Ενα θαύμα
στό Πάϊκο
του Σαράντου Καργάκου
Ὁ ἱστορικός–συγγραφέας κ. Σαράντος Ἰ. Καργάκος, ὕστερα ἀπό μιά ἐπίσκεψή του στό Ἱερό Κοινόβιο Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου Πενταλόφου Γουμένισσας Κιλκίς, πού ἀποτελεῖ Μετόχιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους, ἔγραψε τό ἀκόλουθο ἄρθρο, τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε στήν Ἐφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», φύλλο 38404, τήν Παρασκευή 19 Ἰουνίου 2009.
Κατά τά τελευταῖα χρόνια ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται καί διαβάλλεται συστηματικά. Δέν θά ὑποστηρίξω ὅτι ὅλα σ’ αὐτή εἶναι ἅγια καί καλά. Ἄλλωστε, ζῶντος καί ἀκόμη δρῶντος τοῦ μακαριστοῦ Χριστοδούλου, μέ τόν ὁποῖο μέ συνέδεε μακρά φιλία, εἶχα γράψει αὐστηρό ἄρθρο στό αὐστηρό περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ» μέ τίτλο «Λερωμένα ράσα». Πού ἔτσουζε πιό πολύ ἀπό τίς χυδαῖες ἐπικρίσεις πού δεχόταν καταιγιστικά ἡ Ἐκκλησία. Κι ὅμως, ὁ γενναῖος, ἀκόμη καί πρό τοῦ θανάτου, ἱεράρχης δέν πικράθηκε. Ἁπλώς, μοῦ εἶπε μελαγχολικά: «Καλά μᾶς τά γράφεις». Οὔτε μπορῶ νά ἱσχυριστώ ὅτι ἐπί τῶν ἡμερών τοῦ νέου ἀρχιεπισκόπου τά ράσα... ξελέρωσαν.
Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ὅλα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι λερωμένα κι ἄπλυτα. Καί πολύ περισσότερο σάπια. Ἄν ὑπάρχει ἀκόμη κάτι ὑγιές εἶναι σ’ αυτή: Σέ κάποιες Μητροπόλεις μέ μητροπολίτες περίβλεπτους, σέ κάποιες ἐκκλησίες, ὅπου φωτισμένοι ἱερείς ἔχουν δημιουργήσει ὀάσεις πολιτισμοῦ, σέ κάποια μοναστήρια, ὅπου δοξάζεται ἡ παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας.
Μέ τόν ἐλλόγιμο συνεργάτη τῆς «Ἑστίας», τόν ἀκαταπόνητο κ. Γ. Παπαδημητρίου, ζήσαμε στίς 28 καί 29 Μαΐου δύο ἡμέρες μαγείας καί μεγαλείου σ’ ἕνα μοναστήρι πού σάν ἄλλη Σιμωνόπετρα ἔχει «φυτευθεῖ» καί κραταιωθεῖ σέ μιά πλαγιά τοῦ Πάικου κι ἔχει κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία του ὅλη τήν ἔκταση ἀπό τό Κιλκίς ὥς τή Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ζεῖ καί θαυματουργεῖ ἐδῶ καί 30 χρόνια μιά συνοδεία μοναχῶν, πού ξεπερνᾶ σέ προκοπή τό γένος τῶν μυρμηγκιῶν. Δέν εἶναι μόνον ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ κτίσματος καί ὁ περικλεής ναός· δέν εἶναι οἱ ὑπέροχες εἰκόνες, οὔτε οἱ κῆποι πού ξεπερνοῦν σέ ὀμορφιά καί παραγωγή τούς περιώνυμους κήπους τῶν Ἑσπερίδων. Εἶναι ἡ κοινωνία τῶν μοναχῶν, μιά κοινωνία ἀγάπης, μιά κοινωνία δουλειᾶς, χαμόγελου καί παρηγοριᾶς, ὑπό τή σοφή καθοδήγηση ἑνός σεπτοῦ καί ἐπιβλητικοῦ ἡγουμένου πού ἔχει τό παράστημα, τό ἦθος καί τό ὄνομα τοῦ ἐθνομάρτυρα Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Τό λειτουργικό μέρος εἶναι κάτι ἀπαρομοίαστο. Κατά τόν ἑσπερινό τῆς 28ης ὑψωθήκαμέ ὥς τόν οὐρανό. Αὐτό δέν ἦταν ψαλμωδία μοναχῶν. Ἦταν συναυλία ἀγγέλων. Ἔνιωθες τό θεῖο νά κατεβαίνει ἀπό ψηλά, γιά νά ἀνεβάσει κι ἐμᾶς καί νά μᾶς σηκώσει λίγο ψηλότερα.
Δέν λέω τίποτα γιά τή λειτουργία τῆς 29ης Μαΐου, οὔτε γιά τό μνημόσυνο τοῦ ἡρωικού Κωνσταντίνου καί τῶν σῦν αὐτῷ θανόντων, πού πολεμήσανε καί πέσανε εὐκλεῶς ἐναντίον «ἡγεμόνος ὀξύνοος καί μεγαλουργοῦ», ὅπως ὀνομάζει τόν Πορθητή ὁ Κριτόβουλος. Οὔτε γιά τήν ὁμιλία τῆς ἡμετέρας μετριότητος. Θά σταθῶ σέ ὅ,τι μπορεῖ νά ἔχει μιά εὐρύτερη παιδαγωγική διάσταση εἰδικώς γιά τήν ἐπαναστατικῶς τεμπελχανίζουσα νεολαία μας στά χιλιάδες ἀνά τήν ἐπικράτεια διάφορα κηφηνεῖα.
Ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, κατά τό παράδειγμα τοῦ ἐκ Πάρου λογίου καί ἁγίου εἶναι μιά τεράστια ἑστία φωτός, μέ μία ἀπέραντη ὑπερσύγχρονη βιβλιοθήκη (ὅλες οἱ ξυλουργικές ἐργασίες ἀπό τά χέρια τῶν μοναχῶν), μέ δικό τῆς τυπογραφεῖο –κι ἀπό τά πιό σύγχρονα– στό ὁποῖο ἔχει τυπωθεῖ τό ἱστορικό τῆς μονῆς, ἔργο ἀγάπης τοῦ κ. Παπαδημητρίου. Ἀλλά πέρα ἀπό αὐτά, οἱ μοναχοί ἐκτρέφουν αἶγες, πρόβατα, παγώνια. Καλλιεργοῦν ποικίλα ἄνθη καί καρποφόρα δένδρα καί φυτά. Διαθέτουν πρότυπο τυροκομεῖο, οἰνοποιεῖο, κηροποιεῖο. Τά προϊόντα τους δέν εἶναι πρός ἐμπορία ἀλλά γιά δική τους χρήση, κυρίως ὅμως γιά τήν ἀβραάμειο φιλοξενία πού προσφέρουν στούς χιλιάδες ἐπισκέπτες καί προσκυνητές. Ἀφήνω πιά τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιογραφίας, ὅπου δοξάζεται ἡ ἁγιογραφική ἁγιορειτική παράδοση. Ὑπάρχει σ’ αὐτή μιά ἐξέλιξη, πού ὅμως εἶναι ἐσωτερική καί ὄχι ἐξωτερική. Μέ καραγκιοζλίκια δέν γίνεται ἡ Ἐκκλησία ἑλκυστική. Ἁπλώς μεταβάλλεται σέ «τσίρκουλο».
Κατευθυντήριος νοῦς τῆς μοναστικῆς αὐτῆς κυψέλης εἶναι ὁ ἐκ Πόντου μοναχός Χρυσόστομος, πού περιστοιχίζεται ἀπό ἕνα ἐπιτελείο πολυσπουδαγμένων καί πολυτάλαντων μοναχῶν. Ὄχι μόνον Ἑλλήνων, ἀλλά κι ἑνός Αμερικανοῦ καί δύο Ρώσων. Ἡ αδελφοσύνη σέ ὅλη τή δόξα της. Ἁπλότητα, ἁβρότητα, ἐγκαρδιότητα χαρακτηρίζουν τόν ρασοφόρο ἄρχοντα, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἀκμάζει ἡ λεβεντιά καί τό ἀπροσκύνητο ἦθος τῆς Ρωμιοσύνης καί ὁ ὁποίος δέν διστάζει νά κάνει ἔμβλημά του τίς λέξεις «Χριστός καί πατρίς».
Μιά ἐπίσκεψη ἐκεῖ ψηλά στό Πάικο θά σᾶς ἀναγεννήσει ψυχικά.
Ἡ Ἑλλάδα ἀντέχει ἀκόμη...
Υ.Γ. Το άρθρο του κ. Καργακου μας δοθηκε ιδιοχείρως απο τους Πατερες της Μονης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου