![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiY_SM0mOT4sepIlX46ycmR_c_HV0mYAAT2WwdNG2xJ1KI-C3RuVTDSuJbZu2QAPPXqk2ozjSa95iLVKpc5ozjbeUVZ05_w7Qn5LxA0-eS8E3wxkkEakK-eqW09uvDncrI0gXEtZkwrTLq0/s400/%CE%A0%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CE%B9+%CE%BC%CE%B1%CF%82+%CE%B5%CF%85%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%85%CE%BD%3B.jpg)
Η "ευλογία" του αιρεσιάρχου Πάπα της Δύσεως, μας ειναι ενστικτωδως αποκρουστική και αηδιαστική. Η "ευλογία" του αιρεσιάρχου Πάπα της Ανατολής, δεν μας χρειάζεται. Οι Ορθόδοξοι έχουμε την ευλογία του Τριαδικού Θεού, των Προφητών, των Αγίων, των Πατέρων. Ζούμε, κινούμεθα και εσμέν, μέσα στη Χάρι του Παναγίου Πνεύματος.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ακοινώνητοι όσοι επι-«κοινωνούν» με αιρετικούς
Πριν 3 χρόνια η Ι. Μονή Οσ. Γρηγορίου Αγ. Όρους εξέδωσε ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο: «Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας», με πρόλογο του π. Γεωργίου Καψάνη. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς την ιστορία αγίων μοναχών, που υβρίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, επειδή υπερασπίστηκαν την Ορθόδοξη πίστη, όχι μόνο ενώπιον των ετερόδοξων, μα και ενώπιον των “ορθοδόξων” μεν, φιλοπαπικών και λατινόφρονων δε! Όσοι έχουν την πνευματική διάκριση ας εκτιμήσουν πόσο παράλληλοι είναι οι καιροί∙ ας παραλληλίσουν συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, αν μάλιστα είναι γνώστες κάποιων σύγχρονων πιέσεων και διώξεων, που προδικάζουν τι πρόκειται να επακολουθήσει. Τότε θα δουν πως οι ομοιότητες είναι υπαρκτές και ψηλαφήσιμες.
Με σκοπό να βοηθηθούμε στην συνειδητοποίηση της νέας καταστάσεως που διαμορφώνεται, επέλεξα κάποια αποσπάσματα από το θαυμάσιο και επίκαιρο αυτό βιβλίο, επισημαίνοντας, πως δυστυχώς, την θεωρητική ομολογία πίστεως που με το βιβλίο της η Μονή καταθέτει, δεν συμφωνούν οι πράξεις των μοναχών της Ι. Μονής, αφού δεν μιμούνται τα θεάρεστα παραδείγματα που μας παρουσιάζουν, όπως το παρακάτω:
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός έγραφε στον ιερομόναχο Θεοφάνη μετά την ψευδένωση στη Φερράρα:
«Όμως ο αγών δεν είναι πλέον στα λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις (τι θα ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;) Αντιθέτως όσοι αγαπούν το Θεό, πρέπει να έχουν ετοιμασθή να πολεμήσουν μαζί τους στα έργα. Επίσης, να είναι έτοιμοι να υποφέρουν κάθε κίνδυνο για την ευσέβεια και για τον αγώνα να μη μολυνθούν από την κοινωνία με τους ασεβείς» (Οι αγώνες των μοναχών…, Ι. Μ. ΟΣ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, σελ. 297).
Ο αγ. Θεόδ. ο Στουδίτης
«ως ακριβής τηρητής των ι. Κανόνων… απέφευγε μέχρι θανάτου την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς και το μνημόσυνο των αιρετικών επισκόπων. Πίστευε και εκήρυττε, ότι η μνημόνευση και μόνο του αιρετικού επισκόπου αποτελεί “μολυσμόν” και στερεί την Ορθοδοξία σ’ αυτόν που τον μνημονεύει, ενώ η εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς μας χωρίζει παντελώς από τον Χριστό. Επίσης ότι, κατά τον ι. Χρυσόστομο, όχι μόνο οι αιρετικοί, αλλά και όσοι κοινωνούν μαζί τους είναι εχθροί του Θεού, ενώ, κατά τον Μ. Αθανάσιο, πρέπει να αποφεύγουμε όχι μόνο τους πρώτους, αλλά και τους δεύτερους» (σελ. 193).
Το έτος 1221, Κύπριοι μοναχοί, εκβιάστηκαν από τους Λατίνους να απαρνηθούν την πίστη τους.
«Τότε οι τίμιοι γέροντες (μοναχοί) απάντησαν ομόφωνα… “Εμείς έτσι λέμε: Όσοι μεταλαμβάνουν τα άζυμα εκπίπτουν από την αλήθεια και πιστεύουν σε ψευδή δόγματα που είναι ενάντια του αγίου Ευαγγελίου… Είναι δε πλανεμένοι…” (σελ. 220). Γι’ αυτά που είπαν βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν. «Μετά από τριετή κάθειρξι οι Όσιοι έκαναν και νέα ομολογία ενώπιον του λατίνου επισκόπου», με αποτέλεσμα να βασανιστούν και να θανατωθούν (σελ. 221).
Τότε λοιπόν, (αρχές 13ου αιώνα) επειδή ακριβώς μοναχοί, επίσκοποι και άλλοι πιστοί εβασανίζοντο στην Κύπρο από τους Λατίνους, εστάλη αντιπροσωπεία στον Πατριάρχη Κων/λεως Γερμανό, παρακαλώντας τη Σύνοδο να επέμβει.
Η αντιπροσωπεία απεκάλυψε την πονηρία των Λατίνων και έγραφε:
«Απαιτούν να τους δίνουμε τα χέρια μας (ως ένδειξι υποταγής) και ισχυρίζονται ότι αυτό είναι εντελώς αθώο και άμεμπτο. Αυτό όμως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προδοσία της… πίστεως και καθοδήγησις για να υποταχθούμε στην Εκκλησία τους…
Παρακαλούμε λοιπόν να αναγραφή με σαφήνεια στις συνοδικές αποφάσεις σας και το εξής: Να μη δίνουν οι Κύπριοι τα χέρια τους στους Ιταλούς, έστω κι αν αυτό έχη παραλειφθή να αναφερθή στους ιερούς κανόνες. Διότι εάν γίνη έτσι, υπάρχει προφανής κίνδυνος να καταπέση αμέσως η…οικοδομή».
Το αποτέλεσμα, αυτής της προσφυγής των μοναχών, ήταν η Σύνοδος που συνεκάλεσε ο Πατριάρχης Γερμανός, να συστήσει στους Κυπρίους αγωνιστές της πίστεως «να απορρίψουν απροκάλυπτα την δια χειραψίας υποταγή…» (σελ. 223).
[Σήμερα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι περί αυτόν, όχι μόνο χειραψίες, αλλά και ασπασμούς και συμπροσευχές και «ατελή» συλλείτουργα τελούν μετά του Πάπα, και στην πανθρησκειακή σύναξη της Ασίζης παρίστανται υπό τον Πάπα. Και το τελευταίο: στην Σύνοδο των καρδιναλίων στη Ρώμη το 2008, προεδρεύοντος του Πάπα, εξεφώνησε λόγο ὡς τιμώμενο πρόσωπο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος].
Εξ άλλου, σε μια βαρυσήμαντη και άκρως επίκαιρη επιστολή του Πατριάρχου Γερμανού (1229) διαβάζουμε:
«Όσοι κληρικοί αποδέχονται την Εκκλησίαν μας και επιθυμούν να κρατήσουν την πατροπαράδοτη πίστι, να μη υποκύψουν στους αρχιερείς τους που υποτάχθηκαν στους Λατίνους. Ούτε να υπακούσουν έστω και για λίγο σ’ αυτούς, επειδή οι επίσκοποι θα τους αφορίσουν με σκοπό να τους κάνουν να πεισθούν στην λατινική Εκκλησία. Επειδή ένας τέτοιος αφορισμός είναι άκυρος και επιστρέφει μάλλον σ’ αυτούς που τον πράττουν. Και τούτο διότι έχουν γίνει πρόξενοι σκανδάλου στον λαό του Θεού, αφού κατεπάτησαν την ακρίβεια των ι. Κανόνων και δέχτηκαν τους …αλλοτριοεπισκόπους και τους έδωσαν τα χέρια, το οποίο είναι σημείο ευπειθείας και υποδουλώσεως…
…Εσείς δε περιούσιε λαέ του Χριστού, στερεωθείτε στην πίστη, …μη προδίδετε κανένα από τα ορθά δόγματα τα οποία έχετε λάβει από παλαιά. Να θεωρήτε χαρά και κέρδος κάθε βιοτική θλίψι και κάθε ζημία, προκειμένου να διαφυλαχθή μέσα σας απαραβίαστος ο θησαυρός της Ορθοδόξου πίστεως» (σελ. 224).
«Όσοι όμως δικαιολογούν τους Κυπρίους (οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει τον πάπα και ζητούσαν να ενωθούν και με την Εκκλησία της Κων/λεως), προέβαλαν σαν αδύναμη βοήθεια το…επιχείρημα: «Εάν ο Χριστός δεν αποστρέφεται ένα αμαρτωλό που προσέρχεται σ’ Αυτόν…, πως εμείς θα εγκαταλείψουμε τόσες πολλές μυριάδες χριστιανών, που προσέρχονται στην Εκκλησία;… Εάν λοιπόν προβάλλουν (αυτό το επιχείρημα) θα τους απαντούσε αμέσως η ίδια η δικαιοσύνη: Ο Θεός δέχεται μόνο αυτόν που μετανοεί» (σελ. 268).
Αργότερα -τον 14ο αιώνα, ο πατριάρχης Καλέκας «ενέκλεισε τον Άγιο (Γρηγόριο Παλαμά) στην φυλακή των ανακτόρων «ως κακούργο». …Το 1344, ο αδίστακτος Καλέκας έφθασε στο σημείο να αναθεματίση τον Μέγα Γρηγόριο (Παλαμά)… Τον αναθεματισμό υπέγραψαν πολλοί (σ.σ. “ορθόδοξοι” κατά τα “άλλα”) επίσκοποι…» (σελ. 267).
Ο αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όμως, θεωρούσε τον πατριάρχη Καλέκα αποκομμένο από την Εκκλησία με όσα έχει κάνει, διδάσκοντάς μας με συγκεκριμένο παράδειγμα, ποιοι αποτελούν μέλη της Εκκλησίας και ποιοι είναι αποκομμένοι απ’ αυτή, εξ αιτίας των αντικανονικών ενέργειών τους. Γράφει:
«όποιος είναι αποχωρισμένος από τον Καλέκα, τότε ανήκει πράγματι στον κατάλογο των Χριστιανών και είναι ενωμένος με το Θεό κατά την ευσεβή πίστι» (σελ. 268).
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο ιερός Ιωσήφ (συγκαταλεγόταν και αυτός στους διωχθέντας). Όταν ο πατριάρχης Καλέκας αφόρισε τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά και τους ομόφρονές του (1344), έγραφε:
Ποια είναι η Εκκλησία» που μας «έχει αποδιώξει; Η των Αποστόλων; Εμείς όμως είμαστε υποστηρικταί της και συμφωνούμε μαζί της… Επομένως δεν μας έχει αποβάλει η Αποστολική Εκκλησία…αλλά η καινοφανής Εκκλησία και τα παράδοξα δόγματα που αυτός (ο Καλέκας) συνέστησε… Αφού λοιπόν έγινες εργαστήριον κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, οποιουδήποτε φαύλου πράγματος,… πλεονεξίας, ιεροσυλίας,… έπειτα “χειροτονείς” και τον εαυτό σου Εκκλησία… Γιατί είσαστε Εκκλησία; Από το ότι δωροδοκείς; Από το ότι εξαγοράζεις τις δίκες; Από το ότι δεν κάνεις διάκριση μεταξύ των ανιέρων και των αγίων; Από ότι επιτρέπεις την είσοδο του ιερού σε όλους τους μολυσμένους και βέβηλους;… Από το ότι πωλείς την χάρι του Αγ. Πνεύματος;…
Άλλοτε πάλι χαρακτηρίζει την ψευδοεκκλησία του Καλέκα “σφαλεράν και πόρω Θεού βάλλουσαν”. Κατά συνεπεια ο πατριάρχης “δει υποταγήναι τη Εκκλησία, ης προ ολίγου αφηνίασεν αποσκιρτήσας”. Για όλα αυτά ο ιερός Ιωσήφ συνιστούσε:
“Αποκοπτέον ημάς της εκείνου κοινωνίας”. Προσέθετε δε ότι χρειάζονται πηγές δακρύων για να κλαύση κανείς το
“σύντριμμα” της Εκκλησίας… και την καινοτομία της πίστεως» (σελ. 274-275).
Ο ιερός Νικηφόρος Κάλλιστος έγραφε:
Όταν «πίστεως συμβαίη γίνεσθαι την διαφοράν, ου μόνον πατέρες προς παίδας (και αντίστροφα), αλλά και γυνή» προς τον σύζυγόν της, «και ανήρ προς την σύζυγον διαστασιάζουσιν (επαναστατούν)» (σελ. 276).
«Οι ανθενωτικοί απεδοκίμασαν την ένωσι…και αποσχίσθησαν από τον πατριάρχη Βέκκο και τους ομόφρονές του. Τους κατηγορούσαν ότι εξέπεσαν της ιερωσύνης και ότι τελούσαν άκυρα μυστήρια. Αυτό ήταν σύμφωνο με τους κανόνες α΄ καὶ β΄ τῆς Γ οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι’ αυτό προέτρεπαν τους πιστούς να μη εκκλησιάζονται με τον πατριάρχη και τους ενωτικούς κληρικούς. Ο Βέκκος…εξέδωσε “πατριαρχικό αφορισμό”, κατά των σχισματικών επισκόπων» (σελ. 237).
Μετά την Δ΄ Σταυροφορία οι Λατίνοι που εισήλθαν στο Αγ. Όρος καταπίεζαν τους μοναχούς και «προσπαθούσαν να τους προσηλυτίσουν στο βλάσφημο δόγμα τους “καταπείσαντες τους εν τη Μονή Ιβήρων μοναχούς…ίνα υποταχθώσιν εις την έδραν της Ρώμης, δίδοντες απλήν δια χειραψίας υπόσχεσιν εις τον εν Θεσ/νίκη Λατίνον επίσκοπον”» (σελ. 224-225).
Ο ιερός Ιωσήφ ο Καλόθετος πίστευε,
«ότι όταν η ευσέβεια κινδυνεύη, οι μοναχοί πρέπει να εγκαταλείπουν την προσφιλή σ’ αυτούς σιωπή και ησυχία και να αγωνίζονται με όλες τους τις δυνάμεις υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως: «Διότι ποιός δεν θα δυσαρεστείτο, όταν ακούη να υβρίζεται ο Θεός;… Ήταν δε δυνατόν, προς Θεού, να σιωπήσουμε και να προδώσουμε με τη σιωπή μας τον Θεόν, όταν είχαν εμφανισθή σε μας τα γράμματα της μανιώδους γνώμης…(του Ακινδύνου), τα οποία διήγειραν όλο τον κόσμο εναντίον του Θεού και ημών;… Πως δεν θα έχη κανείς για όλη του τη ζωή ως εχθρό, αυτόν (τον αιρετικό) που έχει υβρίσει με τέτοιο τρόπο τον Θεό;
Το ιερό Ευαγέλιο συμβουλεύει…να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των αμαρτωλών, αλλά αφού μετανοήσουν… Διότι αυτός που παρέχει συγγνώμη στον αμετανόητο, κάνει τον εαυτό του ανάξιο συγχωρήσεως… διότι καθιστά τον εαυτό του πιο φιλάνθρωπο από τον Θεό» (σελ. 273).
Γράφει ο ιερός Ιωσήφ Βρυέννιος:
«Ορισμένοι τόλμησαν να αναγγείλουν ότι… η ένωσις (των εκκλησιών) θα γίνη χωρίς να μετατραπή κανένα από τα έθιμα και τα δόγματα… Εισηγήθηκαν μάλιστα, ότι δεν είναι καθόλου άτοπο να μνημονεύουμε τον πάπα ως άγιο… Αυτή είναι λοιπόν η ένωση;… Με αυτόν τον τρόπο σκέπτεσθε δήθεν να ενωθήτε μαζί μας, την στιγμή που η μεν προσθήκη μένει αδιόρθωτη, όλα δε όσα προξένησε το μακροχρόνιο και επάρατο σχίσμα μένουν αμετακίνητα; Άνθρωποι, αυτό δεν είναι διόρθωσις ούτε ένωσις των Εκκλησιών. Αντιθέτως, είναι χειρότερο σχίσμα από το προηγούμενο… Διότι πως θα γίνη η ένωσις, εφόσον υφίστανται μεταξύ μας μύρια διαφορετικά φρονήματα;… Αυτό το πράγμα δεν είναι ένωσις της Εκκλησίας της Ρώμης με μας… Αντιθέτως είναι παράλογη υποταγή στον πάπα της Ρώμης…» (σελ. 288).
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε άλλη επιστολή του έγραφε:
«Οι περισσότεροι αδελφοί, έχοντας πάρει θάρρος από την εξορία μου, ελέγχουν με αυστηρότητα τους αλιτήριους (Λατινόφρονες) και παραβάτες της ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών. Τους διώχνουν επίσης από παντού ως καθάρματα, χωρίς να ανέχωνται να συλλειτουργούν μαζί τους, ούτε να τους μνημονεύουν καθόλου στα Μυστήρια ως Χριστιανούς…
Να συμβουλεύσης δε τους ιερείς του Θεού να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την εκκλησιαστική κοινωνία με τον λατινόφρονα μητροπολίτη τους και ούτε να συλλειτουργούν μαζί του, ούτε να τον μνημονεύουν καθόλου, ούτε να τον θεωρούν αρχιερέα, αλλ’ ως μισθωτό λύκο. Επίσης να μη λειτουργούν καθόλου σε λατινικές εκκλησίες, για να μη έλθη και σε μας η οργή του Θεού που επήλθε στην Κων/πολι, εξ αιτίας των παρανομιών που έγιναν εκεί…
Να αποφεύγεται λοιπόν και εσείς, αδελφοί, την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακοινωνήτους και το μνημόσυνο των αμνημονεύτων. Φευκτέον αυτούς (τους λατινόφρονες) ως φεύγει τις από όφεως» (σελ. 297-298).
«Δεν τα λέμε αυτά πεισματωδώς (γράφουν συναγωνιστές Μάρκου του Ευγενικού), ούτε επειδή επιθυμούμε να επιβάλουμε την δική μας γνώμη, (αλλά) επειδή θέλουμε να ελεήσουμε τις ψυχές μας και επειδή φοβόμαστε την καταδίκη του Θεού, αγωνιζόμαστε για να μη εκπέσουμε από την ορθή πίστι μας και στερηθούμε την κληρονομία των αιωνίων αγαθών» (σελ. 301).
Το 1452 ο Γεννάδιος προσκλήθηκε στο παλάτι «μαζί με πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες για να συσκεφθούν περί της ενώσεως. Ο Γεννάδιος αρνήθηκε να προσέλθη και τους δήλωσε δι’ επιστολής τα εξής:
“…Εάν η σύναξη αυτή γίνεται για να ληφθή η συγκατάθεσις των εκκλησιαστικών για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλίμονο! Αυτό είναι χωρισμός από το Θεό- τότε αφήστε με, μη με πειράζεται… Όποιος θα μνημονεύση τον πάπα η θα έχη εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν η θα συμβουλεύση …κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως και η αγία και μεγάλη Σύνοδος της Κων/πόλεως, η οποία εξέτασε το λατινικό δογμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλ. και τους ομόφρονές του…Οι Σύνοδοι και οι άλλοι πατέρες ορίζουν ότι <αυτών που αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία>… Πάνω απ’ όλα όμως ο Κύριός μας λέγει: <Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν> (Ιω. ι , 5).
Μη γένοιτο να κάνω αιρετικήν την Εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων. Δεχόμενος το μνημόσυνο του πάπα, εφόσον ομολογεί και πιστεύει εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλησία μας… Και θα είμαι οπωσδήποτε ακοινώνητος προς τον πάπα και όσους έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν, όπως και οι Πατέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμαστε την ευσέβειά τους, αφού δεν έχουμε την αγιωσύνη και την σοφία τους”» (σελ. 303-304).
Ο ιερός Γεννάδιος, όταν και τότε συζητούσαν το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών, έγραφε:
«Αυτά όμως που λέγουν εκείνοι, δηλ. να αναβάλουμε προσωρινά την εξέτασι του θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική Οικονομία. Είναι προσωρινή συγκατάθεσίς μας στην προσθήκη (του filioque) και στην ένωσι που επικυρώθηκε κακώς στην Φλωρεντία. Είναι πρόσκαιρος εκλατινισμός- αν είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!- συμπεραίνοντας από τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν…» («Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας», σελ. 304).
[Πράγματι, και μόνο ο τεμαχισμός του Διαλόγου σε Διάλογο Αγάπης και Διάλογο Αληθείας, είναι μια αντίφαση, μια απάτη.
Γιατί ξεχωρίζει τα αχώριστα και διαιρεί τα αδιαίρετα: την αγάπη από την αλήθεια. Γιατί και τα δύο πηγάζουν και στηρίζονται σ’ Αυτόν που είναι και η Αγάπη και η Αλήθεια.
Βέβαια και η όλη διενέργεια του Διαλόγου είναι χριστιανικά απαράδεκτη, όπως την υπονοούν και διεξάγουν. Γιατί υποτίθεται ότι διαλεγόμεθα και συζητάμε για να βρούμε την αλήθεια. Εμείς όμως είμαστε σίγουροι για την αλήθεια. Και όμως δεν τους το καθιστούμε καθαρό. Και αφήνουμε να πλανάται η εντύπωση σ’ αυτούς και το ορθόδοξο πλήρωμα της Εκκλησίας, ότι κι αυτοί έχουν την αλήθεια, ότι συζητούμε για ένα συμβιβασμό, πως χάριν της αγάπης θα υποχωρήσουμε σε κάποια «ανώδυνα» θέματα για την αλήθεια!].
Π.ΣΥΜΕΩΝ
Απο το περιοδικο ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ μηνος Απριλιου 2009
Διαμαρτυρία Αγιορείτη Πατέρα Ιωάννη στο Δημοσίας Τάξεως
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://agiooros.freeforums.org/topic-t2812.html
Διαμαρτυρία Αγιορείτη Πατέρα Ιωάννη για τον ΑΜΚΑ
http://agiooros.freeforums.org/topic-t2811.html
Βλακωδη κειμενα ενος παραφρονος.
ΑπάντησηΔιαγραφή