Όπως είναι γνωστό ο Γρηγόριος αφόρισε την Επανάσταση με ένα σκληρό αφορισμό και για την πράξη του αυτή έχει επικριθεί από ορισμένους συγχρόνους.
Ωστόσο για μια σωστή ερμηνεία της στάσης του απαιτείται επαρκής γνώση της εποχής εκείνης (ιστορική, κοινωνιολογική, πολιτική και διπλωματική), ώστε τα κριτήρια να είναι ορθά και όχι σημερινά (ιστορικός αναχρονισμός).
Κάποιοι, αναφέρονται σε μαύρη κηλίδα της προσωπικότητάς του, ασφαλώς γιατί δεν έχουν διαβάσει ιστορία και δεν γνωρίζουν την αποτίμηση του προσώπου του Πατριάρχη Γρηγορίου από τους ίδιους τους αγωνιστές που αφορίστηκαν, από τους ιστορικούς και από τους ίδιους τους Τούρκους, από τον Σουλτάνο μέχρι τους Τούρκους ιστορικούς, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε για την επανάσταση των Ελλήνων αποφάσισε άγριο διωγμό για τους ορθόδοξους της αυτοκρατορίας.
Επειδή όμως στην Οθωμανική αυτοκρατορία κάθε νόμος έπρεπε να είναι σύμφωνος με το Ισλάμ, όπως αυτό είχε καταγραφεί στο Κοράνι, ο Σουλτάνος ζήτησε από τον ανώτατο θρησκευτικό αρχηγό των Οθωμανών, τον σεϊχουλισλάμη, την έγκριση της γενικής σφαγής με την έκδοση «φετφά». Φετφάς – αραβικής προέλευσης λέξη – ονομάζεται στο Ισλάμ η απόφαση ή το διάταγμα που εκδίδει μια θρησκευτική αρχή.Ο Σεϊχουλισλάμης όμως αρνήθηκε να εκδώσει φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμιών, με το επιχείρημα ότι το κοράνι δεν επιτρέπει να τιμωρούνται αθώοι για τις πράξεις ενόχων συγγενών τους. Τότε ο σουλτάνος τον παύει από την θέση του και τον εξορίζει.
Ο νέος Σεϊχουλισλάμης Φείζ Ιμάμης, υποχρεώθηκε να εκδώσει φετφά για μετριότερη απόφαση, με την οποία επιτρεπόταν η τιμωρία (σφαγή) των ενόχων, οπωσδήποτε των συνενόχων και των “απολύτως υπόπτων”. Με βάση τη φετφά αυτή, εκδόθηκε φερμάνι, με το οποίο δινόταν αμνηστία, υπό τον όρο, να αποβάλουν οι Έλληνες του λοιπού κάθε επαναστατική ιδέα και να παραμείνουν στο καθεστώς του ραγιά. Στις 20 Μαρτίου, η Πύλη παρέδωσε στον διερμηνέα Κ. Μουρούζη το διάταγμα περί αμνηστίας για να το μεταφράσει. Συγχρόνως εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα προς το Γένος και τον Πατριάρχη, γεμάτο με παράπονα, απαιτήσεις και απειλές.
Ο Βεζίρης Σαλίχ παραδίνοντας το διάταγμα στον Πατριάρχη, του είπε ότι καθ’ υψηλή προσταγή, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκδώσει αφορισμό κατά του Υψηλάντη, του Μιχαήλ Σούτσου και των ανταρτών πέρα από τον Δούναβη. Διότι, πρόσθεσε ο Βεζίρης, μόνο ο αφορισμός αυτός θα μπορούσε να παρέχει κάποια ελπίδα αναβολής “στο ξίφος του Σουλτάνου που επικρεμόταν επί των κεφαλών των”. Υπό το κράτος του εκβιασμού αυτού συγκλήθηκε εκτάκτως νέα ευρύτατη κληρικολαϊκή σύσκεψη με συμμετοχή, των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων, 21 αρχιερέων και πολλών λαϊκών. Μεταξύ αυτών που έλαβαν μέρος, ήταν ο πρώην ηγεμόνας Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Μέγας Διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης και ο Διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης”.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ καταλάβαινε ότι θα ακολουθούσαν θηριωδίες που θα ισοδυναμούσαν με γενοκτονία και δεχόταν μεγάλες πιέσεις από την Υψηλή Πύλη.
Παρά τη συμμετοχή του στην προετοιμασία του Αγώνα και τις σχέσεις του με τη Φιλική Εταιρεία, έπρεπε να καθησυχάσει τις σουλτανικές αρχές και να αποφύγει την σφαγή.
Μετά από εκτενή συζήτηση, αποφασίσθηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλουν αναφορά αποκηρύξεως της Επανάστασης και δηλώσεως υποταγής όλων των επαρχιών, οι δε κληρικοί να συνθέσουν την πράξη αφορισμού. Την Τετάρτη 23 Μαρτίου υπογράφεται από τους δύο Πατριάρχες και 21 Αρχιερείς ένα κείμενο αφορισμού, το οποίο ως απανταχούσα, απευθυνόταν προς το σύνολο των Αρχιερέων και κληρικών. Στο κείμενο αυτό, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να περιληφθούν όσο το δυνατόν λιγότερες από τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις. Λίγο αργότερα, πιθανώς κατόπιν απαιτήσεως της Πύλης, υπογράφηκε και νέο αφοριστικό έγγραφο με πολύ βαρύτερες εκφράσεις, το οποίο όμως απευθυνόταν μόνο προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας.
Το κείμενο του αφορισμού αρχικά αναφέρεται στη βάση της ηθικής και της ευγνωμοσύνης που «κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτητα και αλαζονεία, ότε προσδιορισθείς της Μολδαβίας ηγεμών ως μη όφειλε Μιχαήλ Σούτσος και ο του γνωστού αγνώμονος και φυγάδας Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλεξάντρος Υψηλάντης».
Οι δύο αγωνιστές αποκαλούνται επίσης απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι», που προσέλκυσαν «κακοήθεις και ανοήτους», που διέσπειραν και αποστόλους «δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας».
Ο αφορισμός περιλαμβάνει και αναφορά για τη ρωσική βοήθεια στην οποία υπολόγιζαν οι επαναστάτες. «Πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα. Επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος Πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν», αναφερόταν χαρακτηριστικά στον αφορισμό.
Το κείμενο επιχειρούσε να δείξει ως «έργον μιαρόν» την επανάσταση που απειλούσε τα προνόμια που απολάμβαναν το υποτελές Έθνος. «Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία».
Ο αφορισμός αφορούσε επίσης και όσους υποστήριζαν τους επαναστάτες. «Αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος»….
Οι επικριτές του Πατριάρχη διατείνονται ότι δεν έπρεπε να εκδώσει τον αφορισμό. Ότι ήταν όργανο της τουρκικής Πύλης. Αγνοούν προφανώς την ιστορική πραγματικότητα της εποχής ή κινούνται από άλλα ιδεολογικά κριτήρια εναντίον της Εκκλησίας και με την ασφάλεια της καρέκλας τους κατακρίνουν τον Γρηγόριο. Ας απαντήσουν τι θα έκαναν εκείνοι στη θέση του και ποια θα ήταν τα αποτελέσματα μιας διαφορετικής στάσης! Ξεχνούν τα δεδομένα της εποχής εκείνης και πόσο επισφαλής ήταν η θέση των Ρωμιών έπειτα από κάθε επαναστατικό κίνημα.
Εδώ, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ουδείς από τους σύγχρονους του, καταδίκασε τον Πατριάρχη. Χαρακτηριστικά:
-Στη Βιέννη υπήρχε ένα περιοδικό των Ελλήνων Διαφωτιστών με τον τίτλο “Λόγιος Ερμής”. Δεν δημοσιεύει τίποτε για το κείμενο του αφορισμού, δεν καταδικάζει τον Γρηγόριο ως προδότη (όπως ισχυρίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας), όπως θα έκανε αν δεν ήξερε την αλήθεια για τον αφορισμό.
-Επίσης κανένας ιστορικός της εποχής εκείνης και κανένας από τους Πελοποννήσιους επαναστάτες δεν έγραψε τίποτε εναντίον του Πατριάρχη, ούτε όσοι ήρωες έγραψαν για την Επανάσταση, γιατί όλοι ήξεραν!!!
-Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έστειλε επιστολή στον Θ. Κολοκοτρώνη και τους Σουλιώτες στις 19 Ιανουαρίου και έγραφε: «Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας (σσ. Τουρκική Αυλή) σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου».
Ο ίδιος ο Υψηλάντης, λοιπόν, που αφορίστηκε, γνώριζε πώς έγινε ο αφορισμός. Αλλά και αργότερα, όταν ο στρατός διαλύθηκε, όχι μόνο δεν θεώρησε την καταστροφή του ως αποτέλεσμα του αφορισμού, αλλά με ημερήσια διαταγή του στις 8 Ιουνίου του 21 απoκήρυξε τους στρατιώτες του, που δεν επέμειναν στον αγώνα, να εκδικηθούν «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων “υπουργών” της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε’ και Κυρίλλου ΣΤ’), αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».
Δύο σύγχρονοι του Γρηγορίου του Ε’, ο Νικ. Σπηλιάδης και ο Μιχ. Οικονόμου, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά όσα διαδραματίζονται την εποχή εκείνη και πρόσωπα και πράγματα, δεν γράφουν κάτι σε βάρος του Γρηγορίου του Ε’. Δεν είναι περίεργο, αν ήταν ο Πατριάρχης προδότης; Και όχι μόνο δεν τον καταδικάζουν αλλά και τον επαινούν για «τον πατριωτισμό, το πνεύμα της θυσίας, και την πολιτική ευθυκρισία του».
Μια πολύ ισχυρή μαρτυρία, κόλαφος για τους επικριτές του Γρηγορίου του Ε’, είναι η ομιλία του βουλευτή Ρήγα Παλαμήδη στην Εθνική αντιπροσωπεία στις 3 Αυγούστου του 1864. Στην συγκλονιστική αυτή ομιλία του ο Παλαμήδης αποκάλυψε ότι στις 14 Μαρτίου 1821 τον προσκάλεσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, και του ενεχείρισε δύο έγγραφα πατριαρχικά, ένα για τον Μητροπολίτη Π. Πατρών Γερμανό και ένα για τον Μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ. Μιλώντας ο Πατριάρχης με καρδιά που παλλόταν από τη συγκίνηση ανάγκασε τον Παλαμήδη να τα πάρει, παρά τις αντιρρήσεις του, γιατί η αποστολή ήταν επικίνδυνη.
Τη διήγηση του Παλαμήδη την επιβεβαιώνει και ο Π. Σούτσος, αρθρογράφος της εφημερίδας «Αιών», ο οποίος δηλώνει ότι ήταν παρών στον διάλογο των δύο ανδρών και είδε τον Πατριάρχη με δάκρυα στα μάτια να παρακαλεί τον Παλαμήδη να μεταφέρει τα έγγραφα λέγοντας: «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου Γένους, φοβούμενοι την σφαγήν του. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον, και αναγγείλατε εις τον Π. Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλογία εμού επί τα έργα των χειρών του Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν».
Ο βιογράφος του Πατριάρχη Τ. Κανδηλώρος, γράφει ότι ο Γρηγόριος «Ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ’ ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής».
Ο Α. Δεσποτόπουλος γράφει στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ’, σ. 32 και 36: «…Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το Έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών».
Ο Δζεβτέτ πασάς γράφει: «Οι αφορισμοί και οι κατάρες τού Πατριάρχου, που ήταν μέλος της Φ.Ε., απέβλεπαν στο να συγκαλύψουν τις κακές προθέσεις του Πατριαρχείου».
Είναι σήμερα ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο Πατριάρχης γνώριζε όλα τα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας και θεωρούνταν αρχηγός της πνευματικός. Ένας άλλος Τούρκος ιστορικός, ο Σανί Ζαντέ, γράφει: «Τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας ετηρούντο μυστικά μεταξύ τού Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των παπάδων, των δημογερόντων και των προκρίτων».
Γράφει επίσης ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος: «Η πράξη αυτή τού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ δεν ήταν αποτέλεσμα ολιγοπιστίας από αδυναμία, αλλά πράξη συνέσεως και σκληρή προσπάθεια για αποτροπή τού μεγάλου κακού, των σφαγών».
Ο Βούλγαρος Ιστορικός και ακαδημαϊκός Νικολάϊ Τοντόρωφ, ο οποίος ήταν πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα τη δεκαετία 1970, «μας παρέχει την πληροφορία ότι ο Πατριάρχης είχε στενές σχέσεις και επικοινωνία με Βούλγαρους Φιλικούς, όπως με τον μεγαλέμπορο και επιχειρηματία από το Γκάμπροβο, Χατζή Χρήστο Ράτσκωφ, ο οποίος είχε δανείσει στο Πατριαρχείο 100 χιλιάδες λέβα και είχε κρύψει στο μύλο του 40 φορτία με πυρίτιδα και βόλια για τις ανάγκες της ελληνικής εξεγέρσεως».
Στον Πατριάρχη Γρηγόριο ο πρέσβης της Ρωσίας και οι Φαναριώτες που έβλεπαν για πού βάδιζαν τα πράγματα πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, ή στη Ρωσία ή στην Πελοπόννησο για να τεθεί επικεφαλής της επαναστάσεως. Ο Γρηγόριος όμως δεν λύγισε να δεχτεί λύσεις που θα σήμαιναν την αρχή της σφαγής των Ελλήνων. «Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα σφαγούμε, τόνισε στους άλλους αρχιερείς του Θρόνου. Αλλά τα Χριστιανικά Έθνη θα εκδικηθούν τον θάνατό μας και θα ελευθερώσουν το Γένος μας. Ο θάνατός μας θα είναι η σωτηρία.»
Την ίδια προτροπή να φύγει και να σωθεί απέστειλε και ο Σεϊχουλισλάμης (σεϊχ-ουλ-ισλάμ = θρησκευτικός αρχηγός των Μωαμεθανών) Χατζή Χαλίλ. Ο Γρηγόριος του απάντησε: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω… ουχί! Εγώ δια τούτο είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου… ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωή μου… Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγυιών, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης».
Δραματική η συνάντηση του Αρχηγού της Ορθοδοξίας με τον εκπρόσωπο του Αλλάχ. «Εν ονόματι του Θεού και του ανθρωπίνου δικαίου» τον εξορκίζει να μην υπογράψει τον φετφάν: Ήταν το διάταγμα του Σουλτάνου της γενικής σφαγής των Ελλήνων, που, για να έχει εγκυρότητα, χρειαζόταν την υπογραφή του Σεϊχουλισλάμη Χαλίλ.
«Μην αμφιβάλλετε δια την φιλανθρωπίαν μου και την ειλικρίνειαν του χαρακτήρος μου. Αλλ’ αποδείξατέ μου ότι η επανάστασις αυτή δεν έχει γενικόν χαρακτήρα, όπως βεβαιούται, δηλώσατέ μου ότι η πλειονότης του Έθνους σας δεν είναι ένοχος. Όλα τα άλλα εξαρτώνται παρ’ εμού. Ούτε η υψηλή θέσις που κατέχω, ούτε αυτός ο κίνδυνος της ζωής μου ημπορούν να μου μεταβάλουν την αδιάσειστον απόφασιν να υπερασπισθώ με όλας μου τας δυνάμεις έθνος, που απειλείται από αφανισμόν». Αυτή ήταν η απάντηση του μουσουλμάνου θρησκευτικού ηγέτη, αλλά για να μην επικυρωθεί το διάταγμα της σφαγής ήταν απαραίτητη προϋπόθεση η αποκήρυξη και ο αφορισμός τόσο του Υψηλάντη όσο και της Επανάστασης από τον Πατριάρχη.
Ίσως για τους κατηγόρους της Εκκλησίας και ο εκούσιος θάνατος να είναι δειλία και προδοσία. Οι κατήγοροι αυτοί θα χαιρόντουσαν αν ο Γρηγόριος αντί να αφορίσει τον Υψηλάντη, είχε κατακεραυνώσει τον Σουλτάνο. Τότε θα ήταν «ήρωας». Μαζί του θα ήταν «ήρωες» και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιοί, που θα σφάζονταν σαν αρνιά εξ αιτίας της… ηρωικής παρρησίας του. Θα ήταν ήρωας τότε. Ο Θεός όμως δεν θα του συγχωρούσε ποτέ τη σφαγή των αθώων. Και οι φιλογενείς θα τον καταριόντουσαν, σαν αίτιο του ολέθρου της σκλάβας Ρωμιοσύνης, που έπρεπε να την περιφρουρεί, έως αν παρέλθη η οργή του Κυρίου. Γι’ αυτό οι Ρωμιοί αξιολόγησαν πολύ διαφορετικά την ενέργειά του. Ο αφορισμός πάντως δεν είχε αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα.
Οι αφορισμοί και η εκδήλωση πλήρους υποταγής των Ρωμιών της Πόλης, τους έσωσαν προσωρινά από τον κίνδυνο της γενικής σφαγής, όμως, όταν έφθασαν τα νέα για τον ξεσηκωμό και στο Μοριά, ο σουλτάνος προχώρησε σε νέα μέτρα. Mετά τη λειτουργία του Πάσχα στις 10 Απριλίου 1821 ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε ως προδότης του Σουλτάνου και όχι των Ρωμιών, στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, στο Φανάρι, ενώ απ’ έξω ο τουρκικός όχλος αλάλαζε. Ο γιαφτάς (απόφαση) που τον οδήγησε στο ικρίωμα έγραφε: «…ου μόνον δεν εγνωστοποίησε ουδ’ ετιμώρησε τους απλούς ανθρώπους…αλλά αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως…».Η κεντρική πύλη του πατριαρχείου από τότε παραμένει κλειστή.Έμεινε κρεμασμένος επί τρεις ημέρες και έπειτα μια ομάδα Εβραίων αγόρασαν το πτώμα, το περιέφεραν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και τέλος το πέταξαν στον Κεράτιο Κόλπο.
Μαζί με τον Πατριάρχη φυλακίστηκαν για τιμωρία ο Μητροπολίτης Εφέσου και 6 ακόμη προγεγραμμένοι αρχιερείς (Νικομηδείας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Αγχιάλου Ευγένιος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος).
Στις 6 Μαΐου φονεύεται ο Νικόλαος Μουρούζης, δραγουμάνος του στόλου. Ακολούθως απαγχονίζονται οι αρχιερείς που είχαν συλληφθεί ως όμηροι, ο Εφέσου Διονύσιος στην κεντρική αγορά του Πέρα, το Μπαλούκπαζαρ, ο Αγχιάλου Ευγένιος στον Γαλατά, ενώ ο Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε από τις κακουχίες της φυλακίσεως του και τα βασανιστήρια. Στις 19 Απριλίου γίνονται μαζικοί απαγχονισμοί λαϊκών. Στις 3 Ιουνίου απαγχονίσθηκαν στη δυτική ακτή του Βοσπόρου ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος στο Μέγα Ρεύμα, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νιχώρι, ο Δέρκων Γρηγόριος στα Θεραπειά. Την ίδια ημέρα εξορίζονται στην Ανατολία ο Αλέξανδρος και ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης, που είχε διορισθεί ηγεμόνας της Βλαχίας μετά την έκρηξη της Επανάστασης εκεί. Κατά τα νέα, αληθινά ή χαλκευμένα, που καταφθάνουν από το Μοριά, δημιουργείται στην Κωνσταντινούπολη, κατάσταση τρομοκρατίας εναντίον των Ρωμιών. Τα θύματα της εποχής εκείνης στην Πόλη υπολογίζονται σε δέκα χιλιάδες.
Και επειδή πολλοί διερωτούνται, πώς και το Πατριαρχείο δεν θυμήθηκε να άρει τον αφορισμό του Υψηλάντη, ενώ ήρε το ανάθεμα του 1054 (κατά του Πάπα), ας μάθουμε επί τέλους ότι ο αφορισμός αυτός ήρθη την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο.
Η προσφορά του κλήρου σε αίμα συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα για την ελευθερία.
Η Εκκλησία, η συνείδηση του λαού και η ιστορία, τον ανακήρυξαν Εθνομάρτυρα και άγιο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Απριλίου, ημέρα του μαρτυρίου του.
Ωστόσο για μια σωστή ερμηνεία της στάσης του απαιτείται επαρκής γνώση της εποχής εκείνης (ιστορική, κοινωνιολογική, πολιτική και διπλωματική), ώστε τα κριτήρια να είναι ορθά και όχι σημερινά (ιστορικός αναχρονισμός).
Κάποιοι, αναφέρονται σε μαύρη κηλίδα της προσωπικότητάς του, ασφαλώς γιατί δεν έχουν διαβάσει ιστορία και δεν γνωρίζουν την αποτίμηση του προσώπου του Πατριάρχη Γρηγορίου από τους ίδιους τους αγωνιστές που αφορίστηκαν, από τους ιστορικούς και από τους ίδιους τους Τούρκους, από τον Σουλτάνο μέχρι τους Τούρκους ιστορικούς, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε για την επανάσταση των Ελλήνων αποφάσισε άγριο διωγμό για τους ορθόδοξους της αυτοκρατορίας.
Επειδή όμως στην Οθωμανική αυτοκρατορία κάθε νόμος έπρεπε να είναι σύμφωνος με το Ισλάμ, όπως αυτό είχε καταγραφεί στο Κοράνι, ο Σουλτάνος ζήτησε από τον ανώτατο θρησκευτικό αρχηγό των Οθωμανών, τον σεϊχουλισλάμη, την έγκριση της γενικής σφαγής με την έκδοση «φετφά». Φετφάς – αραβικής προέλευσης λέξη – ονομάζεται στο Ισλάμ η απόφαση ή το διάταγμα που εκδίδει μια θρησκευτική αρχή.Ο Σεϊχουλισλάμης όμως αρνήθηκε να εκδώσει φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμιών, με το επιχείρημα ότι το κοράνι δεν επιτρέπει να τιμωρούνται αθώοι για τις πράξεις ενόχων συγγενών τους. Τότε ο σουλτάνος τον παύει από την θέση του και τον εξορίζει.
Ο νέος Σεϊχουλισλάμης Φείζ Ιμάμης, υποχρεώθηκε να εκδώσει φετφά για μετριότερη απόφαση, με την οποία επιτρεπόταν η τιμωρία (σφαγή) των ενόχων, οπωσδήποτε των συνενόχων και των “απολύτως υπόπτων”. Με βάση τη φετφά αυτή, εκδόθηκε φερμάνι, με το οποίο δινόταν αμνηστία, υπό τον όρο, να αποβάλουν οι Έλληνες του λοιπού κάθε επαναστατική ιδέα και να παραμείνουν στο καθεστώς του ραγιά. Στις 20 Μαρτίου, η Πύλη παρέδωσε στον διερμηνέα Κ. Μουρούζη το διάταγμα περί αμνηστίας για να το μεταφράσει. Συγχρόνως εκδόθηκε σουλτανικό διάταγμα προς το Γένος και τον Πατριάρχη, γεμάτο με παράπονα, απαιτήσεις και απειλές.
Ο Βεζίρης Σαλίχ παραδίνοντας το διάταγμα στον Πατριάρχη, του είπε ότι καθ’ υψηλή προσταγή, θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκδώσει αφορισμό κατά του Υψηλάντη, του Μιχαήλ Σούτσου και των ανταρτών πέρα από τον Δούναβη. Διότι, πρόσθεσε ο Βεζίρης, μόνο ο αφορισμός αυτός θα μπορούσε να παρέχει κάποια ελπίδα αναβολής “στο ξίφος του Σουλτάνου που επικρεμόταν επί των κεφαλών των”. Υπό το κράτος του εκβιασμού αυτού συγκλήθηκε εκτάκτως νέα ευρύτατη κληρικολαϊκή σύσκεψη με συμμετοχή, των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων, 21 αρχιερέων και πολλών λαϊκών. Μεταξύ αυτών που έλαβαν μέρος, ήταν ο πρώην ηγεμόνας Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Μέγας Διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης και ο Διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης”.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ καταλάβαινε ότι θα ακολουθούσαν θηριωδίες που θα ισοδυναμούσαν με γενοκτονία και δεχόταν μεγάλες πιέσεις από την Υψηλή Πύλη.
Παρά τη συμμετοχή του στην προετοιμασία του Αγώνα και τις σχέσεις του με τη Φιλική Εταιρεία, έπρεπε να καθησυχάσει τις σουλτανικές αρχές και να αποφύγει την σφαγή.
Μετά από εκτενή συζήτηση, αποφασίσθηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλουν αναφορά αποκηρύξεως της Επανάστασης και δηλώσεως υποταγής όλων των επαρχιών, οι δε κληρικοί να συνθέσουν την πράξη αφορισμού. Την Τετάρτη 23 Μαρτίου υπογράφεται από τους δύο Πατριάρχες και 21 Αρχιερείς ένα κείμενο αφορισμού, το οποίο ως απανταχούσα, απευθυνόταν προς το σύνολο των Αρχιερέων και κληρικών. Στο κείμενο αυτό, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε να περιληφθούν όσο το δυνατόν λιγότερες από τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις. Λίγο αργότερα, πιθανώς κατόπιν απαιτήσεως της Πύλης, υπογράφηκε και νέο αφοριστικό έγγραφο με πολύ βαρύτερες εκφράσεις, το οποίο όμως απευθυνόταν μόνο προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας.
Το κείμενο του αφορισμού αρχικά αναφέρεται στη βάση της ηθικής και της ευγνωμοσύνης που «κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτητα και αλαζονεία, ότε προσδιορισθείς της Μολδαβίας ηγεμών ως μη όφειλε Μιχαήλ Σούτσος και ο του γνωστού αγνώμονος και φυγάδας Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλεξάντρος Υψηλάντης».
Οι δύο αγωνιστές αποκαλούνται επίσης απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι», που προσέλκυσαν «κακοήθεις και ανοήτους», που διέσπειραν και αποστόλους «δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας».
Ο αφορισμός περιλαμβάνει και αναφορά για τη ρωσική βοήθεια στην οποία υπολόγιζαν οι επαναστάτες. «Πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα. Επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος Πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν», αναφερόταν χαρακτηριστικά στον αφορισμό.
Το κείμενο επιχειρούσε να δείξει ως «έργον μιαρόν» την επανάσταση που απειλούσε τα προνόμια που απολάμβαναν το υποτελές Έθνος. «Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία».
Ο αφορισμός αφορούσε επίσης και όσους υποστήριζαν τους επαναστάτες. «Αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος»….
Οι επικριτές του Πατριάρχη διατείνονται ότι δεν έπρεπε να εκδώσει τον αφορισμό. Ότι ήταν όργανο της τουρκικής Πύλης. Αγνοούν προφανώς την ιστορική πραγματικότητα της εποχής ή κινούνται από άλλα ιδεολογικά κριτήρια εναντίον της Εκκλησίας και με την ασφάλεια της καρέκλας τους κατακρίνουν τον Γρηγόριο. Ας απαντήσουν τι θα έκαναν εκείνοι στη θέση του και ποια θα ήταν τα αποτελέσματα μιας διαφορετικής στάσης! Ξεχνούν τα δεδομένα της εποχής εκείνης και πόσο επισφαλής ήταν η θέση των Ρωμιών έπειτα από κάθε επαναστατικό κίνημα.
Εδώ, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ουδείς από τους σύγχρονους του, καταδίκασε τον Πατριάρχη. Χαρακτηριστικά:
-Στη Βιέννη υπήρχε ένα περιοδικό των Ελλήνων Διαφωτιστών με τον τίτλο “Λόγιος Ερμής”. Δεν δημοσιεύει τίποτε για το κείμενο του αφορισμού, δεν καταδικάζει τον Γρηγόριο ως προδότη (όπως ισχυρίζονται οι εχθροί της Εκκλησίας), όπως θα έκανε αν δεν ήξερε την αλήθεια για τον αφορισμό.
-Επίσης κανένας ιστορικός της εποχής εκείνης και κανένας από τους Πελοποννήσιους επαναστάτες δεν έγραψε τίποτε εναντίον του Πατριάρχη, ούτε όσοι ήρωες έγραψαν για την Επανάσταση, γιατί όλοι ήξεραν!!!
-Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έστειλε επιστολή στον Θ. Κολοκοτρώνη και τους Σουλιώτες στις 19 Ιανουαρίου και έγραφε: «Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας (σσ. Τουρκική Αυλή) σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου».
Ο ίδιος ο Υψηλάντης, λοιπόν, που αφορίστηκε, γνώριζε πώς έγινε ο αφορισμός. Αλλά και αργότερα, όταν ο στρατός διαλύθηκε, όχι μόνο δεν θεώρησε την καταστροφή του ως αποτέλεσμα του αφορισμού, αλλά με ημερήσια διαταγή του στις 8 Ιουνίου του 21 απoκήρυξε τους στρατιώτες του, που δεν επέμειναν στον αγώνα, να εκδικηθούν «το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων “υπουργών” της θρησκείας: πατριαρχών (Γρηγορίου Ε’ και Κυρίλλου ΣΤ’), αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών».
Δύο σύγχρονοι του Γρηγορίου του Ε’, ο Νικ. Σπηλιάδης και ο Μιχ. Οικονόμου, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά όσα διαδραματίζονται την εποχή εκείνη και πρόσωπα και πράγματα, δεν γράφουν κάτι σε βάρος του Γρηγορίου του Ε’. Δεν είναι περίεργο, αν ήταν ο Πατριάρχης προδότης; Και όχι μόνο δεν τον καταδικάζουν αλλά και τον επαινούν για «τον πατριωτισμό, το πνεύμα της θυσίας, και την πολιτική ευθυκρισία του».
Μια πολύ ισχυρή μαρτυρία, κόλαφος για τους επικριτές του Γρηγορίου του Ε’, είναι η ομιλία του βουλευτή Ρήγα Παλαμήδη στην Εθνική αντιπροσωπεία στις 3 Αυγούστου του 1864. Στην συγκλονιστική αυτή ομιλία του ο Παλαμήδης αποκάλυψε ότι στις 14 Μαρτίου 1821 τον προσκάλεσε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, και του ενεχείρισε δύο έγγραφα πατριαρχικά, ένα για τον Μητροπολίτη Π. Πατρών Γερμανό και ένα για τον Μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ. Μιλώντας ο Πατριάρχης με καρδιά που παλλόταν από τη συγκίνηση ανάγκασε τον Παλαμήδη να τα πάρει, παρά τις αντιρρήσεις του, γιατί η αποστολή ήταν επικίνδυνη.
Τη διήγηση του Παλαμήδη την επιβεβαιώνει και ο Π. Σούτσος, αρθρογράφος της εφημερίδας «Αιών», ο οποίος δηλώνει ότι ήταν παρών στον διάλογο των δύο ανδρών και είδε τον Πατριάρχη με δάκρυα στα μάτια να παρακαλεί τον Παλαμήδη να μεταφέρει τα έγγραφα λέγοντας: «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου Γένους, φοβούμενοι την σφαγήν του. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον, και αναγγείλατε εις τον Π. Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλογία εμού επί τα έργα των χειρών του Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν».
Ο βιογράφος του Πατριάρχη Τ. Κανδηλώρος, γράφει ότι ο Γρηγόριος «Ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ’ ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής».
Ο Α. Δεσποτόπουλος γράφει στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ’, σ. 32 και 36: «…Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τι θα πάθαινε το Έθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών».
Ο Δζεβτέτ πασάς γράφει: «Οι αφορισμοί και οι κατάρες τού Πατριάρχου, που ήταν μέλος της Φ.Ε., απέβλεπαν στο να συγκαλύψουν τις κακές προθέσεις του Πατριαρχείου».
Είναι σήμερα ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο Πατριάρχης γνώριζε όλα τα μυστικά της Φιλικής Εταιρίας και θεωρούνταν αρχηγός της πνευματικός. Ένας άλλος Τούρκος ιστορικός, ο Σανί Ζαντέ, γράφει: «Τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας ετηρούντο μυστικά μεταξύ τού Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των παπάδων, των δημογερόντων και των προκρίτων».
Γράφει επίσης ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος: «Η πράξη αυτή τού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ δεν ήταν αποτέλεσμα ολιγοπιστίας από αδυναμία, αλλά πράξη συνέσεως και σκληρή προσπάθεια για αποτροπή τού μεγάλου κακού, των σφαγών».
Ο Βούλγαρος Ιστορικός και ακαδημαϊκός Νικολάϊ Τοντόρωφ, ο οποίος ήταν πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα τη δεκαετία 1970, «μας παρέχει την πληροφορία ότι ο Πατριάρχης είχε στενές σχέσεις και επικοινωνία με Βούλγαρους Φιλικούς, όπως με τον μεγαλέμπορο και επιχειρηματία από το Γκάμπροβο, Χατζή Χρήστο Ράτσκωφ, ο οποίος είχε δανείσει στο Πατριαρχείο 100 χιλιάδες λέβα και είχε κρύψει στο μύλο του 40 φορτία με πυρίτιδα και βόλια για τις ανάγκες της ελληνικής εξεγέρσεως».
Στον Πατριάρχη Γρηγόριο ο πρέσβης της Ρωσίας και οι Φαναριώτες που έβλεπαν για πού βάδιζαν τα πράγματα πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, ή στη Ρωσία ή στην Πελοπόννησο για να τεθεί επικεφαλής της επαναστάσεως. Ο Γρηγόριος όμως δεν λύγισε να δεχτεί λύσεις που θα σήμαιναν την αρχή της σφαγής των Ελλήνων. «Εμείς θα μείνουμε εδώ και θα σφαγούμε, τόνισε στους άλλους αρχιερείς του Θρόνου. Αλλά τα Χριστιανικά Έθνη θα εκδικηθούν τον θάνατό μας και θα ελευθερώσουν το Γένος μας. Ο θάνατός μας θα είναι η σωτηρία.»
Την ίδια προτροπή να φύγει και να σωθεί απέστειλε και ο Σεϊχουλισλάμης (σεϊχ-ουλ-ισλάμ = θρησκευτικός αρχηγός των Μωαμεθανών) Χατζή Χαλίλ. Ο Γρηγόριος του απάντησε: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω… ουχί! Εγώ δια τούτο είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου… ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωή μου… Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγυιών, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης».
Δραματική η συνάντηση του Αρχηγού της Ορθοδοξίας με τον εκπρόσωπο του Αλλάχ. «Εν ονόματι του Θεού και του ανθρωπίνου δικαίου» τον εξορκίζει να μην υπογράψει τον φετφάν: Ήταν το διάταγμα του Σουλτάνου της γενικής σφαγής των Ελλήνων, που, για να έχει εγκυρότητα, χρειαζόταν την υπογραφή του Σεϊχουλισλάμη Χαλίλ.
«Μην αμφιβάλλετε δια την φιλανθρωπίαν μου και την ειλικρίνειαν του χαρακτήρος μου. Αλλ’ αποδείξατέ μου ότι η επανάστασις αυτή δεν έχει γενικόν χαρακτήρα, όπως βεβαιούται, δηλώσατέ μου ότι η πλειονότης του Έθνους σας δεν είναι ένοχος. Όλα τα άλλα εξαρτώνται παρ’ εμού. Ούτε η υψηλή θέσις που κατέχω, ούτε αυτός ο κίνδυνος της ζωής μου ημπορούν να μου μεταβάλουν την αδιάσειστον απόφασιν να υπερασπισθώ με όλας μου τας δυνάμεις έθνος, που απειλείται από αφανισμόν». Αυτή ήταν η απάντηση του μουσουλμάνου θρησκευτικού ηγέτη, αλλά για να μην επικυρωθεί το διάταγμα της σφαγής ήταν απαραίτητη προϋπόθεση η αποκήρυξη και ο αφορισμός τόσο του Υψηλάντη όσο και της Επανάστασης από τον Πατριάρχη.
Ίσως για τους κατηγόρους της Εκκλησίας και ο εκούσιος θάνατος να είναι δειλία και προδοσία. Οι κατήγοροι αυτοί θα χαιρόντουσαν αν ο Γρηγόριος αντί να αφορίσει τον Υψηλάντη, είχε κατακεραυνώσει τον Σουλτάνο. Τότε θα ήταν «ήρωας». Μαζί του θα ήταν «ήρωες» και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιοί, που θα σφάζονταν σαν αρνιά εξ αιτίας της… ηρωικής παρρησίας του. Θα ήταν ήρωας τότε. Ο Θεός όμως δεν θα του συγχωρούσε ποτέ τη σφαγή των αθώων. Και οι φιλογενείς θα τον καταριόντουσαν, σαν αίτιο του ολέθρου της σκλάβας Ρωμιοσύνης, που έπρεπε να την περιφρουρεί, έως αν παρέλθη η οργή του Κυρίου. Γι’ αυτό οι Ρωμιοί αξιολόγησαν πολύ διαφορετικά την ενέργειά του. Ο αφορισμός πάντως δεν είχε αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα.
Οι αφορισμοί και η εκδήλωση πλήρους υποταγής των Ρωμιών της Πόλης, τους έσωσαν προσωρινά από τον κίνδυνο της γενικής σφαγής, όμως, όταν έφθασαν τα νέα για τον ξεσηκωμό και στο Μοριά, ο σουλτάνος προχώρησε σε νέα μέτρα. Mετά τη λειτουργία του Πάσχα στις 10 Απριλίου 1821 ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε ως προδότης του Σουλτάνου και όχι των Ρωμιών, στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, στο Φανάρι, ενώ απ’ έξω ο τουρκικός όχλος αλάλαζε. Ο γιαφτάς (απόφαση) που τον οδήγησε στο ικρίωμα έγραφε: «…ου μόνον δεν εγνωστοποίησε ουδ’ ετιμώρησε τους απλούς ανθρώπους…αλλά αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως…».Η κεντρική πύλη του πατριαρχείου από τότε παραμένει κλειστή.Έμεινε κρεμασμένος επί τρεις ημέρες και έπειτα μια ομάδα Εβραίων αγόρασαν το πτώμα, το περιέφεραν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και τέλος το πέταξαν στον Κεράτιο Κόλπο.
Μαζί με τον Πατριάρχη φυλακίστηκαν για τιμωρία ο Μητροπολίτης Εφέσου και 6 ακόμη προγεγραμμένοι αρχιερείς (Νικομηδείας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Αγχιάλου Ευγένιος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος).
Στις 6 Μαΐου φονεύεται ο Νικόλαος Μουρούζης, δραγουμάνος του στόλου. Ακολούθως απαγχονίζονται οι αρχιερείς που είχαν συλληφθεί ως όμηροι, ο Εφέσου Διονύσιος στην κεντρική αγορά του Πέρα, το Μπαλούκπαζαρ, ο Αγχιάλου Ευγένιος στον Γαλατά, ενώ ο Νικομήδειας Αθανάσιος πέθανε από τις κακουχίες της φυλακίσεως του και τα βασανιστήρια. Στις 19 Απριλίου γίνονται μαζικοί απαγχονισμοί λαϊκών. Στις 3 Ιουνίου απαγχονίσθηκαν στη δυτική ακτή του Βοσπόρου ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος στο Μέγα Ρεύμα, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νιχώρι, ο Δέρκων Γρηγόριος στα Θεραπειά. Την ίδια ημέρα εξορίζονται στην Ανατολία ο Αλέξανδρος και ο Σκαρλάτος Καλλιμάχης, που είχε διορισθεί ηγεμόνας της Βλαχίας μετά την έκρηξη της Επανάστασης εκεί. Κατά τα νέα, αληθινά ή χαλκευμένα, που καταφθάνουν από το Μοριά, δημιουργείται στην Κωνσταντινούπολη, κατάσταση τρομοκρατίας εναντίον των Ρωμιών. Τα θύματα της εποχής εκείνης στην Πόλη υπολογίζονται σε δέκα χιλιάδες.
Και επειδή πολλοί διερωτούνται, πώς και το Πατριαρχείο δεν θυμήθηκε να άρει τον αφορισμό του Υψηλάντη, ενώ ήρε το ανάθεμα του 1054 (κατά του Πάπα), ας μάθουμε επί τέλους ότι ο αφορισμός αυτός ήρθη την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο.
Η προσφορά του κλήρου σε αίμα συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα για την ελευθερία.
Η Εκκλησία, η συνείδηση του λαού και η ιστορία, τον ανακήρυξαν Εθνομάρτυρα και άγιο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 10 Απριλίου, ημέρα του μαρτυρίου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου