Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Οικουμενιστικές αντιλήψεις και πλάνες.Η Βαπτισματική θεολογία.(ΜΕΡΟΣ Β)

 


 


 

 Επιμέλεια έρευνας: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)

 

Γράφει σχετικά ο Περγάμου: «Το Βάπτισμα δημιουργεί ένα όριον εις την Εκκλησίαν. Το Βάπτισμα, Ορθόδοξον η μη, οριοθετεί την Εκκλησίαν, η οποια περιλαμβάνει Ορθοδόξους και ετεροδόξους. Υφίστανται βαπτισματικά όρια της Εκκλησίας» και «εκτός βαπτίσματος δεν υπάρχει Εκκλησία». Αντιθέτως, «εντός του βαπτίσματος, έστω και αν υπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ένα σχίσμα, δυνάμεθα να ομιλώμεν διά Εκκλησίαν». Άρα, μέσα στα βαπτισματικά όρια ο κ. Ζηζιούλας, στοιβάζει Ορθοδόξους και αιρετικούς, πολλά βαπτίσματα (όσες και οι αιρετικές “εκκλησίες”), πολλές πίστεις και πολλούς θεούς, αφού οι αιρετικές ομολογίες της Δύσεως, έχουν διαφορετική άποψη για την Αγία Τριάδα, την Εκκλησία και τα Μυστήριά της, από εκείνη που έχουν οι Ορθόδοξοι! Και βέβαια δι’ αυτής της θεωρίας, παραβαίνονται κατάφορα πολλοί Ι. Κανόνες.

Πράγματι, αυτή η διατύπωση, μόνο από άγευστο της θεολογικής επιστήμης θεολόγο θα μπορούσε να διατυπωθεί η από κάποιον που επιθυμεί να «διευκολύνει» τους Παπικούς και Προτεστάντες στην εμπέδωση και επικράτηση στον ορθόδοξο χώρο της οικουμενιστικής ιδεολογίας. Και το Βατικανό, αφού για κάποια χρόνια κυκλοφόρησε αυτή η διαλυτική ιδεολογία περί βαπτισματικής θεολογίας, χωρίς να τύχει σοβαρής αντίδρασης από ορθοδόξου πλευράς, προχώρησε στην περαιτέρω πρώθηση των σχεδίων του.

«Τον Μάιο του 2002 ξεκίνησε από τον Πρόεδρο του Παπικού Συμβουλίου για την προωθήση της ενότητας των Χριστιανών, καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, η πρωτοβουλία, να ασχοληθούν στα επισκοπικά συμβούλια με το θέμα του βαπτίσματος και την οικουμενική σημασία της αμοιβαίας αλληλο-αναγνώρισης του, καθώς και να υπογραφούν μεταξύ των Εκκλησιών αντίστοιχες συμφωνίες. Το Γερμανικό Επισκοπικό Συμβούλιο αποδέχθηκε αυτήν την πρωτοβουλία από τη Ρώμη» και με συμμετοχή πολλών ετεροδόξων Εκκλησιών και των εκπροσώπων της Ένωσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Γερμανία (KOKiD) υπογράφτηκε κείμενο αμοιβαίας αναγνωρίσης του βαπτίσματος, το οποίο μεταξύ άλλων λέγει: «Ως ένα σύμβολο της ενότητας όλων των Χριστιανών, το βάπτισμα μας συνδέει με τον Ιησού Χριστό… Και παρ’ όλες τις διαφορές στην αντίληψη για την Εκκλησία, υφίσταται μεταξύ μας μία βασική συμφωνία ως προς το βάπτισμα. Γι’ αυτό και αναγνωρίζουμε κάθε βάπτισμα που έχει τελεστεί κατά την εντολή του Ιησού, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, με την συμβολική πράξη της καταδύσης στο νερό η της επίχυσης με νερό, και χαιρόμαστε για κάθε άνθρωπο που βαπτίζεται. Αυτή η αμφίδρομη αναγνώριση του βαπτίσματος εκφράζει τον θεμελιωμένο στον Ιησού Χριστό δεσμό της ενότητας».

Έτσι ο κ. Ζηζιούλας, αντί ως επίσκοπος «να ελέγχει τους αιρετικούς και να τους νουθετεί, μήπως ήθελαν καταλάβουν και επιστρέψουν από την πλάνην των», –όπως ο άγιος Νικόδημος γράφει στο Πηδάλιο (σελ. 51), αντί να αποφεύγει όχι μόνο τις συμπροσευχές με με αιρετικούς, αλλά και τις κοινές εμφανίσεις και συνεστιάσεις, –όπως οι Πατέρες και οι Οικουμενικές Σύνοδοι έχουν νομοθέτησει, ο κ. Ζηζιούλας ως ένας μικρός πάπας κι αυτός, τολμά από καθέδρας διδασκαλικής να «επικυρώνει» το βάπτισμα των αιρετικών και έτσι να αναβαθμίζει τις κοινότητές τους σε «εκκλησίες»!

Ασφαλώς, εκτός των άλλων, αποτελεί ύβρι κατά του αποστόλου Παύλου, ο οποίος ομιλεί για «εν βάπτισμα» που πραγματοποιείται μόνο εντός της Μιάς Εκκλησίας. Στο ζήτημα δε αυτό, ο Άγιος Αθανάσιος, π.χ., σαφώς θεωρούσε την ορθή πίστη ως απαραίτητη για την εκπληρώση ενός γνησίου βαπτίσματος. Τα λόγια του περιεκτικά εκφράζουν την πατερική ομοφωνία: «Διά τούτο γούν και ο Σωτήρ ουκ απλώς ενετείλατο βαπτίζειν», αλλά πρώτα είπε «μαθητεύσατε» και ύστερα «βαπτίζετε εις όνομα Πατρός, και Υιού, και αγίου Πνεύματος, ιν’ εκ της μαθήσεως η πίστις ορθή γένηται, και μετά πίστεως η του βαπτίσματος τελείωσις προστεθή. Πολλαί γούν και άλλαι αιρέσεις λέγουσαι τα ονόματα μόνον, μη φρονούσαι δε ορθώς, ως είρηται, μηδέ την πίστιν υγιαίνουσα έχουσαι, αλυσιτελές (=χωρίς κανένα αποτέλεσμα) έχουσι και το παρ’ αυτών διδόμενον ύδωρ, λειπόμενον ευσεβεία ώστε και τον ραντιζόμενον παρ’ αυτών ρυπαίνεσθαι μάλλον εν ασεβεία η λυτρούσθαι» (Μ. Αθανασίου, Κατά των Αρειανών 2, 42-43, PG 26, 237B).

Είναι εύκολο να βρούμε, ποιοί πρώτοι μίλησαν περί «Βαπτισματικής θεολογίας», αφού αυτή έχει αγγλικανικές καταβολές, προωθήθηκε δε και από τους Ρωμαιοκαθολικούς, ως θεωρία περί της «βαπτισματικής ενότητας». Άρα, λοιπόν, Αγγλικανοί και Βατικανό προηγήθηκαν, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία στηρίχτηκαν (και από την οποία εμολύνθησαν) οι αενάως διαλεγόμενοι μετά των αιρετικών «ορθόδοξοι» οικουμενιστές, για να λανσάρουν την –με ορθόδοξο επικάλυμμα– «βαπτισματική θεολογία». Έτσι ως «μηδήσαντες», βάλθηκαν συστηματικά να αλλοιώσουν με ύπουλο τρόπο την ορθόδοξη πίστη, ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τους οικουμενιστικούς στόχους κυρίως του Βατικανού, που δεν είναι άλλοι από την απορρόφηση της Ορθοδοξίας.

Και έχει λίγη σημασία αν τούτο έγινε καθ’ υπόδειξιν του Πάπα η ήταν αποτέλεσμα του συμφυρμού Ορθοδόξων με Παπικούς και Προτεστάντες. Το αποτέλεσμα είναι ότι, η αναγνώριση του Βαπτίσματος των αιρετικών, συνεπάγεται και την de facto αναγνώριση των «εκκλησιών» τους. Η Μία  και Αγία Εκκλησία, λοιπόν, κατά τους οικουμενιστές, εκτός από τους ορθοδόξους περιλαμβάνει και κάθε καρυδιάς αιρετικό καρύδι. Ουσιαστικά η «Βαπτισματική θεολογία» τινάζει στον αέρα την ορθόδοξη εκκλησιολογία και πετάει στα σκουπίδια τους αιματηρούς αγώνες που έδωσαν οι Άγιοι Πατέρες για να διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη.

Και διά της «βαπτισματικής θεολογίας», λοιπόν, «δίνεται η εσφαλμένη και βλάσφημη εντύπωση ότι διαψεύδεται ο Χριστός, ο οποίος μας διαβεβαίωσε ότι τα αποκομμένα από την άμπελο κλήματα δεν μπορούν να φέρουν καρπό», αφού ο κ. Ζηζιούλας και σύμπαντες οι Οικουμενιστές διαβεβαιώνουν «ότι παρά τις αιρετικές αποκλίσεις τους οι Ρωμαιοκαθολικοί συνιστούν Εκκλησία και ότι έχουν γνήσια μυστήρια. Είναι θεολογικώς αλλά και λογικώς όντως παράδοξο, πως οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών δεν αντιλαμβάνονται το κολοσσιαίο δογματικό σφάλμα των Ρωμαιοκαθολικών για τον κτιστό χαρακτήρα των μυστηρίων τους».

Βέβαια ο κόπος του κ. Ζηζιούλα και των συνοδοιπόρων του δεν έμεινε άκαρπος. Καρποφόρησε καρπούς πικρίας[. Η περί «βαπτισματικής θεολογίας» αιρετική δοξασία έλαβε σάρκα και οστά, αφού υιοθετήθηκε και περιελήφθη στην «Συμφωνία του Μπάλαμαντ», την οποία αποδέχτηκαν ορθόδοξες Εκκλησίες. Στο κείμενο αυτό διαβάζουμε περί του «κοινού βαπτίσματος»: «Από τις δύο πλευρές (Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθόδοξους) αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του -ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, …δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μιάς μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται». Αλλά και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αποδέχτηκε εμπράκτως την αίρεση αυτή σε «Κοινό Ανακοινωθέν» μετά του Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Βʹ (29//6/95), με την εξής δήλωση: «…Παρακινούμε τους πιστούς μας, Καθολικούς και Ορθοδόξους, να ενισχύσουν το πνεύμα της αδελφότητας, το οποίο προέρχεται από το ένα βάπτισμα». Και η αποδοχή της «βαπτισματικής θεολογίας» συνεχίστηκε και από άλλους «ορθόδοξους» επισκόπους και κοινότητες.

Άξιος του κόπου αυτού ο Μητροπολίτης Περγάμου. Γι’ αυτές και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες τιμά αυτό το τριήμερο η Ακαδημία και η Μητρόπολη Δημητριάδος «τον βετεράνο του Οικουμενισμού κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος αποτελεί κλασσικόν παράδειγμα ορθοδόξου εκφυλισθέντος εκκλησιολογικώς, διά της συμμετοχής του εις την λεγομένην Οικουμενικήν Κίνησιν» (Καθηγητής Ιω. Κορναράκης). Οι Άγιοι, όμως, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την διατήρηση της Πίστεως, εθλίβησαν βλέποντας μέσα στον ναό του Θεού να τιμώνται οι υποστηριχτές αιρετικών διδασκαλιών.

Έτσι, λοιπόν, η «βαπτισματική θεολογία» αποτελεί έκφραση μιάς άλλης, ευρύτερης αιρετικής θέσεως, της «θεωρίας των κλάδων» και των «αδελφών εκκλησιών».

Χωρίς τύψεις και χωρίς αιδώ, βρέθηκαν ορθόδοξοι θεολόγοι και ιεράρχες, μεταξύ αυτών και ο Περγάμου, οι οποίοι –καταλύοντες «τα όρια α έθεντο οι πατέρες»– υιοθέτησαν την «θεωρίαν των κλάδων» και των «αδελφών εκκλησιών». Δεν ντράπηκαν να αποδεχθούν (εναντιούμενοι σε όλη την ορθόδοξη παράδοση) ότι οι δύο «αδελφές –πλέον κατ’ αυτούς– Εκκλησίες», έχουν «την ίδια Παράδοση, την ίδια Πίστη και το ίδιο Βάπτισμα, έστω και εάν υπάρχουν μεταξύ τους μερικές διαφορές»!!! Γι’ αυτό και στο κείμενο του Μπάλαμαντ επανειλημμένως υποστηρίζεται η άποψη: «Θεωρούμεν την αμοιβαίαν ταύτην αναγνώρισιν της εκκλησιαστικής οντότητος του βαπτίσματος, παρά τας διαιρέσεις ημών, πλήρως σύμφωνον προς την αέναον διδασκαλίαν αμφοτέρων των εκκλησιών» (εις Βλάχου Ιεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Η Βαπτισματική Θεολογία).

Όλες, όμως, αυτές οι περί “βαπτισματικής θεολογίας” «προτάσεις και τα συμπεράσματα, αλλά και το όλον Συμφωνηθέν Κείμενον, αντιπροσωπεύουν Δυτικόν σκεπτικισμόν. Η αποδοχή των υπό Ορθοδόξων θεολόγων σημαίνει μάλλον σκόπιμον προδοσίαν των ορθοδόξων θέσεων και υποταγήν εις τας δυτικάς οικουμενιστικάς προοπτικάς!» συμπεραίνει ο καθηγητής π. Γεώργιος Δράγας (Εις Βλάχου Ιεροθέου, μητροπ. Ναυπάκτου, Η Βαπτισματική Θεολογία).

 

Αλλά οι αιρετικές θέσεις του κ. Ζηζιούλα δεν σταματούν εδώ. Ο Περγάμου θεωρεί επί πλέον, ότι «η Εκκλησία, περιλαμβάνουσα Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως, είναι ”αοράτως ηνωμένη” (με τους αιρετικούς), και πιστεύει στην θεολογία των “δύο πνευμόνων”», την οποίαν σημειωτέον εφεύρε το Βατικανό προς άλωσιν της ορθοδοξίας. Απευθυνόμενος, λοιπόν, ο κ. Ζηζιούλας «προς τον Πάπα Ιωάννη Παύλο B’ (το 1998), ετόνιζε την ανάγκη ”επιταχύνσεως της διαδικασίας αποκαταστάσεως της πλήρους κοινωνίας ημών [ορθοδόξων-παπικών]… Ως ευστόχως εξέφρασε τούτο η Υμετέρα Αγιότης (συνέχιζε ο Περγάμου), η Ανατολή και η Δύσις αποτελούν τους δύο πνεύμονας διά των οποιων αναπνέει η Εκκλησία. Η ενότης αυτών είναι ουσιώδης διά την υγιά ζωήν της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας“». Δύο πνεύμονες, δύο καρδιές. Και το ρόλο της κεφαλής ποιος θα τον παίξει; Οι σχεδιασμοί-συμφωνίες λέγουν: ο Πάπας!

Ποιος δεν κατανοεί ότι με αυτά τα λόγια ο κ. Ζηζιούλας κηρύσσει «έτερον Ευαγγέλιον»; Ποιος δεν ανησυχεί και δεν θλίβεται, συνειδητοποιώντας ότι με την υιοθέτηση της «Βαπτισματικής Θεολογίας» και της «θεωρίας των κλάδων» και των «δύο πνευμόνων» αχρηστεύονται και διαγράφονται χιλιάδες σελίδες από τα Πατερικά κείμενα, διά των οποίων οι Πατέρες καταπολέμησαν τις κακοδοξίες των αιρετικών; Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι απροκάλυπτα ο Περγάμου αποδέχεται ότι η μάνα του ορθόδοξη Εκκλησία είναι άρρωστη, συκοφαντώντας την ασπλάχνως, αφού προϋπόθεση να καταστεί υγιής είναι η ένωσή της με την Παπική Εκκλησία;

Και οι Έλληνες επίσκοποι (και όχι μόνο αυτοί), βλέπουν τους διπλωματούχους οικουμενιστές να διαλύουν την Εκκλησία και μένουν απαθείς, ωσάν να μην άκουσαν ποτέ τους ότι πρώτιστο καθήκον του επισκόπου (αν δεν το αισθάνονται ως χρέος αγάπης προς τον Θεό και τους ανθρώπους) είναι η καταγγελία και η εκδίωξη των αιρετικών. Αυτοί, όμως, δεν εκδιώκουν τους αιρετικούς, αλλά επιτρέπουν την Ένωση μαζί τους τη ευλογία του αρχηγέτη του Οικουμενισμού πατριάρχη Βαρθολομαίου και του θεωρητικού του Οικουμενισμού Ζηζιούλα. Ακόμα κι εδώ άλλαξαν την Ορθόδοξη Παράδοση περί επισκόπου, διότι τώρα έχουν αναλάβει άλλο καθήκον, όπως εύγλωττα τον παρουσίασε ο μητροπολίτης της Ακαδημίας Βόλου Ιγνάτιος: «Το κατεξοχήν καθήκον και έργο του κάθε Επισκόπου» είπε –και αυτό διδάσκει ο κ. Ιγνάτιος διά των έργων του– δεν είναι η απομάκρυνση των αιρετικών, αλλά το «να διακονεί το μυστήριο της Ενότητος του Σώματος του Χριστού! Την Ενότητα Κλήρου και Λαού»![17] Και πως υπηρετεί ο κ. Ιγνάτιος την ενότητα κλήρου και λαού; Εξυπηρετώντας στην περαιτέρω έξαρση του κληρικαλισμού και την ένωση με τον Πάπα! Αυτό στην γλώσσα των αγίων Πατέρων δεν λέγεται προσπάθεια ενοποίησης, ενότητα, αλλά σκόπιμη σπορά ζιζανίων, παραπλάνησης και διαίρεση του λαού.

Εδώ να σημειώσουμε μία χλιαρή εξαίρεση: τον μητροπολίτη Ναυπάκτου, ο οποίος ναί μεν έγραψε κατά των αιρετικών θεολογιών του Οικουμενισμού και έμμεσα κατά της Ακαδημίας Βόλου, αλλά (για να μη δυσαρεστήσει κανένα) έκανε και δύο εισηγήσεις σ’ αυτήν την Ακαδημία!


https://gnosesthetinontosalitheia.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου