ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ
ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Έχει αναπτυχθεί μια υποστηρικτική γραμμή, ότι στην Κ. Διαθήκη, εμμέσως πλην σαφώς, αναφέρεται, ότι το δικαίωμα του ανθρώπου (το λεγόμενο ανθρώπινο δικαίωμα) εξασκήθηκε από τον απόστολο των εθνών, τον Παύλο, με την επίκλησή του, να δικαστεί από τον Καίσαρα, με την περίφημη φράση προς τον Φήστο: «Καίσαρα επικαλούμαι» (Πράξ. 25. 11-12). και όλοι, οι υποστηρικτές σπεύδουν να το αναφέρουν σαν παράδειγμα, χωρίς όμως να φροντίσουν να δουν την ερμηνεία του σε πατερικό κείμενο. Ας δούμε, όμως τι αναφέρει ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στην ανάλυση που κάνει, στην ομιλία του για τις «Πράξεις των Αποστόλων»:
«Ο δε Παύλος ουκ είπεν, Ου βούλομαι, μη ποτε και σφοδρότερον ποιήση τον δικαστήν, αλλά παρρησιάζεται, και φησίν. Επί του βήματος του Καίσαρος εστώς ειμι, ου με δει κρίνεσθαι. ….. Εξέβαλόν με άπαξ αυτοί, και τούτο νομίζουσι κατακρίνειν, τω δεικνύειν, ότι εις Καίσαρα ήμαρτον, επ’ αυτού βούλομαι κριθήναι του ηδικημένου. Ούτως ειπών, επάγει. Ιουδαίους ουδέν ηδίκησα, ως και συ κάλλιον επιγινώσκεις. Καθήψατο αυτού λοιπόν ως και χαριζομένου. Είτα επεί καθήψατο, πάλιν εκλύει τον λόγον επάγων. Ει μεν ουν αδικώ, ή αξιόν τι θανάτου πέπραχα, ου παραιτούμαι το αποθανείν. Κατ’ εμαυτού την ψήφον εκφέρω, φησίν…… Ουκ είπεν, Ουκ άξιός ειμί αποθανείν, ουδέ απολυθήναι, αλλ’, έτοιμος κρίνεσθαι επί Καίσαρος, άμα και του ονείρατος μνησθείς, μάλλον εθάρρησεν επικαλέσασθαι. Και ουκ είπε, Συ, αλλ’ ουδείς, και προσέθηκε, Καίσαρα επικαλούμαι, ώστε μη είναι εις εκείνον την ύβριν. Τότε ο Φήστος συλλαλήσας μετά του συμβουλίου, απεκρίθη. Καίσαρα επικέκλησαι. επί Καίσαρα πορεύση….. Όρα πάλιν εκτεινομένην αυτού την δίκην, και την επιβουλήν αφορμήν του κηρύγματος γινομένην» (PG 60. 355).
Ώστε, ο Παύλος επικαλέσθηκε τον Καίσαρα, για να εξασκήσει στην πράξη το δικαίωμα να κριθεί από την πολιτική δικαιοσύνη και όχι την εκκλησιαστική, για δυο λόγους: α/ διότι η κατηγορία αφορούσε προσβολή στο πρόσωπο του Καίσαρα, τον οποίον –υποτίθεται- αδίκησε και ήθελε να κριθεί από τον ίδιο τον αδικούμενο και β/ διότι του δινόταν η ευκαιρία να κηρύξει στους Ρωμαίους το λόγο του Θεού.
Αυτό φαίνεται, από ένα άλλο σημείο, που υπάρχει στην επιστολή του προς τους Κορινθίους, όπου προτρέπει τους Χριστιανούς να επιλύουν τις διαφορές τους, όχι στα πολιτικά δικαστήρια, αλλά στα εκκλησιαστικά: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων;» (Κορ. Α΄ 6. 1-2).
Ο Ιω. Χρυσόστομος επεξηγεί: «Μάλιστα μεν γαρ ει δει κρίνεσθαι, φησίν, επί των αδίκων ουκ έδει. όλως δε ουδέν κρίνεσθαι δει. Αλλά τούτο μεν ύστερον τίθησι. τέως δε το πρώτον διακαθαίρει το μη έξω δικάζεσθαι» (Ομιλία ΙΣΤ΄, PG 61. 132). Και παρακάτω: «Αλλά αδελφός μετά αδελφού κρίνεται, και τούτο επί απίστων. Διπλούν το έγκλημα, ότι κρίνεται και επί απίστων» (PG 61. 133).
Έτσι, η προσφυγή των χριστιανών για τη λύση των διαφορών τους ενώπιον εθνικών δικαστηρίων είναι για τον Παύλο όχι μόνο απαράδεκτη, αλλά και ανόητη. Αυτό δηλώνει η έκφραση: «επί των αδίκων», η οποία εκλαμβάνεται όχι μόνο με την ηθική, αλλά και με τη θρησκευτική έννοια.
Παρατηρούμε, ότι στην δεύτερη περίπτωση, (Κορ. Α΄) δηλ. σε διαφορά μεταξύ Χριστιανών αδελφών ο Απ. Παύλος συνιστά να την λύνουν ει δυνατόν μέσα στην Εκκλησία, για να μη δίνουν δικαιώματα στους έξω να κακολογούν τους Χριστιανούς. Τότε η Εκκλησία βέβαια ήξερε ποιοι είναι μέλη της πιστά, ποιοι ψευδάδελφοι, ποιοι μη μέλη. Διαιωνίσθηκε έκτοτε μέχρι την εποχή μας, οι διαφορές και τα παραπτώματα κληρικών, να επιλύονται ενδοεκκλησιαστικά ή και εκ παραλλήλου με την κοσμική δικαιοσύνη. Αλλά για τα 10 εκατομμύρια Έλληνες που –υποτίθεται-, ότι όλοι σχεδόν θεωρούνται Χριστιανοί, η Εκκλησία δεν ξέρει ποιοι είναι συνειδητά μέλη της και ποιοι όχι, οπότε δύσκολα μπορεί να συμβεί το παραπάνω, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Μια αντιστοιχία θα βρούμε και στην περίοδο του Βυζαντίου αλλά και της Τουρκοκρατίας, όπου ο Επίσκοπος είχε και άτυπη αρμοδιότητα να επιλύει διαφορές μεταξύ Χριστιανών ή και να επιβάλει ποινές στους αμαρτάνοντες.
Όταν όμως υπήρχε κάποια διαφορά μεταξύ Χριστιανού και μη Χριστιανού αξιωματούχου ή έστω Χριστιανού και Κράτους, ο Απ. Παύλος διεκδίκησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη να αναφερθεί στον Καίσαρα. Όχι όμως για τον εαυτό του, όπως είδαμε, αλλά για τον Χριστό, το Ευαγγέλιο και την Εκκλησία. Σαν να μας λέει: Αν δεν πρόκειται για σοβαρό θέμα, ας αδικηθούμε, όπως το εφαρμόζουμε στη ζωή μας πολλές φορές, αλλά σε άλλες περιπτώσεις που κρίνουμε ότι θίγεται η υπόληψή μας, η τιμή μας και κατ’ επέκταση η οικογένειά μας και η Εκκλησία μας ή παραποιείται και συκοφαντείται η Αγία Γραφή, τότε ναι, έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση να προσφύγουμε και στην κοσμική δικαιοσύνη και στις Αρχές και στους Νόμους του Κράτους. Υπάρχουν και ειδικότερες αναφορές πάνω σ’ αυτό, όπως είδαμε, στον ιερό Χρυσόστομο.
Αντίστοιχα υπάρχει και η εντολή να ενδιαφερθούμε, ακόμη και να διωχθούμε, για χάρη της υπεράσπισης της δικαιοσύνης και προς χάρη άλλων αδικημένων αδελφών μας, μεμονωμένων ή συνόλου, («μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης»).
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Κάθε κείμενο του κ Ι.Κ. και ένα ταρακούνημα στην υποκριτική μας θρησκευτικότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνυπογράφω, με την επισήμανση ότι ως άνθρωποι, ενώ θεωρητικά γνωρίζουμε την αλήθεια, στην πράξη ίσως την υπερβαίνουμε, "κατ' οικονομίαν".
Έχουμε αντιστρέψει τα ανωτέρω γραφόμενα και οι περισσότεροι, όταν πρόκεται για κάποιο προσωπικό μας δικαίωμα "σπεύδουμε" να το διεκδικήσουμε ενώ όταν πρόκειται για τα δικαιώματα του Θεού, της εκκλησίας, του πλησίον μας, του αδικουμένου, του άνεργου, της χήρας και του ορφανού, ακόμα και της υπεράπσπισης της αγίας Γραφής και της Ιεράς Παράδοσης τότε... ποιούμε την νήσσαν.
Ιωάννης Μ.