Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

ΓΙΑΤΙ


ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ;


Κόπος και μάχη



του αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη



Το δυσκολώτερο έργο της Εκκλησίας είναι το κήρυγμα. Δεν πρόκειται απλώς για την ιερουργία μιας λειτουργικής πράξεως ή λατρευτικής ακολουθίας, που γίνεται μεν εν Αγίω Πνεύματι, αλλά που δεν απαιτεί ιδιαίτερο αγώνα (Α΄Κορ.α΄17).


• Το κήρυγμα είναι έργο, που απαιτεί κόπο για να το προσφέρης αποδοτικά. Οι αληθινοί πρεσβύτεροι και επίσκοποι της Εκκλησίας κοπιάζουν «εν λόγω και διδασκαλία» (Α΄ Τιμ. ε΄17).


• Το κήρυγμα απαιτεί θάρρος, για να μη λυγίζης μπροστά στις απειλές. Ο Κύριος χαρίζει στον απόστολο του κηρύγματος το θάρρος και την παρρησία, όπως τότε, στην Κόρινθο. Ενίσχυσε τον πιστό Του δούλο και θερμουργό κήρυκα, τον Παύλο: «Μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης» (Πράξ. ιη΄9).


• Το κήρυγμα απαιτεί απόφασι θυσίας, για να μην υποχωρής στις ποικίλες αντιδράσεις (Πράξ. δ΄20).


• Το κήρυγμα απαιτεί υπομονή, προκειμένου να δης τους καρπούς του.

Μιλώντας ο Παύλος στους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει μερικά στοιχεία του ευαγγελικού κηρύγματος: «Επαρρησιασάμεθα εν τω Θεώ ημών λαλήσαι προς υμάς το ευαγγέλιον του Θεού εν πολλώ αγώνι» (Α΄Θεσ. β΄2)

΄Ετσι εξηγείται, γιατί ο Παύλος, που τον κάλεσε ο Θεός να βαστάση το μεγαλύτερο βάρος (Πράξ. θ΄15),δηλαδή το κήρυγμα, δεν ησχολείτο τόσο με εκκλησιαστικές πράξεις όπως το βάπτισμα κ.ά. Εμπιστευόταν σε άλλους το τελετουργικό της Εκκλησίας. Εκείνος παρέμενε κυρίως στο δύσκολο, στον ευαγγελισμό των ψυχών (Α΄Κορ.α΄17).


Για τον Παύλο το κήρυγμα ήταν μια μάχη, ανάμεσα σε μύριους κινδύνους. Αυτό φάνηκε και στους Φιλίππους και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ουκ έστιν ειπείν, ότι εκεί μεν εκινδυνεύσαμεν, ενταύθα δε ού. Ίστε και υμείς όσος ο κίνδυνος, μεθ’ όσης αγωνίας εγενόμεθα προς υμάς» (Ε.Π.Ε. 22,380). Μετάφρασις: Δεν μπορεί κάποιος να πη, εκεί μεν κινδυνεύσαμε, εδώ όμως όχι. Το ξέρετε καλά, πόσο κινδυνεύσαμε, με πόση αγωνία βρεθήκαμε ανάμεσά σας.


Κάποτε ο λόγος της Εκκλησίας δεν αποδίδει, για πολλούς λόγους αλλά και διότι δεν λειτουργεί και δεν μεταδίδεται και δεν προχωρεί «εν πολλώ αγώνι».

Λόγος απηρχαιωμένος, ως προς τη μορφή, αποστεωμένος ως προς την παρουσίασι, νωθρός και χλιαρός δεν είναι δυνατόν να συγκινήση. Δεν μπορεί να ελκύση και να συναρπάση, να πείση και να στερεώση.


• Χρειάζεται πολύς κόπος, για να βρεθή ο επιτυχέστερος τρόπος προσεγγίσεως των ψυχών. Και αυτό τον κόπο τον οφείλουν οι εργάτες της Εκκλησίας.


• Χρειάζεται πολύς κόπος, για να κηρύττη κανείς συνεχώς το λόγο με ζέσι και πίστι.


• Χρειάζεται πολύς κόπος, για να μην αποκάμνη ως μαχητής της παρατάξεως Κυρίου.


• Χρειάζεται πολύς κόπος και ηρωϊκή απόφασις, για να κηρύττη απερίτμητη την αλήθεια προς όλους.


Αλήθεια και καθαρότητα


Έχει μεγάλη σημασία για την Εκκλησία ο λόγος. Όχι μόνο, διότι είναι το αναγκαιότερο στοιχείο της εν Χριστώ ομολογίας, αλλά και διότι υπάρχει πάντοτε στον κόσμο ο αντίλογος.


Όπως υπάρχει ο Χριστός και ο Αντίχριστος, έτσι υπάρχει ο λόγος και ο αντίλογος, η αλήθεια και η πλάνη, ο γνήσιος και ο νόθος λόγος, ο άδολος και ο πονηρός, το αγνό και το διεστραμμένο άγγελμα.


Είναι ανάγκη οι χριστιανοί να διαθέτουν το πνευματικό εκείνο αισθητήριο, ώστε να διακρίνουν το λόγο του Θεού από τα κοσμικά λόγια, που κάποτε μεταδίδονται και από … άμβωνος! Να έχουν οι πιστοί τη διάκρισι να ξεχωρίζουν την υγιαίνουσα διδασκαλία του Χριστού από την αρρωστημένη τροφή, που κάποτε είναι ή θρησκευτική φλυαρία ή πομπώδης αυτοπροβολή.

Κάθε θρησκευτική κουβέντα δεν είναι απαραίτητα και λόγος της Εκκλησίας. Κάθε κήρυγμα δεν προέρχεται οπωσδήποτε από το Χριστό, ούτε πάντοτε είναι αντίλαλος του Αγίου Πνεύματος. Μπορεί να είναι «και εκ του πονηρού» (Ματθ. ε΄37). Γι΄αυτό ο απόστολος Παύλος τονίζει τα τρία βασικά στοιχεία του γνησίου χριστιανικού λόγου.


• Το ένα αναφέρεται στην πίστι.


• Το άλλο στη ζωή, σ’ αυτό που θα λέγαμε ηθική.


• Το τρίτο στην προαίρεσι της καρδιάς, σ’ αυτό που θα λέγαμε ελατήρια.

Λέει ο μεγάλος Απόστολος: «Η παράκλησις ημών ουκ εκ πλάνης ουδέ εξ ακαθαρσίας ούτε εν δόλω» (Α΄Θεσ. β΄3).

Το Ευαγγέλιο ονομάζεται «παράκλησις». Πρόκειται για διδαχή, που αναπαύει τον άνθρωπο, τον ικανοποιεί πλήρως, τον παρηγορεί, τον ενισχύει. Είναι η διδαχή του Παρακλήτου, του Αγίου Πνεύματος.


Πίστις, ζωή, ανιδιοτέλεια.


• Το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι, ως διδαχή, ο καθρέφτης της αλήθειας. Αυτό τονίζεται με το «ουκ εκ πλάνης».

Για τον Παύλο αυτό είχε μεγάλη σημασία, διότι την ίδια εποχή περιώδευαν και οι άνθρωποι της απάτης, της θρησκευτικής πλάνης. Γαργάλιζαν (Β΄Τιμ. δ΄3) τα αυτιά των ακροατών. Άρεσαν σε πολλούς τα λόγια τους, αλλ’ ήσαν λόγια πλάνης. Δεν παρουσίαζαν ατόφια την αλήθεια του λόγου του Σταυρού και της Αναστάσεως.


Εφιστά ο Παύλος την προσοχή των χριστιανών στις ψεύτικες διδασκαλίες. Να μη προσέχουν «πνεύμασι πλάνοις» (Α΄Τιμ.δ΄1). Τι θα έλεγε σήμερα, που μέσα στον ορθόδοξο χώρο εκείνοι που αποσπούν τους περισσότερους θαυμαστές και οπαδούς είναι οι εσχατολογούντες και θαυματολογούντες;

Χρειάζεται προσοχή. Γλυκόλογα θρησκευτικά μπορεί ν΄ακούση κανείς και από πλανεμένους ανθρώπους, από αιρετικούς και σχισματικούς, από αρρωστημένους τύπους.

Ο γνήσιος λόγος πηγή έχει την αλήθεια όπως την αποκαλύπτει ο Χριστός και όπως την κηρύττουν οι Απόστολοι και όπως την διδάσκει μέσα στην όντως ιερά Παράδοσί της η Εκκλησία.


• Η διδαχή του Ευαγγελίου δεν δικαιολογεί επίσης τη βρωμιά της αμαρτίας. Δεν δικαιολογεί αμαρτωλές καταστάσεις. Πολύ περισσότερο δεν εξωθεί σε ακάθαρτα πάθη. Δεν έχει σχέσι με αμοραλιστικές θεωρίες και λαϊκίστικες θρησκευτικότητες. Αυτό υπογραμμίζεται με το «ουδέ εξ ακαθαρσίας».

Δεν αρκεί μόνο ο νους να είναι στραμμένος στην αλήθεια. Οφείλει και η καρδιά να είναι στραμμένη στο Χριστομίμητο βίωμα. Ορθόδοξο δόγμα, αλλά και ορθόδοξο ήθος. Αφού και το ήθος είναι αλήθεια της πίστεως αποκαλυφθείσα από τον Κύριο. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει, ότι δόγμα ακριβείας και ζωή αγία συνυπάρχουν: «Πολλαχού ευρίσκομεν υπέρ μεν πίστεως ουδέν εγκαλουμένους, από δε βίου πονηρού κολαζομένους μόνον. Ώσπερ αλλαχού υπέρ μεν βίου ουδέν εγκαλουμένους, διά δε δόγμα διεστραμμένον απολλυμένους. Ταύτα γαρ αλλήλων έχεται» (Ε.Π.Ε.23,572). Μετάφρασις: Πολλές φορές δεν κατηγορούνται χριστιανοί για την πίστι, αλλά κατηγορούνται για την ασυνέπεια στη ζωή τους. Και αντίθετα, άλλοι δεν κατηγορούνται καθόλου για τη ζωή τους, αλλ’ οδηγούνται στην απώλεια εξ αιτίας του διεστραμμένου δόγματος. Δόγμα και βίος συνδέονται στενά.

Οι ειδωλολάτρες είχαν φτάσει στο σημείο να λατρεύουν και βρωμερούς θεούς, δηλαδή θεούς προστάτες της ανηθικότητας και της ακολασίας. Το Ευαγγέλιο αντίθετα κηρύττει την αλήθεια, που μεταφράζεται σε καθαρή ζωή.

Βέβαια καθαροί και άμωμοι δεν είμαστε. Πιστεύουμε όμως στο ύψος της καθαρής και αγίας ζωής. Αναγνωρίζουμε την βρωμερότητά μας. Και νοσταλγούμε τα καθαρά ύψη μιας αγνής ζωής.


Λέμε τούτο, διότι και στις μέρες μας υπάρχουν θρησκευτικοί κήρυκες, που ούτε λίγο ούτε πολύ δικαιολογούν την αμαρτία! Παρουσιάστηκε και κίνημα «θεολογίας της αμαρτίας», όχι της διδασκαλίας περί αμαρτίας, αλλά της θεωρητικής συνηγορίας περί αμαρτίας! Πρόκειται για μορφή σύγχρονου Νικολαϊτισμού, όχι απλώς πρακτικού, αλλά και θεωρητικού. Τείνουμε να δικαιολογήσουμε τα πάντα, την πορνεία, τις προγαμιαίες σχέσεις, τη μοιχεία, ακόμη και τις … εκτρώσεις, γιατί όχι και το ...γάμο των ομοφυλοφίλων!

Κήρυγμα ακαθαρσίας!

Θρησκευτικός αμοραλισμός!


• Η διδαχή του Ευαγγελίου ξεκινά και με αγνές προθέσεις. Ο εργάτης της Εκκλησίας κηρύττει χωρίς ν’ αποβλέπη σε προσωπικά οφέλη, χωρίς ατομικά συμφέροντα, χωρίς πονηρία και δόλο. Αυτό τονίζεται από τον απόστολο Παύλο με το «ούτε εν δόλω».

Κηρύττει ο λειτουργός της Καινής Διαθήκης μόνο για τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του λαού. Είναι ανιδιοτελής και απονήρευτος άνθρωπος. Δεν έχει σχέσι με απάτες.

Γέμισε ο κόσμος από απατεώνες του πνεύματος. Εργάζονται με δόλιους τρόπους και με πονηρούς σκοπούς. Εργάζονται δραστήρια όπως τότε οι ψευδάδελφοι, οι ιουδαϊζοντες, που ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα και να θέσουν προσκόμματα στο μεγάλο Απόστολο, πετυχαίνοντας συγχρόνως το σκοπό τους: Να κατασκευάσουν οπαδούς προσωπικούς (Γαλ. στ΄13).

Ακόμα και τη Μεσσιανική ανάγκη του λαού εκμεταλλεύτηκαν κατά καιρούς θρησκευτικοί απατεώνες.

Θυμηθείτε τον ψευτομεσσία Θευδά, για τον οποίο κάνει λόγο ο άγιος εκείνος φαρισαίος, ο Γαμαλιήλ (Πράξ.ε΄36). Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ουκ έστι δόλος, φησί, το πράγμα, ουδέ απάτη, ίνα ενδώμεν. Ουκ έστιν υπέρ μυσαρών πραγμάτων, οίον γοήτων και μάγων και ακαθαρσίας, φησίν. Ούτε εν δόλω, ούτε επί στάσει τινί, όπερ ο Θευδάς εποίησεν» (Ε.Π.Ε. 22,382). Μετάφρασις: Η υπόθεσις του Ευαγγελίου δεν είναι δόλος και απάτη, για να φοβηθούμε. Δεν μιλάει (το Ευαγγέλιο) και δεν υποτηρίζει βδελυρά πράγματα, ούτε για γόητες μιλάει και για μάγους και ανηθικότητα. Ούτε έχει σχέσι με δόλο. Ούτε αποβλέπει να κάνη καμμιά επανάστασι, σαν εκείνη που έκανε ο Θευδάς.


Να αρέσουμε στο Θεό.


Ο απόστολος Παύλος δεν ήταν πλάνος. Ήταν ο γνήσιος εργάτης του Θεού. Ήταν ο δόκιμος του Θεού. Τον δοκίμασε, τον βρήκε άξιο της εκλογής Του και του εμπιστεύτηκε το θησαυρό Του. Τον έκανε σκεύος Του. «Έχομεν τον θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή της δυνάμεως ᾖ του Θεού και μη εξ ημών» (Β΄Κορ.δ΄7).

Πως ήξερε ο Θεός, ότι ο διώκτης Του Σαύλος ήταν άξιος να του εμπιστευτή το Ευαγγέλιο, τη μεγαλύτερη αποστολή μέσα στην ιστορία; Ως παντογνώστης.


• Γνώριζε ο Θεός την καρδιά του Παύλου και την πρόθεσί του.


• Γνώριζε ότι, άν ο ζήλός του στρεφόταν σε σωστό κανάλι, θα κατακτούσε ολόκληρη την οικουμένη.


• Γνώριζε, ότι δεν θα αλλοίωνε στο παραμικρό το Ευαγγέλιο της σωτηρίας.


• Γνώριζε τέλος, ότι θα συνέβαλλε ο Παύλος με τον αγώνα του στο να καθίσταται συνεχώς και δοκιμώτερος και αξιώτερος κήρυκας της Αλήθειας Του.

Γι’ αυτό και του εμπιστεύθηκε την πιο δύσκολη αποστολή. Λέει ο ίδιος: «Δεδοκιμάσμεθα υπό του Θεού πιστευθήναι το ευαγγέλιον» (Α’ Θες. β΄3).


• Έχει συνείδησι ο Παύλος, ότι είναι «οικονόμος μυστηρίων Θεού» (Α΄Κορ.δ΄1). Γι’ αυτό θέλει να κρατήση αναλλοίωτο το ευαγγέλιο. «Ούτω λαλούμεν».


• Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος. Δεν τον ενδιαφέρει να αρέση σε ανθρώπους. Τον ενδιαφέρει να αρέση στο Θεό: «Ουχ ως ανθρώποις αρέσκοντες, αλλά τω Θεώ τω δοκιμάζοντι τας καρδίας ημών». Ό,τι κηρύττει, δεν είναι δικό του, για να μπορή να το προσαρμόζη σε ορέξεις και επιθυμίες ανθρώπων. Ό,τι κηρύττει, είναι αποκάλυψις Θεού. Δεν επιδέχεται βελτίωσι∙ είναι τέλειο. Δεν χωρεί αλλοίωσις∙ είναι διαχρονικό.

Η Εκκλησία δεν προσαρμόζεται στις ορέξεις και τις επιθυμίες του κόσμου. Προσεγγίζει μεν τον άνθρωπο με ξεχωριστό για κάθε εποχή τρόπο, αλλ’ εκείνο, που του δίνει, είναι το ένα και το αυτό, το αναλλοίωτο, το αιώνιο, το αμετάβλητο, το ουράνιο: Το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού.

Κάποτε ενεργούμε σαν να υπάρχουν πελατειακές σχέσεις ανάμεσα σε ποιμένουσα και ποιμενομένη Εκκλησία.


• Κληρικοί δεν λαλούν τα πρέποντα, αλλά τα αρεσκόμενα στους ανθρώπους.


• Προσέχουν να μη κακοκαρδίσουν τους «πελάτες», τους χριστιανούς.


• Προσαρμόζουν το κήρυγμα και τη συμπεριφορά τους ανάλογα με τις επιθυμίες των «πιστών».

Αυτό συνιστά προδοσία. Ό,τι παρέδωσε ο Κύριος, ό,τι παρέδωσαν οι Απόστολοι, ό,τι παρέδωσε η Καινή Διαθήκη, ό,τι παραδίδει η Εκκλησία, αυτά λαλούμε και αυτά κηρύττουμε. Και όποιος θέλει, ας τα ακούη.

Άλλο σύγχρονος τρόπος προσεγγίσεως των ανθρώπων και σύγχρονος τρόπος προσφοράς του Ευαγγελίου, και άλλο αλλοίωσις του Ευαγγελίου, για να αρέσουμε σε ανθρώπους, για να μη γίνουμε δυσάρεστοι, για να μη γίνουμε μισητοί. Τελικά γιατί κηρύττουμε;

3 σχόλια:

  1. " Ό,τι κηρύττει, (ο ιεροκήρυκας), είναι αποκάλυψις Θεού. Δεν επιδέχεται βελτίωσι∙ είναι τέλειο. Δεν χωρεί αλλοίωσις∙ είναι διαχρονικό ".

    Αυτό νομίζω είναι το δίδαγμα του άρθρου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό δεν το ήξερα ! ότι δηλ το ευαγγέλιο ονομάζεται "παράκλησις".

    Είναι διαπιστωμένο, ότι η ανάγνωση ή ακρόαση κειμένων της Κ.Διαθήκης δίνει μεγάλη αγαλλίαση και ενδυνάμωση εκ του Παρακλήτου.

    Αλλά και ένα άλλο χωρίο που έχει ανάλογη αξία είναι το Αποκ. ιθ 11-16. Εμφανίζεται στον ουρανό "ίππος λευκός" και ο καβαλάρης καλείται "πιστός και αληθινός" και το όνομά του είναι "λόγος του Θεού".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Σχολιαστά 13-2 8:43 μ.μ. ναι, αλλά χρήσιμες είναι και οι "αναφορές" για να προσέχουν οι ανυποψίαστοι. Για παράδειγμα:

    "Εφιστά ο Παύλος την προσοχή των χριστιανών στις ψεύτικες διδασκαλίες. Να μη προσέχουν «πνεύμασι πλάνοις» (Α΄Τιμ.δ΄1). Τι θα έλεγε σήμερα, που μέσα στον ορθόδοξο χώρο εκείνοι που αποσπούν τους περισσότερους θαυμαστές και οπαδούς είναι οι εσχατολογούντες και θαυματολογούντες; Χρειάζεται προσοχή. Γλυκόλογα θρησκευτικά μπορεί ν΄ακούση κανείς και από πλανεμένους ανθρώπους, από αιρετικούς και σχισματικούς, από αρρωστημένους τύπους"

    Γέμισε ο κόσμος από απατεώνες του πνεύματος. Εργάζονται με δόλιους τρόπους και με πονηρούς σκοπούς. Εργάζονται δραστήρια όπως τότε οι ψευδάδελφοι, οι ιουδαϊζοντες, που ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα ... πετυχαίνοντας συγχρόνως το σκοπό τους: Να κατασκευάσουν οπαδούς προσωπικούς (Γαλ. στ΄13).

    και στις μέρες μας υπάρχουν θρησκευτικοί κήρυκες, που ούτε λίγο ούτε πολύ δικαιολογούν την αμαρτία!

    Κληρικοί δεν λαλούν τα πρέποντα, αλλά τα αρεσκόμενα στους ανθρώπους. Προσέχουν να μη κακοκαρδίσουν τους «πελάτες», τους χριστιανούς. Προσαρμόζουν το κήρυγμα και τη συμπεριφορά τους ανάλογα με τις επιθυμίες των «πιστών». Αυτό συνιστά προδοσία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου