OMOΛΟΓΙΑ: ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΛΑΡΙΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΥΤΙΔΑΝΟΙ.
Η τελευταία Θεία
Λειτουργία 21 Ιουλίου
1974
ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ
ΛΑΡΙΣΑΣ “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ
ΛΑΡΙΣΑΣ “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”
Για τους Αγωνιζόμενους Ορθ. Χριστιανούς
Τριαντ. Ι. Τασιόπουλος
Εκδότης – Διευθυντής
Εφημερίδος “ΑΓΩΝΑΣ”
Η τελευταία Θεία
Λειτουργία 21 Ιουλίου
1974
Κύριε Διευθυντά,
Στην εφημερίδα σας
«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» και στο φύλλο της Τρίτης (24 Δεκεμβρίου 2019) στην κορυφή της
πρώτης σελίδας πάνω αριστερά είχατε ως κύριο θέμα: «Στη Μητρόπολη η βιβλιοθήκη
του μακαριστού Θεολόγου», και αφού κάνετε μια μικρή εισαγωγή, εφτά σειρούλες,
μεταφέρετε τον αναγνώστη στην 7η σελίδα. Εκεί, διαβάζοντας το ρεπορτάζ του
δημοσιογράφου σας κ. Γ. Ρούστα, ξαφνιαστήκαμε από την μπηχτή γραφίδα του, που
μιμείται άλλων παλαιότερων συναδέλφων τα ρεπορτάζ οι οποίοι για κάθε «κακό»
κατηγορούσαν τους ανθρώπους του περιβάλλοντος Θεολόγου, δηλαδή τους
Αγωνιζόμενους Χριστιανούς. Είχαν φθάσει σε τέτοια αναισχυντία ώστε το 1995 να
γράψουν και να πουν τα Μ.Μ.Ε. των Αθηνών ότι η βόμβα που έβαλαν σε ναό των
Αθηνών ήταν έργο των Αγωνιζόμενων Λαρισαίων!
Υπάρχει ένα αδυσώπητο ερώτημα
– μεταξύ άλλων – που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε. Τριάντα ολόκληρα χρόνια,
ηφαίστειο αδαπάνητο αναβλύζει τη λάβα του μίσους (με μικρά διαστήματα διακοπής)
για να κατακαύσει ό,τι έχει σχέση με Θεολόγο και Αγωνιζόμενους δίχως να νιώθουν
κορεσμό και να προβληματίζονται για την πικρία που σκορπούν σε χιλιάδες πρώην
και νυν Αγωνιζόμενους Χριστιανούς. Αυτό γιατί;
Γιατί κάθε φορά και
καινούργια επινόηση ξεπροβάλλουν; Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ένα μικρό μέρος – τα
πολλά θα δημοσιευθούν στην ιστορική διαδρομή που σύντομα θα έρθει στην
επιφάνεια – για να πληροφορηθεί ο κάθε καλόπιστος.
Τον Μάιο κάποιος
“δημοσιογράφος” Θεοχάρης ανάρτησε στο ιστολόγιό του “ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ” άρθρο
γράφοντας, μεταξύ πολλών άλλων, ότι: «τον Ιγνάτιο τον στόχευσαν πληρωμένα
τοπικά συμφέροντα…» και αυτό «του κόστισε ώστε σταδιακά η υγεία του ν’ αρχίσει
να κλονίζεται…». Για το συκοφαντικό αυτό δημοσίευμα του στείλαμε εξώδικη
απάντηση επικαλούμενοι “την χριστιανική και Ορθόδοξη πίστη ως και τη Νομική
υποχρέωση να τη δημοσιεύσει αυτούσια, χωρίς περικοπές και αλλοιώσεις, και ο
κάθε καλοπροαίρετος να βγάλει τα συμπεράσματά του”.
Η απάντηση του ήταν ΑΡΝΗΣΗ.
Αυτό δεν ξέρουμε αν είναι η “τίμια” και “καθαρή” δημοσιογραφία (sic).
Φέτος, τον Μάιο του 2019 κυκλοφόρησε στο
διαδίκτυο άρθρο ενός πρώην αστυνομικού της Ασφάλειας Λάρισας και για πολλά
χρόνια συνεργάτη σας διότι αρθρογραφούσε σε στήλες της έγκριτης εφημερίδα σας.
Διαβάζοντας το εν λόγω άρθρο σε έπιανε τρόμος. Μας χαρακτήριζε – χωρίς
περιστροφές – χειρότερους από τους τζιχαντιστές. Σ’ ένα μικρό δείγμα, μεταξύ
των πολλών και φανταστικών που περιγράφει είναι και το φοβερό, που, όπως
φάνηκε, στόχος του ήταν να σπιλώσει αγνές υπάρξεις. Έγραφε: «Οι αστυνομικοί μετά την εργασία τους επέστρεφαν στα σπίτια τους γδαρμένοι (από τους Αγωνιζόμενους)». Του ζητήσαμε να μας δείξει – όχι πολλούς όπως
έγραφε – αλλ’ έστω ΕΝΑΝ. Όμως “ο κύριος” αυτός εξαφανίστηκε ως
τυφλοπόντικας. Τα ψέματα τρέχουν και η συκοφαντία παραμένει.
Και τώρα έρχομαι σε ένα
μικρό δείγμα από τα καθ’ υμάς:
Σε άρθρο στη μόνιμη στήλη της εφημερίδας σας
της Δευτέρας, δημοσιογράφος και καθηγητής στις 11-12-2017 έγραψε μεταξύ πολλών
και “ωραίων” ότι είμαστε ένα “περιθωριακό έντυπο που κυκλοφορούμε κατά
καιρούς”. Δεν γνωρίζουμε αν ο έγκριτος καθηγητής-δημοσιογράφος είχε γνώση
τί σημαίνει περιθωριακός και μας αποκάλεσε έτσι. Του θυμίζουμε το νόημα:
«περιθωριακός είναι αυτός που ζει στο περιθώριο της οργανωμένης κοινωνίας λόγω
της αδυναμίας του να ενσωματωθεί σε αυτή ή, λόγω της άρνησής του, να υποταχθεί
στους κανόνες της» (εγκυκλοπαιδικό λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE). Ο Γ. Μπαμπινιώτης
στο Λεξικό του γράφει: «Περιθωριακός είναι αυτός που ζει ή ανήκει στο κοινωνικό
περιθώριο… ασήμαντος, δευτερεύων». Ο δε Τεγόπουλος-Φυτράκης «Περιθωριακός είναι
αυτός που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα
πλαίσια».
Στην εφημερίδα στείλαμε
απάντηση για τα όσα μας καταμαρτυρούσε αλλά φαίνεται, για την εφημερίδα δεν
υπήρχε ούτε ελάχιστος χώρος σε κάποια γωνία να γράψει κάτι. Άλλωστε γιατί να
γράψει αφού είμαστε… “περιθωριακοί” (!). Ο δε δημοσιογράφος-καθηγητής
απάντησε δια της σιωπής του, και έτσι την απάντηση αναγκαστήκαμε να την
δημοσιεύσουμε στο φύλλο αρ. 247( ΑΓΩΝΑΣ) του Δεκεμβρίου 2017.
Ως “κεραυνός εν αιθρία” ήρθε ένα
δημοσίευμα της εφημερίδας σας (26 Οκτωβρίου 2018) με τίτλο: «Το Αρχείο της
Μητροπόλεως Λαρίσης: Δύο απαράδεκτες “εκκαθαρίσεις” του», από έναν τακτικό
συνεργάτη σας – πρώην προϊστάμενο των Γενικών Αρχείων του Κράτους – που μας
συνετάραξε συθέμελα. Τα ψέματα που αναφέρει ως ειδικός των Αρχείων χτύπησαν
“ταβάνι”. Δεν γνωρίζω εάν έχει γραφεί άλλο τέτοιο αισχρό, κατάπτυστο
και συκοφαντικό δημοσίευμα. Γι’ αυτό, δυστυχώς, δε βρήκατε χώρο να
βάλετε μια αράδα διορθωτική, ή να ζητήσετε συγνώμην από τους χιλιάδες ζώντες
και κεκοιμημένους Αγωνιζόμενους που συκοφάντησε αυτός ο “κύριος”.
Τί έγραφε για τους
Αγωνιζόμενους; Διαβάστε και φρίξτε!
«Απέσπασαν (οι αγωνιζόμενοι)
έγγραφα, λεηλατώντας το αρχείο της πόλης…», «Δεν υπάρχει – Αρχείο –. Το
κατέστρεψαν ή είναι κάπου κρυμμένο… Αυτοί που το πήραν δεν ήθελαν να αφήσουν να
είναι σε ιστορική κριτική ο μακαριστός μητροπολίτης Θεολόγος (ρίχνει αισχρή
μομφή για τον π. Θεολόγο). Ένα αρχείο πράξεων μητροπολίτη ανήκει σε όλους, στην
ιστορία… είτε αποσπά κανείς αρχείο για ιδία χρήση – ιδιοκτησία, είτε για το
καλό των άλλων, είναι το ίδιο… Οι άνθρωποι (δηλαδή Αγωνιζόμενοι) το αφαίρεσαν
για να εξαφανίσουν ιστορική κριτική σε βάρος του μακαριστού Θεολόγου… Τώρα που η
περίοδος “Αγώνα” έκλεισε (ο Αγώνας τους καίει που βγάζει τις βρωμιές στο
φως) το κύκλο του, καλά είναι να επιστραφεί πίσω, αν σώζεται βέβαια…».
Αν με ρωτήσετε, πώς έγιναν
όλα αυτά· γιατί έγραφε τόσα ψέματα; Δεν είμαι σε θέση να σας δώσω εξήγηση.
Βάλτε στο μυαλό σας όποια υποψία κρίνετε, ή ό,τι κι αν βάλετε στο μυαλό σας,
δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω αλλά ούτε και να το διαψεύσω.
Η απάντησή μας προς την
“έγκριτο” εφημερίδα ήταν τεκμηριωμένη με έγγραφα, φωτοτυπίες, φωτογραφίες,
επερωτήσεις στο Δήμο Λάρισας κ.α. που έδιναν, αλλά και δίνουν, ένα φοβερό
χαστούκι στον γράψαντα το ψευδέστατο και επίβουλο αυτό δημοσίευμα. Και
καταλήξαμε: “Κύριε διευθυντά, σ’ αυτά τα λίγα (παραλείψαμε τα πολλά λόγω
έλλειψης χώρου αλλά κι επειδή αναφερθήκαμε σε άλλο φύλλο εκτεταμένα), ελπίζουμε
να ανταποκριθείτε με αίσθημα υψηλής δημοσιογραφικής ευθύνης δημοσιεύοντας την
παρούσα απαντητική επιστολή μας… για την αποκατάσταση της αλήθειας και την
αντικειμενική ενημέρωση των αναγνωστών σας.
Η δημοσίευση του αντιλόγου
δεν είναι μόνο θέμα δεοντολογίας, αλλά και ΘΕΜΑ ΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑΣ. Σαν θιγόμενοι
Έλληνες πολίτες αναμένουμε”.
Εάν ρωτάτε τι απέγινε, σας
απαντούμε: Έγινε ένα ΤΙΠΟΤΑ. Δεν έγραψε ούτε μια λέξη. Κι αυτά ανερυθρίαστα.
Δυνάμωσε μόνο τον ανεμιστήρα ώστε με τη λάσπη που θα διασκόρπιζε στην
ατμόσφαιρα να λερώσει την αξιοπρέπεια των Αγωνιζόμενων.
Αν κάποιος θέλει να μάθε πώς
έχει η αλήθεια ας ανατρέξει στην εφημερίδα μας “ΑΓΩΝΑΣ” στο υπ’ αρ. 257 φύλλο
(Οκτώβριος του 2018).
Ο “κύριος” αυτός, ο πρώην
αστυνομικός της ασφάλειας και κάμποσοι άλλοι ακόμα, που πολέμησαν τον π.
Θεολόγο και προσπαθούν χρόνια τώρα να ρίξουν τους Αγωνιζόμενους τροφή στα άγρια
θηρία, όλοι αυτοί, σχεδόν, έγιναν οι καλύτεροι συνεργάτες του νέου επισκόπου
στο νέο εκδοθέν περιοδικό-βιβλίο «ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΠΟΛΙΣ». Εμείς δεν χρειάζεται να
σχολιάσουμε. Τα συμπεράσματα δικά σας!
Το τελευταίο δημοσίευμα της εφημερίδας
“ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” μας άφησε άφωνους. Οι ενοχλήσεις από πολλούς γνωστούς και
αγνώστους, φίλους και συμπαθούντες, Αγωνιζόμενους και μη, ήταν πολλές και
ποικίλες. Όλοι ρωτούσαν ποιος ή ποιοι ήταν αυτοί που κατείχαν τη βιβλιοθήκη και
πώς βρέθηκε σ’ αυτούς, δίνοντας στην πολέμιο του Θεολόγου και των Αγωνιζόμενων
εφημερίδα τη δυνατότητα να αφήνει (άμεσα και έμμεσα) πονηρά υπονοούμενα σε
βάρος των Αγωνιζόμενων «ως ανήκοντες στο περιβάλλον του π. Θεολόγου».
Κύριε Διευθυντά, εδώ είναι
πρόδηλος η προσπάθεια του συντάκτου δημοσιογράφου να στοχοποιήσει κάποιους.
Σκύβοντας στον πολύπλοκο
ιστορικό χάρτη, θα προσπαθήσω να δώσω το στίγμα των πριν από 45ετία συμβάντων,
ανοίγοντας έτσι το αμπάρι της ψυχής μου και παραδίδοντας την προσωπική μου
μαρτυρία ως μία εξομολογητική προσφορά στους αγωνιούντας αδελφούς που μας
ρωτούν.
Η τελευταία αρχιερατική Θεία
Λειτουργία του π. Θεολόγου στο Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλείου ήταν,
όταν το ημερολόγιο έγραφα 21η Ιουλίου 1974. Προσπαθώ να αναπλάσω στην οθόνη του
λογισμού μου την τελευταία αυτή δραματική Θεία Ευχαριστία, σε έναν ναό που ήταν
ασφυκτικά γεμάτος και όλος ο προαύλιος χώρος από ένα πλήθος κόσμου που όμοιο
δεν είχαμε γνωρίσει έως τότε. Δεν ήταν βέβαια μόνο η συρροή του κόσμου, αλλά
πιο πολύ η κοινή αγωνία που πλημμύριζε τις ψυχές του.
Ο π. Θεολόγος με
καταπληκτική ψυχραιμία ιερουργούσε, λες και ήταν η τελευταία Θεία Λειτουργία
πριν από τη μεγαλειώδη πτώση της Βασιλεύουσας. Μέσα σ’ αυτό το φορτισμένο
κλίμα, από οργή και ιερά αγανάκτηση, το εκκλησίασμα στο τέλος, με την ανάγνωση
του αποχαιρετιστηρίου γράμματος του π. Θεολόγου, ξέσπασε σε λυγμούς.
Αυτή ήταν η απάντηση του πιστού λαού με την οποία έσπασε εκείνη τη φοβερά βωβή
σιωπή του.
Οι στιγμές δραματικές, τα
γεγονότα συγκλονιστικά κι ο π. Θεολόγος ήρεμος αντιμετώπιζε την κατάσταση με
καταπληκτική ψυχραιμία. Στο σολέα ο ίδιος μοίραζε το αντίδωρο ενώ οι
εκκλησιαζόμενοι με σφιγμένη καρδιά και δακρυσμένα μάτια περνούσαν, φιλούσαν με
σπαραγμό ψυχής το χέρι του παίρνοντας την τελευταία ευλογία. Κι εκείνος με
γλυκύτητα τους παρηγορούσε γαληνεύοντάς τους με την προσωπική του γαλήνη που
απέρρεε από τη βαθιά του πίστη στον Εσταυρωμένο και Αναστάντα Χριστό.
Μια μικρή ομάδα εννέα ατόμων
κατευθυνθήκαμε στο επισκοπείο να βοηθήσει στην προετοιμασία για την αναχώρησή
του. Εκεί ήταν η αδελφή του Σεβασμιωτάτου και ο π. Ιγνάτιος Μαδενλίδης. Σε
κάποια στιγμή βρέθηκα μπροστά στην τεράστια βιβλιοθήκη και απευθυνόμενος προς
τον Σεβασμιώτατο Θεολόγο του είπα: “Σεβασμιώτατε αυτή η βιβλιοθήκη σας με τα
σπάνια βιβλία, όπως τα βλέπω, τι θα γίνει;
- Παιδί μου – μου
είπε – δεν θα αργήσω να επιστρέψω, διότι η παρανομία τους είναι εξόφθαλμη…”.
Αφού μαζεύτηκαν τα ολίγα υπάρχοντά του, ακολούθησε κάποια αδράνεια. Ο χρόνος
κυλούσε χωρίς κάποιο λόγο. Η αγωνία μας άρχισε να κορυφώνεται! Γιατί ο π.
Θεολόγος δεν αναχωρεί; Αναρωτιόμασταν. Όταν άξαφνα εμφανίζεται ο, μακαρίτης
τώρα, γιατρός του Γιάννης Αργυρούλης. Κάτι του έβαλε στο χέρι και έφυγε, – την
επομένη ημέρα μάθαμε ότι ο π. Θεολόγος καθυστερούσε την αναχώρηση διότι δεν
είχε χρήματα για τα εισιτήρια και τα δανείστηκε από τον γιατρό –. Αμέσως άρχισε
η αποχώρηση. Οι τρεις από την ομάδα των εννέα κατευθύνθηκε προς τον Ο.Τ.Ε., για
την αποστολή τηλεγραφήματος στον νεοχειροτονηθέντα (16/7/1974) “επίσκοπο”
Λάρισας Σεραφείμ Ορφανό κάνοντάς του γνωστό ότι η Λάρισα θα αντιδράσει. Οι
υπόλοιποι πήραν το δρόμο τους. Ο π. Θεολόγος και η αδελφή του με την βαλίτσα
του κατηφόρισαν προς το πρακτορείο του ΚΤΕΛ Αθηνών και ο π. Ιγνάτιος κλείδωσε
το επισκοπείο.
Τα χρόνια περνούσαν αλλά
κατά χρονικά διαστήματα η σκέψη μου κέντριζε την ψυχή μου με εκείνα τα απλοϊκά
λόγια του π. Θεολόγου: “Παιδί μου, δεν θ’ αργήσω να επιστρέψω…”. Ο Κύριός μας
“ο ετάζων καρδίας και νεφρούς” (Ψαλ. 7, 10) εκπλήρωσε την επιθυμία του και έτσι
στις 10 Ιανουαρίου 1992 το πρωί, ήρθε επίσημα και ανενόχλητα και εγκαταστάθηκε
πάλι στο επισκοπικό του γραφείο μετά από εξορία δέκα επτά χρόνων. Σε κάποια
χρονική στιγμή, ρώτησα τον Σεβασμιώτατο Θεολόγο για την βιβλιοθήκη.
- Δεν γνωρίζω – ήταν η
απάντησή του. Ερχόμενος την αναζήτησα και δεν βρέθηκε ούτε βιβλίο!
Γκρεμίζοντας (9 Οκτωβρίου
1992) το παλαιό Επισκοπείο, βρέθηκα εκεί από τους πρώτους, λόγω και της
θεσμικής ιδιότητάς μου του Δημοτικού Συμβούλου, ερευνώντας μέσα στα χαλάσματα.
Δεν υπήρχε ούτε ίχνος ξύλου από την πεντάμετρη περίπου βιβλιοθήκη.
Αυτή είναι η ιστορία με την
“βιβλιοθήκη του μακαριστού Μητροπολίτη Θεολόγου”, και δεν έχουν καμία σχέση
άνθρωπος ή άνθρωποι του περιβάλλοντος του μακ. Θεολόγου – Αγωνιζόμενοι που
αυθαίρετα τους φορτώνεται η ευθύνη.
Και κάτι ακόμα που ο
συντάκτης του ρεπορτάζ ή το αγνοεί ή εσκεμμένως το προσπερνά, είναι τα λεγόμενά
του: «Η κίνηση – ή η παράδοση της βιβλιοθήκης Θεολόγου αποκαθιστά και
τυπικά, μετά από πολλά χρόνια, τις σχέσεις των ανθρώπων που ανήκαν στο
περιβάλλον του μακαριστού Θεολόγου με τη Μητρόπολη, σηματοδοτώντας ουσιαστικά
τη λήξη μιας περιόδου που τραυμάτιζε την τοπική εκκλησία». Έτσι γράφει,
διότι δεν γνωρίζει ο συντάκτης-δημοσιογράφος ότι η Εκκλησία έχει, Κανόνες,
Παράδοση, Ιστορία και καμιά αντικανονικότητα ή παρανομία δεν τερματίστηκε, με
λόγια, φιλοδωρήματα, ταξίματα, αφιερώματα, μνημόσυνα, τρισάγια κ.ά., αλλά με νόμιμες
και κανονικές διαδικασίες που εδώ δεν έγιναν.
Όποιος είχε τη δυνατότητα να
παρακολουθήσει τα εκκλησιαστικά γεγονότα του 1974 ένοιωσε την ύπαρξή του να
κυριεύεται από φρίκη, να τον πνίγει η αγανάκτηση και να αλλοιώνεται η όψη του
από αηδία.
Θα προσπαθήσω να είμαι όσο
πιο σύντομος για να μην τεντώσω τα νεύρα σας με την εξιστόρηση των
συγκεκριμένων χρονικών, διότι είναι και πολλά και απίθανα στη σκοτεινή πλοκή
τους.
Θα πω όμως τα παρακάτω: Ήταν
μια εποχή που κυριαρχούσε η πονηρία και η σκοπιμότητα στη Σεραφειμική ομήγυρη,
με την εκκλησιαστική δικαιοσύνη να σφαδάζει κάτω από το βαρύ τους πέλμα.
Καταλαμβάνοντας ο Σεραφείμ Τίκας τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, σοφίστηκε (;) να
διώξει δώδεκα αγίους επισκόπους (μέσα σ’ αυτούς και τον π. Θεολόγο) και στους
θρόνους αυτών να τοποθετήσει δικά του πρόσωπα, απόλυτα εξαρτημένα και ανίκανα
να αντιδρούν στα ένοχα σχέδιά του. Έτσι και έκανε. Απομάκρυνε όλους αυτούς,
χωρίς να απαγγείλει σε βάρος τους κατηγορία, να διατάξει ανακρίσεις, να τους
παραχωρήσει το δικαίωμα να απολογηθούν και να τους δικάσει, παρά μόνο με την
επίκληση των δύο Συντακτικών Πράξεων (3 και 7), που τις εξέδωσε το δικτατορικό
κατεστημένο, ύστερα από τη Σεραφειμική παράκληση και σε χρόνο αστραπής, που,
και κτήνη να ήταν θα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για την εξόντωσή τους.
Το ακόμα πιο βάρβαρο –
δαιμονικό θα έλεγα – ήταν που απαίτησε ο Σεραφείμ απ’ τους δικτάτορες να
ενσωματώσουν στις Συντακτικές Πράξεις, διατάξεις που να απαγορεύουν στους
καρατομηθέντες επισκόπους να προσφύγουν σε οποιαδήποτε εκκλησιαστική,
πολιτειακή ή δικαστική αρχή προκειμένου να βρουν το δίκαιό τους.
Έτσι η Πρώτη Συντακτική
Πράξη 3α, αρθρ. 5, όριζε: «Πράξεις εκδιδόμεναι… δεν υπόκεινται εις
αίτησιν ακυρώσεως ή προσφυγήν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας…».
Μετά από λίγες ημέρες έρχεται
η Δεύτερη Συντακτική Πράξη – δώρο από τους δικτάτορες στο Σεραφείμ – η οποία
επαναλάμβανε και επέκτεινε την απαγόρευση ορίζοντας ρητά: «Η απόφαση εκτελείται
άμα τη δημοσιεύσει της δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως, μη υποκειμένη εις
ένδικον μέσον ή προσφυγήν ενώπιον πάσης εκκλησι9αστικής ή πολιτειακής αρχής ή
δικαστηρίου» (7η Συντ. Πράξης αρ. 2).
Οι διατάξεις αυτές έβαλαν
την εκκλησία στο γύψο, και τους λειτουργούς της χειροπέδες. Και για να κοιμάται
ήσυχη η Σεραφειμική “μαφία” ζήτησε τη βοήθεια των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες
ανταποκρίθηκαν αμέσως. Σήκωσαν το σπαθί τους – δείχνοντας τη δύναμή τους – και
στράφηκαν προς τα συστήματα που τα εξουσίαζαν δίδοντας την εντολή: «Προς
περιφρούρησιν χριστιανικού αισθήματος θρησκευτικού λαού απαγορεύεται από λήψεως
παν δημοσίευμα εις τον Τύπον… Να ενημερωθούν σχετικώς και προφορικώς οι εν τη
ζώνη ευθύνης υμών διευθυνταί εκδιδομένων εφημερίδων» (Αρχηγείον Ενόπλων
Δυνάμεων. ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ, Φεβρ. 1974).
Το Σεραφειμικό δολοφονικό
κατεστημένο βρίσκονταν σε υπερδιέγερση, σε ομαδική νεύρωση, σε μια πρωτοφανή
έξαρση εμπάθειας. Και για να στεριώσουν την παράνομη παραμονή τους στους
θρόνους που κατέλαβαν από τους δώδεκα εκδιωχθέντες αγίους Επισκόπους,
προχώρησαν σε μια πρωτότυπη και πρωτόγνωρη πράξη. Απαγόρευσαν στους εκθρονισθέντες
Μητροπολίτες να παραμείνουν και ως απλοί ιδιώτες στις περιφέρειες που
εποίμαναν: «Προς διαφύλαξιν εν παντί της εν τη Εκκλησία ενότητος… ήχθη εις την
απόφασιν, όπως μη επιτρέψη την εγκατάσταση των οποιονδήποτε εξελθόντων ή
εξερχομένων της ενεργούς υπηρεσίας Σεβ. Ιεραρχών εν ταις περιφερείαις ως ούτοι
μέχρι τούδε εποίμαναν…» (2026/23-7-1974 απόφαση).
Το κακό κορυφώθηκε,
ξευτελίστηκε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καταργήθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης
που μπορεί να έχει μια ευνομούμενη Πολιτεία, με πολιτισμένη κοινωνία και με
δημοκρατία. Οι άνθρωποι: «ούτε τον Θεό φοβούνταν, ούτε τους ανθρώπους
ντρέπονταν, ούτε ίχνος αγάπης χριστιανικής είχαν μέσα τους» (Κοζάνης
Διονύσιος).
Ο Σεραφείμ τώρα αισθάνθηκε
δυνατός, ελεύθερος, απυρόβλητος, διότι ήταν καλυμμένος και από το μανδύα της
δημοσιογραφικής σιωπής. “Πανευτυχής”, ως άλλος Αλή Πασάς, δήλωνε: «κάνουμε ό,τι
θέλουμε, το κάνουμε όπως θέλουμε και δεν δίνουμε λόγο σε κανέναν. Κανένας δεν
μπορεί να τα ανατρέψει, όσο στραβά κι αν είναι». Ο στενός του δε φίλος και
πρωτεργάτης των μεθοδεύσεων, Φθιώτιδος Δαμασκηνός πλήρης ικανοποίησης έλεγε:
«βλέπεις πως τον έχουμε τον τύπο;» και έσφιγγε δυνατά τη χούφτα του για να
δείξει πως όλους τους έχουν κλεισμένους στο σακούλι της αφωνίας, ασφαλώς με το
αζημίωτο.
Με την λήξη του πρώτου εξαμήνου
του 1974 το πολιτειακό σκηνικό άλλαξε. Η Δικτατορία έπεσε, η λειτουργία των
δημοκρατικών θεσμών αποκαταστάθηκε. Όλες σχεδόν οι τυραννικές διατάξεις, που
είχαν θεσπιστεί και αλυσόδεσαν την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα, άρχισαν
να καταργούνται η μία μετά την άλλη, και η νομιμότητα να μπαίνει ως
αποκλειστικός ρυθμιστής στο τεραίν της καθημερινότητας.
Η πρωτοβουλία για την
αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης και στα ενδότερα της Εκκλησία τάραξε το
κύκλωμα της εκκλησιαστικής τυραννίας. Το Σεραφειμικό κατεστημένο κινήθηκε με
ταχύτητα αστραπής για να την ανατρέψει, όπως και έγινε. Για όλους τους Έλληνες
πολίτες έγινε η άρση του απαραδέκτου και δικαιώθηκαν. Οι μόνοι που δεν είχαν
αυτό το δικαίωμα ήταν οι 12 διωχθέντες από τον Σεραφείμ Μητροπολίτες.
Έγινε μια πρώτη προσπάθεια
μέσω του ΣτΕ στις 13-6-1974 από τους μητροπολίτες Ζακύνθου Απόστολο και
Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου αλλά απορρίφθηκε. Ακολούθησε του Αττικής Νικοδήμου
25-6-1974 αλλ’ είχε την ίδια τύχη. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που
σχηματίστηκε με την υπ’ αρ. 1/1-8-1974 απόφαση κατάργησε όλες τις Συντακτικές
Πράξεις που αφορούσαν όλους, με εξαίρεση τους 12 Μητροπολίτες. Μέσα σ’ αυτή την
αναμπουμπούλα των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων, στις αρχές Δεκεμβρίου
(6-12-1974) ο Υφυπουργός Παιδείας Χρ. Καραπιπέρης ανακοίνωσε: «Νομοθετικό
Διάταγμα που αίρεται το απαράδεκτον της προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ των αποφάσεων
και πράξεων, δια των οποίων εκηρύχθησαν έκπτωτοι Αρχιερείς του Αρχιερατικού
θρόνου». Το Νομοθέτημα αυτό (87/1974) υπογράφηκε και στάλθηκε στο Εθνικό
Τυπογραφείο προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Στο δρόμο προς το
Τυπογραφείο το Νομοθέτημα, κατά μυστηριώδη τρόπο, χάθηκε. Κανένας δεν
έμαθε ποτέ… ποιο ήταν το πρόσωπο ή το χέρι που το εξαφάνισε από το Εθνικό
Τυπογραφείο!
Τρεις ημέρες μετά
(9-12-1974) έχουμε νέα Κυβερνητική ανακοίνωση που μιλούσε για «Εκκλησιαστικόν
νομοσχέδιο περί άρσεως…». Έχουμε σχεδόν το ίδιο… Σε λίγες ημέρες μετά άρχισε να
λειτουργεί η νέα Βουλή. Τότε, εκατόν πενήντα πέντε (155) βουλευτές συνέταξαν
και υπέγραψαν σχέδιο ψηφίσματος προς τη Βουλή «Περί ολοκληρώσεως της
αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος». Και αυτό δεν ευοδώθηκε διότι οι
“ολίγοι” ήταν ισχυρότεροι από την πλειοψηφία.
Ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας
κ.Παπαδημητρίου στις 10-1-1975 καταθέτει επερώτηση στη Βουλή της Ελλάδας για
την άρση του απαράδεκτου, και αυτή είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Σε ερώτηση
βουλευτών της αντιπολίτευσης το θέμα έφτασε στη Βουλή, και συζητήθηκε σε
τέσσερις συνεδριάσεις 18, 21, 26 Μαρτίου και 11 Απριλίου 1974. Μίλησαν πάνω από
30 βουλευτές. Η πλειοψηφία έδειξε ενδιαφέρον και προσπάθησε να δώσει λύση. Το
θέμα όμως δεν προχώρησε.
Στις 2 Ιουνίου 1975 έχουμε
νέα συζήτηση στη Βουλή για το Άρθρο 119 του Συντάγματος που έλεγε: «Δια νόμου
δύνανται να αρθή το καθ’ οιονδήποτε τρόπον ισχύσαν απαράδεκτον της ασκήσεως
αιτήσεως ακυρώσεως κατά Πράξεων εκδοθεισών από 21ης Απριλίου 1967
μέχρι της 23ης Ιουλίου 1974…». Το Σύνταγμα ψηφίσθηκε, δημοσιεύθηκε
και άρχισε να εφαρμόζεται. Η τροπολογία άρσης ήταν γεγονός. Το μόνο που απέμενε
ήταν να ενεργοποιηθεί, αλλά… ο νόμος κάπου σκάλωσε και δεν ενεργοποιήθηκε.
Στις 5-11-1975 ο Υπουργός
Παιδείας και Θρησκευμάτων Παν. Ζέπος καταθέτει στη Βουλή, “εισηγητική έκθεση”
και “Σχέδιον Νόμου” με πέντε (5) Άρθρα «Περί άρσεως του δια των συντακτικών
πράξεων 3/1974 και 7/1974 θεσπισθέντος απαραδέκτου και περί της παροχής
δυνατότητος επαναφοράς εις την ενεργόν άσκησιν των καθηκόντων παραιτηθέντων ή
εξελθόντων της υπηρεσίας αρχιερέων».
Το Σεραφειμικο κύκλωμα, η
Μασονία και μερικοί άλλοι αμφίβολης ηθικής υπόστασης, επέτυχαν αστραπιαία με
διάφορα προσχήματα το νομοσχέδιο αυτό να κολλήσει και ποτέ δεν έγινε νόμος του
Κράτους, ούτε καν συζητήθηκε στη Βουλή. Σε λίγες ημέρες (αρχές Ιανουαρίου 1976)
ο Υπουργός Π. Ζέπος παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Γεώρ. Ράλλης (γνωστός
μασόνος). ΗΤΑΝ ΑΡΑΓΕ ΤΥΧΑΙΟ;
Για δέκα τρία χρόνια έγιναν
διάφορες προσπάθειες και πάντα κάποιες αφανείς δυνάμεις δρούσαν και δεν
επέτρεπαν τη λύση!
Ξαφνικά, “ως κεραυνός εν
αιθρία”, στις 15 Νοεμβρίου 1988, η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με Υπουργό Προεδρίας τον
Μένιο Κουτσόγιωργα και τον νεαρό τότε Υπουργό Παιδείας Γεώρ. Παπανδρέου ανοίγει
το δρόμο για το ΣτΕ, καταργώντας τις διατάξεις του Νόμου για το απαράδεκτο της
προσφυγής για όλους τους αδικημένους και στερούμενους μέχρι τότε το δικαίωμα
αυτό, από τον καιρό της δικτατορίας.
Και εδώ πάλι για τους 12
Μητροπολίτες υπήρχε ένα φρένο, διότι δεν προέβλεπε το νομοσχέδιο την άρση του
απαράδεκτου για όσους ασκούσαν διοίκηση. Έτσι το Σεραφειμικό κατεστημένο δεν
ανησύχησε.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1990 ο
βουλευτής και υπουργός Ι. Παλαιοκρασάς κατέθεσε πρόταση στη Βουλή, για
τροποποίηση του παραπάνω νομοθετήματος, όπου και έγινε δεκτή από τη Βουλή στις
9 Μαρτίου 1990 με την παρακάτω συμπλήρωση: «Στην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν.
1816/1988 και με τη φράση “αίρεται για τους υπαλλήλους του Δημοσίου”
προστίθεται και παρεμβάλλεται η φράση “τους υπαλλήλους και όργανα
διοικήσεως”. Η προθεσμία ισχύος της παραπάνω προσθήκης αρχίζει από τη
δημοσίευση του νόμου αυτού» (άρθρο 12 του ν. 1877/90 ΦΕΚ Α΄ 28/9-3-90). Η
προσθήκη ήταν μια ενέργεια που αποκαθιστούσε μία ανθρώπινη αδικία.
Στις 26 Απριλίου 1990 έχουμε
την εκδίκαση της πρώτης προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας των 9 Λαρισαίων
κατά του υπουργείου Παιδείας και Εκκλησίας για την ακύρωση της εκλογής και
εγκατάστασης του Δημητρίου Μπεκιάρη ως Μητροπολίτη Λάρισας.
Το αρχιεπισκοπικό κονκλάβιο,
ανήσυχο, άρχισε αγώνα να επηρεάσει τις εξελίξεις. Παρασκηνιακοί παράγοντες
οργίασαν προκειμένου να ματαιώσουν την ετυμηγορία της δικαιοσύνης. Οι
εξαρτημένοι – “ελεύθεροι” δημοσιογράφοι οργάνωσαν την καμπάνια τους! Ενδεικτικά
ο Τύπος έγραφε: «Η Κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει αμέσως στο Συμβούλιο της
Επικρατείας ώστε να απορρίψει τις αιτήσεις των εκπτώτων ιερωνυμικών
μητροπολιτών…».
Ο κ. Σεραφείμ, τρέμοντας από
θυμό και βγάζοντας αφρούς από το στόμα, εξεστόμισε και τις ακόλουθες, άκρως…
“χριστιανικές” και αρχιεπισκοπικές, φράσεις: “Ήταν λάθος μου που δεν τους
έδιωξαν όλους αυτούς. Αλλά, πού θα μου πάνε; Όλους θα τους συντρίψω…”. “Πρέπει
να καταργηθεί ο νέος νόμος. Να απαγορευθεί σ’ αυτούς να προσφύγουν στο Συμβούλιο
της Επικρατείας. Να παρέμβει η κυβέρνηση. Όλοι αυτοί να φύγουν από την
Εκκλησία…”.
Μετά από ολόκληρους πέντε
μήνες, οι αποφάσεις βγήκαν στις 11 Οκτωβρίου και δημοσιεύθηκαν στις 30 του
ιδίου μηνός. Συνολικά βγήκαν 13 ομόφωνες δικαστικές αποφάσεις που δικαίωναν
όλους τους εν ζωή βρισκόμενους Μητροπολίτες.
Την επομένη ημέρα
(31/10/1990) όλες οι εφημερίδες πληροφορούσαν τους πιστούς για τη μεγάλη βόμβα
που έπεσε στο κέντρο της Εκκλησιαστικής διοικήσεως.
Το “ΕΘΝΟΣ” δημοσίευσε άρθρο
με τίτλο: «Αναστάτωση στον εκκλησιαστικό χάρτη της χώρας». Ο “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ”
«Τρίζει η καρέκλα του Σεραφείμ». Η “ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ” «Επιστρέφουν οι οκτώ έκπτωτοι
Ιεράρχες». Τα “ΝΕΑ” «Σεισμός στην Εκκλησία». Η “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” «Η Ιεραρχία θα
κρίνει για τους μητροπολίτες». Τα δημοσιεύματα ατελείωτα…
Αποφεύγω τη λεπτομεριακή
περιγραφή, διότι θα γεμίσω την ψυχή τόσο τη δική μου όσο και την δική σου με
βαρειά, αθεράπευτη μελαγχολία, δεδομένου ότι το ταραγμένο μελίσσι της
“Πρεσβυτέρας Ιεραρχίας”, με πρωτομάστορα τον Σεραφείμ Τίκα, προσπαθούσε να βρει
τρόπο ώστε οι Μητροπολίτες που δικαιώθηκαν από την Ελληνική Δικαιοσύνη να
εξοντωθούν. Βλέπεις ότι το μόνο πρόβλημα που τους απασχολούσε ήταν το ίδιο με
αυτό των Γραμματέων και Φαρισαίων: εκεί η σταύρωση του Χριστού κι εδώ οι
μιμητές του Χριστού.
Από δω και πέρα ο βηματισμός
του π. Θεολόγου ήταν οδύνη και διωγμός. Ανέβαινε ένα μονοπάτι γεμάτο
περιπέτειας, σπαρμένο με αγκάθια, μίσος και στροβόλια. Άκουγε σκληρές κουβέντες
από άσχετους, λαϊκούς και ρασοφόρους, καιροσκόπους και προπαντός αδελφούς εν Χριστώ:
“Τι τον θέλουμε…”, “Να κόψει το λαιμό του”, “Εγώ δε θέλω αγίους…”, “Ποιος είναι
αυτός ο Θεολόγος;”.
Και ο π. Θεολόγος φορτωμένος
την καταδίκη, ανηφόριζε το αιματοβαμμένο λιθόστρωτο μονοπάτι, βιώνοντας την
σκληρότητα του διωγμού και τη σταυρωμένη διακονία της αρχιερωσύνης.
Κύριοι, ελάτε να
παρακολουθήσουμε βήμα-βήμα το κομπολόι των αθλιοτήτων που κυριαρχούσε στη
Σεραφειμική μαφία και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη που δεν τηρούσε νόμους και
Ιερούς Κανόνες.
Α) Μετά την Πρωτοχρονιά του
1992 η “Ιερά Σύνοδος” – σωστότερα Σεραφειμική Σύνοδος, τιμώρησε τον π. Θεολόγο
με εξάμηνη διαθεσιμότητα, χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορία, να τον καλέσουν
να τον ακούσουν, ούτε να γίνει κάποια υποτυπώδης δίκη. Αποφάσιζαν και διέταζαν
χωρίς να δίνουν λόγο σε κανέναν ούτε στο Θεό ούτε στους ανθρώπους.
Β) Η ανατολή του 1993 έφερε
τον εγκαινιασμό της νύχτας του αγίου Βαρθολομαίου. Οι διάδοχοι τα είχαν
προσχεδιάσει όλα. Ξεκίνησε η δίκη χωρίς δικαστικό φάκελο (είχε διακοπή πριν
ξεκινήσει λόγω νομικού κωλύματος), με μόνο στοιχείο την βεβαίωση του ανακριτή
δεσπότη. Δεν προσκλήθηκαν μάρτυρες. Δεν επιτράπηκε υπεράσπιση. Παραβίασαν την
νομοθεσία. Κατά την δικαστική διαδικασία δικαστές επίσκοποι, βλέποντας τις
παρανομίες, παραιτούνταν και έφευγαν καταγγέλλοντας και οι δικαστές δεσποτάδες
δουλοπάροικοι του αρχιεπ. Σεραφείμ τους αναπλήρωναν τάκα-τάκα με άλλους
(παράνομα) και προχωρούσαν τη δίκη.
Το δικαστήριο ήταν στημένο
με ένα και μοναδικό σκοπό, να καταδικάσει τον Θεολόγο. Η ατμόσφαιρα που
επικρατούσε ήταν αφόρητα ζοφερή. Η περιοχή γύρω από τη Μονή Πετράκη είχε ζωσθεί
από χιλιάδες ΜΑΤ. Οι κλούβες είχαν παραταχθεί στους δρόμους και η κάθε διέλευση
ζωντανού απαγορεύτηκε. Το διοικητικό κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν
πολιορκημένο.
Η δίκη συνεχίστηκε την πρώτη
ημέρα μέχρι τα μεσάνυχτα. Ακούγονταν φωνές και αντάρα μέσα από την αίθουσα και
την δεύτερη μέρα έβγαλαν την “ΔΙΚΑΙΗ” (!) απόφαση: Δέκα ολόκληρα χρόνια
αργία…!
Ο τύπος έγραφε την επομένη:
«Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Σεραφείμ ασφαλώς θα θριαμβολογεί (…) ότι, μετά από μια παρωδία
δίκης, “πέτυχε” με τη “δεδομένη” πλειοψηφία… να “εκτελέσει” τον πράο, έντιμο
και ικανό μητροπολίτη Λαρίσης κ. Θεολόγο σε 10ετή αργία.
Οι επτά μητροπολίτες, που
απετέλεσαν τους “δημίους” του κ. Θεολόγου, κηλίδωσαν τη σύγχρονη εκκλησιαστική
ιστορία της χώρας μας. Η άδικη, παράνομη και ανίερη πράξη τους θυμίζει στυγνές
κοσμικές εξουσίες σκοτεινών αιώνων…» (Τύπος της Κυριακής, 17/1/93).
Αμέσως ο π. Θεολόγος
κατέθεσε έφεση κατά της υπ’ αριθ. 22/1993 καταδικαστικής απόφασης του Πρωτ.
Συνοδικού δικαστηρίου, η οποία ποτέ δεν εκδικάστηκε. Ο Σεραφείμ δεν ήθελε καν
να ακούσει. Ο μετέπειτα αρχιεπ. Χριστόδουλος απάντησε στο αίτημα της εφέσεως με
ένα αστείο επιχείρημα: «Εις απάντησιν της από 16-10-1998 υμετέρας
επιστολής… παρατηρούμεν τα κάτωθι: γ) ότι ο επισυμβάς θάνατος του αοιδήμου Μητροπολίτου
κυρού Θεολόγου (Πασχαλίδη) επεραίωσε την κατ’ αυτού κανονικήν δίκην και
επομένως αποτελεί μακάβριον αστεϊσμόν η ικανοποίησις του ημετέρου αιτήματος»
(έγγραφο αρ. πρωτ. 4518/23-10-1998 – Εντολή Ιεράς Συνόδου ο Αρχιγραμματέως
Αρχιμ. Δανιήλ Πουρτσουκλής).
Να υπενθυμίσουμε στους
“αγίους” πατέρες ότι ο απλός κόσμος και οι πολιτικοί είναι πιο ευαίσθητοι από
τη δική σας σκληροτράχηλη φαρισαϊκή νοοτροπία, όταν έχουμε μετά από 80 χρόνια
(20-10-2010) την εκδίκαση της έφεσης για τους εκτελεσθέντες “δίκη των εξ” της
Μικρασιατικής καταστροφής. Επ’ αυτού τι έχετε να πείτε;
Για τις δικαστικές
παρανομίες και παρατυπίες στη δίκη Θεολόγου, από έρευνα που έκανε ο
εισαγγελέας, διαπίστωσε μεγάλες παραβιάσεις των σχετικών Νόμων και έβγαλε
παραπεμπτικό βούλευμα στις 5 Ιουλίου 1999 να δικαστούν για κακουργηματικές
πράξεις 36 δεσποτάδες μαζί με τον αρχιεπίσκοπο. Δημιουργήθηκε σάλος διότι ήταν
κάτι πρωτάκουστο και πρωτόγνωρο στα παγκόσμια δεδομένα, αναγκάζοντας τον
Πρωθυπουργό Μητσοτάκη, τον Υπ. Παιδείας Γ. Σουφλιά και την Υπ.
Δικαιοσύνης Μαρούδα-Μπενάκη να αναστείλουν την ποινική δίωξη με απόφαση
Υπουργικού Συμβουλίου (sic).
Γ) Δεν πέρασαν μερικές
ημέρες από την αναστολή και η Ι. Σύνοδος που συνεδρίασε 13 Ιουλίου 1993,
υπέβαλε στον π. Θεολόγο νέα ποινή: Το “ΕΠΙΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ”, μια
ανυπόστατη, άθλια και αντικανονική ποινή που δεν προβλέπεται από κανέναν Ιερό
Κανόνα. Η ενέργεια τους άφησε έκθετους και στιγματισμένους για πάντα.
Δ) Χωρίς καμιά νομική
διαδικασία (κατηγορία, ανάκριση, απολογία κλπ) η ίδια συνοδική ομήγυρη
παραπέμπει το θέμα Θεολόγου στην Ιεραρχία με το ερώτημα της καθαίρεσής του.
Ε) Και δεν σταμάτησαν εδώ,
δεν ικανοποιήθηκαν με τα τόσα θανατηφόρα χτυπήματα που του επέφεραν, δεν
χόρτασαν με το μαρτυρικό αδελφικό αίμα, ήθελαν, πάση θυσία, να τον συντρίψουν,
να τον εξαφανίσουν.
Παρακολουθούσαμε, με κομμένη
την ανάσα, έναν ανήμπορο αρχιεπίσκοπο να τον γυροφέρνουν στην βίλα Δήμητρας
Λιάνη-Παπανδρέου (Εκάλη), και τον αρχ/πο να ικετεύει τον Πρωθυπουργό Παπανδρέου
να του δώσει Νόμο-στιλέτο, να δολοφονήσει τους τρεις εναπομείναντας – από τους
12 – μητροπολίτες. Και το θλιβερό αποκορύφωμα του ανδρός ήταν, όταν, στις
25/11/1993, ανίκανος πλέον να ανέβει τα μερικά σκαλοπάτια του Μεγάρου Μαξίμου,
οι βοηθοί του τον έσπρωχναν να τα ανεβεί.
Μετά τη συνάντηση και τα
παζαρέματα, Αρχιεπίσκοπος και Παπανδρέου βγήκαν στον εξώστη και έκαναν
δηλώσεις. Ο Σεραφείμ δήλωσε ικανοποίηση και ο Πρωθυπουργός περιχαρής υποσχέθηκε
ότι θα εκπληρώσει το αρχιεπισκοπικό αίτημα και ότι θα προωθήσει Νόμο για να
λύσει το “χρονίζον” εκκλησιαστικό πρόβλημα. Δίχως να το πουν ανοιχτά, από την
πολύ χαρά τους προδόθηκαν παρ’ ότι οι όλες κινήσεις των προσώπων και τα
συμβόλαια των ανταλλαγών ή συναλλαγών φυλάχτηκαν με επιμέλεια στη σκιά του
παρασκηνίου.
Που και που, ψιθυριστά,
διοχέτευαν την πληροφορία πως θα βγει Προεδρικό Διάταγμα, που θα ακυρώνει τα
διατάγματα καταστάσεως των τριών Μητροπολιτών, παρ’ ότι το άκουσμα και μόνο
φαίνονταν απίστευτο. Ο Υφυπουργός τότε Ευαγ. Βενιζέλος (καθ.
Συνταγματικού Δικαίου) ισχυρίζονταν ότι δεν είναι δυνατόν να παραβιαστεί τόσο
κατάφορα το Σύνταγμα, διότι αποτελούσε πράξη καταλυτική των δημοκρατικών θεσμών
και προσβολή της Δικαιοσύνης.
Και όμως ήταν δυνατόν και
πραγματοποιήθηκε το αδιανόητο μετά από είκοσι έξι (26) ολόκληρα χρόνια. Με μια
μονοκοντυλιά ανέτρεψαν το Σύνταγμα, κατέλυσαν τη δημοκρατία και εγκαινίασαν το
δικτατορικό αυταρχισμό.
Ήταν 20 Απριλίου 1994,
Παρασκευή του Λαζάρου, δύο ημέρες από την εβδομάδα των Παθών του Χριστού όταν
δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το αποτρόπαιο Διάταγμα, που
αποτυπώνει τον εκπεσμό μιας σκοτεινής εποχής.
Μέρος από το κείμενο του
Διατάγματος:
«Με Προεδρικό Διάταγμα που
εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 1994 σύμφωνα με τις διατάξεις:
Β) του από 9.7.1968
Βασιλικού Διατάγματος (243/10.8.1968, π. Γ΄) με το οποίο αναγνωρίσθηκε και
καταστάθηκε ως Μητροπολίτης ο Θεολόγος Πασχαλίδης.
2) Την από 10.8.1993 απόφαση
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία επεβλήθη… το
κανονικόν, καθαρώς πνευματικού περιεχομένου επιτίμιον (ακοινωνησίας) της
αποκοπής εκ της εκκλησιαστικής κοινωνίας στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεολόγο
Πασχαλίδη με αποτέλεσμα αυτός να “έχει απογυμνωθεί”…
3) … εξέλιπε η βασική
προϋπόθεση της αναγνώρισης ως Μητροπολίτου, με πρόταση του Υπ. Εθν. Παιδείας
και Θρησκευμάτων, ανακαλείται αφ’ ότου επεβλήθη το επιτίμιον της ακοινωνησίας,
το από 9.7.1968 ΑΒ.Δ. (ΦΕΚ Γ΄ 243/10.8.1968) με το οποίο αναγνωρίζεται
και καθίσταται ως Μητροπολίτης ο Θεολόγος Πασχαλίδης».
Έτσι εκθρόνισαν για δεύτερη
φορά τον π. Θεολόγο και ανατρέποντας πέρα για πέρα το Σύνταγμα τον καταδίκασαν
οριστικά και αμετάκλητα χωρίς να τον δικάσουν, με διαδικασίες που δεν εφάρμοζαν
ούτε ο Στάλιν στη Σοβιετική ένωση ούτε ο Χότζας στην Αλβανία.
Οι σκηνές αυτές της φρίκης
και της απανθρωπιάς θα μείνουν όχι μόνο στη μνήμη μας που τις ζήσαμε, αλλά
καταγράφηκαν στο σκευοφυλάκιο της ιστορίας για να στιγματίζουν την εποχή μας
και να καταθέτουν στις επόμενες γενιές το αμείλικτο “ΚΑΤΗΓΟΡΩ” τους.
Κύριε Διευθυντά, για να “λήξει
η περίοδος που τραυμάτισε την τοπική μας Εκκλησία” και για να γίνει
ουσιαστική αποκατάσταση του π. Θεολόγου, πρέπει να αρθούν όλες οι παράνομες και
αντικανονικές Συνοδικές αποφάσεις, με αντίστοιχες αποφάσεις. Τα
αντισυνταγματικά Διατάγματα με αντίστοιχα ακυρωτικά, διότι όλες οι “ΤΙΜΩΡΙΕΣ”
που αναφέραμε παραπάνω ισχύουν μέχρι σήμερα.
Αν ρωτάτε τί πρέπει να
γίνει, η Εκκλησία έχει Κανόνες, ιστορία και παράδοση. Θα αναφερθώ σε δύο
αντιπροσωπευτικά παρόμοια εκκλησιαστικά γεγονότα που απέχουν μεταξύ τους αιώνες
αλλά μας δίνουν την απάντηση.
Το πρώτο αφορά τον
άδικο διωγμό του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που η αποκατάστασή του έγινε
κατά θαυμαστό τρόπο, όπως μας το αναφέρει ο βιογράφος του.
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο
Β΄ (γιος του Αρκαδίου και της Ευδοξίας που δίωξαν τον άγιο) έστειλε
απεσταλμένους στα Κόμανα – στο τόπο της εξορίας του αγίου Χρυσοστόμου – να
μεταφέρουν το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη. Όμως συνέβη το εξής θαυμαστό.
Το ιερό λείψανο δεν μετακινούνταν από την θέση του, παρά τις προσπάθειες που
κατέβαλαν οι άνδρες. Οι απεσταλμένοι στρατιώτες γύρισαν άπραγα και είπαν στον
αυτοκράτορα ότι ο άγιος δεν επιτρέπει την μετακίνησή του. Τότε ο Θεοδόσιος
έγραψε επιστολή με την οποία ζητούσε συγνώμη από τον Ιερό
Χρυσόστομο, λέγοντας: «Τω Οικουμενικώ Πατριάρχη Διδασκάλω και Πνευματικώ Πατρί
Ιωάννη τω Χρυσοστόμω, Θεοδόσιος Βασιλεύς. Νεκρόν ομοίως τοις άλλοις το σώμα το
σον είναι νομίσαντες. Πάτερ τίμιε, μετακομίσαι αυτό απλώς προς ημάς και αγαγείν
ηβουλήθημεν· δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως διημάρτομεν· αλλά συ γε,
Πάτερ τιμιώτατε, σύγγνωθι ημίν μετακαλουμένους, ο την μετάνοιαν πάσιν διδάξας·
και πάσι φιλοπάτορσιν ημίν σαυτόν και τους ποθούντας σε δια της σης παρουσίας
εύφρανον».
Αυτή την αυτοκρατορική
επιστολή οι απεσταλμένοι την τοποθέτησαν επάνω στο λείψανο του αγίου και αμέσως
το μετακίνησαν χωρίς κανένα πρόβλημα.
Στη πορεία, μέχρι τη βασιλεύουσα,
είχαμε πολλά θαύματα. Φθάνοντας τα ιερά λείψανα, πρώτος ο αυτοκράτορας
ασπάσθηκε τη Λάρνακα, έβγαλε την πορφύρα και την κάλυψε. Βαθύτατα συγκινημένος
και γονατιστός, του ζήτησε συγνώμη για την αδικία που διέπραξαν σε βάρος του οι
γονείς του, και τον παρακάλεσε να τους συγχωρήσει και να λησμονήσει την αδικία
που του έκαναν.
Το δεύτερο είναι πολύ
κοντά μας και αφορά την “Εκζήτηση συγγνώμης από τον Άγιο Νεκτάριο τον
Πενταπόλεως”.
Ο Άγιος Νεκτάριος είναι
γνωστό ότι άδικα κατηγορήθηκε και εκδιώχθηκε από το Πατριαρχείο της
Αλεξάνδρειας. Στις 21 Νοεμβρίου 1920 εκοιμήθη και η Εκκλησία μετά 40 χρόνια τον
ανακήρυξε Άγιο. Έκτοτε χιλιάδες φέρνουν το όνομά του και εκατοντάδες ναοί έχουν
αναγερθεί προς τιμήν του.
Η άδικος ποινή, που του είχε
επιβληθεί από τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, εξαφανίστηκε δια συνοδικής ακυρώσεως το
1998. Συγκεκριμένα: Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Ζ΄, σε ειδική συνοδική
συνεδρία στις 15/1/1998 μπροστά στην εικόνα του αγίου, εζήτησεν από τους
Συνοδικούς Ιεράρχες να αποφασίσουν την αποκατάσταση της διασαλευθείσης
κανονικής τάξης δια ακυρώσεως και εξαφανίσεως της άδικης ποινής που του
είχε επιβληθεί. Ο ίδιος ζήτησε συγνώμη από τον Άγιο, εκ μέρους της Αλεξανδρινής
Εκκλησίας.
Η ανακοίνωση του
Πατριαρχείου αναφέρει: «Την Α.Θ.Μ. από μακρόν απησχόλησε το θέμα της αδίκου
ποινής αποπομπής… Το γεγονός τούτο ήγαγεν Αυτήν να εισηγηθή εις την Αγίαν και
Ιεράν Σύνοδον, όπως αυτή επιληφθή του σοβαρού τούτου θέματος. Μετά προσοχής
πολλής η Αγία και Ιερά Σύνοδος διασκεψαμένη, εν φόβω Θεού, και της εικόνος του
Αγίου ευρισκομένης εν τη Συνοδική Αιθούση, απεφήνατο δια την αποκατάστασιν της
διασαλευθείσης κανονικής τάξεως και εζητήσατο την συγχώρησιν παρά του Αγίου
Πατρός ημών Νεκταρίου τον διωγμόν και την αδικώτατον κατ’ αυτού μήνιν, επηρεία
του πονηρού».
Η ιστορική αυτή απόφαση του
Πατριαρχείου δείχνει την τάξη της Εκκλησίας που οι άγιοι Πατέρες διετάξαντο «Πάντα
ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Κορινθ. Α΄ 14, 40).
Κύριε Διευθυντά. ΑΝ, για τον
Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, ο Αυτοκράτορας, η Σύγκλητος, οι αυλικοί, άρχοντες,
κλήρος και λαός γονάτισαν, έκλαψαν και ζήτησαν συγχώρησιν από τον άγιο για τον
διωγμό του λέγοντας: «… Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησε εμάς μετανοούντας».
ΑΝ, για τον Άγιο Νεκτάριο, ο
Πατριάρχης Αλεξανδρείας δεύτερος τη τάξη, που προσφωνήτε τιμητικά: “Πατήρ
Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερέας Αρχιερέων, τρίτο και δέκατο των Αποστόλων
και Κριτή της Οικουμένης”, δεν αρκέστηκε μόνο στο ότι, το Οικουμενικό
Πατριαρχείο στις 20 Απριλίου 1961 τον ανακήρυξε Άγιο και τον κατέταξε στο
αγιολόγιο της Εκκλησίας, αλλά θεώρησε ιερόν καθήκον να τηρήσει την παράδοση και
την τάξη της Εκκλησίας, ώστε σε ειδική Συνεδρίαση της Αγίας Ιεράς Συνόδου του
Πατριαρχείου στις 15-1-1998 ενώπιον της εικόνας του Αγίου Νεκταρίου να ζητήσει
και ΣΥΓΓΝΩΜΗ για την αδικία που του έγινε, εκ μέρους όλης της Αλεξανδρινής
Εκκλησίας.
Τότε
για τον π. Θεολόγο, – Μητροπολίτη Λάρισας – εις βάρος του οποίου διαπράχθηκαν εγκλήματα
από τον Σεραφείμ Τίκα και μία μικρή ομάδα επίορκων Γραμματέων και Φαρισαίων που
παρόμοια δεν συνέβησαν στην δισχιλιετή εκκλησιαστική ιστορία δεν θα έπρεπε να
γίνει κάτι παρόμοιο; Δεδομένου ότι, αναδηφώντας το ιστορικό αρχείο τρομάζεις
από τα αιμοστάζοντα γεγονότα, την αλυσίδα των αδικιών, την αδιάκοπη κακοποίηση
των Ιερών Κανόνων και την απροκάλυπτη καταπάτηση των αρχών του Δικαίου.
Ξεφυλλίζοντάς
τα όλα όσα έγιναν την τραγική εικοσαετία (1974-1994) μένεις άναυδος, γιατί,
μπροστά σου ξεδιπλώνονται περιστατικά ΦΡΙΚΗΣ. Ένας απηνής διωγμός, μια μανία
εξόντωσης κόλπωζε στις ψυχές των επίορκων αρχιερέων. Μια βία αλόγιστη, σκληρή,
επιθετική, καταλυτική και εξουθενωτική της ανθρώπινης προσωπικότητας
παρατηρήθηκε.
Σταθερός
στόχος τους ήταν να τον εξαφανίσουν από προσώπου γης: «που θα μου πάνε; Όλους
θα τους συντρίψω…» (Σεραφείμ, Εφημ. “ΒΗΜΑ” 13/5/1990).
Στη ροή
του χρόνου, τον εξόρισαν κατ’ επανάληψη. Τον καταδίκαζαν αδιάκοπα δίχως
απαγγελία κατηγορίας, δίχως δίκες, δίχως απολογίες. Κάθε φορά που η “αγία”
Σεραφειμική συνοδεία συνέρχονταν σε Συνοδική συνεδρίαση, αλληλοεξάπτονταν,
φανατίζονταν και ορμούσαν καταπάνω του, να τον ξεσχίσουν, να τον αφανίσουν.
Ο
“πράος και ταπεινός τη καρδία” (Ματθ. 11, 29) π. Θεολόγος τους κοιτούσε με βαθύ
πόνο, θρηνούσε για το κατεξευτελισμό του αρχιερατικού κύρους, και χωρίς να
εκφράσει την παραμικρή αγανάκτηση, έλεγε και ξανάλεγε για τον διώκτη του
Σεραφείμ: «Ε…, τον ευλογημένο…», «Εγώ προσεύχομαι ο Θεός να τον ελεήση».
Τελευταία δε άφησε και γραπτά τα λόγια στη Διαθήκη του παραμένοντας ανεξίτηλα
σημάδια: «δεν έχω τίποτα με τους αδελφούς επισκόπους. Γενικά, και με αυτόν τον
ίδιο τον κ. Σεραφείμ δεν έχω τίποτα. Τον συγχώρησα και τον συγχωρώ και
προσεύχομαι γι’ αυτόν».
Τι… οξύμωρο είναι τούτο Θεέ μου!
Όταν η
δεσποτική κουστωδία ανήγγειλε στον αρχ/πο Σεραφείμ την κοίμηση του π. Θεολόγου,
τότε αναπαύθηκε στο μαξιλάρι του θριάμβου, και πεισματικά αρνήθηκε να άρει το
επιτίμιο, ώστε να γίνει η εξόδιος ακολουθία μεταφέροντας το θέμα στην Ιεραρχία
της Εκκλησίας της Ελλάδος που θα συνεδρίαζε μετά δυόμισι (2 ½) μήνες – στο
πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου –. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ, θάπρεπε κατά την
επιθυμία του Σεραφείμ να παραμείνει άταφος μέχρι τον Οκτώβριο!
Η εφημ.
“Ελεύθερος Τύπος” έγραφε: ΤΙΤΛΟΣ: “Τον κυνήγησε μέχρι τον τάφο”, «Με μία
σκληρόκαρδη απόφασή της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος
αρνήθηκε, έστω και μετά θάνατον, τη συγχώρηση στον Θεολόγο, μη δεχόμενη να άρει
το επιτίμιο της ακοινωνησίας…
Ήταν η
πρώτη φορά χθες το πρωί που αρχιερέας ενταφιάστηκε ως “ακοινώνητος”, αφού η ΔΙΣ
αρνήθηκε να άρει το επιτίμιο της ακοινωνησίας…».
Έχουμε
και συνέχεια:
Όταν ο
Σεραφείμ πληροφορήθηκε ότι η εξόδιος ακολουθία έγινε-με την «τιμωρία» και
συμμετείχαν αρκετοί αρχιερείς και Ιερείς, θύμωσε έγινε έξαλλος και τους κάλεσε
όλους σε απολογία.
Ο τύπος
έγραφε: «Σε απολογία οι Μητροπολίτες που κήδεψαν τον Θεολόγο…», «Σε ανακριτή
καλούνται μητροπολίτες». “ΟΡΙΣΘΗΚΕ Ο Ν. ΣΜΥΡΝΗΣ κ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ”.
Και η
“αγιοσύνη” δεν έχει τέλος:
Στις 10 Ιουλίου 1998 ο τότε
αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ζήτησε από τον επίσκοπο Κονίτσης κ. Ανδρέα να
εισηγηθεί στην Σύνοδο της Ιεραρχίας τον Οκτώβριο του 1998 για την άρση των
επιτιμίων. Ο Σεβ. Ανδρέας ανταποκρίθηκε, με βαθύ αίσθημα της αρχιερατικής
ευθύνης. Υπήρξε κρυστάλλινος και κατηγορηματικός στην εισήγησή του. «Να αρθή –
μεταξύ άλλων είπε – το επιτίμιον. Και να αρθή όχι κατ’ οικονομίαν, αλλά κατά
λόγον αγάπης και δικαιοσύνης εν Χριστώ. Και να έχουμε το θάρρος και την
ταπείνωσιν να είπωμεν εις κλήρον και λαόν, που τώρα παρακολουθεί με αγωνίαν την
Ιεράν Σύναξίν μας, ότι εσφάλαμεν ή μάλλον “ημάρτομεν,
ηνομήσαμεν, ηδικήσαμεν τους αδελφούς
μας”». Τι έγινε μέσα στην Σύνοδο; Πανζουρλισμός! Τραγέλαφος! Και με
ψήφους 46 αποφασίσθηκε η διατήρηση των επιτιμίων με κάτι γελοίες απαλείψεις.
Δε θα
διεκδικούσαμε τίτλο υπερβολής αν τυπώναμε στην ταυτότητα του μακαριστού π.
Θεολόγου ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ που βίωσε από ανθρώπους “της αγάπης” που κορδώνονται
ότι, είναι “εις τόπον και τύπον Χριστού”.
«ΤΟ
ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΓΟΝΑΣ»
Ούτε με
το μνημόσυνο, ούτε με τρισάγιο, ούτε με λόγια που τα παίρνει ο αέρας, ούτε με
κάποια βιβλία του π. Θεολόγου που λέγεται ότι παραδόθηκαν στο επισκοπείο,
μπορεί να “λήξει η περίοδος που τραυμάτισε την τοπική Εκκλησία”. Εδώ χρειάζεται
ταπείνωση και μετάνοια. Αλλ’ ο νέος επίσκοπός μας “περί άλλα τυρβάζη”.
Δεν
γνωρίζουμε, – ο Θεός γνωρίζει – ποιος Πατριάρχης ή Αρχιεπίσκοπος, ποια Ιεραρχία
ή Ιερά Σύνοδος θα γονατίσει για να ζητήσει ΣΥΓΓΝΩΜΗ για το “ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ
ΣΤΑΓΟΝΑΣ” που υπέβαλαν στον οσιομάρτυρα π. Θεολόγο!
Τότε,
και μόνο τότε, θα έρθει η γαλήνη και θα αποκατασταθεί η τάξη στην Εκκλησία.
Κύριε
Διευθυντά, τα επαναλαμβανόμενα αυτά δημοσιεύματα, μας γεμίζουν τις ψυχές μας
αφόρητη πίκρα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι
να το κάνουμε για την ιστορική αλήθεια και για να απαντήσουμε στους εκάστοτε
κακόβουλους… χριστιανούς, που για να πρωτοτυπήσουν δολοφονούν την αλήθεια.
Οι Αγωνιζόμενοι αναμένουν να
ανταποκριθείτε στο δημοσιογραφικό σας
καθήκον.
Λάρισα, 30/12/2019
Σας ευχαριστούμε
Για τους Αγωνιζόμενους Ορθ. Χριστιανούς
Τριαντ. Ι. Τασιόπουλος
Εκδότης – Διευθυντής
Εφημερίδος “ΑΓΩΝΑΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου