις (θὰ παρατηροῦσε κάποιος) ἔχουν γίνει ἀπὸ ἑτερόδοξους. Σύμφωνοι, ἀλλὰ οἱ «ὁμόδοξοι» οἰκουμενιστὲς τὶς ἔχουν ἀποδεχθεῖ. Ἔχουμε καὶ σχετικὴ δήλωση τοῦ κ. Βαρθολομαίου (18/6/2004), ὅταν ἀνεκηρύχθη Ἐπίτιμος Διδάκτωρ τῆς Καθολικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Γκράτς· τότε «παρέθεσε τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα σχόλια τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ' στοὺς περὶ τοῦ παπικοῦ Πρωτείου λόγους» τοῦ Ἄθηναγόρου καὶ ἐπὶ πλέον τόνισε: «Οἱ ἐκφράσεις τοῦ μεγάλoυ προκατόχου μας... Ἀθηναγόρου, ὅπως καὶ πρὶν ἔτσι ἐπίσης καὶ σήμερα, ἰσχύουν γιὰ ἐμᾶς προσωπικῶς»[29].
Παρ’ ὅλες τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐλπίδες περὶ ταχείας ἑνώσεως μὲ τὴν Ρώμη, οἱ ἀντιστάσεις τῶν Ὀρθοδόξων δυσχέραιναν τὴν πραγματοποίηση τῶν στόχων τῶν οἰκουμενιστῶν τόσο, ὥστε ὁ Πάπας Βενέδικτος νὰ μὴν κρύβει τὴν μελαγχολίαν του: «δυσκόλως δυνάμεθα (εἶχε τονίσει ὁ Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ'), νὰ ξεφύγωμεν ἀπὸ μίαν βεβαίαν μελαγχολίαν» ἕνεκα τῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὴν ὁποίαν διὰ τῶν ἕως σήμερα οἰκουμενικῶν ἐπαφῶν (σ.σ. οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἐκ μέρους τῶν ὀρθοδόξων) μὲ ἐπιφυλάξεις, «δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπερβοῦμε ἕνα ὡρισμένο κατῶφλι»[30], καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι φανερὴ μία οἰκουμενικὴ στασιμότης.
Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἑνότητα καὶ ἡ ἕνωση, λοιπόν, ὅπως τὴν ἤθελε τὸ Βατικανό, ἀργοῦσε. Κι αὐτὸ εἶχε δημιουργήσει μελαγχολία στὸν Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ', τὴν ὁποία καὶ ἐξέφρασε μὲ τὰ μόλις μνημονευθέντα λόγια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν δήλωση τοῦ Πάπα περὶ κάποιας οἰκουμενιστικῆς στασιμότητος «ἕνεκα τῆς χελωνοειδοῦς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»[31], γίνεται κατανοητὴ καὶ ἐξηγεῖται πλήρως ἡ δραστηριοποίηση τῶν ἡμετέρων οἰκουμενιστῶν, ἡ ἀπονεύρωση μὲ τὰ γνωστὰ διλήματα τῶν ὅποιων ἀντι-οἰκουμενιστῶν καὶ ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ τὴ γνωστὴ ἐκβιαστικὴ τακτικὴ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Κεντρικὸ πρόσωπο τῶν διαβουλεύσεων ἔπαιξε ὁ συνεργάτης τοῦ Πατριάρχη, ὁ κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας. Δὲν ἀντέχαν οἱ τοῦ Φαναρίου νὰ βλέπουν ὁ Πάπας νὰ περιπίπτει σὲ μιὰ τέτοια μελαγχολία καὶ μὲ τὴν δραστηριοποίησή τους κατάφεραν νὰ τοῦ μεταδώσουν αἰσιοδοξία καὶ νὰ εἰσπράξουν ἀσφαλῶς τὰ εὔσημα ἀπὸ τὸ Βατικανό!
Νομίζω, πὼς τὰ πράγματα εἶναι ξεκάθαρα· πίσω ἀπὸ τὴν μεταπατερικὴ καὶ βαπτισματικὴ θεολογία, τὴν θεωρία τῶν κλάδων καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία κρύβεται ἡ περιπόθητη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ τὴν ἕνωση αὐτὴ ο Ζηζιούλας, καὶ ὅλο τὸ οἰκουμενιστικὸ τιμ, τὴν βλέπει ὡς ἕνωση ἐξωτερική, ὡς ἕνωση μὲ ἀμοιβαίες παραχωρήσεις, ὡς ἕνωση ὑπὸ τὸν Πάπα. Γι’ αὐτὸ καὶ τελευταῖα (μὲ τὴν Ραβέννα, τὴν Ἐλοῦντα τῆς Κρήτης, τὴν Κύπρο καὶ τὴν Βιέννη) ἀγωνίζονται νὰ περάσουν τὴν θέση ὅτι τὸ Πρωτεῖο ὑφίστατο στὴν πρώτη χιλιετία, ὥστε νὰ μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν Πάπα μὲ ἕνα ὀρθοδοξοποιημένο Πρωτεῖο.
«Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ κ. Ζηζιούλας, κοσμικοὶ παράγοντες, οἱ ὁποῖοι κυριαρχοῦσαν τότε στὴν ἐκκοσμικευμένη ὀρθοδοξία καὶ δὲν τῆς ἐπέτρεψαν νὰ δεῖ τὴν Ἱερότητα τοῦ πρωτείου. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ Ἀποθέωση. Ἀντὶ νὰ ὁμολογήσουν πὼς αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ παράγοντες γέννησαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ πρωτείου, ἰσχυρίζονται οἱ μερακλῆδες Ζηζιούλας καὶ (καρδινάλιος) Kasper, πὼς αὐτοὶ οἱ παράγοντες ἐμπόδισαν τοὺς ἄλλους νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ πρωτείου»![32] Τώρα, ὅμως, ἔχουμε ἀνάγκη τὸ Πρωτεῖο, «ὅπως διεκήρυξε στὸ Μποζὲ τῆς Ιταλίας («Ο.Τ.» 16-7-1999) ὁ Περγάμου: ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη τὸ παπικό πρωτεῖο!!!»[33].
Γράψαμε καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν ἐπαίσχυντη πράξη τοῦ Ζηζιούλα νὰ μὴ ἀπαντήσει –ἀπαξιώνοντας πλήρως τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος– στὸ Ἔγγραφο τῆς Ἱ. Συνόδου, ἡ ὁποία τοῦ ζητοῦσε νὰ διευκρινίσει (ὡς «Συμπρόεδρος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς») τὶς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις καὶ ἀντιλήψεις τοῦ ὑπογραφόμενου ἀπὸ τὸν Πάπα κειμένου: «Ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήσεις ποὺ ἀφοροῦν ὄψεις γύρω ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας». Τὸ κείμενο αὐτὸ περιελάμβανε γενικὲς ἀρχὲς τῶν ἀξιώσεων τῆς Παπικῆς πλευρᾶς γιὰ τὰ πρὸς συζήτηση θέματα μὲ τοὺς ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους στὴν Ραβέννα.
Στὶς ἀπαντήσεις αὐτὲς ἀναφερόταν ὅτι: Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία καὶ ὑφίσταται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐκείνην, ἡ ὁποία διοικεῖται ὑπὸ τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου καὶ ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς κοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ. Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀξιολογήσεως ὅλων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, οἱ Ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων δὲν εὑρίσκονται εἰς κοινωνίαν μετὰ τοῦ διαδόχου τοῦ Πέτρου καὶ ἑπομένως οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς ἔχουν “ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα”.
«Ἑπομένως –γράφει ὁ Κορναράκης– δικαιολογεῖται πλήρως ὁ πρωτοσελίδος τίτλος τοῦ “Ο.Τ.” τῆς 16/11/2007 ”Συνωμοσία σιωπῆς διὰ τὸν διάλογον εἰς τὴν Ῥαβένναν”. Ἡ παρουσία τοῦ Περγάμου στὸ διαλογο φαίνεται καί... διὰ τῆς σιωπῆς!»[34]
Ὑπάρχει, ὅμως, καὶ μιὰ συνέντευξη τοῦ μητροπολίτη Περγάμου στὴν Ἰταλικὴ ἐφημερίδα “La Republica”, στὴν ὁποία «διαβάσαμε μὲ ἔκπληξη, ἀδαεῖς καὶ μισοκοιμισμένοι καὶ μεῖς μέχρι τότε, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι πανέτοιμη νὰ ἀναγνωρίσει ἐπιτέλους τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα, ἀρκεῖ νὰ τηρηθοῦν κάποιες <προϋποθέσεις>. "Στὴ Ραβέννα (εἶπε ὁ κ. Ζηζιούλας) ...ξαναρχίσαμε τὸν διάλογο, εἶναι παροῦσες ὅλες οἱ Ὀρθοδοξες Ἐκκλησίες, μαζὶ μὲ τὴν Καθολική. Μεταξύ μας ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη καὶ τὴν ἴδια παράδοση. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε, εἶναι τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, δηλαδὴ τὸν παπικὸ ρόλο... Ἐγὼ ὑποστηρίζω ὅτι μπορεῖ νὰ βρεθεῖ μία λύση. Ἀρκεῖ νὰ προσδιορίσουμε ἀρκούντως τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης στὴ δομὴ τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας (σ.σ. τῆς «ἐκκλησίας», ἑνωμένης ὑπὸ τὸν Πάπα). Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι (σ.σ. πρόλαβαν καὶ «προετοίμασαν» τὸ λαὸ μὲ τοὺς διαλόγους καὶ τὶς συμπροσευχές[35]) νὰ δεχτοῦν τὴν ἰδέα ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πρωτείου καί, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ὁ πρῶτος”»[36]. Πιὸ ὠμὸς δὲν γινόταν νὰ εἶναι ὁ κ. Ζηζιούλας. Μὲ αὐτὴ τὴ συνέντευξη ἀποδεικνύεται καὶ “μαρτυριάρης” (ἴσως σκόπιμα) καὶ ἀποκαλύπτει τὰ πάντα: «ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη καὶ τὴν ἴδια παράδοση» μὲ τοὺς Παπικούς, γιὰ τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα ἔχουμε «ἕτοιμη ἀπὸ καιρὸ» τὴ λύση, μένει νὰ τὴν «προσδιορίσουμε». Ὅσο γιὰ τὸ λαό, τὸν ἔχουμε προετοιμάσει «νὰ δεχθεῖ τὴν ἰδέα ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πρωτείου» μὲ τὸν «ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης ὡς ὁ πρῶτο»!!! Τὸ θεμέλιο τὸ ἔθεσε ὁ «μεγάλος» Ἀθηναγόρας· τὸ 1967 χαιρέτισε τὸν Πάπαν Παῦλον ΣΤ' λέγων: «Ἰδού, ἐναντίον πάσης ἀνθρωπίνης προσδοκίας, ἔχομεν ἀνάμεσά μας τὸν πρῶτον ἐξ ἠμῶν κατὰ τὴν τιμήν, τὸν Προκαθήμενον στὴν ἀγάπην»[37].
Καὶ ἕνα τελευταῖο κείμενο-μαργαριτάρι οἰκουμενιστικῆς λογικῆς ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Περγάμου, μετὰ τὴν Συνεδρίαση τῆς Μ.Θ.Ε. στὴ Βιέννη τὸ 2010, ποὺ δίνει τὸ κλειδὶ τῆς Ἑνώσεως: «προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές» γιὰ τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Πάπα:
Εἶπε: «Ἡ ἑνότητα θὰ ἀπαιτήσει ἀλλαγὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, τόνισαν οἱ ἐπικεφαλεῖς. “Ἐγὼ δὲν θὰ ἤθελα νὰ τὶς ὀνομάσω ἀνασχηματισμοὺς -κάτι ποὺ εἶναι πολὺ δυνατὸ- ἀλλὰ μιὰ προσαρμογὴ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές”, δήλωσε ὁ Ἰωάννης. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶπε, αὐτὸ σημαίνει ἀναγνώριση, ὅτι ὑπάρχει μιὰ καθολικὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία σὲ ἕνα ἐπίπεδο ὑψηλότερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἐθνικῶν τους ἐκκλησιῶν καὶ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης εἶναι ἡ παραδοσιακή της κεφαλή”»![38]
Δηλαδή, θὰ κουτσουρέψουμε ἐμεῖς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, θὰ κουτσουρέψουν οἱ Παπικοὶ ἀκόμα περισσότερο τὴν ἤδη κουτσουρεμένη Παράδοσή μας μὲ ἀμφίσημες καὶ πονηρὲς συμφωνίες (ὅπως ἔγινε καὶ θὰ γίνει μὲ τὸ περίφημο «κούρεμα» ἀπὸ τὸ ΔΝΤ ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, ἐκεῖ, φίλους μας Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες), τὴν δὲ δική τους πολυαιρετικὴ διδασκαλία θὰ τὴν «αὐξήσουν» ἀνεξέλεγκτα ἀκόμα περισσότερο, μὴ ὑπαρχούσης πλέον ἀντιστάσεως ἀπὸ τὴν ἁλωμένη πιὰ «Ἀνατολή».
Βλέπετε, πῶς ὅλα αὐτὰ δένουν καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν πραγματικὴ συνομοτικὴ-προδοτικὴ δράση γιὰ τὴν ἀπορρόφηση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι δηλώσεις Παπῶν, καρδινάλιων καὶ «ὀρθοδόξων» ἐπισκόπων. Δυὸ ἀκόμα ἐνδεικτικὲς δηλώσεις τους φωτίζουν ἔτι πλέον τὸ οἰκουμενιστικὸ σχέδιο. Ἀναφέρουμε:
α) Τὶς δηλώσεις τοῦ Καρδινάλιου Walter Kasper, ὅτι «ἡ ἑνότης στὴν πίστιν δὲν σημαίνει ἀνυπερθέτως τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς διατυπώσεις τῆς πίστεως αὐτῆς! Τὰ δόγματα εἶναι σύμβολα, εἰσαγωγικὲς ἐκφράσεις καὶ κατατοπιστικὲς ὑποδείξεις στὸ μυστήριον τῆς πίστεως. Ἡ ἀνομοιότης ἑκάστης τῶν ἐκφράσεών της εἶναι ἑκάστοτε μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸ νοούμενον ἀντικείμενον (τῆς πίστεως)»[39]. Οἱ «ὀρθόδοξοι» οἰκουμενιστὲς ἀποδέχτηκαν σιωπηρὰ καὶ αὐτὴν τὴν δήλωση.
β) Τὶς δηλώσεις τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου Β', ποὺ ἐπίσης εἶχε τονίσει ὅτι οἱ ἀναστατώσεις καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν μεταξὺ Ρωμαιοκαθολικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Χριστιανῶν, «μὲ κανένα τρόπον δὲν ζημιώνουν ἢ ἐγγίζουν τὴν οὐσίαν τῆς πίστεώς των, ἐπειδὴ αὐτὰ δημιουργήθηκαν μόνον ἀπὸ διαφορὲς στὴν ὁρολογίαν, στὸν πολιτισμὸν καὶ σὲ μερικὲς διατυπώσεις, οἱ ὁποῖες ἐχρησιμοποιοῦντο σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές»!
Τὸ συμπέρασμα, ποὺ ἀπὸ τέτοιες δηλώσεις ἔβγαλε ὁ παπικὸς θεολόγος Φέρντιναντ Gahbauer: «Οἱ διαφορετικὲς διατυπώσεις τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως δὲν ἐγγίζουν τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως»[40]. Παρόμοιες δηλώσεις εἶχε κάνει καὶ ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ καὶ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ
Ἡ ἐργασία αὐτὴ συντάχθηκε μέσα σὲ λίγες μέρες γιὰ νὰ ἀποτελέσει μιὰ ἀπάντηση στὴν θρασύτητα ὅσων δέχτηκαν νὰ τιμήσουν τὸν μεγάλο, σύγχρονο αἱρετικὸ τῆς «ὀρθοδοξίας» κ. Ζηζιούλα, δηλ. τῶν τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, μὲ πρωτεργάτες τὸν τοπικὸ ἐπίσκοπο κ. Ἰγνάτιο, τὸν διευθυντή αὐτῆς κ. Καλαϊτζίδη καὶ τοὺς λοιποὺς συνοδοιπόρους τους. Ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀποτελεῖ ἀπάντηση μὲ «ἐπιστημονικὴ» δομὴ καὶ μεθοδολογία. Εἶναι μιὰ συγκέντρωση ὑλικοῦ γιὰ νὰ φανεῖ σὲ ὅσους δὲν γνωρίζουν, τὸ μέγεθος τῆς προδοσίας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς φύλακές της.
Ἐναπόκειται σὲ ὅσους λόγιους Μητροπολίτες καὶ θεολόγους ἔχουν τὶς δυνατότητες, νὰ καταγγείλουν μὲ ἐμπεριστατωμένη μελέτη στὴν Ἱερὰ Σύνοδο καθηκόντως τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα, τὸν προδοτικὸ ρόλο τῆς Ἀκαδημίας Βόλου, τὴν συμπαιχνία ἐπισκόπων καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου (ὁ ὁποῖος ἔστειλε καὶ ἀντιπρόσωπό του στὴν τιμητικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ Ζηζιούλα!).
Βέβαια ἡ Ἱ. Σύνοδος θὰ θέσει στὸ Ἀρχεῖο τὴν ὑπόθεση, ἀλλ’ ἔστω κι ἔτσι, θὰ μάθουν –ὅσοι ἐκ τῶν πιστῶν ἔχουν καλὴ διαθέση– τὶς διαστάσεις τῆς προδοσίας τῆς Πίστεώς μας, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθῆκον νὰ τὴν προστατεύουν.
Καὶ ὁ καθεὶς ἂς ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του.
Σημάτης Παναγιώτης
[1] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα. –Στὴν ἴδια μελέτη τοῦ Φαράντου: «Ὁ κ. Ζ. ἀσκεῖ αὐστηρὰν κριτικὴν καὶ διὰ τὰ κακῶς κείμενα ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰδικώτερον ἐντὸς τοῦ λατρευτικοὺ χώρου Αὐτῆς: “ἡ ἔλλειψη λειτουργικῆς ἀγωγῆς δὲν ἐπέτρεψε νὰ συνειδητοποιηθεῖ οὔτε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους... ἡ εὐχαριστιακὴ θεωρήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας” (σελ. 18-19). “...Ἡ ἔννοια τῆς Εὐχαριστίας ἔχει πολὺ παρεξηγηθεῖ καὶ διαστραφεῖ... Ἡ Εὐχαριστία ἔχει συνδεθεῖ στὴ συνείδησή μας μὲ μία ἐκδήλωση εὐσεβισμοῦ, ὁ ὁποῖος τὴν θεωρεῖ σὰν ἀντικείμενο, σὰν πρᾶγμα καὶ σὰν μέσο ἐκδηλώσεως τῆς εὐσεβείας μας ἢ ἐξυπηρετήσεως τῆς σωτηρίας μας” (σελ. 19), ἤτοι ὡς “ἕνα μέσο χάριτος γιὰ τὴν πνευματικὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς” (σελ. 55), ἐνῶ αὔτη εἶναι “καθαρὰ καὶ ἁπλὰ Ἀναφορὰ ἢ Εὐχαριστία” (σελ. 19, 33, 60), ἀφοῦ “ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν εἶχε τὴ μεταγενέστερη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ μιλοῦσε γιὰ ἕνα καὶ μόνο μυστήριο, τὸ "μυστήριο τοῦ Χριστοῦ"» (σελ. 20). Τέλος, “ἡ χριστιανικὴ παράδοσή μας, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία” ἔβλαψεν, ἀντὶ νὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπον, “ἀφοῦ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία συχνὰ τὸν ἔβλεπαν εἴτε μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἀτομοκρατίας εἴτε ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς συλλογικότητας” (σελ. 29). “Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται σὰν μία μαρτυρία ἀποτυχημένη” (σελ. 36, 37). “Ἡ Θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία περιθωριοποιήθηκαν στὴ δυτικὴ κοινωνία μας” (σελ. 68). “ἂν θέλουν να φανοῦν χρήσιμες”, θὰ πρέπει νὰ “βροῦν καλύτερους τρόπους νὰ ἀντιδράσουν” “στὸ σύγχρονο πολιτισμὸ” (σελ. 42-44). “Διαφορετικὰ κινδυνεύουν νὰ φανοῦν ἄσχετες καὶ ἀνίκανες νὰ ἐφαρμόσουν αὐτό ποὺ ἰσχυρίζονται(!) ὅτι ἔχουν, τὴν Ἀλήθεια” (σελ. 41). Τὸ αἴτημα τοῦ κ. Ζ. εἶναι τὸ ἀκόλουθον: “τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν” (Β' Κορ. 5, 17): “Χρειαζόμαστε ἕνα νέο πολιτισμό”, “μὲ τὴν ἰδέα-κλειδί: ὁ Ἄνθρωπος ὡς Ἱερέας τῆς Δημιουργίας»(44). Ὁ Καβάσιλας ὅμως γράφει (50,13) ὅτι «τὸ ἔργον τῆς Μυσταγωγίας καὶ τὸ τέλος, δηλ. τὸν ἁγιασμὸ τῶν Δώρων καὶ τὴν ἁγίαση τῶν πιστῶν, Αὐτὸς μόνος τὰ τελεῖ. Οἱ δὲ εὐχὲς καὶ οἱ δεήσεις καὶ οἱ ἱκεσιες ποὺ συνοδεύουν τὴν τελετὴ εἶναι τοῦ ἱερέως. Ἐκεῖνα εἶναι ἔργα Κυρίου, αὐτὰ δούλου, αὐτὸς εὔχεται, Ἐκεῖνος τελειώνει τὶς εὐχές, ὁ Σωτὴρ δίδει, ὁ ἱερεὺς εὐχαριστεῖ γιὰ τὰ δοθέντα».
[2] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα.
[3] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα.
[4] Φαράντου Μ., Οἰκουμενισμὸς ἢ ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα.
[5] Κορναράκη Ἰω., Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ Σεβ. Ἰω. Ζηζιούλα μὲ θέμα: Ὁ Ἐπίσκοπος ὡς προεστὼς τῆς Θείας Εὐχαριστίας, "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Ιαν. 2006.
[6] Ἂς παρακολουθήσουμε τὸν σχετικὸ διάλογο τοῦ ἁγίου Μαξίμου: «ΜΑΞ.: Ἕως δέ ἄν τοῖς τεθεῖσι προσκόμμασι καί τοῖς τεθεικόσιν αὐτά σεμνύνωνται οἱ πρόεδροι Κωνσταντινουπόλεως, οὐδείς ἐστιν ὁ πείθων με λόγος ἤ τρόπος κοινωνεῖν αὐτοῖς. ΘΕΟΔ. Τί κακόν ὁμολογοῦμεν, ἵνα χωρισθῇς τῆς κοινωνίας ἡμῶν; ΜΑΞ. Ὅτι, μίαν ἐνέργειαν λέγοντες θεότητος καί ἀνθρωπότητος τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συγχέετε τόν τε τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας λόγον. Εἰ γάρ πεισθῆναι δεῖ τοῖς ἁγίοις Πατράσι λέγουσιν, Ὧν ἡ ἐνέργεια μία, τούτων καί ἡ οὐσία μία· τετράδα ποιεῖτε τήν ἁγίαν Τριάδα, ὡς ὁμοφυοῦς τῷ Λόγῳ γενομένης τῆς αὐτοῦ σαρκός, καί ἐκστάσης τῆς πρός ἡμᾶς καί τῆς αὐτόν τεκούσης συγγενοῦς κατά φύσιν ταυτότητος» (ΕΠΕ 15Γ, 18). Καὶ λίγο παρακάτω: «Καί ἄλλο δέ σκοπήσωμεν· ὁ Θεός ἐκλεξάμενος ἐξήγειρεν Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, ὁ δέ διάβολος ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους κατά τῆς εὐσεβείας ἐκλεξάμενος ἐξήγειρε, ὥστε καί τόν παλαιόν πολεμηθῆναι νόμον καί τόν εὐαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν. Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους δεχόμενος Θεόν δέχεται, οὕτω καί ὁ τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος τόν διάβολον δέχεται» (ΕΠΕ 15Γ, σελ. 24).
[7] «Τὸ ὄντως ὑπάρχον τοῦ σχολαστικισμοῦ εἶναι ἡ γνωστὴ Μεταφυσική, ἡ ἱεραρχία τῆς γνώσεως, τὴν ὁποία ἀρνήθηκε ἡ Δύση κηρύσσοντας τὴν ἀπελευθερώση τοῦ μηδενισμοῦ. Στὸ σύστημα τοῦ Ἀκινάτη τὸ ὄντως ὑπάρχον ἦταν ὁ Θεός, ὁ ἄκτιστος σύμφωνα μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὅμως στὰ μυαλὰ τοῦ Ἀκινάτη ἀποκτοῦσε μιὰ ἱεραρχικὰ δομημένη σχέση (ἀναγκαία) μὲ τὸ κτιστό. Χάνοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἐλευθερία του. Σήμερα ὁ κ. Ζηζιούλας ἐπαναλαμβάνει τὶς σχολαστικὲς θεωρίες μιλώντας γιὰ "Διαλεκτικὴ σχέση κτίστου καὶ ἀκτίστου" ἢ για ἱεραρχία στην θεότητα καὶ κατ' ἀναλογίαν ἱεραρχία στην ἐκκλησία ἢ για σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἢ τὰ πρόσωπα σὰν σχέσεις καὶ κατ' ἀναλογίαν γιὰ τὴν Συνάξη σὰν σχέση προσώπων μὲ κέντρο τὸν Ἐπισκοπο ἢ γιὰ τὸν Ἐπισκοπο σὰν σχέση, προϋπόθεση τῶν σχέσεων κατ' ἀναλογίαν τοῦ προσώπου τοῦ Πατρὸς στην Ἁγία Τριάδα» (http://amethystosbooks.blogspot.com/2010/01/blog-post_16.html).
[8] Τὸ κείμενο τοῦ Ζηζιούλα καὶ κάποιους σχολιασμούς, ἔχω πάρει ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Νικολαΐδη Σταύρου, «Τὸ Ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται».
[9] Γιὰ νὰ λειτουργήσει τὸ σχῆμα ποὺ ἔχει πλάσει μὲ τὸ μυαλό του ὁ κ. Ζηζιούλας, μεταφέρει ἀνθρώπινες ἔννοιες στὸ Θεό. Γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Λίαν αἰσχρόν, καὶ οὐκ αἰσχρὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ μάταιον ἐπιεικῶς, ἐκ τῶν κάτω τῶν ἄνω τὴν εἰκασίαν λαμβάνειν, καὶ τῶν ἀκινήτων ἐκ τῆς ρευστῆς φύσεως». Καὶ συνεχίζει: «Διότι δὲν πρέπει, ἐπειδὴ κατά τινα σχέσιν ὑψηλοτέραν Υἱὸς ὁ Υἱός, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμπορέσαμε δι’ ἄλλου τρόπου παρὰ ἔτσι νὰ δείξουμε τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμοούσιον, νὰ νομίζωμεν ὅτι πρέπει νὰ μεταφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καὶ τῆς δικῆς μας συγγενείας ὀνομασίες. Καθὼς ἡ διαφορὰ εἰς τὴν ἀποκάλυψιν καὶ ὄχι τῆς πρὸς ἄλληλα σχέσεως διάφορον, ἔκαμε διαφορετικὴν καὶ τὴν ὀνομασία: Πατὴρ–Υἱὸς–Ἅγιον Πνεῦμα» (Εἰς Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται).
[10] «Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ μία θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς κινήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν ὁποία ἑρμηνεύει Ἱεραρχικὰ ὁ μεγαλύτερος Θεολόγος, Ἅγιος Μάξιμος ὁμολογητής, ambigua, 23: “Πῶς ἐξηγεῖται τὸ γραφὲν ὑπὸ Γρηγορίου; Διὰ τοῦτο μονὰς ἀπ’ ἀρχῆς εἰς δυάδα κινηθεῖσα μέχρι Τριάδος ἔστη!; Κινεῖται (ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος) μέσα στὸν Νοῦ ποὺ εἶναι ἄξιος νὰ τὴν κατανοήσει, ὁ ὁποῖος μέσῳ τῆς Μονάδος καὶ μέσα στὴν Μονάδα ὁλοκληρώνει κάθε ἔρευνά του σ’ αὐτὴ ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικά, ὁλοκλήρη ἡ Μονὰς ἀχώριστη διδάσκει καὶ φανερώνει στὸν Νοῦ, στὴν πρώτη του ἐπαφὴ μαζί Της, τὴν ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὴν Μονάδα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν εἰσαχθεῖ χωρισμὸς στὴν πρώτη Αἰτία. Μετὰ ὅμως προχωρᾶ στὴν φανέρωση τῆς θείας καὶ ἀπόρρητης Θεογονίας αὐτῆς τῆς πρώτης Αἰτίας, ἀποκαλύπτοντάς του Μυστικὰ καὶ κρυφὰ ὅτι δὲν πρέπει νὰ σκεφτεί ποτὲ πὼς αὐτὸ τὸ Ὑπερούσιο Ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄγονο, στεῖρο Λόγου καὶ Σοφίας ἢ Ἁγιαστικῆς Δυνάμεως, ὁμοουσίους καὶ ὑπαρκτὲς σὰν ὑποστάσεις, γιὰ νὰ μὴν διατρέξει τὸν κίνδυνο, αὐτὸς ὁ Νοῦς, νὰ ἐννοήσει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι Σύνθεση αὐτῶν, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τυχαία κατηγορήματα, ἀντὶ νὰ πιστεύει διὰ τῆς πίστεως ὅτι Αὐτοὶ συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πὼς ὁ Θεὸς κινεῖται, καθὼς εἶναι Αἰτία τῆς ἔρευνας τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον συνυπάρχει. Διότι εἶναι ἀδύνατον χωρὶς θεϊκὸ φωτισμὸ νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἴδια φύση μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἔχει ἀσφαλῶς καὶ διάφορον τρόπον γεννήσεως” (Εἰς Νικολαΐδης Σταῦρος, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται).
[11] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_1371.html
[12] Συμεὼν τοῦ Ν. θεολόγου, Θεολογικὸς Πρῶτος (13, 14), Καὶ κατὰ τῶν τιθεμένων τὸ πρῶτον ἐπὶ τοῦ Πατρός, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/symeon_vivlos_theologikon.html.
[13] Ζηζιούλα Ἰω, «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου (2008).
[14] Ὁ Ὠριγένης εἶχε διδάξει τὴν ὑπόταξιν τοῦ Υἱοῦ καὶ λόγου εἰς τὸν Πατέρα Θεόν. Τὴν αἵρεση αὐτὴ ξαναέφερε στὴν ἐπιδάνεια ὲπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Ζηζιούλας, ἀκολουθόμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιανναρᾶ. Στὸ διαδίκτυο τὴν προάγει ὁ ΟΟΔΕ. Εἰς http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/06/joseph-ratzinger-14.html
[15] Νικολαΐδης Σταῦρος, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται.
[16] Νικολαΐδης Σταῦρος, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται.
[17] Σχόλιο ἀνων. στὸ διαδίκτυο: Ἡ analogia entis κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ θεολόγο εἶναι δαιμονικὸς τρόπος σκέψης. Ἡ ἑτερότητα δὲν ὑπάρχει στὴν θ. φύση, ἀλλὰ μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης. Πολλοὶ ὅμως θεολόγοι στὸν πλανεμένο τρόπο τῆς σκέψης τους πιστεύουν καὶ κηρύττουν "ὅτι ὅπως κάτω, ἔτσι καὶ ἐπάνω". –«Πόσο ἀληθινὴ μπορεῖ να εἶναι ἡ θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα, πρωτότυπη καὶ νεωτερική, στηριγμένη στὴν ἀναλογία, στὸν εἰκονισμό, στὴν ἀντιπροσώπευση τοῦ ἐπισκόπου, πρωτάκουστα ὅλα τους πράγματα γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πατερικῆς μας παραδόσεως; Ὅταν δηλώνει δημοσίως πὼς δὲν καταλαβαίνει τί λέει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς; Αὐτὸς ὁ προεστὼς στὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἄλλη δουλειὰ νὰ κάνει παρὰ νὰ προΐσταται τῆς Θ. Εὐχαριστίας, δὲν εἶναι ἕνα ἄγαλμα; Ἔστω τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ λατρεύεται στὴ Ρώμη; Ξεχάσαμε τόσο εὔκολα πὼς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι λάτρευαν τὰ ὁμιλoῦντα ἀγάλματα; Τόσο συγχρόνη εἶναι ἡ θεολογία του;». http://amethystosbooks.blogspot.com/2010/12/7.html
[18] Νικολαΐδης Σταῦρος, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται, σελ. 99.
[19] http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_3622.html. –Στὸ ἴδιο: «Ἂς δοῦμε γιὰ ἄλλη μία φορά, τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ ἐπὶ τοῦ θέματος ὁ Ἅγιος Μάξιμος... <Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου>. “Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα, καὶ τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς Βασιλείας, γιὰ νὰ μάθουμε ἐξ’ ἀρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν ἐπικαλούμαστε καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Πατέρα εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ οὐσιώδεις ὑποστάσεις. Γιατὶ ὁ Πατέρας δὲν ἀπόκτησε ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ ὄνομα οὔτε ὡς ἀξίωμά ποὺ ἔλαβε ἐκ τῶν ὑστέρων νοοῦμε τὴν Βασιλεία. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΡΧΗ ΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ. Γιατὶ ἡ σχέση μεταξὺ τῶν Τριῶν Προσώπων ὑποδηλώνει τὴν συνύπαρξή τους, καὶ δὲν ἐπιτρέπει αὐτά, τῶν ὁποίων εἶναι καὶ λέγεται σχέση, νὰ θεωροῦνται μεταγενέστερα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο! Ἡ σχέση δὲν δηλώνει τί εἶναι, ἀλλὰ πῶς ἔχουν μεταξὺ τους! Ἔτσι βιαζόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴν ὁμοούσια καὶ ὑπερουσία Τριάδα ὡς δημιουργικὴ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ διδασκόμαστε ἐπίσης νὰ ὁμολογοῦμε τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας μὲ τὸ νὰ ἀξιωνόμαστε νὰ ὀνομάζουμε Πατέρα κατὰ χάρη τὸν ἐκ Φύσεως Δημιουργό».
[20] Τσελεγγίδη Δημ., Ἡ λειτουργία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἐσφαλμένες θεολογικὲς προϋποθέσεις τοῦ Παπικοῦ πρωτείου.
[21] π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Ἐκκλησία, Εὐχαριστία, Ἐπίσκοπος: Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία στὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα, σελ. 217-218, στὸ τόμο, Ἡ Θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα, Πρόσωπο, Ἐκκλησία καὶ Ἐλευθερία, [κριτική ἀποτίμηση], ἐκδ. Degiorgio.
[22] Εἰς Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται.
[23] Τσελεγγίδη Δημ., Αἱ ἐσφαλμέναι θεολογικαὶ προϋποθέσεις διὰ τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα.
[24] Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ὁ κ. Ζηζιούλας προστατεύουν τὴν Ἀκαδημία Βόλου. Ὅταν –πρὶν μερικοὺς μῆνες– ἡ Ἀκαδημία καὶ ὁ μητροπολίτης Βόλου Ἰγνάτιος δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ ἐπισκόπους, θεολόγους καὶ ἱστολόγια, ἔσπευσαν νὰ τὴν στηρίξουν ἐμφανῶς ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ κ. Ζηζιούλας!
[25] Θεοδώρου Εὐάγ., Προσέγγισις μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, π. «Θεολογία» τ.77/2, Ἀθῆναι, 2006, http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theodorou_prosegysi2.html.
[26] L' Osservatore Romano, 19 Juni 1992, S. 8. Εἰς Θεοδώρου Εὐάγγ., ὅπ. παρ.
[27] Θεοδώρου Εὐαγ., ὅπ. παρ.
[28] Εἰς Θεοδώρου Εὐάγγ., ὅπ. παρ.
[29] Grigorios Larentzakis, Welche kirchliche Einheit strebt die Orthodoxe Kirche an? in: Orthodoxes Forum - Zeitschrift des Instituts für Orthodoxe Theologie der Universität München, St. Ottilien, 2005, Hefte 1-2, S. 185.
[30] Benedikt XVI-Joseph Ratzinger, Theologische Prinzipienlehre, S. 214, Εἰς Θεοδώρου Εὐάγ., ὅπ. Παρ.
[31] Θεοδώρου Εὐάγ., ὅπ. παρ. Ὅπως ὁμολογεῖ εἷς ἐκ τῶν βετεράνων οἰκουμενιστῶν, ὁ κ. Εὐάγγελος Θεοδώρου, αὐτὴ ἡ μελαγχολία τοῦ Πάπα «εἶναι ἐπίσης καὶ ἰδική μας»! Φανταστεῖτε πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ μελαγχολία τοῦ κ. Ζηζιούλα.
[32] http://amethystosbooks.blogspot.com/2009/10/blog-post_23.html
[33] Κορναράκη Ἰω., Τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας προσωπεῖον τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου.
[34] Κορναράκη Ἰω., Τὸ κείμενον τῆς Ραβέννας προσωπεῖον τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου.
[35] Ὁ μητροπ. Ἀχαΐας Ἀθανάσιος (ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση), ἀπολογούμενος στὸ Βατικανό, ἐπειδὴ καθυστεροῦμε νὰ δηλώσουμε ὑποταγή(!)– εἶπε τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά: «Στὴν Ἑλλάδα βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ πολὺ λεπτὴ κατάσταση, γιατί, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος (σ.σ. Χριστόδουλος) καὶ οἱ μητροπολῖτες ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν μιὰ σημαντικὴ συνεργασία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, αὐτοὶ ἔχουν καὶ εὐθύνες πρὸς τὸν κόσμο, τοὺς πιστούς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι προετοιμασμένοι στὴν προοπτικὴ τοῦ διαλόγου, ἐνῶ ἄλλοι ἔχουν μιὰ ἄποψη πιὸ φονταμενταλιστικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση νὰ προετοιμάσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν διαπαιδαγωγήσουμε, γιὰ νὰ μὴ ἀντιδράσει ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις καὶ πληροφορίες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ γεγονότα... Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη χρόνου, ἐλπίζω ὄχι ὑπερβολικοῦ, γιὰ νὰ σχηματίσουμε τὴ συνείδηση τοῦ κόσμου»!!! («Ὀρθόδοξος Τύπος», 1444, 1/2/2002).
[36] amethystosbooks.blogspot.com/2010/12/blog-post_05.html. Καὶ ὁ ἱστολόγος ἐπιλέγει: «Καταλάβαμε ὅτι τὰ πράγματα εἶναι προχωρημένα, καὶ ὅτι στὴν ἐπικειμένη (τότε) συνάντηση τῆς Ραβέννας, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2007, εἶναι ὅλα πιὰ ἕτοιμα, γιὰ νὰ πέσουν καὶ οἱ … ὑπογραφές. Φυσικά, παντελῶς ἐρήμην τοῦ λαοῦ, καὶ ἐννοοῦμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅσος τέλος πάντων ἀκόμη ἀπέμεινε ἐν ἐγρηγόρσει, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἐρήμην τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ἐξαρτῶνται οἰκονομικὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, λόγῳ μισθολογίου καὶ ὄχι για λόγους πνευματικούς. Ἀρχισαμε λοιπὸν να παρακολουθοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ πιὸ κοντὰ καὶ βρισκόμασταν ἀπὸ (ὀδυνηρὴ) ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη».
[37] Θεοδώρου Εὐάγ., ὅπ. παρ.
[38] orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/09/blog-post_26.html#ixzz1c17vVSkB
[39] Εἰς Θεοδώρου Εὐάγ., ὅπ. παρ.
[40] Θεοδώρου Εὐάγ., ὅπ. παρ.
Όσον αφορά το πρωτείο εξουσίας (και όχι τιμής) του Ρώμης, έχουμε ξαναγράψει, ότι τούτο, δυστυχώς, εγένετο δεκτό de facto (όχι de jure), από 2 Οικουμενικές Συνόδους (κατά τον άγιο Νεκτάριο), 3 Τοπικές Συνόδους, 20 αγίους της Εκκλησίας μας και 44 αυτοκράτορες, εκ των οποίων, ο Ιουστινιανός Α΄, το θέσπισε και επίσημα με την 131 νεαρά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Επίσκοπος Ρώμης έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού και θεωρείτο ότι είχε το προβάδισμα στα εκκλησιαστικά πράγματα. Η ηγεσία του σήμαινε πολλά περισσότερα από ένα απλό πρωτείο τιμής, χωρίς να υπάρχει σαφής ορισμός ή κάποια νομική κατοχύρωση, παρ’ όλον ότι υπήρχε πλήθος παραδειγμάτων, από τον 4ο αιώνα και μετά, παραδοχών από ανατολικούς εκκλησιαστικούς Πατέρες του ηυξημένου αυτού πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης. Αν ο Μ. Κων/νος και η οικογένειά του δεν είχαν πέσει στην αίρεση του Αρειανισμού –την οποίαν είχε αποκηρύξει η Ρώμη- είναι πιθανόν, ότι ο Επίσκοπος Ρώμης θα είχε ίσως γίνει η επίσημη κεφαλή της Εκκλησίας, κάτι που υποδηλώνει κάπως η Σύνοδος της Σαρδικής, που το 343 κατέστησε τη Ρώμη, ως το αρμόδιο δικαστήριο για προσφυγές σχετικές με εκκλησιαστικές διαφορές (γ΄ και ε΄ κανόνες) (κατά τον Στ. Ράνσιμαν).
Δυστυχώς, αυτή την υποχωρητικότητα της Εκκλησίας, στις υπερφίαλες αξιώσεις του Ρώμης, καθότι "πίστις το κινδυνευόμενον" (κατά τον άγιο Νεκτάριο), μας στοιχίζει τώρα όλες αυτές τις "προσεγγίσεις" με τον Παπισμό, που μόνον ως επικίνδυνες μπορούν να χαρακτηριστούν.
ΙΚ