Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

 

ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ (ΣΥΜΒΟΛΗ) ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΚΥΨΑΝ, ΩΣ ΜΗ ΩΦΕΙΛΕ, ΘΕΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΕΑΝ ΔΥΝΑΤΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ – ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΣ ΚΛΗΡΙΚΟΣ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗ»

         


          Ἐπειδή μοῦ ἀπεστάλη ἕνα κείμενο τό ὁποῖο διαπραγματεύεται τό ὡς ἄνω θέμα, ὑπογεγραμμένο ἀπό τον π. Ἰουστίνο Τσιουτέα, καί ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἐγώ συνέστησα σέ κάποιον  ἀποτειχισμένο ἱερέα, μή ἔχοντα την χειροθεσία τοῦ Πνευματικοῦ, νά ἐξομολογῆ κατ’οἰκονομίαν ἐν καιρῷ αἱρέσεως, θεωρῶ ὅτι εἶναι πρέπον καί ἁρμόδιο εἰς τήν ταπεινότητά μου νά ἀπαντήσω εἰς τό κείμενο αὐτό, οἱ δέ ἀδελφοί καί συλλειτουργοί  ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι κληρικοί καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ νά κρίνη τήν ὀρθότητα τῶν κειμένων.

          Κατ’ ἀρχάς ὁ τίτλος τοῦ κειμένου αὐτοῦ εἶναι λάθος καί πιστεύω ὅτι σκοπίμως  ἐτέθη κατ’αὐτόν τόν τρόπο,  ὥστε νά ἐξυπηρετῆ τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐγράφη καί αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν αὐτές τίς θέσεις. Ὁ τίτλος τοῦ κειμένου νομίζω ὅτι ἔπρεπε να εἶναι ὁ ἑξῆς: «Δύναται ἕνας Ἀποτειχισμένος, ἀλλά ὄχι Πνευματικός -Ἐξομολόγος Κληρικός νά ἐξομολογῆ ἐν καιρῷ αἱρέσεως;»

          Ἄν ἐτίθετο  κατ’αὐτόν τόν τρόπο ὁ τίτλος τοῦ κειμένου, ἀσφαλῶς ὅσα ἐγράφησαν θά ἦσαν φανερά καί ἀδιαμφίσβητητα ἐκτός θέματος, διότι ἁπλούστατα ὅσα ἀναφέρονται στό κείμενο αὐτό ὁμιλοῦν γιά τόν καιρό τῆς εἰρήνης καί ὄχι τῆς αἱρέσεως καί τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως. Δι’αὐτό ἀνέφερα ὅτι σκοπίμως ἐτέθη ὁ τίτλος τοιουτοτρόπως, ὥστε τρόπον τινά νά στέκωνται κατά τό δή λεγόμενο καί τά ἐπιχειρήματα.

          Οἱ Πατέρες ὅμως ξεχώρισαν τόν καιρό τῆς εἰρήνης καί τόν καιρό τῆς αἱρέσεως καί δέν τά συνέχεαν ὅπως ἐμεῖς. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ἐν προκειμένῳ, ὁ ὁποῖος ἔζησε καθ’ὁλοκληρίαν σχεδόν εἰς τόν καιρόν τῆς αἱρέσεως καί ἀπέθανε πρίν τήν ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ ἐρώτησι κάποιου μοναχοῦ περί τῶν ὑπερορίων χειροτονιῶν, γράφει τά ἑξῆς: «ἐν καιρῷ αἱρέσεως οὐ κατά τά ἐν εἰρήνῃ τυπωθέντα πάντως ἀπαραλείπτως γίνεται διά τήν ἀναγκάζουσαν χρείαν, ὅπερ φαίνεται πεποιηκώς ὅ τε μακαριώτατος Ἀθανάσιος καί ὁ ἁγιώτατος Εὐσέβιος, ὑπερορίους χειροτονίας ἀμφότεροι ποιησάμενοι. Καί νῦν δέ τό αὐτό ὁρᾶται πραττόμενον ἐν τῇ παρούσῃ αἱρέσει» (Φατοῦρος σελ. 832, Μεθοδίῳ μονάζοντι, PG 99, 1645).

          Θά ἔπρεπε λοιπόν οἱ συντάξαντες τό κείμενο αὐτό νά εὕρισκαν στοιχεῖα ἀπό τούς καιρούς τῶν αἱρέσεων μέσα εἰς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.  Προφανῶς λοιπόν, ἐπειδή δέν εἶχαν τέτοια στοιχεῖα, ἄλλαξαν πορεία καί θέμα και μᾶς ὡμίλησαν γιά τόν καιρό τῆς εἰρήνης.

          Θά ἀσχοληθῶ ἐν συνεχείᾳ μέ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ κειμένου, τά ὁποῖα θεωρῶ ἐντελῶς λανθασμένα καί κατόπιν θά ἀναφερθῶ στήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως δίνοντας κάποια στοιχεῖα ἀπό τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρει τό κείμενο στην α΄ παράγραφο τά ἑξῆς:«Ο 15ος Ιερός Κανών της ΑΒ΄ Συνόδου επί Μεγάλου Φωτίου δίνει την δυνατότητα στον Ιερέα να κάνει αποτείχιση, δηλαδή να προβεί σε διακοπή μνημονεύσεως του οικείου Επισκόπου του, όταν ο τελευταίος κηρύττει δημόσια, γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας αίρεση, καταγνωσμένη από Συνόδους και Πατέρες, προ συνοδικής κρίσεως. »

          Ἐδῶ μᾶλλον δείχνουν οἱ συγγράψαντες τό κείμενο ὅτι πιστεύουν στήν δυνητικότητα τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁπότε καί ὅσοι δέν ἀποτειχιστοῦν ἀπό τήν αἵρεσι δέν ἔχουν πρόβλημα, διότι ἡ δυνατότης δέν εἶναι συγχρόνως καί ὑποχρέωσις καί καθῆκον καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας.  Δέν ἐπεκτείνομαι ὅμως ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι θά κινδυνεύσωμε νά βγοῡμε ἐκτός θέματος.

          Στήν β΄παράγραφο ἀναφέρονται τά ἑξῆς:«Δεν δίνει, όμως, το δικαίωμα να «αρπάζει» ο ιερεύς, που δεν είναι χειροθετημένος ως πνευματικός-εξομολόγος από Επίσκοπο, την χειροθεσία σε πνευματικό πατέρα από μόνος του, με την δικαιολογία ότι βρισκόμαστε εν διωγμώ και ότι αυτό επιτρέπεται για λόγους οικονομίας.» Πόσο ἀστεῖο θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ αὐτό, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι εἶναι ἐπιχείρημα. Διότι ὁ ἐν λόγῳ Κανών δέν ἀσχολεῖται μέ αὐτό τό θέμα, ἀλλά μόνο μέ τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως.

          Στήν γ’παράγραφο ἀναφέρονται:«Ο αποτειχισθείς ιερεύς δεν μπορεί να είναι ή να γίνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό, που ήταν στην ενορία, που λειτουργούσε, πριν διακόψει την μνημόνευση του Επισκόπου του και διωχθεί από την ενορία του. » Αὐτό εἶναι πέρα γιά πέρα λάθος. Διότι ὁ Ἀποτειχισθείς ἱερεύς ἀπό τήν αἵρεσι, γίνεται κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἦταν, γίνεται ὁμολογητής, φεύγει ἀπό τά ὅρια τῆς ἐνορίας του καί ἔχει ποίμνιο ὅλους τούς Ἀποτειχισμένους, γίνεται ἐλεύθερος ἀπό τήν ἐξάρτησι καί τήν σκλαβιά τῆς δεσποτοκρατίας κλπ.  Γίνεται ὅμως καί κάτι πολύ λιγότερο ἀπό ὅ,τι ἦταν, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες. Διότι ἄν, μετά τήν δημοσία κήρυξι τῆς αἱρέσεως, συνέχισε νά ἔχη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί μετά μετενόησε, δι’αὐτό καί ἀποτειχίστηκε, παραμένει ὡς Ἀποτειχισμένος σέ ἀργία ἱερατική ὡς τόν καιρό Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία δύναται νά λύση τήν ἀργία του.  Εἶναι μεγίστη Οἰκονομία αὐτό πού γίνεται σήμερα στούς Ἀποτειχισμένους ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀποτειχίζονται ἀπό τήν αἱρεσι καί ἀμέσως λειτουργοῦν ὡς Ἀποτειχισμένοι καί μάλιστα ἀποφαίνονται δογματικῶς για τό τί θά κάνουν οἱ ἄλλοι ἱερεῖς, ἀν δηλαδή θά ἐξομολογοῦν κλπ. Τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας, ὅταν ἀποτειχίζετο κάποιος κληρικός ἀπό τήν αἵρεσι, δέν τοῦ ἔλεγαν «μπράβο» κατά τό δή λεγόμενο, οὔτε τοῦ ἔπλεκαν ἐπαίνους, ἀλλά ἀπεναντίας τόν ἔθεταν σέ ἀργία, στέρησι τῆς Θ. Κοινωνίας καί ἄλλα ἐπιτίμια γιά τόν καιρό πού ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν αἵρεσι. Εἶναι πολλές οἱ περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐρωτήθηκε γιά τό τί θά πρέπει νά πράξουν δι’αὐτούς τούς Ἀποτειχισμένους ἱερεῖς καί πάντοτε συμβούλευε ἀργία, ἕως καιροῦ Ὀρθοδόξου Συνόδου καί στέρησι τῆς Θ. Κοινωνίας γιά κάποιο χρονικό διάστημα.  Θά ἀναφέρω δύο χαρακτηριστικές  ἐπιστολές γιά νά κατανοήσωμε τό ποῦ ἐμεῖς εὑρισκόμαστε σήμερα.

Στήν Ἡγουμένη Εἰρήνη, ἡ ὁποία προφανῶς τόν ἐρώτησε γιά κάποιον ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἀποτειχίστηκε ἐνῶ εἶχε κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «τόν ἁλόντα πρεσβύτερον τῇ κοινωνίᾳ τῶν αἱρετικῶν, εἴ γε μάλιστα καί ὑπογραφῇ, μή ἐξεῖναι ἱερουργεῖν ἕως καιροῦ ὀρθοδόξου συνόδου, ἐφ’ τά τοιαῦτα καί θεωρηθήσεται καί διακριθήσεται, ἤ μόνον τό κατά περίστασιν βαπτίζειν, ἐκκομίζειν νεκρόν, διδεῖν σχῆμα μοναχῷ, ἁγιάζειν τῶν Θεοφανίων τό ὕδωρ, εὐαγγελίζεσθαι κατ’ ὄρθρον καί μεταδιδόναι τῶν ἁγιασμάτων, ἤδη θεουργηθέντων ὑπό σεσωσμένου πρεσβυτέρου. Καί ταῦτα, ὡς εἶπον, ἐξ ἀνάγκης, ἐπεί, εὑρισκομένου τοῦ μή ἐμπαρέντος τῇ κοινωνίᾳ ἱερέως, οὐδέ τά προειρημένα πράσσειν ἐξόν..»(Φατ.σελ. 809). Αὐτές τίς οἰκονομίες τίς ὁποῖες κάνει στόν ἐν ἀργίᾳ ἱερέα, δέν τίς ἐπινόησε  ὁ ὅσιος μόνος του, ἀλλά εἶναι ἀπόφασις Συνόδου τῶν ἀποτειχισμένων ἱερέων καί Ἐπισκόπων.  Αὐτό φαίνεται ἀπό μία ἀπάντησι τήν ὁποία δίδει ὁ ὅσιος στόν μοναχό Μεθόδιο, ὁ ὁποῖος τόν ἐρώτησε γιά τό βάπτισμα σέ περίπτωσι ἐλλείψεως ἀποτειχισμένου ἱερέως Ἐρώτησις. περί τῶν θελόντων βαπτισθῆναι, ἐάν μή εὑρεθῇ ὀρθόδοξος ἱερεύς ἤ ἄμεμπτος, εἰ χρή βαπτισθῆναι ὑπό τῶν κοινωθέντων ἱερέων ἤ ἀκηρύκτων, μάλιστα ἐάν θάνατος κατεπείγῃ.

Ἀπόκρισις. τύπος τοιοῦτος ἐξεφωνήθη ἐνταῦθα παρά τε ὁμολογητῶν ἱεραρχῶν τε καί καθηγουμένων, τούς εἰργμένους πρεσβυτέρους τῆς λειτουργίας διά τήν αἱρετικήν κοινωνίαν συγχωρεῖσθαι, μή εὑρισκομένου σεσωσμένου ἱερέως, καί βαπτίζειν καί μεταδιδόναι τῶν ἁγιασμάτων, προτετελεσμένων ἐξ ἀκρατήτου ἱερέως, σχῆμά τε διδόναι μοναχοῦ, εὐχήν τε ποιεῖν ἐπί ἐκκομιδῆς, εὐαγγέλιόν τε ἐκφωνεῖν ἐπί ὄρθρου καί τό τῶν Θεοφανίων ὕδωρ εὐλογεῖν, ὡς εἴρηται, κατά περίστασιν διά τό μή ἐναπομένειν τούς λαούς παντάπασιν ἀνηκόους τοῦ εὐαγγελίου καί ἀφωτίστους. εἰ οὖν συναρέσκει ὑμῖν, κρατείτω ὁ τοιοῦτος τύπος καί ἐν τοῖς αὐτόθι».(Φατ. Σελ. 836, 549. Μεθοδίῳ μονάζοντι,PG 99,1645).

          Ἐδῶ διευκρινίζομε ὅτι οἱ κοινωθέντες ἱερεῖς ἦσαν αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶχαν πρίν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί τώρα ὡς ἀποτειχισμένοι εὑρίσκοντο σέ ἀργία.  Αὐτοί ὀνομάζονται ἀπό τήν Σύνοδο τῶν Ἀποτειχισμένων Πατέρων «εἰργμένοι πρεσβύτεροι τῆς λειτουργίας διά τήν αἱρετική κοινωνία». Οἱ ἀκκήρυκτοι δέ ἦσαν ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἀπό ἄλλο μέρος καί ὁ σεσωσμένος ἱερεύς ἦταν ὁ Ἀποτειχισμένος ἀπό τήν αἵρεσι, χωρίς τό προαναφερθέν κώλυμα τῆς ἀργίας. Ἐδῶ βλέπουμε τούς ὁμολογητές Πατέρες νά ἐνδιαφέρωνται γιά τόν λαό, εἰς τρόπον ὥστε σέ σύναξι νά δίδουν ἄδεια στούς ἐν ἀργίᾳ ἱερεῖς νά τελοῦν κάποια ἱερατικά καθήκοντα, ποτέ ὅμως τή Θ. Λειτουργία.  Σέ ἀντίθεσι μέ ἐμᾶς πού ἀδιαφοροῦμε ἄν ἔχουν τρόπο νά ἐξομολογηθοῦν ἤ ἐπιβάλλουμε στό λαό φορτία βαρέα και δυσβάστακτα, ὅπως τό νά κάνουν ἑκατοντάδες χιλιόμετρα γιά νά βροῦν ἱερέα νά ἐξομολογηθοῦν ἤ νά κοινωνήσουν.

          Στήν δ’παράγραφο ἀναφέρει τό κείμενο τά ἑξῆς:«Από τους λίγους Ιερείς, που προχώρησαν σε αποτείχιση, δυστυχώς, λίγοι είναι χειροθετημένοι από Επίσκοπο ως πνευματικοί-εξομολόγοι. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα σχετικά με το πού θα πηγαίνουν οι αδελφοί μας λαϊκοί, που έκαναν αποτειχιση και απομακρύνθηκαν από τους λυκοποιμένες  δεσποτάδες και ιερείς, να εξομολογηθούν

          Ὑπάρχει λοιπόν μεγάλο πρόβλημα, ὅπως ἀναφέρεται στό κείμενο καί οἱ συντάξαντες αὐτό μέ τίς θέσεις των τό κάνουν μεγαλύτερο. Θά πρέπει νά κατανοήσωμε ὅτι, ὅταν ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα καί τοποθετούμεθα σέ μία πλευρά, δίδουμε συγχρόνως καί μία λύσι, ἡ ὁποία πρωτίστως ἐπιβαρύνει καί ἐπιφορτίζει τούς ἑαυτούς μας καί ὄχι κατά τό ἁγιογραφικόν νά φορτώνωμε φορτία βαρέα και δυσβάστακτα στούς ὥμους τῶν μικρῶν καί ἀδυνάτων καί ἐμεῖς νά εἴμαστε οἱ στοχαστές τοῦ προβλήματος.  Κατ’ αὐτόν τόν τρόπον δέν θυσιάζομε τήν ψυχή μας ὑπέρ τῶν προβάτων, οὔτε τρέχουμε στά ὄρη γιά να ζητήσωμε τό πλανώμενο, δηλαδή δέν εἴμεθα καλοί ποιμένες.  Τά ἴδια γράφονται και στήν ἑπόμενη παράγραφο, δίδοντας συμβουλές καί ὁδηγίες στούς μικρούς καί ἀδυνάτους γιά τά χιλιόμετρα τά ὁποῖα πρέπει νά κάνουν, προκειμένου νά οἰκονομήσουν τίς πνευματικές των ἀνάγκες.  Καί ἐμεῖς οἱ Ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς θά εἴμεθα στόν θρόνο τῆς Ἀποτειχίσεως καί θά δρέπουμε τούς ἐπαίνους τῆς θυσίας μας.

          Ἐν συνεχείᾳ ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου εἰσέρχεται στό κυρίως θέμα καί ἐπικαλεῖται κάποια στοιχεῖα ἀπό τόν Ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τά ὁποῖα ὅμως ὅλα ἀφοροῦν τήν ἐν καιρῷ εἰρήνης περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.  Γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως περίοδο οὐδέν, ἀπολύτως οὐδέν, ἀναφέρεται.  Δι’αὐτόν τόν λόγον ὡς ὄντα ἐκτός θέματος δέν τά σχολιάζω κἄν.

          Ἐκεῖνο ἐπίσης πού πρέπει νά σημειωθῆ εἶναι ὅτι στή συνέχεια τοῦ κειμένου ὁ συντάκτης, στήν προσπάθειά του νά βγάλη τό συμπέρασμα τό ὁποῖο τόν ἐξυπηρετεῖ, ἀναφέρεται καί στίς εὐχές τῆς χειροτονίας τοῦ ἱερέως.  Μετά τήν ἀναφορά τῆς δευτέρας εὐχῆς τῆς χειροτονίας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Και μόνο απ' αυτήν την ευχή, καταλαβαίνει κανείς ποιά δικαιώματα-άδεια παίρνει ο ιερέας με την χειροτονία.

Α. Να στέκεται αμέμπτως μπροστά στο Θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα 

Β. Να κηρύττει στον πιστό λαό του Θεού το Ιερό και Άγιο Ευαγγέλιο της βασιλείας. 

Γ. Να ιερουργεί τον λόγο της αληθείας.

Δ. Να προσφέρει δώρα και θυσίες πνευματικές, και

Ε. Να ανακαινίζει τον λαό με το λουτρό της παλιγγενεσίας, δηλαδή με το μυστήριο του βαπτίσματος. 

Επομένως, πουθενά στις ευχές της χειροτεχνίας εις πρεσβύτερον δεν υπάρχει κάτι που να λέει ότι ο χειροτονηθείς ιερεύς έχει, επίσης, το δικαίωμα του «δεσμείν και λυείν», του εξομολογείν. Ακριβώς διότι, αυτό το δικαίωμα το λαμβάνει με την χειροθεσία του εις πνευματικόν.»

Σύμφωνα λοιπόν μέ τήν λογική τοῦ συντάκτου τοῦ κειμένου, ὁ ἱερεύς δέν δύναται νά τελέση οὔτε τό μυστήριο τοῦ γάμου, οὔτε τοῦ εὐχελαίου, οὔτε νά κάνη ἁγιασμό, οὔτε κἄν τήν εὐχή τῆς βασκανίας νά διαβάση, διότι καί αὐτά δέν ἀναφέρονται στίς εὐχές τῆς χειροτονίας.  Ἄν εἶναι δυνατόν αὐτά νά ἀποτελοῦν λογικά ἐπιχειρήματα καί ὄχι στραγγαλισμό τῆς ἀληθείας!

      Ἐν συνεχείᾳ κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀναφέρεται ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου καί στίς εὐχές τῆς χειροθεσίας τοῦ ἱερέως εἰς πνευματικόν, τά ὁποῖα καί αὐτά εἶναι ἐκτός θέματος.

      Κατωτέρω θά ἀναφέρω δύο μόνο σημεῖα τοῦ κειμένου γιά νά μήν μακρυγορῶ καί θά κάνω κάποιους μικρούς σχολιασμούς και ἐν συνεχείᾳ θά δώσω κάποια στοιχεῖα γιά τό τί δυνάμεθα νά κάνωμε ὡς οἰκονομία ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως.  Τό κείμενο συνεχίζει ὡς ἑξῆς:« Εννοείται ότι κανείς δεν πρέπει να πάει στους αιρετίζοντες λυκοποιμένες, από τους οποίους απομακρύνθηκε με την αποτείχιση. Ναι μεν είναι έγκυρα τα μυστήρια, που τελούν, επειδή δεν είναι ακόμη καθηρημένοι, αλλά οι ίδιοι είναι ακοινώνητοι, διότι μετά την αναγνώριση των εκτός Εκκλησίας σχισματικοαιρετικών καθηρημένων και αναθεματισμένων της Ουκρανίας ως «εκκλησίας», έχουν πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία με το σχίσμα. Βάσει του β΄ Κανόνος της εν Αντιοχεία Συνόδου, όποιος κοινωνεί με ακοινωνήτους, είναι κι αυτός ακοινώνητος. Σε τέτοιους λυκοποιμένες-πνευματικούς και ακοινωνήτους δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να πάει κανείς.»

      Μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν νεόκοπη διδασκαλία περί ἐγκύρων μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, πρέπει νά δεχθοῦμε ἤ ὅτι ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες, μία τῶν ἀποτειχισμένων καί μία τῶν αἱρετικῶν, διότι μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία τελοῦνται τά μυστήρια, ἤ πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει μία Ἐκκλησία αἱρετικῶν καί ἀποτειχισμένων, ἡ ὁποία τελεῖ τά μυστήρια, ὁπότε ματαίως  ἀποτειχιστήκαμε, διότι πάλι μετά τήν Ἀποτείχισι εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ τούς αἱρετικούς.

      Τό πλέον λυπηρό ὅμως εἶναι ὅτι,  σύμφωνα μέ τό συνταχθέν  κείμενο,   τό πρόβλημα τό ὁποῖο μᾶς ὡδήγησε στήν Ἀποτείχισι εἶναι τό Οὐκρανικό σχῖσμα καί ὄχι  ἡ Παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ἔτσι τό σχῖσμα καθίσταται σοβαρώτερο πρόβλημα ἀπό τήν αἵρεσι τῶν ἐσχάτων καιρῶν, τόν Οἰκουμενισμό, πού ὁδηγεῖ στήν προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.

      Στό τέλος πρίν ἀπό τά συμπεράσματα τό κείμενο ἀναφέρει τά ἑξῆς:«Για παράδειγμα, αν είναι κάποιος ετοιμοθάνατος, και η οικογένειά του καλεί τον ιερέα να τον κοινωνήσει, τότε μπορεί να τον εξομολογήσει, να του διαβάσει την συγχωρητική ευχή και έπειτα να τον κοινωνήσει. Εδώ επιτρέπεται οικονομία.»

      Μέ αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ἐν κατακλεῖδι ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου εἶναι σάν νά ἀναιρῆ ὅλα ὅσα ἰσχυρίζετο προηγουμένως.  Διότι ἄν γιά κάποιον λόγο, τόν ὁποῖο κρίνει αὐτός ὡς ἀναγκαῖο, ἐπιτρέπεται οἰκονομία, γιατί νά μήν ἐπιτρέπεται καί γιά τόν λόγο τόν ὁποῖο κρίνομε ἐμεῖς ὡς ἀναγκαῖο καί μάλιστα ὄχι γιά νά οἰκονομηθῆ ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι ἑτοιμοθάνατος, ἀλλά γιά νά οἰκονομηθοῦν πολλοί, οἱ ὁποῖοι θέλουν πνευματική στήριξι καί κάπου νά ἀκουμπήσουν γιά νά μήν ἐπιστρέψουν μέ τήν ἀδιαφορία μας πάλι στήν αἵρεσι καί τοιουτοτρόπως πεθάνουν πνευματικά.

      Νά ἀναφέρωμε καί δύο λόγια γιά τά συμπεράσματα στά ὁποῖα καταλήγει ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου: «Συμπέρασμα: Για να γνωρίζει ο πιστός αποτειχισμένος λαός και κλήρος, αν ένας κληρικός είναι όντως αποτειχισμένος και πνευματικός, θα πρέπει ο ιερεύς να έχει μαζί του και να επιδεικνύει : 

1. Το χειροτονητήριό του.

2. Το ενταλτήριο γράμμα (που αποδεικνύει την χειροθεσία εις πνευματικόν), και

3. Το επίσημο και δημόσιο κείμενο διακοπής μνημονεύσεως του Επισκόπου του.»

Ὅλα αὐτά κρίνονται ὡς περιττά, τό δέ τρίτο εἶναι καί ἀντιπατερικό, διότι τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας οἱ αἱρετικοί ζητοῦσαν ἔγγραφες ὁμολογίες καί ὑπογραφές ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὑπετάσσοντο στήν αἵρεσι καί μάλιστα στήν περίπτωσι τῆς ἐγγράφου αὐτῆς ὁμολογίας καί ὑπαγωγῆς στήν αἵρεσι ὁ Ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἦταν πολύ αὐστηρότερος ὡς πρός τά ἐπιτίμια σέ αὐτούς πού μετανοοῦσαν καί ἀποτειχίζοντο. Ὁ ὅσιος συμβούλευε νά ζητοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι μόνο τήν προφορική ὁμολογία γιά κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί νά μήν τήν δέχωνται, μόνον ἄν αὐτή ἦταν προφανῶς ψευδής.  Ἄλλωστε οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζουν καλλίτερα ἄν κάποιος εἶναι ἀετός ἤ κότα, ἄν εἶναι λαγός ἤ λέοντας καί δέν νομίζω ὅτι χρειάζονται γραπτές ὁμολογίες.  Ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι μέχρι σήμερα στά τόσα χρόνια τῆς ἀποτειχίσεως κανείς δέν μοῦ ἐζήτησε κάποιο τέτοιο γραπτό στοιχεῖο, προκειμένου νά βεβαιωθῆ γιά τά αὐτονόητα.

      Ἐν συνεχείᾳ θά καταθέσω κάποια στοιχεῖα γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως κατάστασι στό θέμα τῶν οἰκονομιῶν καί τῆς ἐν λόγῳ οἰκονομίας.  Πρῶτα ἀπό ὅλα θά ἀναφέρωμε τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά νά κατανοήσωμε ὅτι το μυστήριο τῆς Μετανοίας περιλαμβάνεται στά καθήκοντα τοῦ ἱερέως, τά ὁποῖα ἀναλαμβάνει διά τῆς χειροτονίας του.

      Στήν ἀρχή τῆς ἐνδεκάτης ὁμιλίας τῆς ἑρμηνείας τῆς Α΄πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς:

      «Διαλεγόμενος περί ἐπισκόπων καί χαρακτηρίσας αὐτούς καί εἰπών τίνα μέν ἔχειν, τίνων δέ ἀπέχεσθαι χρή, καί τό τῶν πρεσβυτέρων τάγμα ἀφείς, εἰς τούς διακόνους μετεπήδησε.  Τί δήποτε; Ὅτι οὐ πολύ τό μέσον αὐτῶν καί τῶν ἐπισκόπων.  Καί γάρ καί αὐτοί διδασκαλίαν εἰσίν ἀναδεδειγμένοι καί προστασίαν τῆς ἐκκλησίας· καί ἅ περί ἐπισκόπων εἶπε, ταύτα καί πρεσβυτέροις ἁρμόττει. Τῇ γάρ χειροτονίᾳ  μόνη ὑπερβεβήκασι καί τούτῳ μόνον δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τούς πρεσβυτέρους»(ΕΠΕ 23, 290).

      Ἐδῶ ὁ Χρυσόστομος ἅγιος μέ πολύ σαφήνεια μᾶς διδάσκει, ὅτι δέν ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων.  Μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡ μόνη διαφορά ἔγκειται εἰς τήν χειροτονία, δηλαδή ὅτι ὁ ἱερεύς δέν δύναται νά χειροτονήση, μέ ἄλλα λόγια νά μεταδώση τήν ἱερωσύνη.  Εἶναι τό μόνο εἰς τό ὁποῖο πλεονεκτοῦν δηλαδή ὑπερτεροῦν οἱ Ἐπίσκοποι.  Ἐμεῖς ὅμως σήμερα ἀλλάξαμε αὐτήν τήν διδασκαλία καί τήν μικρή αὐτή διαφορά τήν ἐκάναμε χάσμα ἀγεφύρωτο, εἰς τρόπον ὥστε νά δημιουργήσωμε διαφορές ἀκόμη καί μεταξύ τῶν ἱερέων, ὅπως π.χ. ἄλλος νά εἶναι πνευματικός καί ἄλλος ὄχι, ἄλλος νά εἶναι πρωτοπρεσβύτερος κλπ. Από αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ Χρυσορρήμονος φαίνεται πεντακάθαρα ὅτι ὁ ἱερεύς διά τῆς χειροτονίας του δύναται νά τελέση ὅλα τά μυστήρια, πλήν τοῦ νά μεταδώση τήν ἱερωσύνη. Ὡς ἐκ τούτου καί ἄν θεωρηθῆ οἰκονομία τό ὅτι σήμερα, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, κάποιος ἱερεύς ἐξομολογεῖ, χωρίς νά εἶναι χειροθετημένος πνευματικός, ἀσφαλῶς εἶναι κάτι ἁπλό, ἐφ’ὅσον τήν ἐποχή τοῦ Χρυσορρήμονος ἦταν φυσικό.

      Θά ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ τήν θέσι τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας, τήν ὁποῖα εἶχε τουλάχιστον τους ἐννέα (9) πρώτους αἰῶνες. Θά πρέπει νά γνωρίζωμε ὅτι τούς (9) πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας το μυστήριο τῆς Μετανοίας δέν συγκαταλέγετο μεταξύ τῶν μυστηρίων της καί κατόπιν τούς ἑπομένους αἰῶνας σιγά σιγά συγκαταριθμήθη μεταξύ τῶν ἑπτά (7) μυστηρίων, τά ὁποῖα ἔλαβαν τή σημερινή θέσι των μέσα στήν Ἐκκλησία. 

      Σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρός τόν μοναχό Γρηγόριο, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρει τά ἑξῆς, λύνοντας κάποιες ἀπορίες σχετικές μέ τήν μοναχική ἀφιέρωσι:«Τό τῶν μοναχῶν σχῆμα παρθενίας  ἐστίν ἐπάγγελμα καί μυστήριόν ἐστι μοναχικῆς τελειώσεως κατά τήν φωνήν τοῦ θείου καί πανσόφου Διονυσίου, καί τό λέγειν τινάς τό, πόθεν παρεδόθη τό ἀποτάσσεσθαι καί γίνεσθαι μοναχόν;οὐδέν ἕτερόν ἐστιν εἰπεῖν ἤ ὅτι, πόθεν παρεδόθη γίνεσθαί τινα χριστιανόν;ὁ γάρ τό πρότερον θεσμοθετήσας ἀποστολικῇ παραδόσει καί τό δεύτερον ἐξέδωκεν, ἕξ μυστήρια ἐκτεθεικώς, πρῶτον περί φωτίσματος, δεύτερον περί συνάξεως εἴτουν κοινωνίας, τρίτον περί τελετῆς μύρου, τέταρτον περί ἱερατικῶν τελειώσεων, πέμπτον περί μοναχικῆς τελειώσεως, ἕκτον περί τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων. Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν ἐν τούτοις; ὅτι ὁ ἀμφισβητῶν περί ἕν τῶν εἰρημένων ἀμφιβάλλει δῆλον ὅτι καί περί τῶν ἄλλων μή θεοπαραδότως ἔχει καί τῇ τοῦ ἑνός ἀναιρέσει συνανῃρηται ἐξ ἀναγκαίου καί τά λοιπά·  καί οὔτε φώτισμα οὔτε σύναξις οὔτε θεῖον μύρον οὔτε ἱερατική τελείωσις οὔτε τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων διατύπωσις εἶεν ἄν, εἴπερ μή πάρεστιν ἡ μοναχική τελείωσις, καί ἐσμέν ἐθνόφρονες, ἄθεοι ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ καί ἐλπίδα μή ἔχοντες. Τοιοῦτός ἐστιν ὁ τήν πρότασιν εἰσάγων, τό πόθεν παρείληπται μονάζειν ἄνθρωπον. Καί οὕπω λέγω ὅτι καί πάντες οἱ ἔξοχοι τῶν θεοφόρων πατέρων καί μονασταί γεγόνασι καί τόν μοναδικόν βίον ὡς ἀγγελικόν ἐκθειάζουσιν· πρός ὧν καί τά διατυπωτικά τῆς ἱερᾶς ζωῆς  συγγράμματα» (Φατοῦρος σελ. 720, 489. Γρηγορίῳ τέκνῳ).

      Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ ὅσιος γιά νά καταγράψη τά μυστήρια ἔχει ὑπ’ὄψιν του την διδασκαλία τοῦ ἁγ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ὁ ἅγιος Διονύσιος στό ἔργο του «Περί ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας»ἀναφέρεται ἐκτενῶς στά ἕξ αὐτά μυστήρια γράφοντας καί τίς εὐχές οἱ ὁποῖες λέγονται στό καθένα καί ἀναλύοντας θεολογικά τόν σκοπό του (PG3,392-584). Ὅπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, τά μυστήρια τοῦ γάμου, τοῦ εὐχελαίου καί τῆς μετανοίας δέν ὑπάρχουν, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὄχι βέβαια ὅτι δέν ἐτελοῦντο, ἀλλά δέν εἶχαν τήν θέσι αὐτή τοῦ μυστηρίου, τήν ὁποία ἔχουν σήμερα.  Ἀντιθέτως ἐθεωροῦντο μυστήρια ἡ μοναχική ἀφιέρωσι καί ἠ ἐξόδιος ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων.  Ὁ ὅσιος πολλές φορές στίς ἐπιστολές του ἀναφέρεται στή μετάνοια καί ἐξαγόρευσι, καθορίζει δέ καί τά ἐπιτίμια τά ὁποῖα παιδαγωγικῶς πρέπει νά θέτη ὁ ἱερεύς. Ἔχει δέ συγγράψει καί εἰδικά κεφάλαια περί τῆς μετανοίας καί ἐξαγορεύσεως τά ὁποῖα εὑρίσκονται στήν Ἑλληνική Πατρολογία μέ τίτλο «Τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν καί ὁμολογητοῦ Θεοδώρου πρεσβυτέρου καί ἡγουμένου τῶν Στουδίου περί ἐξαγορεύσεως καί τῶν ταύτης διαλύσεων κανόνες ἐκτεθέντες παρ’αὐτοῦ».  Ἡ ἀρχή τοῦ ἔργου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς:«Ἐξαγόρευσις ἐστί λόγων καί ἐνθυμήσεων αἰσχρῶν ἀνήδονος ὑπόμνησις· διάλυσις δέ ἡ τούτων διάκρισις ἐπί ἀγαθήν ὁδόν ὁδηγοῦσα τούς προσερχομένους»(PG 99, 1721 A).

      Ὅλα αὐτά τά ἀναφέρομε γιά νά φανῆ ὅτι αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν κἄν τότε μυστήριο, ἀσφαλῶς δέν θά ἤθελε καί κάποια εἰδική εὐχή τοῦ Ἐπισκόπου γιά νά τό τελέση ἱερέας, τήν στιγμή μάλιστα κατά τήν ὁποία, διά τῆς χάριτος τῆς ἱερωσύνης, ἠδύνατο νά τελέση τά ἀνώτερα καί οὐσιωδέστερα μυστήρια, ὅπως ἦταν τό βάπτισμα καί Θ. Λειτουργία.

      Ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῶν οἰκονομιῶν οἱ ὁποῖες γίνονται ἐν καιρῷ αἱρέσεως, νομίζω ὅτι τό πνεῦμα τῶν Πατέρων εἶναι νά κάνουν διάφορες οἰκονομίες, ἀνάλογες πάντοτε μέ τίς ἀνάγκες τῆς κάθε αἱρέσεως, δηλαδή ἀνάλογες μέ τίς ἀνάγκες τῶν ἀποτειχισμένων Ὀρθοδόξων.

Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι ὁ μοναδικός ἴσως ὁ ὁποῖος δίδει ὁρισμόν τῆς ὀρθοδόξου οἰκονομίας καί καθορίζει τά ὅριά της, χρονικά καί δογματικά.  Σέ ἐπιστολή του στόν Μάγιστρο Θεόκτιστο, στήν ὁποία ἀσχολεῖται ἐξ ὁλοκλήρου μέ τό θέμα τῆς οἰκονομίας ὅσον ἀφορᾶ τήν μοιχειανική αἵρεσι, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει τά ἑξῆς:« Oἰκονομίας γάρ ὅρος, ὡς οἶσθα, μήτε τι τῶν κειμένων ἀθετεῖν καθόλου, μήτε ἐφ' ὧ οἷόν τε μικρόν ὑφεῖναι κατά καιρόν καί λόγον· ὡς ἐντεῦθεν εὑρεῖν τό ζητούμενον ἀτεχνῶς· πρός τό σφοδρότερον ὑπάγεσθαι τῷ πράγματι, καί ζημιοῦσθαι τά τελεώτερα. Καί τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μέν τοῖς ἀποστόλοις, παρά τοῦ Παύλου, ἁγνισαμένου καί περιτεμόντος τόν Τιμόθεον· ἐν δέ τοῖς Πατράσι; παρά τοῦ μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τό λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος, καί ὑποσιωπήσαντος· πρός καιρόν τήν Θεός φωνήν γυμνήν ἐπί τοῦ Πνεύματος. 'Αλλ' οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτί τό τοῦ Οὐάλεντος δῶρον, καί μή κηρύττων Θεόν τό Πνεῦμα· τοὐναντίον μέν οὖν ἀμφότεροι ὑπέρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται. Οὕτως τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν, οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γάρ ἐπεδράξατο ὅ μικρόν ἐνέλιπεν. Ὡς ἐπί τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρόν τό πηδάλιον, διά τήν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δέ διενεχθείς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντί οἰκονομίας παράβασιν τελέσας. Καί τά παραδείγματα πολλά, ἅ παρέλκον ἐστί γράφειν διά τό μακρηγορές.». (Φατ.σελ. 64 –PG 99, 984 B).

      Ἄν τώρα ὁ συντάκτης τοῦ κειμένου στήν περίπτωσι τήν ὁποία ἐξετάζομε εὕρη, ὅτι κάπου παρεκκλίναμε ἀπό τά ὅρια τά ὁποῖα ἔθεσε ὁ ὅσιος, εἶναι καλό νά μᾶς τό ὑποδείξη διά νά διορθωθοῦμε καί νά ἐπανέλθωμε στήν ἀκρίβεια.  Χωρίς ὅμως ἐπιχειρήματα θά ἠδύνατο νά πείση μόνον τούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι θέλουν τούς ἀποτειχισμένους λαϊκούς ἀνεξομολόγητους καί  ἀκοινώνητους ὥστε νά τούς ἐπαναφέρουν πάλι στό στόμα τοῦ λύκου.

      Σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στόν μοναχό Ναυκράτιο ὁμιλεῖ καί γιά οἰκονομίες, οἱ ὁποῖες γίνονται εἰς τό διηνεκές, δηλαδή πάντοτε καί ἀναφέρει σάν παράδειγμα τόν ἅγ. Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε στούς Ἰταλούς νά χρησιμοποιοῦν ἀντί τῶν ὑποστάσεων τά πρόσωπα: «Ἔφης ἀνθ' ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς Ἑῴας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον τόν Μοψουεστίας αἱρετικόν ὄντα. Ἐπ' ἄν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ' αὐτοῖς ἐσέσωστο. Οὕτω γάρ γέγραπται, καί ὁ ὑπομνηματίζων ταῦτα, ὁ ἐν ἁγίοις Εὐλόγιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξαν­δρείας ἐν τῷ Περί οἰκονομίας αὐτοῦ λόγῳ· οὗ καί χρῆσιν ἐνεθέμεθα ἐν τῇ ὑφ' ἡμῶν πονηθείσῃ ἰδίως Περί τῆς καθόλου οἰκονομίας πραγματείᾳ. Τήν λύσιν οὖν αὐτός δέδωκεν ὁ καί ἱστορήσας. Οὐ γάρ πω ἀλλαχόσε λέλεκται, καί ἱκανόν μή ἐπιζητεῖ ἄλλο. Σαφηνείας δέ ἕνεκεν ἔστω τά παρ' ἡμῶν ἐχόμενα τῆς αὐτῆς ἐννοίας· ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν Πατέρων, αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν. Οἷον διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς. Πρός καιρόν δέ· οἷον τοῦ Ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς· τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἐπί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος· οἷοᾳ καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου. Ἅ μέχρι τινός καιροῦ γενόμενα, οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν, οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον· ὑφειμένον δ' οὖν ὅμως καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές. Τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν. Μηδέ γάρ δυνατόν ἰατρόν τόν ἠῤῥωστηκότα θᾶττον ἀπαλλάξαι τῆς νόσου, μήτ' αὖ ἵππον ἀκρατῆ, ἤ ξηρόν πτόρθον, τόν μέν εὐχάλινον, τόν δέ εὐθύτομον ἐξαυτῆς καταστήσασθαι, εἰ μή τοῖς κατά μικρόν ποππυσμοῖς τε καί κολακεύμασι, μαλακαῖς τε καί ἐπικλήσεσι χρώμενον, τόν τῶν τοιούτων ἐμπειρότατον»  (Φατ.σελ. 141 –PG 99,1085 D). Aὐτό προφανῶς ἔγινε ἐξαιτίας τῆς στενότητος τῆς λατινικῆς γλώσσας καί ἐννοεῖται ὅτι λέγοντας οἱ Λατίνοι πρόσωπο ἐννοοῦν ὅλη τήν ὑπόστασι. Στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀναφέρει τήν οἰκονομία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος δέν ἀποτειχίστηκε ἀπό τούς ἀνατολικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐμνημόνευον εἰς τά δίπτυχα τόν αἱρετικό Θεόδωρο Μοψουεστίας. Αὐτή ἡ οἰκονομία ἦταν προσωρινή μέ τόν σκοπό νά καταλάβουν τό λάθος των καί νά σβήσουν τόν αἱρετικό ἀπό τά δίπτυχα.

      Οἰκονομίες τίς ὁποῖες ἔκανε ὁ ὅσιος ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι ὅτι ἐδέχετο τίς ὑπερόριες χειροτονίες καί τίς παρ’ἐνορίᾳ πράξεις, τά ὁποῖα ἐν καιρῷ εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατά τούς Κανόνας καθαιρετικά ἁμαρτήματα. Ὁ ἴδιος δέ ἐλειτουργοῦσε, ὅταν ἠδύνατο καί μέσα στίς φυλακές ὅπου εὑρίσκετο, εἶχε μάλιστα καί ἕνα γυάλινο ποτήρι μέ τό ὁποῖο λειτουργοῦσε, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του. Ἐδῶ, ἐκτός ἀπό τήν παρ’ἐνορία πράξι, ἔχομε καί ἄλλες οἰκονομίες, ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἁγ. Τράπεζα, τά ἄμφια, τά ἅγια σκεύη κλπ.

      Μία ἄλλη οἰκονομία παρόμοια μέ τό ὑπό ἐξέτασι θέμα εἶναι καί ἡ οἰκονομία τήν ὁποία ἐπέτρεψε ὁ ὅσιος νά γίνη στήν ἀδελφότητα τῆς Πελεκητῆς. Τήν περίοδο αὐτή τῆς Εἰκονομαχίας ἀπέθανε ὁ Ἡγούμενος αὐτῆς τῆς μονῆς καί οἱ ἀδελφοί ἐξέλεξαν ὡς ἡγούμενο κάποιον ἀσκητή ὀνόματι Σέργιον, ὁ ὁποῖος ἐζοῦσε σέ μία σπηλιά.  Ἐρώτησαν λοιπόν τόν ὅσιο, πῶς θά γίνη ἡ ἐνθρόνισις τοῦ νέου ἡγουμένου καί ποῖος θά ἐδιάβαζε τίς εὐχές, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης ἅγ. Νικηφόρος ἦτο ἐξορισμένος καί ὁ εὑρισκόμενος στόν θρόνο ἦτο αἱρετικός. Ὁ ὅσιος  τότε ἔστειλε μία ἐπιστολή στήν ἀδελφότητα τῆς Πελεκητῆς, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει ὅτι ὁ νεοεκλεγείς ἡγούμενος ὑπό τῶν ἀδελφῶν θά κάνη κανονικά τά καθήκοντά του ὡς ἡγούμενος ὡς τόν καιρό πού θά ἐπιστρέψη ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης στόν θρόνο του, καί τότε θά γίνουν νόμιμα καί κανονικά ὅλα αὐτά τά ὁποῖα τώρα γίνονται κατ’οἰκονομίαν. Συμβουλεύει δέ ἐν τέλει τόν νέο ἡγούμενο πῶς πρέπει νά ποιμάνη τούς ἀδελφούς, ὑπαρχούσης μάλιστα τῆς αἱρέσεως :«Σύ δέ, ἀδελφέ ἀγαπητέ, οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος πέπραχας, ἐπάν οὕτως ἐγένετο, κατεληλυθώς ἐκ τῆς ὀπῆς τῆς πέτρας καί ἡγησάμενος τῶν ἀδελφῶν· καί γάρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, συγκαταβάσει χρησάμενος, τό τῆς οἰκονομίας ἐξετέλεσε μυστήριον ἐπί σωτηρίᾳ τοῦ παντός. Στῆθι οὖν, καθό κέκρικας καί κέκριται ὑπό τῶν ἀδελφῶν, ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀρχιερέως, καί τότε γενήσεται ὅ δεῖ γενέσθαι νομιμώτερόν τε καί κανονικώτερον·» (Φατ. Σελ. 741-PG 99, 1457 B).

      Noμίζω ὅτι ἐδῶ ἔχουμε κάτι παρόμοιο μέ τό ὑπό ἐξέτασι θέμα.  Διότι στή μία περίπτωσι ὑπάρχει ἡ χειροθεσία τοῦ ἡγουμένου καί στήν ἄλλη ἡ χειροθεσία τοῦ Πνευματικοῦ.

      Στήν περίπτωσι  τοῦ   ἁγ.  Βαπτίσματος,   τό   ὁποῖο   θεωρῶ εἶναι σημαντικώτερο ἀπό τήν ἐξομολόγησι, ὡς                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            εἰσαγωγικό δι’ὅλα τά μυστήρια, ὁ ὅσιος διδάσκει ἐν καιρῷ αἱρέσεως νά γίνωνται διάφορες οἰκονομίες, προκειμένου νά μήν προσφύγουν οἱ Ὀρθόδοξοι στούς αἱρετικούς ἱερεῖς. Σέ ἐπιστολή του στόν μοναχό Ἰγνάτιο ὁ ὅσιος ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρει τά ἑξῆς:«Συμφέρει τόν ἀβάπτιστον, εἰ μή εὑρίσκοιτο ὀρθόδοξος ὁ βαπτίσων, ὑπό μοναχοῦ ἤ καί τούτου μή ὄντος, ὑπό λαϊκοῦ βαπτισθῆναι, λέγοντος, βαπτίζεται ὁ δεῖνα εἰς τό ὄνομα τοῦ πατρός καί τοῦ υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ ἀφώτιστον ἐκδημῆσαι. Καί ἀληθῶς ἐβαπτίσθη· ἐξ ἀνάγκης γάρ καί νόμου μετάθεσις, ὡς γέγονε πάλαι καί ἀποδέδεκται.»(Φατ. Σελ. 452 PG 99, 1192 A).

      Ἐδῶ ὁ ὅσιος γιά τό ἅγιο Βάπτισμα συμβουλεύει καί συγχρόνως διδάσκει καί ἐμᾶς νά τελέση στήν ἀνάγκη ὁ μοναχός ἤ καί ὁ λαϊκός, δηλαδή κάποιος χωρίς ἱερωσύνη τό μυστήριο.  Νομίζω, ὡς ἐκ τούτου, ὅτι εἶναι κωμικοτραγικό ἤ καί ἐμπαθές νά προβληματιζώμεθα σήμερα γιά τό ἐάν ὁ ἱερεύς δύναται ἐν καιρῷ αἱρέσεως νά τελέση τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως.

      Σέ ἄλλη πάλι περίπτωσι ὁ ὅσιος ἐπιτρέπει στόν ἁπλό μοναχό νά τελέση τήν βάπτισι ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως καί τοῦ κινδύνου νά πεθάνη ἀβάπτιστο τό παιδί. Ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στήν ἀνάγκη γίνεται, κατά τό ἁγιογραφικό, νόμου μετάθεσις καί προσθέτει τήν περίπτωσι τῆς βαπτίσεως ὑπό τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἐνῶ ἦτο ἀκόμη παιδί, τό ὁποῖο ἐκρίθη ἔγκυρο ὑπό τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου καί ἄνευ ἀνάγκης: «Ταῦτα μέν οὖν παρ’ἀμφοτέρων ἡμῶν τῇ ἱερᾷ σου κορυφῇ βραχέσι συλλαβαῖς ἀμειψαμένων τήν πολύστιχον κάι πολύολβον ἐπιστολήν. ἅ δέ προς ἡμῶν τήν ἀπολογίαν τῆς περί τόν ἀδελφόν Ἔραστον ἐγκλήσεως, ἐν τούτοις. ἡμεῖς, ἱερώτατε, εἰ καί ἄλλως εὐτελεῖς ἐσμεν, οὐ μήν οὕτως ἀμαθεῖς ἤ τῶν θείων διαταγῶν καταφρονηταί, ὡς ἐντείλασθαι μαθητῇ ἡμῶν, ἔξω ἱερωσύνης τελοῦντι, κατατολμᾶν ἐγχειρεῖν τά τῆς ἱερωσύνης κἀντεῦθεν βαπτίζειν παιδία· τοῦτο γάρ τό ἔγκλημα. Εἰ δέ λόγος ἀνάγκης ἀπῃτησεν ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις, ἐν αἷς αἵρεσις λαοπλάνος, καί μάλιστα ἐν ταῖς προλαβούσαις λεηλασίαις, ἐφ’αἷς οὐδέ προκύπτειν ἦν τόν φυλαττόμενον τοῦ κρυπτικοῦ δωματίου, οὐκ ἔχω ἀποκρίνειν κατά τήν ἑνοῦσάν μοι βραχεῖαν σύνεσιν οὔτε τόνδε τόν μονάζοντα οὔτ’αὖ ἕτερον, ἐπειδή ἐξ ἀνάγκης καί νόμου μετάθεσις. Καί γε ὁρῶμεν ἐν τοῖς πάλαι χρόνοις τοιαῦτα γιγνόμενα, καί ὅν μέν ἀμμώδει ἐπιχύσει κατ’ἐρημίαν, ἐπειδή θάνατος παρῆν, βαπτίσαντα καί βαπτισθέντα καί ἄλλον ἄλλως. Οὐκ ἔξω δέ γνώσεως τῇ τελειότητί σου τά κατά τόν Ἅγιον Ἀθανάσιον, ὅπως ἡ παιδική πρᾶξις ὁραθεῖσα πρός τοῦ μακαριωτάτου Ἀλεξάνδρου ἐνεκρίθη ὡς θεοτελής καί ἐλογίσθη ὁ τελέσας ὡς ἱερεύς καί ὁ τελεσθείς ὡς ἀναγεννηθείς, καίπερ οὐκ ἐξ ἀνάγκης ὁ καιρός. Παραχωρεῖ δέ καί ἡ ἕκτη σύνοδος ἐν τοῖς θείοις κανόσιν, εἰ μή πάρεστιν ἱερωμένος, ἐξ ἀνάγκης λαϊκόν ἑαυτῷ μεταδοῦναι τῶν ἁγιασμάτων· ὅπερ οὐ θεμιτόν ἄνευ περιστατικοῦ λόγου.»  (Φατ. σελ. 659-PG 99, 1492 A).

      Στό θέμα τῶν οἰκονομιῶν διά τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, δέν θά πρέπει νά λησμονήσωμε καί τό καταπληκτικό καί συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα στό εἶδος του, τό ὁποῖο μόνο στήν περίπτωσι τῆς Εἰκονομαχίας δικαιολογεῖται.  Σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσιος στόν Σπαθάριο Ἰωάννη τόν ἐπαινεῖ ὑπερβαλλόντως γιά κάτι καταπληκτικό τό ὁποῖο ἐτέλεσε. Ὁ Ἰωάννης αὐτός ἐτέλεσε τήν βάπτισι τοῦ παιδιοῦ του καί γιά ἀνάδοχο εἶχε τήν εἰκόνα τοῦ ἁγ. Δημητρίου.  Ὁ ὅσιος στήν ἐπιστολή του αὐτή ἐπαινεῖ τόν Σπαθάριο γιά τήν πίστι του καί τοποθετεῖ θεολογικά τήν ὑπόθεσι. Ἀναφέρομε τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς γιά νά διαπιστώσωμε τό πόσο ἐλεύθερος ἦτο ὁ ὅσιος ἀπό προκαταλήψεις καί διά πάντων τῶν μέσων οἰκονομοῦσε τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἐμεῖς, ὅπως φαίνεται, εἴμεθα ἀγκυλωμένοι καί ἀγκριστρωμένοι σέ νομικίστικες διατάξεις καί ὁ χορός τῆς αἱρέσεως κατά τό δή λεγόμενο βαστάει καλά, ἐπειδή προφανώς ἐπικουρεῖται ἀπό  ἐμᾶς τοῦ ἰδίους. «Μακάριος ὄντως εἶ ἄνερ εὐσεβέστατε, ὅτι τοιούτου τετύχηκας ἀναδόχου, τρισμακάριός σου καί ὁ γόνος, ἔχων τόν δεξάμενον τηλικοῦτον τῷ κλέει καί δυνάμει. ἀλλ’ἴδοιμεν τόν υἱόν σου και ὁμώνυμον τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἴπερ συγκατέρχῃ, ἵνα ὡς υἱόν αὐτοῦ προσπτυξάμενοι τά εἰκότα μέν προσφθεγξώμεθα καί ἡμεῖς ὡς ἁμαρτωλοί, ἔχωμεν δέ τό διήγημα καί εἰς ἑτέρους  παραπέμπειν· δεῖ γάρ τά καλά μή σιωπᾶσθαι, ἀλλά προκεῖσθαι τοῖς ἄλλοις εἰς πίστεως εὐσεβοῦς ἐναργῆ ὑποδείγματα»(Φατ. Σελ. 48 –PG 99, 964 A).

      Στό θέμα τῆς Θ. Κοινωνίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὅσιος συμβουλεύει ὅτι στήν ἀνάγκη τῆς αἱρέσεως, δύναται καθένας, ἔστω δηλαδή καί λαϊκός, μόνος του νά μεταλάβη, ἐφὅσον δηλαδή ἔχει ἅγιο ἄρτο ὀρθόδοξο. Σέ ἐπιστολή του, ὁποία ἐπιγράφεται «Πρεσβυτέρῳ ὑπογράψαντι», ὅσιος ἀναφέρει, μεταξύ ἄλλων, στόν ἱερέα αὐτόν ὁποῖος διὑπογραφῆς εἶχε ἀρνηθῆ τήν προσκύνησι τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ἐπέστρεψε στούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους, τά ἑξῆς: «εἴ οὖν ἐν ἀληθείᾳ μετάνοια, στῆθι τῆς ἱερουργίας παντάπασιν. Οὐκ οἶδα, εἰ μή κατά ἀνάγκην τήν ἐνεστῶσαν μεταδοίης τισί τῶν ἁγιασμάτων· ἔστι γάρ ἐξ ἀνάγκης καί ἀπορίας καί ἀφἑαυτοῦ μεταλαβεῖν τόν τυχόντα διά τό φευκτόν τῆς αἱρέσεως. Ὅσα γάρ ἐποίησας, εἴτε παρἑαυτοῦ εἴτε καί πρός ἄλλου ἐπιτραπείς, καλά μέν καί ἐπαινετά εἰς θεοῦ ἐπίκαμψιν, οὐδέν δέ τό καθόλου τό δυνάμενον λῦσαι τῆς ἱερουργίας κἄν ἐξ οἱουδηποτοῦν ἀρχιερέως δόξειεν εἶναι, καί τοῦτο ἕως εἰρήνης τῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας, ἐν τηνικαῦτα κρίσει συνοδικῇ ὡς δέον πᾶν ὁτιοῦν τῶν τοιούτων κανονισθήσεται καί κρίσιν ἕξει θεόψηφον. Εἰ δέ φής ὅτι, ὑπογράφων ἔκραζον προσκυνεῖν με τάς ἁγίας εἰκόνας, σύγγνωθι, ἀδελφέ, καί Πιλᾶτος τῷ στόματι ἀθωῶν ἑαυτόν τῆς σφαγῆς Χριστοῦ τῷ καλάμῳ ἐκύρου τόν θάνατον» (Φατ.σελ.338, PG 99, 1129).

      Kαί σέ ἄλλη ἐπιστολή στήν ὁποία ἐπιλύει πολλές ἀπορίες σχετικές μέ διάφορες οἰκονομίες ἐν καιρῷ αἱρέσεως, ὅσιος πάλι ἐπιτρέπει νά μεταλάβη  ἀπό μόνος του κάποιος: «Ἐρώτησις περί τοῦ ἀφἑαυτῶν κοινωνεῖν μονάζοντας μοναζούσας τῶν ἁγιασμάτων. Ἀπόκρισις. Οὐκ ἐξόν ἅπτεσθαι οὐδέ τῶν θείων ἀναθημάτων τούς ἔξω ἱερωσύνης, πλήν εἰ μή τι κατά πᾶσαν ἀνάγκην, μή εὑρισκομένου πρεσβυτέρου ἤ διακόνου, ἀφ’ἑαυτῶν μετέχειν τοῦ δώρου. Τοῦτο δέ πῶς; τιθεμένης βίβλου ἱερᾶς καί ἐφαπλουμένης ὀθόνης καθαρᾶς ἤ ἱερᾶς ἐπικαλυμματίδος, ἐκεῖσε τοῦ δώρου ἀπό χειρός σύν φόβῳ προτεθέντος, μετά τήν ὑμνωδίαν ἀπό στόματος, ληπτέον, εἴθ’ οὕτως διακλύσεως οἴνου γινομένης τῷ μεταλαμβάνοντι» (Φατ.σελ. 841 –PG 99, 1661 B).

      Ἄφησα στό τέλος, γιά νά μήν ἐπεκταθῶ περισσότερο, μία διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία εἶναι ἀκριβῶς ἐπί τοῦ θέματος τό ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ.  Ὁ ὅσιος ἐρωτήθηκε μεταξύ ἄλλων ἄν κάποιοι πρεσβύτεροι δύνανται νά ἐπιβάλλουν ἐπιτίμια. Ἡ ἐρώτησις καί ἡ ἀπάντησις τοῦ ὁσίου εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἐρώτησις περί πρεσβυτέρων ὀρθοδόξων, ἤγουν Ἱλαρίωνος καί Εὐστρατίου μοναχοῦ, ἄν ἔχωσιν ἐξουσίαν τοῦ διδόναι ἐπιτίμια. Ἀπόκρισις. Προείρηται κἀν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι χρή διδόναι. ἐπειδή δέ ἐμφαίνει ἡ ἐρώτησις εἰ δεῖ καί τόν μή ἔχοντα ἱερωσύνην διδόναι κατά ἀπορίαν πρεσβυτέρων καί πίστιν τοῦ προσιόντος, οὐκ ἔξω τοῦ εἰκότος καί τόν ἁπλῶς μοναχόν ἐπιτίμια διδόναι» (Φατ. Σελ. 838, PG 99, 1653 B).

      Ὁ ὅσιος ἐπιτρέπει καί στόν μοναχό ἐν καιρῷ αἱρέσεως νά ἐπιβάλλη ἐπιτίμια.  Αὐτό σημαίνει ὅτι πολύ περισσότερο ἐπιτρέπεται αὐτό εἰς τόν ἱερέα.  Τά ἐπιτίμια ἔχουν σχέσι μέ τήν ἐξαγόρευσι τῶν ἁμαρτιῶν (διότι πῶς ἀλλιῶς θά τεθοῦν;) καί βέβαια μέ τό δεσμεῖν καί λύειν, δηλαδή μέ τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ. Ἡ συγχωρητική εὐχή εἶναι στήν δυνατότητα τοῦ ἱερέως, δυνάμει τῆς χειροτονίας του καί ὄχι φυσικά στήν δυνατότητα τοῦ μοναχοῦ.  Ὁ μοναχός λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, δύναται ἐν καιρῷ αἱρέσεως νά δέχεται τήν ἐξομολόγησι τῶν λαϊκῶν, νά ἐπιβάλλη ἐπιτίμια, χωρίς τήν συγχωρητική εὐχή τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας, ὁ δέ ἱερεύς τό πράττει αὐτό καθ’ὁλοκληρία, δηλαδή δίνοντας τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως.

      Πέραν ὅλων αὐτῶν, νομίζω, ὅτι τό νά ἐμποδίζωμε σήμερα τούς ἱερεῖς νά ἐπιτελοῦν τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, αὐτό ὄχι μόνον δέν ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπεναντίας ἐξυπηρετεῖ τά μέγιστα τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι δέ τελείως ἔξω ἀπό τό πνεῦμα καί τό γράμμα ἀκόμη τῶν Πατέρων, διότι, ὅπως προανεφέρθη, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο  ἔγινε από λαϊκό, ἤ ἀκόμη καί αὐτό τό ὁποῖο ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν ἔγινε καθόλου, τό θεωροῦσε ὡς ἔγκυρο καί ἀληθινό καί γεγενημένο, ἐνῶ ἐμεῖς ἀπεναντίας αὐτό τό ὁποῖο ἔγινε ἀπό ἀποτειχισμένο ἱερέα, δηλαδή τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τό θεωροῦμε ἄκυρο καί ὡς μή τετελεσμένο.

      Ὁ λαός βέβαια τοῦ Θεοῦ καί κυρίως οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι κληρικοί ἄς κρίνουν τήν ὀρθότητα τῶν κειμένων, ὥστε νά μᾶς ὑποδείξουν καί τά λάθη μας διά νά τά διορθώσωμε.

                           Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

                                         Ἐν Ἁγ. Ὄρει  2-2-22                           

1 σχόλιο:

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου