Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

 

ΑΝΤΙ 1ΟΕΤΟΥΣ μνημοσύνου

† π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ

Ήταν πριν δέκα χρόνια (28 Αυγ. 2010) όταν έκλεισε ήσυχα-ήσυχα τα αμόλυντα μάτια από την παρούσα ζωή, και τα άνοιξε στην πύλη της βασιλείας του Θεού, όταν άγγελοι πήραν την εντολή “Άρατε πύλας” (Ψαλ. 23, 7) και τον υποδέχθηκαν αγαλλόμενοι η χορεία των πατέρων, ομολογητών, ασκητών, εγκρατευτών… της πίστεως.

Αυτή τη μέρα συμπίεσα τη μνήμη μου στην ασκητική και αγωνιστική μορφή του πατρός Αυγουστίνου να σημειώσω, κάποια από αυτά που είδα, άκουσα και διάβασα για την εύηχο αυτή σάλπιγγα του εικοστού αιώνα.

Το μολύβι στάθηκε μετέωρο, ανήμπορο να σχηματίσει μία συλλαβή.

Και νάσου το μυαλό μου γέμισε από εικόνες και γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην μεγαλύτερη εορτή της Ορθοδοξίας την Πεντηκοστή στις 25 Ιουνίου 1967 όπου χιλιάδες λαού κατέφθασαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος, κατακλύζοντας τον τεράστιο Ι. Ναό Αγ. Κωνσταντίνου & Ελένης Ομονοίας, την πλατεία και τους πέριξ δρόμους, για να γιορτάσουν την Μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας, να προσευχηθούν στον Κύριο όπως η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να κατέλθει «εν είδει πυρίνων γλωσσών» στη κεφαλή του νέου επισκόπου να τον στηρίξει, φωτίζει, ενισχύει σε όλη τη ποιμαντική του διακονία. Αλλά και να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το μέγα θαύμα: «Την ανατολή του ήλιου από τη Δύση»!

Βουίζουν ακόμα τα αυτιά μου απ’ τη βροντερή Προδρομική φωνή του π. Χριστοφόρου Καλύβα μπροστά στην Ωραία Πύλη να αναφωνεί: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν».

Τον π. Αυγουστίνο να δέχεται τη χορεία των Αρχιερέων την χάριν του τελετουργικού Πνεύματος τους εις Αρχιερέα αξίωμα.

Από το θαύμα αυτό – που όντως ήταν ένα θαύμα ο Καντιώτης να γίνει δεσπότης! – θα μεταφέρουμε αποσπάσματα από την χειροτονητήρια ομιλία του παρμένη από την εφημερίδα “ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” 25/6/1967.

«Σεβασμιώτατε,

» Τι είπω και τι λαλήσω κατά την ώραν ταύτην; Η ψυχή μου τετάρακται. Διατελώ υπό το κράτος σφοδροτάτης συγκινήσεως. Η πτωχή μου γλώσσα αδυνατεί να εκφράση την αγωνίαν μου.

» Τι το περί εμέ τούτο γεγονός; Νύξ εστίν, ή ημέρα; Ως όνειρον μοι φαίνεται. 


Σεβάσμιοι ιεράρχαι, περσβύτεροι μετά διακόνων, λαός πολύς ες τε της πρωτευούσης και των επαρχιών, και μάλιστα εκ της προσφιλεστάτης μοι Μακεδονίας, κατακλύζουν τον μέγαν τούτον Ναόν δι’ εμέ, προς τα ενδότερα του φρικτού Θυσιαστηρίου βαίνοντα. Αλλά τις ειμί εγώ; Εάν ο μέγας Αβραάμ, συναισθανόμενος την μηδαμινότητά του ενώπιον του θεού, έλεγεν «εγώ ειμι γη και σποδός» εάν ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας ίστατο εν τρόμω προ του Θυσιαστηρίου και έλεγεν «ώ τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών και ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ, και τον βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου» (Ησ. 6, 5), εάν ο Παύλος, το σκεύος της εκλογής, ο οποίος ζών ηρπάγη εις τους ουρανούς και ήκουσε ρήματα άρρητα, εάν αυτός ο Παύλος ωνόμαζε τον εαυτόν του έκτρωμα και ανάξιον να λέγεται Απόστολος, τι να ειπώ εγώ; Αλλ’ ό,τι και να είπω περί της αναξιότητός μου, θα είναι μία ταπεινολογία. Διότι, εάν είχον βαθύ το συναίσθημα της αμαρτωλότητός μου και της αναξιότητός μου, δεν θα ευρισκόμην την ώραν αυτήν εδώ, αλλά θα κατέφευγον εις την βαθυτέραν έρημον, μιμούμενος τους αειμνήστους εκείνους άνδρας, οι οποίοι ετρέποντο εις φυγήν δια να αποφύγουν τον βρόγχον των ευθυνών του αρχιερατικού αξιώματος. Οίμοι! Τι έπαθον; Πώς συνελήφθην εις το δίκτυον!

Σκοπός μου ήτο να κηρύξω το Ευαγγέλιον μετά πάσης παρρησίας, και να μαρτυρήσω τη αληθεία, δι’ ήν Χριστός εξέχεε το τίμιον Αίμα Του. Λόγω του ελέγχου, του σφοδρού ελέγχου, τον οποίον εξήσκησα προς πάσαν κατεύθυνσιν, εγινόμην πικρός και δυσάρεστος τοις πολλοίς, και ήλθον πολλάκις εις συγκρούσεις προς υπεροχικά πρόσωπα έν τε τη Εκκλησία και τη Πολιτεία. Ένεκα των συγκρούσεων τούτων κατ’ επανάληψιν εκάθησα εις τα εδώλια εκκλησιαστικών και πολιτικών δικαστηρίων, και ουχί άπαξ ηπειλήθην δια της εσχάτης των εκκλησιαστικών ποινών, της καθαιρέσεως. Η οδός προς αρχιερατικόν θρόνον δια τον ιερομόναχον Αυγουστίνον εφαίνετο ότι είχεν αποκλεισθή οριστικώς. Εγώ δε ο ίδιος εις τους ευχομένους την πραγωγήν μου επανελάμβανον στερεοτύπως. «Εάν ποτέ ίδητε τον ήλιον να ανατέλλη εκ δυσμών, τότε και ο Αυγουστίνος θα γίνη επίσκοπος»…

Αλλ’ ό,τι εξ ανθρωπίνης πλευράς εθεωρείτο αδύνατον, τούτο σήμερον γίνεται πραγματικότης. Πώς; Απορώ και εξίσταμαι, και ονομάζω τούτο θαύμα, το περιεργότερον θαύμα της ατομικής μου ζωής.

» Υπηρέτης δε του θαύματος κατά τας εξιχνιάστους βουλάς του Κυρίου εγένετο εκείνος εκ των κληρικών, τον οποίον δια του ελέγχου μου ελύπησα σφοδρότερον παντός άλλου. Ούτος δε είναι ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Ούτος, μηδέ ίχνος μνησικακίας εν τη ευγενεί αυτού καρδία διατηρών, αντί καταδιώξεως, ως ανέμενον οι πολλοί, αρθείς εις ύψος σπανίας αρετής, με περιέβαλε με στοργήν και εκτίμησιν. Και ηγωνίσθη κραταιώς δια την προαγωγήν μου.

Εάν δε ποτέ εν τη ταπεινή μου ψυγή εγεννάτο επιθυμία επισκοπής, η επιθυμία αύτη εγεννάτο εν ημέραις σκληρών αγώνων υπέρ αναγεννήσεως της Εκκλησίας. Τότε, και μόνον επιθυμούν να ήμουν επίσκοπος, δια να δύναμαι από της υψηλής σκοπιάς του επισκόπου να αγωνίζωμαι αποτελεσματικώτερον υπέρ των ιδέων, τας οποίας εκήρυττον. Αλλά και πάλιν καθησύχαζον την ταρασσομένην συνείδησίν μου λέγων «Και από της πλέον ταπεινής θέσεως ο πιστός πρέπει ν’ αγωνίζεται, διότι τίποτε εκ των αγώνων ενός πιστού δεν χάνεται. Και ένας ακόμη αναστεναγμός υπέρ της ιεράς υποθέσεως του χριστιανισμού δεν χάνεται. Σταγόνες μετά σταγόνων ενούμενοι σχηματίζουν ωκεανούς. Και οι αναστεναγμοί ενός εργάτου του Ευαγγελίου, μετά των αναστεναγμών χιλιάδων λαού ενούμενοι, σχηματίζουν ρεύμα, εξ ού αρδεύεται ο κήπος του Θεού.

» Και ήδη, κατά τας ανεξιχνιάστους βουλάς του Θεού, μοι δίδεται δύναμις, πολύ μεγαλυτέρα, η δύναμις της αρχιερατικής εξουσίας. Κύριέ μου! Πώς θα μεταχειρισθώ την νέαν ταύτην δύναμιν; Ιδού ο φόβος και η αγωνία μου. Έχω συνηθίσει να πολεμώ με ελαφρόν οπλισμόν. Πώς τώρα θα πολεμήσω με τον βαρύτατον οπλισμόν της αρχιερατικής εξουσίας; Μου έρχεται να φωνάξω και εγώ την ενέδυσαν με την βαρυτάτην πανοπλίαν του Σαούλ, ανεφώνησεν «Ου μη δύνωμαι πορευθήναι εν τούτοις, ότι ού πεπείραμαι» (Α΄ Βασιλ. 12, 31). Ελεύθερος και εγώ σκοπευτής μέχρι τώρα χρησιμοποιών την ταπεινήν σφενδόνην μου, καλούμαι αυτήν την ώραν να οπλισθώ με τα βαρέα όπλα της αρχιερατικής εξουσίας, τα οποία μόνον μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας ηδύναντο να μεταχειρίζωνται επιτυχώς.

Η φρικτή στιγμή έφτασε. Σεβασμιότατοι Ιεράρχαι. Ευλαβέστατοι πρεσβύτεροι και διάκονοι. Οσιώτατοι μοναχοί. Εκλεκτοί μου συνεργάται, άνδρες και γυναίκες.

Ευσεβές εκκλησίασμα. Ελεήσατε με. Κλίνατε γόνυ σώματος και ψυχής. Προσευχηθήτε θερμώς, ίνα η χάρις το Παναγίου Πνεύματος κατακαύση εν εμοί παν το φιλόϋλον, πάσαν κακίαν και αμαρτίαν, και ανάψη εν εμοί  το πυρ της Πεντηκοστής, και ούτω με αξίωση, ίνα  διανύσω το υπόλοιπον  της εκκλησιαστικής μου διακονίας κυρήττων το αγνόν Ευαγγέλιον, υπερασπίζων τα δίκαια της Ορθοδοξίας, και προτιμών αποθάνω, παρά να καταισχύνω όπλα ιερά και να προδώσω τι εκ της ιεράς παρακαταθήκης της Ορθοδόξου Πίστεως. Αναφωνώ και εγώ την μακάριαν φωνήν των προμάχων της Ορθοδοξίας. «Ω πίστις αγία. Ω μήτερ Εκκλησία. Ω γλυκύτατη Ορθοδοξία. Εν σοι εγεννήθημεν, και ει δεήσει, υπέρ σου τεθνηξόμεθα.

 

 

 

Ο μακαριστός π. Επιφάνιος έγραψε τον ύμνο αυτόν, για τα 50 χρόνια ιεροσύνης του π. Αυγουστίνου. Τον δημοσιεύουμε δεύτερη φορά, τώρα που και οι δύο βρίσκονται εις τας αιωνίους μονάς

 

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ

ΑΡΧΙΘΥΤΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΦΛΩΡΙΝΑΝ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙ ΤΗ ΕΥΦΡΟΣΥΝΩ

ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΙΩΒΗΛΑΙΩ

(Δεν ψάλλεται κατά το «Χαίροις ασκητικών αληθώς»)

Χαίροις η ιερά κεφαλή, της Ορθοδόξου Εκκλησίας το σέμνωμα, αστήρ σελαγίζων και καταυγάζων ψυχάς.

Φρουρός ο ακοίμητος Ποίμνης Χριστού της αγίας και των πιστών τροφοδότης αέναος.

Κηρύκων ο πρύτανις, Επισκόπων ευπρέπεια, λύκων, θηρών τε αγρίων ελατήρ ισχυρότατος.

Φύλαξ ο δυσμαχώτατος, πατρώων θεσμών τε και ιερών παραδόσεων.

Χαίροις, πολυπαθέστατε, εν διωγμοίς καρτερήσας, πολυποικίλοις τε θλίψεσι.

Βλεφάροις ούκ έδωκας νυσταγμόν ουδεπώποτε και τοις κροτάφοις ελαχίστην ανάπαυσιν, κόποις πολλοίς τε και μόχθοις βίον ανύσας σον άπαντα.

Κινδύνους ηγάπησας, εν παρρησία ηρίστευσας, την δε ψυχήν σου τιμίαν ούκ ελογίσω παντάπασιν.

Ει δε μικρόν που ή μέγα ηστόχησας ή σφάλμα τι πέπραχας, ουδένα λανθάνει ότι ταύτα τη ανθρωπίνη φύσει συνέπονται.

Και νυν, ώ θεσπέσιε, ανδρίζου και ίσχυε και αιωνόβιος γίνου εις Εκκλησίας ωφέλειαν.

Διδάτω σοι ο Φιλάνθρωπος αλκήν έως τέλους σου, διακονίαν πληρούν σε, ην εκ χειρών Αυτού είληφας ώστ’ εν ημέρα μεγάλη λαβείν σε το στέφος, ό επηγγείλατο.

† Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

ο ευτελής πρεσβύτερος 8-7-1985

 

 

Εφημερίδα «Αγώνας» φύλλο Αυγούστου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου