Κριτική του υπερορίου εκκλήτου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο [1]
Γράφει ο Αρχιμ. Διονύσιος Σλιόνοφ στην Romfea
Καθηγούμενος της Ι.Μ. Αγίου Ανδρέα Μόσχας
1. Εισαγωγή
Από την επίλυση αυτού του ζητήματος εξαρτάται η ενότητα της οικουμενικής Ορθοδοξίας, η οποία ήδη πορεύεται την ακανθώδη οδό διαμαχών και διαιρέσεων.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ Νοταράς [3] άσκησε δριμύτατη κριτική στην ιδέα του «πρωτείου τιμής και εξουσίας», η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα της υπερορίου εκκλήτου προσφυγής προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Στην παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί να παρουσιασθεί η θέση του.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β΄ Νοταράς (1669–1707) ήταν παραδοσιακός υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και των αξιών της στη δογματική διδασκαλία, στο κανονικό δίκαιο και τον ασκητικό βίο.
Κατατάσσεται στην πλειάδα των εξ Ελλήνων Πατριαρχών Ιεροσολύμων, οι οποίοι από το ήμισυ του 16ου αι. διατηρούσαν φιλικούς δεσμούς με τη Ρωσία και τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία [4].
Γέννημα και θρέμμα της Ελλάδας, με λαμπρά μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ άλλων και χάρη στην αυτοδιδασκαλία, με τεράστια αγάπη για την εκμάθηση ξένων γλωσσών, είχε τη δυνατότητα εκ του σύνεγγυς να γνωρίσει τη ζωή των χριστιανών στις πλέον διαφορετικές περιοχές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αφού αναδείχθηκε σε σχετικά νεανική ηλικία υψηλόβαθμος κληρικός και στη συνέχεια Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ήταν επαρκώς ενημερωμένος για την πραγματικότητα της ζωής αυτής της αυτοκρατορίας.
Εξαιτίας αποπειρών δολοφονίας εναντίον του, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος εγκατέλειψε το 1676 την Ιερουσαλήμ. Τις επόμενες δεκαετίες διέμεινε κατ’ εξοχήν στη Βλαχία και τη Μολδαβία (1677–1678, 1680, 1686–1687, 1689(;)–1692, 1697–1698, 1702, 1704–1705), το μεγαλύτερο μέρος του 1681 διέμεινε στη Γεωργία, ενώ από τα τέλη του 1681 έως τον Σεπτέμβριο του 1684 φιλοξενείτο στην Κωνσταντινούπολη.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα περιγραφής της δράσεώς του στον πατριαρχικό θρόνο από τον Έλληνα πατρολόγο κατά τα μέσα του 20ού αι. Π. Χρίστου: «Εὑρισκόμενος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, προσελήφθη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Παϊσίου εἰς τὴν διακονίαν του, καὶ διαδοχικῶς ἀνυψώθη εἰς μητροπολίτην Καισαρείας καὶ εἰς ἡλικίαν 28 ἐτῶν εἰς πατριάρχην Ἱεροσολύμων. Πατριαρχεύσας ἐπὶ 40 περίπου ἔτη, κατέστη ἡ μεγαλυτέρα ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ τῆς ὀρθοδοξίας κατὰ τὸ τέλος τοῦ ΙΖ΄ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος. Ἂν καὶ δὲν παρέμεινεν εἰς τὰ Ἱεροσολύμα εἰμὴ τετράκις, ἑκάστην δὲ φορὰν ἐπὶ ὀλίγους μῆνας, κατηύθυνε τὴν Ἐκκλησίαν μὲ ἐκπληκτικὴν δεξιοτεχνίαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν ὁποίαν εἶχε καταστήσει κέντρον τῆς δραστηριότητός του, ἢ καὶ ἀλλαχόθεν. Ἐξώφλησε ταχέως τὸ ὀγκῶδες χρέος τοῦ πατριαρχείου, ἀναδιωργάνωσε τὴν ἁγιοταφικὴν ἀδελφότητα διὰ κανονισμῶν οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν ἀκόμη καὶ σήμερον, ἵδρυσε σχολεῖα καὶ βιβλιοθήκας εἰς τὰ Ἱεροσολύμα καὶ εἰς το ἐν Κωνσταντινουπόλει μετόχιον τοῦ Παναγίου Τάφου» [5]. Από την περιγραφή αυτή διαφαίνεται ότι ο Πατριάρχης Δοσίθεος ήταν άριστα ενημερωμένος για την εκκλησιαστική ζωή στην Κωνσταντινούπολη και άσκησε από πρώτο χέρι κριτική στο απαράδεκτο κατά την άποψή του «πρωτείο» της εκκλησιαστικής εξουσίας στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ευρισκόταν στις καταβολές της ανώτατης εκκλησιαστικής και θύραθεν εκπαιδεύσεως στη Ρωσία. Η Τυπογραφική Σχολή και η Ελληνική Ακαδημία, μελλοντική Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία ιδρύθηκαν στην ουσία με δική του πρωτοβουλία, καθώς ο ίδιος υποστήριξε τον ιδρυτή της Τυπογραφικής Σχολής ιερομόναχο Τιμόθεο και απέστειλε στη Ρωσία τους αδελφούς Σωφρόνιο και Ιωαννίκιο Λειχούδη [6]. Ο ίδιος υποστήριζε την ελληνική παιδεία και ήταν αντίθετος με τα δυτικά πρότυπα και υποδείγματα, τα οποία άρχισαν να επιβάλλονται δυναμικά στη Ρωσία από τις αρχές του 18ου αι. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ανέπτυξε ευρεία διπλωματική [7], μορφωτική και εκδοτική δράση. Έτσι, ειδικότερα, στον «Τόμο χαρᾶς» του [8] εκδόθηκαν οι Πράξεις της Συνόδου της Σοφίας των ετών 879–880. Ήταν συγγραφέας πολλών βιβλίων με σπουδαιότερο πόνημά του την «῾Ιστορία περὶ τῶν ἐν ῾Ιεροσολύμοις πατριαρχευσάντων» [9]. Παρόλο που ο τίτλος αυτού του έργου υποδεικνύει τον ιστορικό χαρακτήρα του, εμπεριέχει πολλές σκέψεις όσον αφορά τη δογματική θεολογία και το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας. Ένα από τα κυριότερα θέματα, το οποίο αναπτύσσει ο Πατριάρχης Δοσίθεος στην «Ιστορία» του, είναι η πολεμική κατά των υπερμάχων του παπικού πρωτείου, και ως απόηχος της πολεμικής αυτής ακούγεται η κριτική του υπερορίου εκκλήτου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. 2. Η συνοδική ερμηνεία των 9ου και 17ου ιερών κανόνων της Συνόδου της Χαλκηδόνος σχετικά με το έκκλητο βάσει της εκκλησιαστικής και αυτοκρατορικής νομοθεσίας Το άδικο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 451. Το βιβλίο δ΄ της «Ἱστορίας περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων» εμπεριέχει τμήμα με τίτλο «Περὶ τῶν θεωρουμένων ἐν τῇ περὶ Φωτίου Τύρου, καὶ Εὐσεβίου Βηρυτοῦ πράξει…» [10], και 2 συγκεκριμένα περί της ΙΘ΄ Πράξεως της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, όπου αποτυπώθηκε η συζήτηση της διαφωνίας των επισκόπων Τύρου Φωτίου και Βηρυτού Ευσταθίου, η οποία έγινε στις 17 ή 20 Οκτωβρίου του 451. Η ουσία της διαφωνίας των δύο επισκόπων είχε ως εξής: ο Βηρυτού Ευστάθιος κατέλαβε έξι πόλεις της δικαιοδοσίας της επισκοπής Τύρου [11]. Οι επαρχίες με έδρες στην Τύρο και τη Βηρυτό κάποτε συναποτελούσαν την ενωμένη διοίκηση της Παραθαλάσσιας Φοινίκης, αλλά ως πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο της χρημάτιζε ακριβώς η Τύρος, οπότε ο επίσκοπός της Φώτιος δικαιωματικά μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο. Με τη σειρά του ο Βηρυτού Ευστάθιος (μετά το 449) με συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου και επισκόπου Αντιοχείας Μαξίμου, διεκδικούσε το πρωτείο. Το πράγμα έφθασε στο σημείο ο Φώτιος να χειροτονεί επισκόπους στις πόλεις της επαρχίας της Βηρυτού, ενώ ο Ευστάθιος τους καθαιρούσε. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αποφάσισε να αφήσει τα πρωτεία στην επισκοπή Τύρου [12], δηλαδή ενήργησε εναντίον της απόψεως του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως [13]. Βάσει αυτών ο Δοσίθεος καταλήγει στο συμπέρασμα: «Μάταιον ἄρα τὸ θρυλλούμενον ὑπό τινων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔλαβε παρὰ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου Ἔκκλητον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ, ἐπειδὴ ταύτην μάλιστα λαμπρότατα καὶ καθαρώτατα κατέστρεψε καὶ ἀνέτρεψεν, ἡ ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδος, ὡς εἴρηται καὶ ῥηθήσεται» [14]. Αυτή είναι μια ασυνήθης προσέγγιση της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Γνωρίζουμε ότι ο 28ος κανόνας αυτής της Συνόδου θεωρείται από τους σύγχρονους κανονολόγους «Τόμος αναδείξεως» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ο 9ος και ο 17ος κανόνες της ίδιας Συνόδου, όπου αναφέρεται η έκκλητος προσφυγή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, από σειρά κανονολόγων και θεολόγων αντιμετωπίζονται ως διευρύνοντες εις το έπακρον τα δικαιώματα της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος διαψεύδει αυτή την προσέγγιση, καθότι υποδεικνύει τη συγκεκριμένη περίπτωση του αδίκου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναντι της απόψεως της συνοδικής πλειονότητας.
Η ιεροκανονική διδασκαλία του Πατριάρχη Δοσιθέου
Η συστηματική κριτική του υπερορίου εκκλήτου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παρατίθεται στο βιβλίο Δ΄ της «Ἱστορίας περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων» (αρχής γενομένης από το κεφάλαιο Γ΄, παρ. 15), όπου εξαρχής αναφέρεται: «ὅτι πατριάρχης, ταὐτὸν εἰπεῖν καὶ πάπας, οὐ δύναται εἶναι μείζων κατ’ ἐξουσίαν ἑτέρου πατριάρχου, ἀλλὰ τῇ τάξει…» [15]. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος υποστήριζε την ισοτιμία των επιθετικών προσδιορισμών των Παπών της Ρώμης, των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών Προκαθημένων των Εκκλησιών της χριστιανικής Ανατολής: «ὅρος ὀρθοδοξίας», «στήλη ὀρθοδοξίας», «στύλος εὐσεβείας» [16]. Ενδεικτικό είναι ότι αρχικά άσκησε κριτική στο πρωτείο της Ρώμης, και στη συνέχεια στην υπερβολική πρωτοκαθεδρία του Προκαθημένου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι σκέψεις αυτές αποδεικνύονται ιδιόρρυθμη εισαγωγή στο κεντρικό θέμα περί του χαρακτήρα της εκκλήτου προσφυγής. Εν συνεχεία στην «Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων» ερμηνεύονται ο 9ος και ο 17ος κανόνας της Συνόδου της Χαλκηδόνος και προσδιορίζεται σε τι ακριβώς έγκειται το δικαίωμα άσκησης εκκλήτου προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως [17]. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος λέγει ότι οι κληρικοί πρέπει για τη διευθέτηση των επίμαχων ζητημάτων να προσφεύγουν στον οικείο 3 αυτών επίσκοπο και οι κοσμικοί δικαστές δεν έχουν ουδεμία σχέση με αυτά [18]. Αποδεικνύει ότι «τόν τε Ῥώμης, καὶ τοὺς λοιποὺς πατριάρχας μὴ ἔχειν Ἔκκλητον ἐν ταῖς μὴ ὑποκειμέναις αὐτοῖς ἐνορίαις» [19]. Προηγουμένως προς επίλυση του επίμαχου ζητήματος οι κληρικοί έπρεπε να προσφεύγουν στον οικείο αυτών επίσκοπο, γεγονός, που επιβεβαιώνεται και από τη νομοθεσία του Ιουστινιανού και κυρίως από τη Νεαρά ρκγ΄, περί της οποίας θα γίνει λόγος παρακάτω. Την καταδικαστική απόφαση του επισκόπου δύναται να εφαρμόσει ο επιτόπιος κοσμικός άρχοντας [20]. Όμως ακριβώς οι επίσκοποι, και όχι οι κοσμικοί άρχοντες «τιθέασι πέρας» στη δικαστική υπόθεση [21]. Συμφώνως προς την προσέγγιση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο Πατριάρχης Δοσίθεος με τη σειρά του προτείνει μια ακολουθία στην έκκλητο ως κάτωθι: επίσκοπος, στη συνέχεια μητροπολίτης, ο οποίος εκδικάζει με τη συνδρομή δύο βοηθών επισκόπων και εφεξής ανώτερα στις δικαστικές εκκλησιαστικές υποθέσεις τοποθετείται ο Μακαριώτατος Πατριάρχης της εν λόγω διοικήσεως, ο οποίος και αποτελεί τελικό δικαστικό βαθμό χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και αναφέρει στη συνέχεια ο συγγραφέας: «μήτε τὰ βασιλικά, μήτε ὁ Ἰουστινιανὸς ἐμνήσθησαν ἰδικῶς ἢ τοῦ Ῥώμης, ἢ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε εἶπον αὐτοὺς ἢ πρώτους, ἢ ἐσχάτους κριτάς, ἢ ἔχειν τὴν Ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν μὴ ὑποκειμένων αὐτοῖς» [22]. Στην επόμενη ενότητα ο συγγραφέας εξακολουθεί να παραθέτει την αυτοκρατορική νομοθεσία, όπως διαφαίνεται από τον υπότιτλο: «Ὅτι τὰ πατριαρχικὰ κριτήρια Ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται. Καὶ ὅθεν τοὺς αἰτίας κατ’ ἀλλήλων κινοῦντας Ἐπισκόπους δεῖ ἄρχεσθαι κρίνεσθαι, ὡς αἱ Νεαραὶ τῶν Βασιλέων σύμφωνα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσιν ἀποφαίνονται» [23]. «Ῥητῶς δὲ διαγορεύουσι καὶ τὰ βασιλικά, καὶ ὁ Ἰουστινιανός, καὶ Λέων ὁ σοφός, ὅτι τὰ πατριαρχικὰ κριτήρια Ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται» [24]. Στη συνέχεια παρατίθεται χωρίο από τη Νεαρά ρκγ΄ του αυτοκράτορα Ιουστινιανού ακολουθώντας το σχήμα: επίσκοπος – μητροπολίτης – πατριάρχης. «Ὁ ἁρμόδιος πατριάρχης ἐξετάσει τὴν ψῆφον…» [25]. Επομένως, ο Πατριάρχης Δοσίθεος παραπέμπει στον Ιουστινιανό, τα Βασιλικά, τον Λέοντα τον Σοφό, δηλαδή στην κοσμική νομοθεσία, η οποία εμπεριέχει σειρά σπουδαίων πράξεων όσον αφορά την Εκκλησία. Ταυτοχρόνως, σύσσωμη η νομοθεσία, τόσο η εκκλησιαστική, όσο η κοσμική, εμφανίζεται ως ένα αδιαίρετο σύνολο, το οποίο υποστηρίζει την αρχή της συνοδικότητας και δεν επιτρέπει την έξαρση του πρωτεύοντος ιεράρχη, ώστε να κατέχει αποκλειστικές αρμοδιότητες. Μαρτυρίες πηγών κατά του δόγματος της υπερορίου εκκλήτου Θα προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε όλες τις βασικές πηγές για την άσκηση μιας σωστής εκκλήτου μέσα στην Εκκλησία εντός του πλαισίου της συνοδικής εκκλησιολογίας κατά χρονολογική σειρά. Το πλέον αρχαίο έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται ο Πατριάρχης Δοσίθεος, είναι ο 12ος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχείας (341): «Εἴ τις ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου καθαιρεθεὶς πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ἢ καὶ ἐπίσκοπος ὑπὸ συνόδου, ἐνοχλῆσαι τολμήσειε τὰς βασιλέως ἀκοάς, δέον ἐπὶ μείζονα επισκόπων σύνοδον τρέπεσθαι, καί, ἃ νομίζει δίκαια ἔχειν, προσαναφέρειν πλείοσιν ἐπισκόποις, καὶ τὴν παρ᾽ αὐτῶν ἐξέτασίν τε καὶ ἐπίκρισιν ἐκδέχεσθαι, ὁ δέ, τούτων ὀλιγωρήσας ἐνοχλείσειε τῷ βασιλεῖ· καὶ τοῦτον μηδεμιᾶς 4 συγγνώμης ἀξιοῦσθαι, μηδὲ χώραν ἀπολογίας ἔχειν, μηδ᾽ ἐλπίδα μελλούσης ἀποκαταστάσεως προσδοκᾶν». Ο εν λόγω 12ος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχείας υποδεικνύει τη σύνοδο των επισκόπων ως τον ανώτατο και αμετάκλητο δικαστικό βαθμό και όχι οποιοδήποτε άλλο. Ο Βυζαντινός κανονολόγος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον προαναφερθέντα κανόνα, προσπάθησε βάσει αυτού να τεκμηριώσει την ασυλία έναντι του αυτοκράτορα όχι μόνον των μητροπολιτών, αλλά και των Πατριαρχών [26], παρόλο που στην πραγματικότητα οι αυτοκράτορες διεκδικούσαν να απονέμουν όχι μόνον την κοσμική, αλλά και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Τοιουτοτρόπως, από τον ίδιο ακριβώς κανόνα εξάγονται διαφορετικά συμπεράσματα: οι οπαδοί των αποκλειστικών δικαιωμάτων των Πατριαρχών προσπαθούσαν με τον κανόνα αυτό να εξηγήσουν την ανεξαρτησία της Εκκλησίας από την κρατική εξουσία, ενώ οι οπαδοί της συνοδικής αρχής στην Εκκλησία τόνιζαν με έμφαση την αυθεντία της συνόδου ως ανώτατου δικαστικού βαθμού. Ωστόσο ισχυρότερο θεμέλιο για ολόκληρη την εκκλησιολογία του Πατριάρχη Δοσιθέου αποδεικνύεται η Νεαρά ρκγ΄ του αυτοκράτορα Ιουστινιανού [27], όπου περιγράφεται η «κίνηση» της εκκλήτου ακολουθώντας την κοσμική γραμμή προς τον αυτοκράτορα [28] και την εκκλησιαστική γραμμή [29]: από τον επίσκοπο προς τον μητροπολίτη με δύο επισκόπους και στη συνέχεια προς τον Πατριάρχη εκείνης της διοικήσεως: «Εἴ τινες δὲ ὁσιώτατοι ἐπίσκοποι τῆς αὐτῆς συνόδου (ἀμφισβήτησίν τινα πρὸς ἀλλήλους ἔχοιεν εἴτε ὑπὲρ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου εἴτε ὑπὲρ ἄλλων τινῶν πραγμάτων, πρότερον ὁ μητροπολίτης αὐτῶν μεθ’ ἑτέρων δύο ἐκ τῆς ἰδίας συνόδου ἐπισκόπων τὸ πρᾶγμα κρινέτω, καὶ εἰ μὴ ἐμμείνῃ ἑκάτερον μέρος τοῖς κεκριμένοις, τηνικαῦτα ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξὺ αὐτῶν ἀκροάσθω, κἀκεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι καὶ τοῖς νόμοις συνᾴδει, οὐδενὸς μέρους κατὰ τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. εἰ δὲ καὶ παρὰ κληρικοῦ ἢ ἄλλου οἱουδήποτε προσέλευσις κατὰ ἐπισκόπου γένηται διὰ οἱανδήποτε αἰτίαν, πρῶτον ὁ ὁσιώτατος αὐτῶν μητροπολίτης κατὰ τοὺς ἁγίους κανόνας καὶ τοὺς ἡμετέρους νόμους τὸ πρᾶγμα διακρινέτω, καὶ εἴ τις τοῖς κεκριμένοις ἀντείποι, ἐπὶ τὸν μακαριώτατον πατριάρχην τῆς διοικήσεως ἐκείνης ἀναφερέσθω τὸ πρᾶγμα, κἀκεῖνος κατὰ τοὺς κανόνας καὶ τοὺς νόμους τούτῳ παρεχέτω πέρας. εἰ δὲ κατὰ μητροπολίτου τοιαύτη προσέλευσις γένηται εἴτε παρὰ ἐπισκόπου εἴτε παρὰ κληρικοῦ ἢ ἄλλου οἱουδήποτε προσώπου, ὁ τῆς διοικήσεως ἐκείνης μακαριώτατος πατριάρχης κατὰ τὸν ὅμοιον τρόπον τὸ πρᾶγμα κρινέτω. Ὑπὲρ δὲ πασῶν τῶν αἰτιῶν, εἴτε παρὰ τᾷ ἰδίῳ μητροπολίτῃ εἴτε παρὰ πατριάρχῃ εἴτε παρ’ ἄλλοις οἱοισδήποτε δικασταῖς ἐπίσκοποι ἐνάγονται, μηδεμίαν ἐγγύην ἢ ὁμολογίαν ὑπὲρ τῆς δίκης ἀπαιτείσθωσαν, οὕτω μέντοι ἵνα καὶ αὐτοὶ σπουδάσωσι τῶν ἐπαγομένων αὐτοῖς αἰτιῶν ἑαυτοὺς διευλυτοῦν» [30]. Είναι προφανές ότι στη Νεαρά ρκγ΄ καθορίζεται η γενική τάξη άσκησης της εκκλήτου, όπου ο ανώτατος και τελικός δικαστικός βαθμός αποδεικνύεται ο «μακαριώτατος πατριάρχης» της διοικήσεως. Για τον Πατριάρχη Δοσίθεο η εν λόγω υπόδειξη έχει καθοριστική σημασία ως αμετάβλητη αρχή, που αποτυπώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Στο εφεξής, ο 36ος κανόνας της Πενθέκτης επιβεβαιώνει τα δευτερεία και όχι τα πρωτεία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα 5 ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ᾿ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ᾿ ὃν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως» [31]. Προς υποστήριξη της σκέψεώς του ο Πατριάρχης Δοσίθεος παρέπεμπε στην ερμηνεία του 36ου κανόνα από τον Άγιο Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος υπέδειξε ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είναι ούτε δεύτερη τιμητικά μετά τη Ρώμη. Πρέπει να βασίζεται κανείς στο χρονικό κριτήριο. Ο σύνδεσμος «μετά» υποδεικνύει χρόνο, και όχι τιμή [32]. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος αναφέρεται στον «Νομοκάνονα» που αποδίδεται στον Άγιο Φώτιο, ως επιβεβαιωτικό του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος κάνει επιλεκτική χρήση του «Νομοκάνονα». Έτσι, μνημονεύεται το δ΄ κεφ. του Α΄ τίτλου («ὅτι οὐχ ὑφ’ ἑνὸς ἐπισκόπου ἀλλ’ ὑπὸ τῆς κοινότητος οἱ κανόνες ἐκτίθενται») [33], ενώ το ε΄ κεφ. με το κείμενο που υποδεικνύει στο ιδιαίτερο πρωτείο του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως [34] δεν αναφέρεται από αυτόν. Όμως η θέση υπέρ της κυρίαρχης θέσης της Κωνσταντινουπόλεως θα μπορούσε να διατυπωθεί από τους όψιμους βυζαντινούς κανονολόγους. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος αρεσκόταν να παραπέμπει στα «Βασιλικά» [35] (3, 1, 35.36.38), τα οποία στο υπό παράθεση τμήμα αναπαράγουν πλήρως το κείμενο της Νεαράς ρκγ΄ του αυτοκράτορα Ιουστινιανού [36]. Η κεντρικότερη σκέψη: η έκκλητος ασκείτο προς επίσκοπο, στη συνέχεια προς τον μητροπολίτη με δύο επισκόπους, ακολούθως στον Πατριάρχη της διοικήσεως, αλλά όχι αποκλειστικά στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Πατριάρχη Δοσίθεος κατέταξε τα «Βασιλικά» στην πρώτη θέση ως σπουδαιότατη πηγή της αυτοκρατορικής νομοθεσίας, χωρίς να λογαριάζει το χρονολογικό κριτήριο ή τον βαθμό πρωτοτυπίας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την αυθεντία και τη διάδοση στο Βυζάντιο. Παρόλο που στα «Βασιλικά» απλώς επαναλαμβανόταν η Νεαρά ρκγ΄ του αυτοκράτορα Ιουστινιανού λέξη προς λέξη, κατατάσσονταν από τον Πατριάρχη Δοσίθεο στην πρώτη θέση στους καταλόγους των πηγών του δικαίου ως κοινώς αποδεκτή νομοθεσία. Τέλος, ο Πατριάρχης Δοσίθεος παραθέτει επίσης την «Εισαγωγή», ένα μνημείο, που δεν έτυχε της εκκλησιαστικής αποδοχής, υποστηρίζοντας την θέση υπέρ της ασυλίας του Πατριάρχη μιας επιμέρους Εκκλησίας έναντι της δικαστικής εξουσίας, παρόλο που η ίδια η «Εισαγωγή» αναφερόταν στην ασυλία του ιδίου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Κυριολεκτικά, ο Πατριάρχης Δοσίθεος επαναλαμβάνει το ρηθέν, που αποδίδει στον Λέοντα τον Σοφό, αντικαθιστώντας μόνο τον ενικό με πληθυντικό: «Τῶν πατριαρχῶν τὰ κριτήρια Ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται». Πράγματι, στον ΙΑ΄ τίτλο της «Εισαγωγής» δίδεται ο ορισμός της εκκλήτου και αναφέρονται αποκλειστικές περιπτώσεις, όταν η πρώτη θέση ανήκει στον βασιλέα, ενώ η δεύτερη στον Πατριάρχη [37]. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος, αναλύοντας την εν λόγω διατύπωση, αντιπαραβάλλει την ασυλία ενός Πατριάρχη έναντι ενός άλλου με την ασυλία του βασιλιά: «Ἐπανακρίνεται δὲ καὶ αὐτὸ (δηλαδή το πατριαρχικό αξίωμα) πνευματικῶς ὑφ’ ἑαυτοῦ, καθὰ καὶ τὸ βασιλικόν (η βασιλική αρχή)» [38]. «Ἐν τούτοις σημείωσαι πρῶτον, ὅτι οὔτε τὰ βασιλικὰ καλούμενα νόμιμα, οὔτε ἄλλος τις τῶν 6 Αὐτοκρατόρων, οὔτε οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Κανόνες, οὔτε οἱ ἔγκριτοι ἐξηγηταὶ αὐτῶν εἶπον τὸν Ῥώμης, ἢ τὸν Κωνσταντινουπόλεως πρῶτον, ἢ ἔσχατον, ἢ ἀνακρίνοντα κριτήν. Δεύτερον, ὅτι πάντες εἶπον, ὅτι τῶν πατριαρχῶν τὰ κριτήρια οὐκ ἀναψηλαφῶνται, οὔτε Ἔκκλητον φοβοῦνται, οὔτε Ἐκκλήτῳ ὑπόκεινται» [39]. Ως εκ τούτων ο Πατριάρχης Δοσίθεος καταλήγει στο γενικό συμπέρασμα ότι εάν ο 9ος και ο 17ος ιερός κανόνας τάσσονταν υπέρ των ειδικών προνομίων της Κωνσταντινουπόλεως, θα έρχονταν σε αντίθεση με τον εαυτό τους, την εκκλησιαστική και την αυτοκρατορική νομοθεσία [40]. Εν τούτοις, εν προκειμένω παραμένει μια κατάσταση αοριστίας. Στην «Εισαγωγή» θα εδύνατο να εννοηθεί ακριβώς ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (βλ. την ερμηνεία του μοναχού Ματθαίου Βλαστάρεως [41] και στο μνημείο «Περί αποφάνσεως του πατριάρχου» («De sententia Patriarchi») [42]), αλλά επειδή δεν αναφέρεται άμεσα, ο Πατριάρχης Δοσίθεος υπό το όνομα «Πατριάρχης» αντιλαμβάνεται οιονδήποτε Πατριάρχη της Ορθοδόξου Ανατολής (συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Μόσχας, ο οποίος αφού βρέθηκε στη πέμπτη θέση στα Δίπτυχα [43], τρόπον τινα πλήρωσε τη θέση της αποστατούσης Ρώμης στη «θεόστεπτον αὐτοκρατορία» [44]). Αυτή η προσέγγιση αποτυπώνεται στη διατύπωση στον πληθυντικό αριθμό, την οποία προτείνει ο Πατριάρχης Δοσίθεος: «Τῶν πατριαρχῶν τὰ κριτήρια Ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται»[45]. 3.
Βασικές πηγές των οπαδών του «πρωτείου τιμής και εξουσίας»
Το «Μανιφέστο» κατά «νέων αιρετικών» και η συνοδική θεολογία Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ήταν ενήμερος για τις αναρμόδιες και διευρυμένες ερμηνείες των βυζαντινών κανονολόγων του 12ου αι. και πρωτίστως του Αριστηνού, ο οποίος είχε άδικο, προσεγγίζοντας κατ’ επέκτασιν τον 9ο κανόνα της εν Χαλκηδόνι Συνόδου [46]. Οι ψευδείς ερμηνείες του Αριστηνού απορρίπτονται, ενώ οι αληθινές γίνονται αποδεκτές (όπως στην ερμηνεία του 6ου κανόνα της Α΄ Συνόδου της Νίκαιας: «Ἕκαστος τῶν πατριαρχῶν τοῖς ἰδίοις προνομίοις ἀρκεῖσθαι ὀφείλει…» [47]). Είναι σημαντικό να δοθεί προσοχή στο «μανιφέστο» του Πατριάρχη Δοσιθέου κατά του «πρωτείου τιμής και εξουσίας» με τις βασικές πηγές του [48]. Εδώ οι οπαδοί του υπέρμετρου πρωτείου του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως χαρακτηρίζονται ως «νέοι Αἱρετικοί» [49] και διεξάγεται συζήτηση με αυτούς βάσει της αναλύσεως κειμένων των παλαιότερων μαρτυριών. Υποδεικνύεται ότι οι «νέοι Αἱρετικοί» δύνανται να είναι όχι τόσο άμεσοι ακόλουθοι του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και αντίπαλοι του πρωτείου της Ρώμης (προτεσταντίζοντες;), οι οποίοι επιθυμούν μέσω της συγχύσεως στο ζήτημα του πρωτείου της Ρώμης να δικαιολογήσουν το πρωτείο της Κωνσταντινουπόλεως. Στις πηγές της «νέας αιρέσεως» ο Δοσίθεος κατατάσσει χωρίο από την «Αλεξιάδα» της Άννης Κομνηνής, μαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία, του Μεθώνης Νικολάου και του Αγκύρας Μακαρίου, οι θέσεις των οποίων εξετάζονται στις επόμενες παραγράφους. «Οἱ νέοι Αἱρετικοὶ ὅτε φέρονται κατὰ τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Πάπα τῆς Ῥώμης λέγουσι, τοῦτο οὐδενὶ Ἐπισκόπῳ δέδωκεν ὁ Θεός, ἀλλ’ οὐδὲ αἱ Σύνοδοι, ἐπειδὴ οὐδεμία Σύνοδος Οἰκουμενικὴ δύναται τὸ ἀξίωμα αὐτῆς δοῦναι ἀνθρώπῳ τινί. Ὅτε δὲ ἑρμηνεύουσι τοὺς παρόντας Κανόνας, λέγουσι, πάντων καὶ Πατριαρχῶν καὶ αὐτοῦ τοῦ Πάπα κριτὴς ἐστὶν ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ προνόμιον οὐδεμία δέδωκε Σύνοδος ἑτέρῳ τινὶ Ἐπισκόπῳ. Ἀλλὰ ῥητέον, ὅτι τὰ μὲν περὶ τοῦ Πάπα καλῶς λέγουσιν, καὶ ἡμεῖς τὰ αὐτὰ εἴπομεν 7 ἀνωτέρω βιβλίῳ δευτέρῳ, διαλεγόμενοι περὶ τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου. Τὰ δὲ περὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, ἐχθρικῶς κατὰ τοῦ Πάπα φερόμενοι, ψευδῶς λέγουσιν, καὶ ἡμᾶς συκοφαντοῦσιν, ἐπειδὴ μήτε ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἐκκλησία τοιαύτην γνώμην εἶχεν, ἢ ἔχει, μήτε ἡμεῖς περὶ αὐτῆς τοιοῦτόν τι ἔχομεν, ἢ ἕξομεν. Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἄλλοι τινὲς φερόμενοι κατὰ τῆς μοναρχίας τοῦ Ῥώμης, τοιοῦτόν τι βούλεσθαι τοὺς παρόντας Κανόνας διϊσχυρίζονται, καὶ συστάσεις προβάλλονται, πρῶτον τὴν Ἀλεξιάδα, ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ τῆς ἱστορίας αὐτῆς λέγουσαν, τὴν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον δεδωκέναι τῷ Κωνσταντινουπόλεως τὴν καθόλου Ἔκκλητον. Δεύτερον τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίαν, λέγοντα ἐπιστολῇ πρὸς Λουτέρους, ἐπεὶ τοίνυν ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησία πατρὶς τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ἡγεμονεῖ ἐν τῇ γνώσει, καὶ τὸ ἄσπιλον αὐχεῖ ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατρικῶν διαταγμάτων, καὶ ἥδε ἡ νέα τὰ πρεσβεῖα τῆς ὀρθοδοξίας εἴληφε, καὶ εἰς κεφαλὴν τέτακται. Τρίτον, ὅτι Νικόλαος ὁ Μεθώνης καὶ Μακάριος ὁ Ἀγκύρας λέγουσιν Ἔξαρχον Διοικήσεως εἶναι ἕκαστον Πατριάρχην, τὸν δὲ Κωνσταντινουπόλεως τοὺς πάντας ἀνακρίνοντα. Σπουδάζουσι δὲ βεβαιῶσαι τὸ πλαστούργημα αὐτῶν ἔκ τινων παρεξηγήσεων, ὡς ἐροῦμεν, καὶ μάλιστα τὰ τοιαῦτα ἐπεισάγουσιν οἱ Ῥωμᾶνοι, ἵν’ ἔχωσι λέγειν, τοιοῦτον λέγουσιν οἱ Ἀνατολικοὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ὅμως τοιοῦτος μόνος ἐστὶν ὁ Ῥώμης, καὶ ὅτι ἀληθῆ εἰσὶ τὰ εἰρημένα περὶ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ ὅσον ἐστὶ κριτὴς πρῶτος, ὁ Ῥώμης ὅμως ἐστὶ κριτὴς ἔσχατος» [50]. Η θέση του Μεθώνης Νικολάου και του Αγκύρας Μακαρίου θεμελιώνεται στο ότι εξισώνουν στην εξέταση του 9ου και του 17ου κανόνα τον έξαρχο με τον Πατριάρχη της εξαρχίας: και ο πρώτος και ο δεύτερος κατέχουν κατώτερο αξίωμα από τον άρχοντα της πρωτεύουσας. Απαντώντας ο Πατριάρχης Δοσίθεος παραθέτει οκτώ ορισμούς του τίτλου «έξαρχος» και γράφει ότι υπό τον έξαρχο οι ιεροί κανόνες της Χαλκηδόνος υπονοούσαν μητροπολίτη της κάθε διοικήσεως. Ο ισχυρισμός ότι ο Πατριάρχης είναι έξαρχος είναι ψευδής. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος θεωρεί ότι η Χαλκηδόνα διόρισε τρεις ανώτατους δικαστικούς βαθμούς: τον έξαρχο διοικήσεως, τη σύνοδο της διοικήσεως και τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά ο τελευταίος έχει ανώτατη δικαστική εξουσία μόνον επί των υπαγομένων σε αυτόν επισκόπων. Ο καταληκτήριος ισχυρισμός του Πατριάρχη Δοσιθέου είναι ότι μόνον η Οικουμενική Σύνοδος και όχι η Ρώμη ή η Κωνσταντινούπολη είναι ο «νόμος φυσικὸς καὶ θεῖος» της Εκκλησίας [51].
Ο Μεθώνης Νικόλαος ως θεολόγος των «Αρεοπαγιτικών»
Η δηλωθείσα ταύτιση του εξάρχου και του Πατριάρχη της επιμέρους Εκκλησίας δεν ήταν δυνατόν να εντοπισθεί στα προσιτά έργα του Νικολάου επισκόπου Μεθώνης. Αλλά με τι θα εδύνατο να καταστεί ενδιαφέρων ο Μεθώνης Νικόλαος στους οπαδούς του πρωτείου τιμής και εξουσίας; Ο Μεθώνης Νικόλαος [52] στο Λόγο Δ΄ [53] παραθέτει τη διδασκαλία περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, η οποία είναι ενωμένη σε πολυμορφία των επιμέρους Εκκλησιών [54]. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποδεικνύεται κατ’ εξοχήν ιεράρχης, τον οποίον θέλει ο Μεθώνης «πανταχοῦ ἱεραρχικῶς ἐνεργεῖν» [55]. Ο Μεθώνης Νικόλαος χρησιμοποιεί τη διδασκαλία των Αρεοπαγιτικών περί την ιεραρχία για να τεκμηριώσει το δικό του ειδικό κύρος. Παραλλήλως, προσπαθεί να πείσει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό ότι η εξορία του πρωθιεράρχη δεν είναι απαραίτητη, διότι χωρισθείς από την Εκκλησία, δεν είναι χωρισμένος από την ιεραρχία ως ζωντανό στοιχείο, όπου σύμφωνα με τα Αρεοπαγιτικά, μεταδίδεται το φως και η γνώση [56]. Είναι προφανές ότι εκείνος 8 προστάτευσε τον Πατριάρχη Νικόλαο Δ΄ Μουζάλωνα, ο οποίος εκθρονίσθηκε από τον αυτοκράτορα Μανουήλ επειδή δεν είχε δικαίωμα να κατέχει τον πατριαρχικό θρόνο για δεύτερη φορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αυτοκράτορας έχει πολύ μεγαλύτερη εξουσία από τον Πατριάρχη, δηλαδή δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη στο Βυζάντιο εκείνη την εποχή. Ο αυτοκράτορας εδύνατο να καθαιρέσει τον Πατριάρχη και η εξουσία του Πατριάρχη άρχισε να αποδυναμώνει από την εποχή της «Εισαγωγής» του Λέοντος του Σοφού, όπου και καταβλήθηκε προσπάθεια της κατά το μέγιστο δυνατό ανύψωσης των πατριαρχικών αρμοδιοτήτων. Ορθές και εσφαλμένες ερμηνείες του όρου «έξαρχος διοικήσεως» Ο Μακάριος, μητροπολίτης Αγκύρας [57] (Μάιος-Αύγουστος 1397 – Σεπτέμβριος 1405), ο οποίος έζησε στα τέλη του 14ου – αρχές του 15ου αι., αντιπολιτεύθηκε τον βυζαντινό Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα. Κατά την περιγραφή του Πατριάρχη Δοσίθεου, έγραψε για τους εξάρχους ως Πατριάρχες, πράγμα, που έδωσε τη δυνατότητα να τεκμηριώσει την έκκλητο προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως άλλων Πατριαρχών. Κριτική στην εν λόγω προσέγγιση ασκήθηκε όχι μόνον από τον Πατριάρχη Δοσίθεο, αλλά μεταγενέστερα και από τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη στο «Πηδάλιο» [58]. Έξαρχος, σύμφωνα με τον Πατριάρχη Δοσίθεο, δύναται να ονομάζεται κανείς σύμφωνα με τις οχτώ έννοιες: «Ὁ ἔχων πρεσβεῖα τιμῆς ἢ ἀπὸ τοῦ ἰδίου θρόνου, ἢ ἀπὸ τῆς ἀρετῆς». «Ὁ ἔχων αὐθεντίαν ἐν ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις». «Ὁ αἴτιος, ἢ ὑπέρμαχος Αἱρέσεως τινός». «Ὁ συστήματός τινος ὁμοφώνου, ἐπί τισιν αἰτίαις ἡγούμενος». «Ὁ Μητροπολίτης τῆς Ἐπαρχίας». «Ὁ Μητροπολίτης, ἤτοι ὁ πρῶτος τῇ τάξει τῶν Μητροπολιτῶν ἑκάστης Διοικήσεως». «Οἱ ἐπίτροποι τῶν Πατριαρχῶν». «Οἱ ἐπίτροποι πάντων τῶν Ἐπισκόπων». Στον 9ο και τον 17ο κανόνα της Χαλκηδόνος ο «έξαρχος» αναφέρεται κατά την 6η έννοια, δηλαδή ως πρώτος μητροπολίτης [59]. Τέτοιος μητροπολίτης είναι ο «πρῶτος κριτής τῆς Διοικήσεως». Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος, σύμφωνα με την εξήγηση του Πατριάρχη Δοσιθέου, ορίζει τους τρεις ανώτατους εναλλακτικούς δικαστικούς βαθμούς: ο έξαρχος της διοικήσεως, ή η σύνοδος της διοικήσεως, ή ο Οικουμενικός Πατριάρχης. «Καὶ τοῦτο, ἐν τοῖς ὑποκειμένοις αὐτῷ Ἐπισκόποις, ἅπερ εἰ καὶ πασίδηλα» [60]. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος με επαρκή τεκμηρίωση ασκεί κριτική στον έξαρχο και Πατριάρχη της Τοπικής Εκκλησίας το 451 στα 13 σημεία [61]. Τούτο σημαίνει ότι ο μητροπολίτης Αγκύρας είχε άδικο. 9 Πρώτον, χαρακτηρίζει εξάρχους τους Πατριάρχες και ανώτατο βαθμό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. «Ἀντικείμενον γάρ ἐστι τοῦτο τῇ τε θείᾳ γραφῇ καὶ τοῖς Κανόσι, καὶ ταῖς βασιλικαῖς διαταγαῖς, καὶ τῇ παραδόσει καὶ πράξει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας» [62]. Δεύτερον, είχε άδικο και ως προς το ότι αποδίδει μια τέτοια προσέγγιση στον Ιουστινιανό, ενώ ο Ιουστινιανός «τὰς ἐνορίας τῶν Πατριαρχῶν Διοικήσεις εἶπεν, οὐ μὴν εἶπε καὶ τοὺς Πατριάρχας Ἐξάρχους τῶν Διοικήσεων» [63]. Τρίτον, δεν είχε δίκιο ισχυριζόμενος ότι η Κωνσταντινούπολη ως βασιλεύουσα πόλη είχε δικαίωμα αποδοχής εκκλήτου. Σε απάντηση σε αυτό υποδεικνύονται ο 2ος και ο 6ος κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπου το «πρωτείο τιμής» (2ος κανόνας) δεν είναι η έκκλητος, ενώ ανώτατο κριτήριο είναι η Οικουμενική Σύνοδος (6ος κανόνας) [64]. Άλλωστε, μόνον η Οικουμενική Σύνοδος είναι ανωτέρα της συνόδου της διοικήσεως.
Τέταρτον, ο 28ος κανόνας της Χαλκηδόνος τοποθέτησε τον Κωνσταντινουπόλεως στη δεύτερη θέση μετά τον Ρώμης, αλλά ο Ρώμης δεν έχει μέσα στην Εκκλησία το δικαίωμα της απολύτου εκκλήτου, επομένως και ο Κωνσταντινουπόλεως δεν το διαθέτει [65]. Στον Κωνσταντινουπόλεως από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο απονεμήθηκε μόνον εκείνο, το οποίο είχε ήδη προσδιορισθεί από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο [66]. Ενώ τα νέα προνόμια συνίστανται μόνον στη χειροτονία των μητροπολιτών και όχι σε κάτι άλλο. Πέμπτον, η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος, απονέμοντας τα «πρεσβεῖα τιμής» στην Κωνσταντινούπολη, διέταξε να παραμένει εντός των ορίων αυτής. Η Α΄ Σύνοδος της Νίκαιας μιλούσε περί των δικαστικών αρμοδιοτήτων της επαρχιακής συνόδου. Έκτον, η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν απένειμε στη σύνοδο της διοικήσεως «Ἔκκλητον καὶ ἀνάκρισιν τῆς ἀποφάσεως», που είχε η «Σύνοδος τῆς Ἐπαρχίας». «Ἀλλ’ εἶπεν ὅτι, εἰ δὲ μὴ δυνηθῇ ἡ τῆς Ἐπαρχίας Σύνοδος διακρῖναι, ἡ Σύνοδος τῆς Διοικήσεως διακρινεῖ» [67]. Και ο 9ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν απένειμε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως «την Ἔκκλητον τῆς ἀποφάσεως», την οποία θα αναλάβει η σύνοδος της διοικήσεως, αλλά έκανε λόγο περί της δυνατότητας να καταφεύγει στην κρίση του ανωτέρου βαθμού ή στον έξαρχο της διοικήσεως (δηλαδή στη σύνοδο της διοικήσεως), είτε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Έβδομον, η λέξη «καταλαμβανέτω» ερμηνεύεται ως η δυνατότητα να προσφεύγει κανείς από την επαρχία του Πάπα της Ρώμης ή οποιουδήποτε άλλου Πατριάρχου με έκκλητο προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά τούτο εξ ίσου αφορά και στον έξαρχο. Παρόλο που ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Επιφάνιος επιθυμούσε να καθίσει πριν από τον Πάπα της Ρώμης Ιωάννη, δεν κατόρθωσε να το κάνει. Και δεν ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επέβαλε το επιτίμιο στον Πάπα Βιργίλιο, αλλά η Οικουμενική Σύνοδος. «Ἐν ταῖς μάχαις» του Πάπα Γρηγορίου του Διαλόγου και του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή και σε πολλές άλλες περιπτώσεις ουδέποτε ο Πατριάρχης υπερτερούσε του Πάπα. Επομένως μόνον ο Μεθώνης Νικόλαος και ο Αγκύρας Μακάριος και η «Αλεξιάδα» φαντάζονται την καθολική έκκλητο προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: «Ὥστε τοῦτο μόνοι τρεῖς ἐφαντάσθησαν, Νικόλαος Μεθώνης, Μακάριος Ἀγκύρας, καὶ ἡ Ἀλεξιὰς (οἷς 10 ἠκολούθησαν καὶ οἱ νέοι Αἱρετικοὶ) ἀγωνιζόμενοι κατὰ τῆς ἀναφυείσης ἐν ἐσχάτοις καιροῖς τυραννίδος τοῦ Ῥώμης, δέον ὅμως τἀληθῆ προτιμᾶν πάσης ἄλλης πειθοῦς καὶ εὑρεσιολογίας. Σὺ δὲ πρόσθες, ὅτι ἐν πάσαις ταῖς διαφοραῖς ταῖς συμβεβηκυίαις ἀναμεταξὺ τῶν δύο θρόνων Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Οὐ προὐβάλετο ὁ Κωνσταντινουπόλεως τούτους τοὺς Κανόνας, ἵνα δείξῃ ὅτι πρωτεύει τοῦ Ῥώμης, ὡς καὶ ὁ Ῥώμης οὐ προὔτεινε τὸ θέσπισμα τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, ἵνα δείξῃ ὅτι πρωτεύει ἐξουσιαστικῶς τοῦ Κωνσταντινουπόλεως» [68]. Όγδοον, ο 6ος κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ομιλεί μόνον περί της συνόδου της διοικήσεως και περί της εξουσίας αυτής. Δεν υπάρχει κανείς άλλος κριτής εκτός της συνόδου της διοικήσεως ή του εξάρχου της διοικήσεως, εκτός της Οικουμενικής Συνόδου. Ένατον, ασκείται κριτική στη θέση ότι εάν κρίνει η Οικουμενική Σύνοδος, ας κρίνει, εάν όχι, ας κρίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Ωστόσο σε παρόμοια ερώτηση του Κωνσταντινουπόλεως Ανατολίου στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος δεν έλαβε ουδεμία απάντηση. «Καὶ πολλὰ ἀγωνισάμενος, καὶ πολλὰ εἰπών, οὐδὲ κἂν λόγου ἠξιώθη παρ’ αὐτῆς» [69]. «Τῶν γὰρ εἰρημένων Κανόνων ὁ σκοπὸς ἐστίν, ἵνα, μὴ οὔσης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κρίνῃ ἡ Ἐπαρχία, καὶ ἡ Διοίκησις, καὶ ἐπειδή, ὡς εἴρηται, ἡ τετάρτη ἔδωκε τῷ Κωνσταντινουπόλεως τὰς χειροτονίας τῶν Μητροπολιτῶν, γέγονε μείζων ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος τῆς Συνόδου τῆς Διοικήσεως. Οὐκ ἀνῄρηκε μέντοι τὴν Σύνοδον τῆς Διοικήσεως, ἀλλὰ μόνην ἔδωκε χώραν τῷ βουλομένῳ» [70]. Δέκατον, ο Πάπας της Ρώμης και η Εκκλησία της Ρώμης δεν μπόρεσαν να υιοθετήσουν την καθολική έκκλητο προς την Κωνσταντινούπολη το 451, διότι «τὸ τοιοῦτον τῆς καθόλου Ἐκκλήτου ἀσεβέστατον καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα» [71]. Ενδέκατον, ο μικρότερος κατά την τάξη από τον Πάπα της Ρώμης, δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη από τον Πάπα «τὴν καθόλου Ἔκκλητον». Δωδέκατον, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι η κεφαλή μόνον εκείνων, οι οποίοι του υπάγονται, όχι όμως όλων των Εκκλησιών: «Ἐλέγετο κεφαλὴ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ ὅτι τῶν ἄλλων τὴν προεδρίαν ἔχει, ἀλλ’ ἐννοοῦνται οἱ λόγοι περὶ μόνων τῶν ὑποκειμένων αὐτῇ». Τα σταυροπήγια και οι υπερόριες χειροτονίες είναι ανέφικτες: «ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐ πέμπει Σταυροπήγια ἐν ταῖς ἐνορίαις τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, ἀλλ’ ἐν ταῖς Ἐπαρχίαις τῶν ὑπ’ αὐτῷ Μητροπολιτῶν». Το πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι «ὥστε τυραννεῖν τὴν Ἐκκλησίαν ὥσπερ ὁ Πάπας» [72]. Δέκατον τρίτον, δεν είναι σωστός ο ισχυρισμός ότι η Κωνσταντινούπολη απολαμβάνει τα προνόμια της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Ειδικότερα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν μπόρεσε να κληρονομήσει το πρωτείο της Ρώμης, άλλωστε δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα από πού παρέλαβε το πρωτείο της η Ρώμη. Επίσης, δεν είναι σωστό να θεμελιώνει κανείς το δικαίωμα εκκλήτου στο ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος μπορούσε να καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη, παραμερίζοντας τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για περίπτωση ιστορική και η ίδια η Θεσσαλονίκη υπαγόταν στην Κωνσταντινούπολη. Η υπό κριτική ταύτιση του εξάρχου της διοικήσεως με τον Πατριάρχη εμφανίζεται στον Βυζαντινό κανονολόγο Αριστηνό (12ος αι.) [73], του οποίου η ερμηνεία θα εδύνατο να είναι γνωστή στον 11 Πατριάρχη Δοσίθεο [74]. Ο Αγκύρας Μακάριος συνέχισε την παράδοση του Αριστηνού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους χρόνους και τις προθεσμίες. Αυτή καθαυτή η ταύτιση του Πατριάρχη με τον έξαρχο δεν αποδεικνύει τίποτε, ο ίδιος ο Πατριάρχης Δοσίθεος δεχόταν αυτή την ταύτιση, αλλά όχι τη στιγμή της συγκλήσεως της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Όμως ο Πατριάρχης Δοσίθεος δεν δεχόταν την ταύτιση των εξάρχων με τους πέντε Πατριάρχες της Δύσεως και της Ανατολής, αλλά μόνον με Πατριάρχες, οι οποίοι είχαν ρόλο μητροπολίτη (λ.χ. ως ο Πατριάρχης Θεσσαλονίκης) [75]. Με άλλα λόγια, αναγνώριζε Πατριάρχες των διοικήσεων επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού [76], αλλά δεν αναγνώριζε τους Πατριάρχες ως εξάρχους των διοικήσεων το 451. Αυτό σημαίνει ότι δεχόταν την ιστορική εξέλιξη των εκκλησιαστικών θεσμών, αλλά ήταν αντίθετος στην ιδέα αποδόσεως σε μία εποχή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας άλλης. Η βυζαντινή εκκλησιαστική πρακτική θεμελιωνόταν όχι επί των ιερών κανόνων, αλλά επί του εθιμικού δικαίου.
Η Σύνοδος ως ανώτατος δικαστικός βαθμός
Δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε περί της εκκλήτου προς τη Ρώμη ή την Κωνσταντινούπολη, αλλά προς τη σύνοδο! «Παρέχει τὴν δύναμιν τῆς κρίσεως τῇ Συνόδῳ, ὅπερ ἐστὶ Νόμος φυσικὸς καὶ θεῖος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἵνα ἡ καθόλου κοινότης, ἀναμάρτητος οὖσα, κρίνῃ, ἀνακρίνῃ, καὶ διακρίνῃ Πάπας καὶ Πατριάρχας καὶ πάντα Ἐπίσκοπον καὶ πάντα Χριστιανόν. Ὁ δὲ Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως πολλάκις ἥμαρτον οὐ μόνον ἠθικῶς, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς ἀσεβεστάταις Αἱρέσεσιν, Ἀρειανῶν δηλονότι, Πνευματομάχων, Νεστοριανῶν, Μονοφυσιτῶν, Μονοθελητῶν καὶ Εἰκονομάχων, καὶ ἐκρίθησαν καὶ κατεκρίθησαν καὶ οὗτοι ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς καὶ πᾶς ἄλλος τοιοῦτος χρηματίσας Αἱρετικός» [77]. Όλο το κεφ. ε΄ είναι αφιερωμένο στην έκκλητο, την οποία μπορεί να δέχεται η Οικουμενική Σύνοδος. Όμως, σε αυτό το κεφάλαιο ο πολέμιος εξακολουθεί να ασκεί κριτική περισσότερο στο υπέρμετρο πρωτείο της Ρώμης. 4. Το σφάλμα της κόρης του αυτοκράτορα Και τέλος, μπορούμε να εξετάσουμε τη μαρτυρία από την «Αλεξιάδα» [78], η οποία φέρει άκρως γενικό χαρακτήρα, ωστόσο δεν είναι λιγότερο σημαντική για το υπό συζήτηση θέμα. Θα παραθέσουμε το συζητούμενο απόσπασμα από την «Αλεξιάδα», στο οποίο αναφέρεται ο Πατριάρχης Δοσίθεος, αλλά δεν το παραθέτει: «Μεταπεπτωκότων γὰρ τῶν σκήπτρων ἐκεῖθεν ἐνθάδε εἰς τὴν ἡμεδαπήν τε καὶ ἡμετέραν βασιλίδα πόλιν [79] καὶ δὴ καὶ τῆς συγκλήτου καὶ ἅμα πάσης τῆς τάξεως μεταπέπτωκε καὶ ἡ τῶν θρόνων ἀρχιερατικὴ τάξις· καὶ δεδώκασιν οἱ ἀνέκαθεν βασιλεῖς τὰ πρεσβεῖα τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ μάλιστα ἡ ἐν Χαλκηδόνι σύνοδος εἰς περιωπὴν πρωτίστην τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἀναβιβασαμένη τὰς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην διοικήσεις ἁπάσας ὑπὸ τοῦτον ἐτάξατο» [80]. Ανωτέρω στην «Αλεξιάδα» (1, 13) γινόταν λόγος περί της πρεσβείας από τον Ερρίκο Δ΄ προς τον Πάπα της Ρώμης Γρηγόριο Ζ΄ Χίλντεμπραντ (1073–1085) με επικεφαλής τον επίσκοπο Ρόλαντ τον Φεβρουάριο του 1076. Εκείνη την εποχή στο Βυζάντιο Πατριάρχης διατελούσε (μετά τον Ιωάννη Η΄ Ξυφιλίνο 1064–1075) ο Κοσμάς Α΄ ο Ιεροσολυμίτης (1075–1081) και μετά τούτον ο Ευστράτιος 12 Γαριδάς (1081–1084). Τοιουτοτρόπως ο Κοσμάς ο Ιεροσολυμίτης ήταν εκείνος ο Πατριάρχης, ο οποίος ούτως ή άλλως θα εδύνατο να αποτελέσει άμεσο παράδειγμα για την περιγραφή από την Άννα Κομνηνή. Το επίθετό του «Ιεροσολυμίτης» οφείλεται στην πολυετή του παραμονή στην Ιερουσαλήμ και την αγάπη του για την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, την πλέον αρχαία αποστολική Εκκλησία. Ακριβώς η Εκκλησία Ιεροσολύμων αντιπαρατασσόταν κατ’ επανάληψιν στις φιλοδοξίες της Ρώμης ως παράδειγμα του γνησίου πρωτείου τιμής. Μετά την κριτική της ανήθικης συμπεριφοράς του Πάπα Γρηγορίου Ζ΄ Χίλντεμπραντ έναντι των απεσταλμένων («τούτων οὖν ἀκούσας ὁ πάπας τῶν λόγων κατὰ τῶν πρέσβεων εὐθὺς ἐμεμήνει καὶ αἰκισάμενος πρότερον ἀπανθρώπως, εἶτα καὶ κείρας τὰς κεφαλὰς καὶ ἐπικείρας τοὺς πώγωνας, τὰς μὲν ψαλίσι, ξυρῷ δὲ τοὺς πώγωνας, καὶ ἄλλό τι προσεξεργασάμενος ἀτοπώτατον καὶ βαρβαρικὴν ὕβριν ὑπερελαῦνον ἀφῆκεν»), η Άννα υποδεικνύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτο από την εποχή της Συνόδου της Χαλκηδόνος, η οποία υπέταξε σ’ αυτόν τις διοικήσεις όλου του κόσμου. Η Άννα Κομνηνή λες και μεταφέρει την ιστορική κατάσταση του τέλους του 11ου αι., όταν αποσχίσθηκε η Ρώμη, στα μέσα του 5ου αι. χωρίς να λαμβάνει υπόψη καθόλου το κύρος και την εξουσία του θρόνου της Ρώμης. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ασκεί κριτική σε αυτή τη θέση ως αντίθετη προς την παράδοση της Εκκλησίας. Συμφώνως προς την ερμηνεία του Πατριάρχη Δοσιθέου, η Άννα Κομνηνή δεν μπορεί να θεωρείται ως κοινώς αποδεκτή αυθεντία. Πριν από αυτήν κανείς Άγιος και κανείς ιστορικός, αποδεκτός από την Εκκλησία, δεν έκανε λόγο για την υπερόρια έκκλητο προς την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, όλοι οι ιεροί κανόνες μαρτυρούσαν ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατέχει τη θέση μετά τον Ρώμης, ενώ στην «Αλεξιάδα» αποδεικνύεται ανώτερος του Ρώμης. «Οὐδεὶς δὲ ἀντιλέγων ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις εἰσακουστέος, ἀλλὰ γενναίως ἀποβλητέος» [81]. Οι ίδιοι δε οι Κομνηνοί εύκολα καθαιρούσαν τους Πατριάρχες και τους αντιμετώπιζαν πολύ περιφρονητικά, πράγμα που διαφαίνεται για παράδειγμα από τη στάση της ίδιας της Άννας Κομνηνής έναντι του διαδόχου του Πατριάρχη Κοσμά Α΄ του Ιεροσολυμίτη (1075–1081) Ευστρατίου Γαριδά, τον οποίο γνώρισε και μάλιστα από αρνητικής πλευράς προτού γίνει Πατριάρχης [82] και κατά την πατριαρχία του («προέδρου ὄντος τῆς ἐκκλησίας τηνικαῦτα Εὐστρατίου τοῦ Γαριδᾶ· ὃς τοῦτον παρακατέσχε περὶ τὰς οἰκοδομὰς τῆς μεγάλης ἐκκλησίας, ὡς ἵνα τάχα πρὸς τὸ κρεῖττον μεταποιήσῃ. ἀλλὰ μικροῦ θᾶττον ἂν αὐτὸς τῆς ἐκείνου μετέσχε κακίας ἢ μετέδωκε κρείττονος γνώσεως, κατὰ τὸν φάμενον, καὶ ὁ Ἰταλὸς τὸν Γαριδᾶν ὅλον ἑαυτοῦ ἐποιήσατο») [83]. Επομένως, το παράδειγμα του Ευστρατίου Γαριδά δεν επιβεβαιώνει τη φιλόδοξη περιγραφή των πατριαρχικών προνομιών από την Άννα Κομνηνή, η οποία θα εδύνατο να προχωρήσει σε αυτή ως λογοτεχνική υπερβολή. Η επισκόπηση της επιχειρηματολογίας και μερίδας των πηγών των αντιπάλων και οπαδών του «πρωτείου τιμής και εξουσίας» του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, όπως εκτίθενται από τον Πατριάρχη Δοσίθεο κυρίως βάσει του κειμένου του κεφαλαίου δ΄ του δ΄ βιβλίου έχει ολοκληρωθεί.
Ως προκαταρκτικό συμπέρασμα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι ο Πατριάρχης Δοσίθεος θεωρούσε προβοκάτσια τις σκέψεις περί ειδικού πρωτείου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία 13 υπονομεύει την ουσία της συνοδικής εκκλησιολογίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποδίδει στη νομική έννοια της εκκλήτου, η οποία στην εκκλησιαστική πρακτική διαφέρει εντελώς από την έφεση στα κοσμικά δικαστήρια του Βυζαντίου. Εάν στην κοσμική νομοθεσία κορυφή της διαδικασίας εφέσεως αναδεικνύεται ο ίδιος ο αυτοκράτορας ή εκπρόσωπός του, στην Εκκλησία ανώτατος δικαστικός βαθμός είναι το διοικούν όργανο της μιας ή άλλης επιμέρους Εκκλησίας, είτε ο Πατριάρχης προκαθήμενος της δεδομένης Εκκλησίας, είτε σύνοδος, η οποία συγκαλείται υπό την προεδρία του. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τρόπο πολύ διπλωματικό και λεπτό ο Πατριάρχης Δοσίθεος απέδιδε σκέψεις για το υπέρμετρο πρωτείο σε κάποιους άγνωστους κακόφρονες, ίσως μη επιθυμώντας να προβεί σε ανοικτή αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ένας θεσμός, ο οποίος ενδιαφερόταν περισσότερο από όλους για τον αποκλειστικό του πρωτείο. 5. Addenda: Πηγές που δεν υπέδειξε ο Πατριάρχη Δοσίθεος Υπάρχουν πολλές άλλες μαρτυρίες, που εκδόθηκαν τον 20ό αι., όπως π.χ. από τον J. Darrouzès [84]. Αυτά τα κείμενα δεν τα έλαβε υπόψη του ο Πατριάρχης Δοσίθεος. Μεταξύ των κειμένων, τα οποία εξέδωσε ο J. Darrouzès, υπάρχουν κείμενα υπέρ της απολύτου εκκλήτου προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και κείμενα, που διαψεύδουν αυτή την προσέγγιση. Στην πρώτη ομάδα φαίνεται ότι κατατάσσεται η πραγματεία «De sententia patriarchae» (ελλ. Περὶ τοῦ εἰ δίδοται κατὰ τῆς ψήφου τοῦ πατριάρχου ἔκκλητος εἴτε καὶ μή) [85], όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως περιγράφεται ως ανώτατος δικαστής. Αλλά ουσιαστικά είναι ως κεφαλή μέσα στη δικαιοδοσία του. Και εδώ, ειδικότερα, αναφερόταν στη διάταξη του Αλεξίου Κομνηνού υπέρ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, η οποία ακολουθεί τη γραμμή του Ιουστινιανού για τη δικαστική υπαγωγή του Πατριάρχη στον αυτοκράτορα, εάν ο πατριάρχης διαπράξει κάτι το απρεπές («Αὐτὸς μὲν γὰρ Ἰουστινιανὸς καὶ εὐθύνεσθαι τὸν πατριάρχην παρὰ τοῦ βασιλέως διατάττεται ἐφ’ οἷς ἔξω τοῦ δέοντος διαπράξεται) [86]. Η σκέψη περί της δικαστικής υπαγωγής του Πατριάρχη στον αυτοκράτορα αποδυναμώνει τις αντιλήψεις περί τις αποκλειστικές δικαστικές αρμοδιότητες αυτού και δύναται να θεωρείται ως ένα από τα επιπρόσθετα επιχειρήματα για τους οπαδούς του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Στη δεύτερη ομάδα κατατάσσεται η πραγματεία: «De privilegiis metropolitarum» (ελλ. Περὶ προβολῆς καὶ ψήφου καὶ ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως καὶ προνομίων μητροπολιτῶν καὶ ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων καὶ τῆς καθόλου ἐκκλησιαστικῆς ἄνωθεν τάξεως καὶ συστάσεως) [87] και «Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae» (ελλ. Ἐπὶ τῇ καθαιρέσει τοῦ πατριάρχου ἐκείνου τοῦ Μουζάλωνος κατὰ τὸν χρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Κομνηνοῦ κυροῦ Μανουήλ) [88]. Η πραγματεία «De privilegiis metropolitarum» χρήζει ιδιαίτερης εξέτασης. Γενικότερα ανταποκρίνεται στη θέση του αρχιεπισκόπου Αχρίδος Δημητρίου Χωματιανού (ο οποίος θα μπορούσε να ήταν και συγγραφέας του), ο οποίος ήταν κατά των ιδιαίτερων προνομιών του πρωθιεράρχη Κωνσταντινουπόλεως. Στο «Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae» μεταξύ του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού και του Νικολάου Δ΄ Μουζάλωνα, διαφαίνεται κάλλιστα κατά πόσον η βούληση τού αυτοκράτορα επικρατούσε στο δικαστήριο επί του Πατριάρχη. Η δίκη, στην ουσία, κατέληξε με την καθαίρεση του Πατριάρχη με τη συγκατάθεση όλων των υπόλοιπων επισκόπων. Ο Μουζάλων κατείχε τους θρόνους 14 του αρχιεπισκόπου Κύπρου (περίπου κατά το διάστημα 1100 – 1110), όπου διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, και του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (Δεκέμβριος 1147 – Μάρτιος/Απρίλιος 1151). Περίπου το 1110, εξαιτίας του ωμού εκβιασμού από τον εισπράκτορα φόρων, εκθρονίσθηκε. Στη συνέχεια επί 37 χρόνια ηγουμένευε στη μονή Αγίων Κοσμά και Δαμιανού της πρωτεύουσας, έως ότου τον Δεκέμβριο 1147 ο Μανουήλ Κομνηνός του πρότεινε να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο, ο οποίος χήρευε μετά την εκθρόνιση τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους του Πατριάρχη Κοσμά Β΄. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Μανουήλ ζήτησε από τον Νικόλαο να παραιτηθεί του πατριαρχικού αξιώματος με δικαιολογία ότι ο άπαξ αρνησάμενος το επισκοπικό αξίωμα κληρικός το απορρίπτει διά πάντα. Μετά από συζήτηση, που κράτησε επί μερικές ημέρες, ο Νικόλαος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Σώζεται η καταγραφή των συνομιλιών του με τον αυτοκράτορα για το θέμα αυτό και αυτή ακριβώς είναι ο «Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae». Στο τέλος του διαλόγου ο αυτοκράτορας ανέθεσε την επίλυση του ζητήματος στους επισκόπους [89]. Η συμφωνία κράτους και Εκκλησίας άφησε εν προκειμένω το χώρο στην ιδέα της επικράτησης του κράτους στο πρόσωπο του αυτοκράτορα επί της Εκκλησίας στο πρόσωπο του Πατριάρχη. Ακριβώς αυτή την περίπτωση εννοούσε ο Μεθώνης Νικόλαος, προστατεύοντας τη θέση του Νικολάου Δ΄ παρά τη βούληση του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Υπερασπιζόμενος τον ρόλο του Πατριάρχη, μετέτρεψε το νόημα της διδασκαλίας των Αρεοπαγιτικών περί ιεραρχίας υπέρ της αρχής της ανώτατης ιεραρχίας όχι στο επίπεδο της ισοτιμίας σειράς ιεραρχών, αλλά έναντι ενός προσώπου, στα χέρια του οποίου έχει συγκεντρωθεί όλη η εκκλησιαστική εξουσία. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος υπεραμυνόταν μιας διαφορετικής αρχής. 6. Αποτελέσματα
Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ήταν υποστηρικτής του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας χωρίς την αρχή της ιεραρχικότητας των σχέσεων μεταξύ των Προκαθημένων τών κατά τόπους Εκκλησιών. Για να αποδείξει τη θέση του στρεφόταν στους ιερούς κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, καθώς και στην αυτοκρατορική νομοθεσία. Από την άποψή του όλη η νομική παράδοση υποστηρίζει τη συνοδική συνύπαρξη των ισότιμων Πατριαρχών ως κεφαλών των κατά τόπους Εκκλησιών, χωρίς τη δυνατότητα να αποδίδεται ιδιαίτερο πρωτείο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι βασικοί κρίκοι της αλυσίδας της εκκλησιαστικής εκκλήτου είναι: επίσκοπος – μητροπολίτης με δύο επισκόπους (δικαστήριο της διοικήσεως) – πατριάρχης διοικήσεως.
Στη βάση μιας τέτοιας απόψεως σχεδόν αποκλειστικά κείται η Νεαρά ρκγ΄ του Ιουστινιανού, η οποία επαναλαμβάνεται στο επίκαιρο μέρος των «Βασιλικών». Παραθέτοντας την εν λόγω Νεαρά στην ενότητα του σχολιασμού των ιερών κανόνων 9ου και 17ου της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ο Πατριάρχης Δοσίθεος προτείνει ουσιαστικά την ερμηνεία της Χαλκηδόνος μέσα από το πρίσμα της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας. Η εν λόγω νομοθεσία είναι απαραβίαστη και ουδεμία μεταγενέστερη «καινοτομία» δεν μπορεί να ακυρώσει ή να μειώσει τη σημασία της. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος ήταν ενήμερος για την «Εισαγωγή», στην οποία για πρώτη φορά διατυπώθηκε νομοθετικά η άποψη σχετικά με τον απόλυτο χαρακτήρα της εξουσίας ακριβώς του Οικουμενικού Πατριάρχη. Εν τούτοις, η «Εισαγωγή» δεν εφαρμόσθηκε στην πράξη. Ίσως, εξαιτίας 15 αυτού ο Πατριάρχης Δοσίθεος δεν αναφέρεται άμεσα ούτε στην «Εισαγωγή», αλλά ούτε στον εξαρτημένο από αυτή ιερομόναχο Ματθαίο Βλάσταρη, και μόνον μια φορά έκανε μνεία στην αρχή της ασυλίας του Πατριάρχη, αποδίδοντας αυτήν άμεσα στον αυτοκράτορα Λέοντα τον Σοφό ως μέρος της αυτοκρατορικής νομοθεσίας. Ο ίδιος και αυτός αυτοκράτορας δεν μπορεί να αντιφάσκει με τον εαυτό του. Εάν στις «Βασιλικές» του Λέοντος του Σοφού παρατίθεται η Νεαρά ρκγ΄ του Ιουστινιανού, τότε και η διατύπωση της «Εισαγωγής» οφείλει να ερμηνεύεται όχι με την έννοια της ανυψώσεως του πρωθιεράρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά με την έννοια ασυλίας όλων των Πατριαρχών της Ορθοδόξου Ανατολής (συμπεριλαμβανομένου, σύμφωνα με το δόγμα του Πατριάρχη Δοσιθέου, και του Πατριάρχη Μόσχας). Η εκλεκτική προσέγγιση του ιδίου του Πατριάρχη Δοσιθέου είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτη στο παράδειγμα του «Νομοκάνονα», που αποδιδόταν στον ιερό Φώτιο, όπου δεν λαμβάνονται υπόψη τα μεταγενέστερα κείμενα των Βυζαντινών κανονολόγων-ερμηνευτών του «Νομοκάνονα» υπέρ των ειδικών δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ούτως ή άλλως και αυτή η προσέγγιση είναι επαρκώς ενδεικτική, άλλωστε η προσπάθεια ανυψώσεως του ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη την εποχή του ιερού Φωτίου δεν έγινε τελικώς αποδεκτή από όλη την Εκκλησία, η οποία ευλαβώς διατηρούσε την επικυρωθείσα από τον ίδιο τον ιερό Φώτιο στη Μεγάλη Σύνοδο της Σοφίας 897–880 αρχή του αμεταβλήτου της εκκλησιαστικής παραδόσεως και διδασκαλίας της πίστεως στα μεγάλα, και στα μικρά. Τα κείμενα των οπαδών της υπερορίου εκκλήτου προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως που επέλεξε ο Πατριάρχης Δοσίθεος είναι πολύ χαρακτηριστικά. Είναι επιμέρους προσωπικές απόψεις, οι οποίες είναι αδύνατο να συσχετιστούν με την εκκλησιαστική νομική παράδοση. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση των διαφορετικών αφετηριών μπορεί να παρουσιασθεί ως εξής: η Νεαρά ρκγ΄ του Ιουστινιανού κατά της «Εισαγωγής». Ομοιάζει σαν η «Εισαγωγή» να αποτελούσε ένα επίπεδο περαιτέρω εξελίξεως της πρακτικής, ωστόσο η επιστροφή επί των αυτοκρατόρων Αλεξίου και Μανουήλ Κομνηνών στη νομική παράδοση του Ιουστινιανού, δείχνει μια επαρκώς αμφιλεγόμενη τροχιά.
Πηγές
Alexius Aristenus. Scholia in concilia oecumenica et localia // Alexios Aristenos. Kommentar zur Synopsis canonum / ed. L. Burgmann, K. Maksimovič, E. S. Papagianni, Sp. Troianos. Berlin – Boston: De Gruyter, 2019. (Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Neue Folge; Bd. 1). S. 21–214. Anna Comnena. Alexias // Annae Comnenae Alexias / ed. A. Kambylis, D. R. Reinsch. Berlin - New York: De Gruyter, 2001. (Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis XL/1). P. 5– 505. Athanasius Scholasticus. Novellae constitutiones // Das Novellensytagma des Athanasios von Emesa / ed. D. Simon, Sp. Troianos. Frankfurt am Main: Löwenklau Gesellschaft, 1989. (Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte; Bd. 16.). S. 2–500. Consilium Chalcidonense. Actio 19 de Photio et Eustathio // ACO. T. 2. Vol. 1 (3). P. 104–105. 16 Conciliorum oecumenicorum generaliumque decretal / ed. G. Alberigo. Turnhout: Brepols, 2006. De privilegiis metropolitarum // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris: Institut Français d'Études Byzantines, 1966. (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 116–158. De sententia patriarchae // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris: Institut Français d'Études Byzantines, 1966. (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 332–338. Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris: Institut Français d'Études Byzantines, 1966 (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 310–330. Δοσιθέου, πατριάρχου Ἰεροσολύμων Τόμος χαρᾶς. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, 1985. Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, ἄλλως καλουμένη Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου / ἔκδ. Ἐ. Δηληδέμος. Βιβλία Α´–ΙΒ´. Τ. 1–6. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Β. Ρηγοπούλου, 1982–1983. Epanagoge // Leges Imperatorum Isaurorum et Macedonum / ed. P. Zepos (post C. E. Zacharia von Lingenthal). Athens: Fexis, 1931 (Jus Graecoromanum; vol. 2). P. 236–368. Flavius Justinianus. Novellae // Corpus iuris civilis. Vol. 3 / ed. W. Kroll, R. Schöll. Berlin: Weidmann, 1895 (repr. 1968). P. 1–795. Matthaeus Blastares. Collectio alphabetica // Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων πατέρων / ἔκδ. Μ. Ποτλές, Γ. Α. Ῥάλλης. Τ. 6. Ἀθῆναι, 1859. Σ. 31–518. Nicephorus Callistus Xanthopulus. Historia ecclesiastica // PG. T. 145–147. 145: 560-1332; 146: 9- 1273; 147: 9-448. Nicodemus Hagiorita. Scholia in canones synodales // Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησίας / .ἔκδ. ἀρχιμ. Δορόθεος. Ζάκυνθος: Τυπογραφεῖο “Ὁ Παρνασσὸς” Σεργίου Χ. Ῥαφτάνη, 1864 (repr. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 1957). Σ. 118–342. Nicolaus Methonaeus. Orationes // Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη / ἔκδ. Ἀ. Δημητρακόπουλος. Τ. 1. Leipzig, 1866 (repr. 1965). Σ. 219–380. Photius. Nomocanon [Sp.] // Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων πατέρων / ἔκδ. Μ. Ποτλές, Γ. Α. Ῥάλλης. Τ. 1. Ἀθῆναι, 1852. Σ. 5–335. Максимович К. А. Новелла CXXIII св. императора Юстиниана I (527–565 гг.) «О различных церковных вопросах» (перевод и комментарий) // Вестник ПСТГУ I: Богословие. Философия 2007. Вып. 3 (19). Σ. 22–54. Basilica // Basilicorum libri LX. Series A, vols. 1-8 / ed. H. J. Scheltema, N. van der Wal. Groningen: Wolters, 1:1955; 2:1956; 3:1960; 4:1962; 5:1967; 6:1974; 7:1974; 8:1988.]: 1:1-435, 2:439-842, 17 3:847-1236, 4:1241-1558, 5:1559-1944, 6:1945-2430, 7:2435-2726 (Scripta Universitatis Groninganae). Βιβλιογραφία Αναστάσιος Κ. Γοτσόπουλος, πρωτοπρεσβύτερος. Συμβολή στο Διάλογο για το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Εκδόσεις Θεοδρομία. Θεσσαλονίκη, 2019. Бернацкий М. Досифей II Нотара́ // ПЭ. 2007. Т. 16. Σ. 71–79. Болотов В. В. Лекции по истории Древней Церкви. Т. 4. СПб.: Тип. М. Меркушева, 1918. Дионисий (Шлёнов), игумен. Первенство Константинопольского епископа в Византии и Поствизантии: канонический и богословский аспект // Эстонская Православная Церковь: 100 лет автономии. Таллин, 2021. Σ. 50–82. Каптерев Н. Ф. Сношения иерусалимского патриарха Досифея с русским правительством (1669–1707). М.: Тип. А. И. Снегиревой, 1891. Λουκᾶς Γρηγοριάτης, ιερομ. Τα δίκαια των Εκκλησιών και η Ενότης της Εκκλησίας. Μελέτη κανονική και ιστορική με αφορμή το οὐκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα. Μέρος Α´. Πρωτεῖον και έγκλιτον κατά τους ιερούς κανόνας. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, 2019. Луховицкий Л. В. Макарий, митр. Анкирский // ПЭ. 2016. Т. 42. Σ. 484–485. Епископ Николай Мефонский и византийское богословие: сб. исслед. / [ред. П. В. Ермилов, А. Р. Фокин]. М.: Центр библейско-патрол. исслед.; Империум Пресс, 2007. Петр (Л'Юилье), архиепископ. Правила первых четырех Вселенских Соборов / авториз. пер. с фр. под ред. протоиер. В. Цыпина. М.: Сретенский монастырь; МДА, 2005. Рамазанова Д. Н. «История иерусалимских патриархов…» Досифея Нотара (Бухарест, 1715): бытование и перевод // Румянцевские чтения. 2011. Ч. 2: Материалы международ. науч. конф. (19-21 апреля 2011): [в 2 ч.] / Российская гос. б-ка; [сост. М. Е. Ермакова]. М.: Пашков дом, 2011. Σ. 56–60. Цыпин В., прот. Вселенский IV Cобор [Халкидонский] // ПЭ. 2005. Т. 9. Σ. 597–616. Яламас Д. А. Иерусалимский патриарх Досифей и Россия. 1700–1706 гг. По материалам Российского государственного архива древних актов. Часть 1 (1700 г.) // Россия и Христианский Восток. Вып. IV–V. М.: Языки славянской культуры, 2015. Σ. 593–647. Χρήστου Π. Κ. Εκκλησιαστική γραμματολογία. Πατέρες και θεολόγοι του χριστιανισμού. Τ. Β´. Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις «Κυρομάνος», 1991. 18 [1] Σε συντομευμένη μορφή το δημοσίευμα παρουσιάσθηκε στο συνέδριο της Θεολογικής Ακαδημίας Κιέβου με τίτλο «Συνοδικότητα της Εκκλησίας: θεολογικές, ιεροκανονικές και ιστορικές διαστάσεις» στις 11 Νοεμβρίου 2021. [2] Βλ., ειδικότερα, σειρά δημοσιεύσεων: Λουκᾶς Γρηγοριάτης, ιερομ. Τα δίκαια των Εκκλησιών και η Ενότης της Εκκλησίας. Μελέτη κανονική και ιστορική με αφορμή το οὐκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα. Μέρος Α´. Πρωτεῖον και έγκλιτον κατά τους ιερούς κανόνας. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, 2019, Αναστάσιος Κ. Γοτσόπουλος, πρωτοπρεσβύτερος. Συμβολή στο Διάλογο για το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Εκδόσεις Θεοδρομία. Θεσσαλονίκη, 2019. Дионисий (Шлёнов), игумен. Первенство Константинопольского епископа в Византии и Поствизантии: канонический и богословский аспект // Эстонская Православная Церковь: 100 лет автономии. Таллин, 2021. Σ. 50–82. [3] Βλ. περί αυτού: Бернацкий М. Досифей II Нотара́ // ПЭ. 2007. Т. 16. Σ. 71–79. [4] Αρχίζοντας από τον πρώτο Πατριάρχη Ιεροσολύμων εξ Ελλήνων, τον Γερμανό Α΄ (1537–1579). [5] Χρήστου Π. Κ. Εκκλησιαστική γραμματολογία. Πατέρες και θεολόγοι του χριστιανισμού. Τ. Β´. Θεσσαλονίκη, 1991. Σ. 292. [6] Βλ. αναλυτικότερα: Бернацкий М. Досифей II Нотара́ // ПЭ. 2007. Т. 16. Σ. 75. [7] Βλ.: Каптерев Н. Ф. Сношения иерусалимского патриарха Досифея с русским правительством (1669–1707). М., 1891; Яламас Д. А. Иерусалимский патриарх Досифей и Россия. 1700–1706 гг. По материалам Российского государственного архива древних актов. Часть 1 (1700 г.) // Россия и Христианский Восток. Вып. IV–V. М., 2015. Σ. 593–647. [8] Δοσιθέου, πατριάρχου Ἰεροσολύμων Τόμος χαρᾶς. Θεσσαλονίκη, 1985. [9] Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἱστορία περὶ τῶν ἐν Ἰεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων, ἄλλως καλουμένη Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου / ἔκδ. Ἐ. Δηληδέμος. Βιβλία Γ´–Δ´. Θεσσαλονίκη, 1982. Βλ.: Рамазанова Д. Н. «История иерусалимских патриархов…» Досифея Нотара (Бухарест, 1715): бытование и перевод // Румянцевские чтения — 2011. Ч. 2: Материалы международ. науч. конф. (19–21 апреля 2011): [в 2 ч.] / Российская гос. б-ка; сост. М. Е. Ермакова. М., 2011. Σ. 56–60. [10] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 1, 16 // Op. cit. Σ. 307–309. [11] Βλ.: Consilium Chalcidonense. Actio 19 de Photio et Eustathio // ACO. T. 2. Vol. 1 (3). P. 104– 105. [12] Болотов В. В. Лекции по истории Древней Церкви. Т. 4. СПб., 1918. С. 301. 19 [13] Цыпин В., прот. Вселенский IV Cобор [Халкидонский] // ПЭ. 2005. Т. 9. С. 613. Βλ. επίσης την ανάλυση του αρχιεπισκόπου Πέτρου L'Huillier, ο οποίος τόνισε ότι η Σύνοδος της Χαλκηδόνος εξέδωσε αποφάσεις όχι μόνον ασύμφωνες με τη βούληση του Πατριάρχη Ανατολίου, αλλά και κατά των επιθυμιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (Петр (Л'Юилье), архиеп. Правила первых четырех Вселенских Соборов / авториз. пер. с фр. под ред. протоиер. В. Цыпина. М., 2005. Σ. 306–307). [14] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 1, 16 // Op. cit. Σ. 309. [15] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ, 3, 15 // Op. cit. Σ. 382–384. [16] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 1, 15 // Op. cit. Σ. 307. [17] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ, 4 // Op. cit. Σ. 385 και εφεξής. [18] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ, 4, 2 // Op. cit. Σ. 389–390. [19] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 2 // Op. cit. Σ. 390. [20] Σύμφωνα με τα «Βασιλικά» 3, 1, 35 και Νεαρά ρκγ΄ του Ιουστινιανού. [21] Παραπέμπεται στα: Βασιλικά 3, 1, 36. [22] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 2 // Op. cit. Σ. 390. [23] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ, 4, 3 // Op. cit. Σ. 390 και εξής. [24] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 3 // Op. cit. Σ. 390. [25] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 3 // Op. cit. Σ. 391. Με παραπομπή στις: Νεαρές. βιβλ. γ, Νεαρά β΄. Πρβλ..: Athanasius Scholasticus. Novellae constitutiones 3, 1 // Das Novellensytagma des Athanasios von Emesa / ed. D. Simon, Sp. Troianos. Frankfurt am Main, 1989. (Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte; Bd. 16.). S. 38:18. «Δικαζέσθωσαν μητροπολίτῃ, συνακροωμένων δύο ἐπισκόπων τῆς συνόδου. Θατέρου δὲ μὴ στοιχοῦντος τῇ τούτων κρίσει, ὁ ἁρμόδιος πατριάρχης ἐξετάσει τὴν ψῆφον μὴ δεδιὼς ἔκκλητον». [26] Βλ. την ερμηνεία του Βαλσαμώνα, όπου συζητείται το ζήτημα της ελλείψεως ασυλίας του ίδιου του Πατριάρχη έναντι του βασιλέα και παρατίθενται διαφορετικές απόψεις. Canones Concilii Antiocheni // Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων πατέρων / ἔκδ. Μ. Ποτλές, Γ. Α. Ῥάλλης. Τ. 3. Ἀθῆναι, 1853. Σ. 146–150. [27] Flavius Justinianus. Novella 123 // Corpus iuris civilis. Vol. 3 / ed. W. Kroll, R. Schöll. Berlin: Weidmann, 1895 (repr. 1968). P. 594–625. [28] Flavius Justinianus. Novella 123, 21 // Op. cit. P. 610:5–9. «Εἰ μέντοιγε ἐκ βασιλικῆς κελεύσεως ἢ δικαστικῆς προστάξεως ἐπίσκοπος κρίνῃ μεταξὺ οἱωνδήποτε προσώπων, ἡ ἔκκλητος ἐπὶ τὴν βασιλείαν ἢ ἐπὶ τὸν παραπέμψαντα τὴν ὑπόθεσιν ἀναφερέσθω». [29] Flavius Justinianus. Novella 123, 21, 2 // Op. cit. P. 611:5–9. 20 «Εἰ δὲ ἐκκλησιαστικὸν εἴη τὸ πρᾶγμα, μηδεμίαν κοινωνίαν ἐχέτωσαν οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες πρὸς τὴν τοιαύτην ἐξέτασιν, ἀλλ' οἱ ὁσιώτατοι ἐπίσκοποι κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας τῷ πράγματι πέρας ἐπιτιθέτωσαν». [30] Flavius Justinianus. Novella 123, 22 // Op. cit. P. 611:13–612:6. [31] Concilium universale Constantinopolitanum quinisextum (691/2). Canon 36 de honore patriarcharum // Conciliorum oecumenicorum generaliumque decretal / ed. G. Alberigo. Turnhout, 2006. P. 255. [32] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 3 // Op. cit. Σ. 393. [33] Βλ.: Photius. Nomocanon [Sp.] 1, 4 // Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων πατέρων / ἔκδ. Μ. Ποτλές, Γ. Α. Ῥάλλης. Τ. 1. Ἀθῆναι, 1852. Σ. 42. [34] Βλ.: Photius. Nomocanon [Sp.] 1, 5 // Op. cit. Σ. 42–43. [35] Basilica // Basilicorum libri LX. Series A, vols. 1-8 / ed. H. J. Scheltema, N. van der Wal. Groningen: Wolters, 1:1955; 2:1956; 3:1960; 4:1962; 5:1967; 6:1974; 7:1974; 8:1988.]: 1:1-435, 2:439-842, 3:847-1236, 4:1241-1558, 5:1559-1944, 6:1945-2430, 7:2435-2726 ([Scripta Universitatis Groninganae). [36] Basilica III, 1, 35 = Novella 123, 19. Basilica III, 1, 36 = Novella 123, 20. Basilica III, 1, 38 = Novella 123, 22. [37] Βλ.: Epanagoge 11, 4–7 (ιδιαιτέρως 6:1–2) // Leges Imperatorum Isaurorum et Macedonum / ed. P. Zepos (post C.E. Zacharia von Lingenthal). Athens, 1931. (Jus Graecoromanum; vol. 2). P. 260. [38] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 4 // Op. cit. Σ. 394. [39] Ibid. [40] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 4 // Op. cit. Σ. 394. Ο 8ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου απαγόρευσε τη σύγκρουση με ορισμένους κανονισμούς και ως αντιφατικοί θα ήταν άκυροι. [41] Matthaeus Blastares. Collectio alphabetica δ, 7:150 // Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε ἁγίων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων πατέρων / ἔκδ. Μ. Ποτλές, Γ. Α. Ῥάλλης. Τ. 6. Ἀθῆναι, 1859. Σ. 218. [42] De sententia patriarchae // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris, 1966. (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 333–334. [43] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Ι´ // Op. cit. Σ. 221. [44] Dositheus. Δωδεκάβιβλος ΙΑ´ // Op. cit. Σ. 14:35. [45] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 3 // Op. cit. Σ. 390. 21 [46] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 3 // Op. cit. Σ. 393. [47] Ibid. [48] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 5 // Op. cit. Σ. Σ. 395–396. [49] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 5 // Op. cit. Σ. 395 και εξής. [50] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 5 // Op. cit. Σ. 395–396. [51] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 5 // Op. cit. Σ. 405. [52] Βλ. περί αυτού: Епископ Николай Мефонский и византийское богословие: сб. исслед. / [ред. П. В. Ермилов, А. Р. Фокин]. М., 2007. [53] Nicolaus Methonaeus. Orationes 4 // Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη / ἔκδ. Ἀ. Δημητρακόπουλος. Τ. 1. Leipzig, 1866 (repr. 1965). Σ. 266–292. [54] Βλ. λ.χ.: Nicolaus Methonaeus. Orationes 4 // Op. cit. Σ. 281. [55] Nicolaus Methonaeus. Orationes 4 // Op. cit. Σ. 292:6. [56] Βλ.: Nicolaus Methonaeus. Orationes 4 // Op. cit. Σ. 281. [57] Βλ.: Луховицкий Л. В. Макарий, митр. Анкирский // ПЭ. 2016. Т. 42. Σ. 484–485. [58] Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε περί της καταργήσεως του αξιώματος του εξάρχου της διοικήσεως μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, τούτο σημαίνει ότι ο έξαρχος της διοικήσεως δεν ταυτίζεται με τον Πατριάρχη. Βλ.: Nicodemus Hagiorita. Scholia in canones synodales 4, 17 Ἑρμηνεία. L. 21–22 // Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησίας / .ἔκδ. ἀρχιμ. Δορόθεος. Ζάκυνθος: Τυπογραφεῖο «Ὁ Παρνασσὸς» Σεργίου Χ. Ῥαφτάνη, 1864 (repr. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, 1957). Σ. 118–342. [59] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 398. [60] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 399. [61] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 397 και εξής. [62] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 399. [63] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 399. [64] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 400. [65] Ibid. [66] Ibid. [67] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 401. [68] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 402. [69] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 403. 22 [70] Ibid. [71] Ibid. [72] Dositheus. Δωδεκάβιβλος 4, 4, 7 // Op. cit. Σ. 404. [73] Alexius Aristenus. Scholia in concilia oecumenica et localia 9, 9:9–14 // Alexios Aristenos. Kommentar zur Synopsis canonum / ed. L. Burgmann, K. Maksimovič, E. S. Papagianni, Sp. Troianos. Berlin–Boston, 2019. (Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Neue Folge; Bd. 1). S. 88. [75] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Ι´ // Op. cit. Σ. 221. [76] Βλ. την παρόμοια ερμηνεία: Nicephorus Callistus Xanthopulus. Historia ecclesiastica 17, 8 // PG. 147. Col. 237, 240A. [77] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 7 // Op. cit. Σ. 405. [78] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 6 // Op. cit. Σ. 396 και εφεξής. [79] Το 330 ο Άγιος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος θεμελίωσε την πρωτεύουσα του Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη. [80] Anna Comnena. Alexias 1, 13, 2:4–10 // CFHB. Series Berolinensis XL/1. P. 44:18–24. [81] Dositheus. Δωδεκάβιβλος Δʹ 4, 6 // Op. cit. Σ. 396. [82] Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Κομνηνής, μέχρι να αναδειχθεί Πατριάρχης ο Ευστράτιος κατοικούσε πλησίον του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως και προσποιείτο ότι ήταν Άγιος («τὰς οἰκήσεις ἀγχοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας ποιούμενος καὶ ἀρετὴν δῆθεν ὑποκρινόμενος») (Anna Comnena. Alexias 3, 2, 7:3–5 // Op. cit. P. 94–95). [83] Anna Comnena. Alexias 5, 9, 5 // Op. cit. P. 167:94–98. [84] Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris, 1966. (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). [85] De sententia patriarchae // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris, 1966. (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 332–338. [86] De sententia patriarchae // Op. cit. P. 338:9–10. [87] De privilegiis metropolitarum // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris, 1966 (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 116–158. [88] Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae // Documents inédits d'ecclésiologie byzantine / éd. J. Darrouzès. Paris, 1966 (Archives de l'Orient Chrétien; vol. 10). P. 310–330. [89] «Βασιλεύς. Ὑμῖν τοῖς ἐπιστήμοσι τῶν κανόνων καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐθῶν τὴν ἀπόφασιν δίδωμι». (Dialogus de depositione Nicolai IV patriarchae // Op. cit. P. 328:34–35).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου