Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Απόσπασμα από το «Περί Μωάμεθ καί κατά Λατείνων» - Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου Απόσπασμα από τό ἀποκαλυπτικό, ἐξαφανισμένο καί ἀπαγορευμένο βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου (διδασκάλου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ) «Περί Μωάμεθ καί κατά Λατείνων»

Απόσπασμα από το «Περί Μωάμεθ καί κατά Λατείνων» - Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου

Απόσπασμα από τό ἀποκαλυπτικό, ἐξαφανισμένο καί ἀπαγορευμένο βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου (διδασκάλου τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ) «Περί Μωάμεθ καί κατά Λατείνων» 

Τέτοιας λογής πάσχουν και οι ανατολικοί με τους λατείνους. Έχουσι τας γλώσσας αυτών ηκονισμένας οξείας κατά του Αγίου Πνεύματος, ώσπερ υπό τινος δυνάμεως εναντίας ελαυνόμενοι, και γίνονται θηρία άγρια, εάν δεν στήσουν την γνώμην τους. Και εάν τους παραβιάση τινάς εις την διάλεξιν, πηδώσι, λυττώσι. Και εάν τους βολή ο τόπος, ευθύς ορμώσι προς τον φόνον και δεν το έχουν δια τίποτες απαίσιον, μάλλον και επαινετόν, μόνον να στήσουν το θέλημά τους. Προς τοιούτους ανιάτως πάσχοντας και μεμηνότας ποιός δύναται να επιχειρισθή εις διάλεξιν και γνώσιν της αληθείας; Διατί οι λατείνοι δεν κάμνουν τας διαλέξεις τους διά να εύρουν την αλήθειαν, αλλά διά να νικήσουν, να κερδίσουν την γνώμην τους, το οποίον είναι ίδιον των παλαιών αιρετικών. Και κάλλιον έχουν να αποθάνουν και να κολασθούν αιωνίως με τους δαίμονας, παρά να ειπούν ότι σφάλλουν ή έσφαλαν ποτέ˙ και μάλιστα να  φανούν από τους Γραικούς, ήγουν τους ανατολικούς, ενδεέστεροι. Ηξεύρουν καλά και γνωρίζουν πως είναι βυθισμένοι - το γνωρίζουν και οι  εβραίοι, ακόμη και οι εθνικοί και όσοι έχουν γνώσιν - όμως η υπερηφάνεια και η πλατεία στράτα δεν τους αφήνει να  έλθουν εις το φώς˙ δια το οποίον έχουν να κολασθούν δεκαπλασίως από  τους πριν της συγκαταβάσεως του Κυρίου ασεβείς. Διατί εκείνοι εις το σκότος εγεννήθησαν και εις το σκότος απέθανον. Αυτοί δε όπου γράφω βλέπουν φανερά τον ήλιον όπου λάμπει και θεληματικώς κλείουν τα ομμάτια δια να  μην τον ιδούν˙ οι δε λατείνοι σφάλλουσιν ακόμη περισσότερον και από τους εθνικούς, διατί λογιάζονται χριστιανοί και μάλιστα λογιάζουν του λόγου τους διά σοφούς και επιστήμονας των Θείων Γραφών, καθώς είναι και η αλήθεια. Όμως η μεγάλη σοφία τους έρριψε και εις μεγάλην υψηλοφροσύνην, και η υψηλοφροσύνη τους εγκρέμνισεν εις τον βαθύτατον λάκκον της απωλείας, ωσάν και τον πρώτον άγγελον με τον οποίον μέλλουν να  κολασθούν αιωνίως κατά τα έργα τους και κατά την αποστασίαν τους.
Ήξευρε και τούτο˙ ότι τρία έθνη εφάνησαν ανεπίδεκτα μετανοίας από την σωτήριον οικονομίαν και ύστερα: εβραίοι, λατείνοι και μωαμεθίται. Διατί από τον καιρόν όπου εγεννήθη ο Μωάμεθ και αποστάτησε και ο πάπας είναι χρόνοι χίλιοι και περισσότεροι και καμμία ελπίδα μετανοίας εις αυτούς δεν φαίνεται.
Είπαμεν πολλά˙ πως το Πνεύμα το Άγιον μίαν και μόνην φοράν εκατέβη υποστατικώς εις την γήν, την ημέραν της Πεντηκοστής και μόνον, καθώς το βεβαιώνει ο Κύριος εις τας μαρτυρίας του με το ιερόν Ευαγγέλιον τας οποίας εγράψαμεν˙ και πως εκ μόνου του Πατρός εκπορεύεται το Πνεύμα το Άγιον και όχι και εκ του Υιού. Τώρα κάμνει χρεία να φέρωμεν και τίποτες παραδείγματα. Και αν και οι λατείνοι δεν τα δέχονται, όμως οι εντυγχάνοντες της των ορθοδόξων μερίδος θέλουσι τα έχει καμμίαν φοράν εις απόκρισιν, ίνα ποσώς αποστομίζωσιν αυτούς. Και πρώτον λέγομεν την γνώμην των λατείνων, το τί λογής φρονούσι περί του Αγίου Πνεύματος, εκ ποίου ύψους εις οίαν καταφρόνησιν εσχάτην κατάγουσι, καίπερ δοκούσιν αυτό τιμάν δια της τοιαύτης υποβιβάσεως.

οε') Περί της γνώμης των λατείνων περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος
Λέγουσιν οι  λατείνοι (δεν ηξεύρω πόθεν έλαβον τας τοιαύτας αφορμάς) πως το Πνεύμα το Άγιον συνίσταται εκ δύο ερώτων, του Πατρός και του Υιού. Ο γαρ Πατήρ, φασίν, ερά τον Υιόν και αγαπά υπερβολικώς˙ ο δε Υιός αγαπά τον Πατέρα και ερά υπερβολικώς. Και εκ των δύο ερώτων γεννάται το Πνεύμα το Άγιον και γίνεται τρίτη υπόστασις. Και αυτή η γνώμη είναι βεβαία εις τους λατείνους περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, και πως το Πνεύμα το Άγιον είναι έρως και αντέρως Πατρός και Υιού.
Ημείς, συν Θεώ, λέγομεν, όχι από συλλογισμούς ελληνικούς ή και του ημετέρου νοός αναπλάσματα περί των τοιούτων απορρήτων και ακαταλήπτων μυστηρίων, αλλά από παράδειγμα αισθητόν και φανερόν, αγκαλά και μήτε αυτό δεν δυνάμεθα να το καταλάβωμεν καθώς πρέπει, αλλ' από μέρους, ως δυνάμεθα.

ος') Παράδειγμα της ανατολικής Εκκλησίας προς τους λατείνους από την ανθρωπίνην πλάσιν, ότι κατ' είκόνα Θεού
Είναι δέ το παράδειγμα η ανθρώπινος φύσις, αυτοί ημείς, διατί άλλην εικόνα και παράδειγμα φανερώτατον περί Θεού δεν δύνασαι να εύρης από την πλάσιν του ανθρώπου. Δια τούτο και κάποιος σοφός στοχαζόμενος πολλά καλά έλεγεν: Ει βούλη γνώναι Θεόν, προλαβών γνώθι σαυτόν. Δια τούτο και ημείς, όχι από συλλογισμούς αλλά από παράδειγμα και εικόνα βεβαίαν επί του αυτού δια το δημιουργηθέν, εις το γνώναι ποσώς κατά δύναμιν περί της ακαταλήπτου και παντελώς ανεξερευνήτου και απροσίτου πάση τη κτίσει φύσεως του Θεού. Λογισμοί γαρ ανθρώπου πάντες δειλοί και επισφαλείς αι επίνοιαι αυτών.
Και ας ειπούμεν τίποτες πρώτον από την πλάσιν του εκτός ανθρώπου˙ έπειτα θέλομεν είπει, εάν δυνηθώμεν, και δια τον έσω άνθρωπον. Διατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνον κατά την ψυχήν εικών και ομοίωσις του Θεού, αλλά πολλώ μάλλον και κατά το σώμα, το οποίον οι άγγελοι δεν το έχουν. Και μη σε φαίνεται παράξενον πως το κορμί του ανθρώπου, το φθαρτόν και εφάμαρτον και τοσούτοις περιβεβλημένον πάθεσι, δύναται να παρθή εις εικόνα της ακηράτου και απαθούς και φρικτής φύσεως εκείνης. Διατί η αμαρτία και παράβασις το έφεραν εις τοιαύτην κατάστασιν. Προ δέ της παραβάσεως, σκεπόμενον υπό της Θείας χάριτος, ήτον πολλά ωραίον και ένδοξον. Και εάν δεν το είχεν ο Θεός εις μεγάλην τιμήν, δεν το έπλαττεν οικείαις χερσίν κατ' είκόνα αυτού, μήτε ήθελε καταδεχθή ο Υιός και Λόγος του Θεού να το λάβη εις την υπόστασίν του, να το ενδυθή και να το κάμη ομόθεον και να το ανεβάση εις τους ουρανούς, υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας, και να το καθίση εκ δεξιών της μεγαλωσύνης. Ω της απείρου χρηστότητος του Θεού της εις ημάς και ω της απείρου αγνωμοσύνης ημών της προς αυτόν!

οζ’) Παράδειγμα από  το σώμα του ανθρώπου περί του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
 
Αλλ' ας ιδούμεν τι λογής λέγεται κατ' εικόνα Θεού το σώμα του ανθρώπου και ποίον μέλος ή μέρος φέρει εικόνα του Πατρός και ποία μέλη φέρουν εικόνα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και πρώτον εξ ανάγκης αναντιρρήτως την κεφαλήν από το τρίχωμα και επάνω, εκεί οπού είναι ο εγκέφαλος και ίσταται το ηγεμονικόν, φέρει εικόνα του Θεού και Πατρός. Και ευθύς από το τρίχωμα και αυτού διαιρείται εις δύο το σώμα, εις δεξιόν και αριστερόν, εικόνες του Υιού και του Πνεύματος. Και πρώτον είναι ευθύς οι  δύο οφθαλμοί, ισομεγέθεις και ισοδύναμοι, εκ του εγκεφάλου εγκρεμάμενοι˙ δύο μεν όντες μίαν δ' ενέργειαν αποτελούντες και φωτίζοντες όλον το σώμα. Ιδού μία εικών του Υιού και του Πνεύματος. Και πάλιν, από τον εγκέφαλον εξέρχονται, ως από πηγής μεγάλης, δύο μεγάλοι ποταμοί, αι δύο χείρες, η μεν δεξιά η δε αριστερά, μέλη αναγκαία του ανθρώπου όπου εις άλλο κανένα ζώον δεν ευρίσκονται. Διατί οφθαλμούς έχουν και τα άλλα ζώα, χείρας δέ ουδαμού˙ των οποίων χειρών τας ενεργείας και τα αποτελέσματα εάν θελήση τινάς να τας μετρήση υπερβαίνουν την ψάμμον της θαλάσσης˙ από τας οποίας είναι μία εξαίρετος η τέχνη των γραμμάτων. Και περισσότερον γίνεται ο άνθρωπος λογικός από τας χείρας παρά από την γλώσσαν. Διά τας χείρας λέγεται και είναι ο άνθρωπος ου μόνον λογικός αλλά και δημιουργός, κατ' εικόνα του κτίσαντος ημάς Θεού. Και πως είναι εικόνες του Υιού και του Πνεύματος αι χείρες, άκουσον την Θείαν Γραφήν τί λέγει˙ Αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με, λέγει εις τον Ιώβ (Ιώβ. 14, 15). Και ο Δαβίδ όψομαι τους ουρανούς, έργα των δακτύλων σου (Ψαλ. 8, 4). Και πάλιν˙ έργα των χειρών είσιν οι ουρανοί˙ αυτοί απολούνται, συ δέ διαμένεις (Ψαλ. 101/102, 26). Και δια τον Υιόν λέγει˙ Δεξιά Κυρίου εποίησε δύναμιν˙ δεξιά Κυρίου ύψωσέ με. Και έσωσεν αυτόν η δεξιά αυτού και ο βραχίων ο άγιος αυτού (Ψαλ. 117/118, 15). Και πάλιν˙ Και τον βραχίονά σου τον υψηλόν (Ψαλ. 135/136, 12). Δεξιάν λέγει τον Υιόν και βραχίονα το Πνεύμα το Άγιον. Και άλλας μαρτυρίας ευρίσκεις όπου λέγει χείρας του Πατρός τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον. Και περισσότερον δεν λέγομεν. Αυτού δευτέρα εικών του Υιού και του Πνεύματος από το σώμα του ανθρώπου.
Ας ειπούμεν ακόμη και άλλην τρίτην, τα μέλη του ανθρώπου είναι όλα διπλά, κεφαλήν δε μόνην έχει μίαν και καρδίαν μίαν. Διατί η κεφαλή και η καρδία είναι εικόνες του Θεού και Πατρός. Και δια μεν την κεφαλήν είπαμεν αρκούντως, ας ειπούμεν και δια την καρδίαν. Η καρδία είναι μία και το στόμα εν, εκπορεύονται δε εκ της καρδίας η πνοή και ο προφορικός λόγος, εικόνες φανεραί του Υιού και του Πνεύματος. Και αγκαλά και η πνοή είναι έξω, από τον αέρα, όμως επέχει τόπον ζωής και χωρίς την πνοήν απομένουν νεκρά και η καρδία και ο λόγος ο προφορικός. Αυτού και τρίτη εικών Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Άκουε και μαρτυρίαν˙ Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών (Ψαλ. 32/33, 6).

οη’) Καταδρομή κατά λατείνων και έλεγχος της κακουργίας αυτών
Έλα τώρα, λατείνε, εγνώρισες καλά αυτά όπου είπαμεν, ανίσως και είναι κανένας τρόπος ή κανένα σημάδι να δυνηθής να αποδείξης πως εκπορεύει ο δεξιός οφθαλμός τον αριστερόν. Ουδαμώς! Άνωθεν εκ του εγκεφάλου κρέμονται και οι δύο χωριστά, έχοντες την ρίνα εις το μέσον ωσάν τείχος οπού τους χωρίζει. Ή ανίσως δύνασαι να  παραστήσης τας  χείρας πως εκπορεύει η δεξιά την αριστεράν. Ουδαμώς! Βλέπε φανερά πως προέρχονται εκ της κεφαλής, και εκ της ρίζης κεχωρισμένα, ώσπερ ποταμοί, ο μεν προς δεξιά νεύων ο δε προς τα αριστερά ρέων, και έχουσι το στήθος ώσπερ μέγα διάφραγμα. Κάτω δε εις τας παλάμας και εις τους δακτύλους ενούμεναι, ποιούσι τας ποικίλας ενεργείας των τεχνών, και πάλιν καθ' εαυτάς υποχωρούσαι. Δύνασαι να ειπής πως κάτω από τας παλάμας εκπορεύει η δεξιά την αριστεράν και να κολλήσουν αι δύο να γενούν μία; Άθλιος και ταλαίπωρος είναι εκείνος ο άνθρωπος όπου έχει τέτοια χέρια! Εκείνος είναι τέρας και όχι άνθρωπος, άξιος γελώτων, μάλλον δε θρήνων! Όμως εσείς οι λατείνοι έτζη σας άρεσε και τέτοιας λογής αναπλάσατε τον Θεόν σας!
Ας ιδούμεν και δια την καρδίαν μετά των αυτής. Δύνασαι και αυτού να ειπής πως ο λόγος ο προφορικός εκπορεύει την πνοήν; Ουδαμώς! Μάλιστα ο λόγος είναι επιδεής της πνοής, διατί χωρίς την πνοήν λόγος προφορικός ου συνίσταται. Στοχάζεσαι καλά από  φανερόν παράδειγμα και εικόνα πως δεν είναι κανένα σημείον, ή πολύ ή ολίγων, να δείχνη δια την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος πως να εκπορεύεται και εκ του Υιού αλλά μόνον παρά του Πατρός. Εδώ δεν χρειάζονται ούτε συλλογισμοί ούτε παραλογισμοί ούτε άλλαι υπόνοιαι, έστοντας όπου είναι ένα υποκείμενον αισθητόν και φανερόν, πλασθέν υπό του Θεού κατ' εικόνα αυτού δια να δείχνη αυτού τα ιδιώματα. Και όποιος θέλει να εθελοκακή ιδιοθελήτως και να φρονή ή να δογματίζη άλλα, να αρνήται τας Θείας Γραφάς και τα φανερά υποδείγματα, εκείνος είναι μιμητής του πρώτου αποστάτου ο οποίος τα ηξεύρει και τα γνωρίζει όλα τα μυστήρια της πίστεώς μας καλλίτερα από ημάς. Και τον Θεόν γνωρίζει καλλίτερα από ημάς και τόν φρίττει, και πρώτος το όνομα του Θεού αυτός το ανήγγειλε του Αδάμ εις τον Παράδεισον (Γεν. 3, 1-5), διατί είναι έμπειρος της Θείας Γραφής καλλίτερα από ημάς. Και πάλιν εις την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου, αυτός τον εμαρτύρησεν Υιόν Θεού λέγων˙ Τί εμοί και σοί Ιησού Ναζαρηνέ; Οίδαμεν τις εί˙ ο Υιός του Θεού (Ματθ. 8, 22)˙ τον οποίον μιμούνται σήμερον οι αρνηταί της αληθείας λατείνοι, οι οποίοι γνωρίζουν καλά και υπό των Θείων Γραφών ελαυνόμενοι και υπό των ανατολικών χριστιανών ελεγχόμενοι. Αλλ' αυτοί μάλλον και μάλλον σκληρύνονται επαιρόμενοι εις την μάταιαν σοφίαν και εις την κοσμικήν φαντασίαν και δόξαν ωσάν και τους εθνικούς. Και αρνούνται την πτωχείαν του Ιησού και τους υπέρ αυτού ονειδισμούς τους οποίους υποφέρουν οι της ανατολικώς, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας υιοί μέχρι θανάτου˙ και κάλλιον έχουν την μέχρι θανάτου υπέρ Χριστού κακουχίαν μετά των φανερώς ασεβούντων ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν μετά των λεγόντων εν τω φανερώ εαυτούς είναι χριστιανούς, εν δε τω κρυπτώ όντας χείρους των ασεβών. Θεόν γαρ ομολογούσιν είδεναι, τοις δε δόγμασι και έργοις αρνούνται, δια τα οποία θέλομεν είπη και ύστερον.
Όμως και επειδή είπαμεν ολίγα περί του εκτός ανθρώπου δια την υπόθεσιν της προόδου του Παναγίου Πνεύματος, ας ειπούμεν τίποτες και περί του έσω ανθρώπου, ο οποίος είναι κυριωτέρα εικών του Θεού˙ σύ μόνον δε εικών αλλά και καθομοίωσις, και κατά την ουσίαν και κατά τας ιδιότητας και κατά τας αρετάς. Διότι όσα έχει ο Θεός κατά φύσιν, τα έδωκε του ανθρώπου να τα έχη κατά χάριν. Διατί καθώς είναι ο Θεός άυλος, αθάνατος, αΐδιος, άφραστος, ακατάληπτος και τα άλλα όσα έχει κατά φύσιν, τα έχει και ο άνθρωπος κατά χάριν. Και αγκαλά και έξω της ημετέρας ιδιωτείας το επιχείρημα, όμως, θαρρούντες εις την δύναμιν του τους τυφλούς οδηγούντος, λέγομεν ολίγα και ας μας συγχωρήσουν οι ειδήμονες, επειδή και αυτοί βαρύνονται να γράψουν.

οθ') Περί της ψυχής του ανθρώπου ότι εστίν καθολικωτέρα και φανερωτέρα εικών του τρισυποστάτου Θεού
Η ψυχή του ανθρώπου είναι, καθώς είπαμεν, άυλος, απλή, νοερά, αθάνατος και τα άλλα όσα έχει κατά χάριν, καθ' ομοίωσιν Θεού. Εστί δε της ψυχής εξαίρετον και ηγεμονικόν, ως η κεφαλή τω σώματι, νούς. Ο δε νούς διαιρείται εις τρία: νούς, λόγος και πνεύμα. Και ο μέν νούς είναι ωσάν θεμέλιον και ρίζα του λόγου και του πνεύματος.

π') Περί του λόγου του ανθρωπίνου νοός
Και ο μεν λόγος λέγεται και είναι μία δύναμις του νοός, στερεά και συστατική, όπου αν λείψη ο λόγος από τον νούν, έλειψε και ο νούς. Διατί νούς χωρίς λόγον ποτέ ου συνίσταται. Παράδειγμα φανερόν και στερεόν από τα ζώα. Διατί όσα ζώα έχουν λόγον, έχουν και νούν, ωσάν οι άγγελοι και οι άνθρωποι. Όσα δε ζώα δεν έχουν λόγον, δεν έχουν μήτε νούν. Ακόμη βλέπομεν και αρτίτοκα βρέφη όπου, όσον καιρόν δεν ομιλούν, φαίνονται πως δεν έχουν μήτε νούν, αγκαλά δυνάμει τα έχουν και τα δύο, τα όποια φανερώνονται εις τον καιρόν τους. Ομοίως και το πνεύμα.

πα') Περί του πνεύματος του ανθρωπίνου νοός
Λέγεται και είναι ζωή του νοός και είναι μία δύναμις κραταιά και συστατική του νοός, όπου αν του πάρης την ζωήν, επήρες και το είναι του και απόμεινε νεκρός και ο νους και ο λόγος˙ και εις τόσον όπου τα τρία αυτά είναι ισοδύναμα και συνάναρχα και συνεκτικά αλλήλων˙ και εάν λείψη το ένα, ευθύς έλειψαν και τα δύο εάν πάρης τον λόγον, ευθύς έλειψε και ο νους και η ζωή, ήγουν το πνεύμα˙ εάν πάρης την ζωήν, ήγουν το πνεύμα, ευθύς έλειψε και ο νους και ο λόγος˙ εάν πάρης τον νούν, έλειψεν ευθύς και ο λόγος και η ζωή. Τέτοιας λογής είναι ισοδύναμα και συστατικά αλλήλων, όπου η ζημία του ενός είναι ζημία των τριών και η ατιμία του ενός είναι ατιμία των τριών και η λήψις του ενός είναι λήψις των τριών. Και δεν μπορείς να ειπής πως ήτον καμμίαν φοράν νούς χωρίς λόγον και χωρίς ζωήν˙ αλλ' άμα νους, άμα λόγος, άμα ζωή. Διατί ουδένας ζή χωρίς ζωήν.
Και τέτοιας λογής λογίασε και περί Θεού και των τριών υποστάσεων της μιας θεότητας. Και δεν ευρίσκεις άλλο παράδειγμα οικειότερον και συγγενέστερο να  καταλάβης την μακαρίαν εκείνην και ακατάληπτον μεγαλειότητα του Θεού. Και όχι την μεγαλειότητα αλλά τας ιδιότητας, και μάλιστα οικειότερα και κυριώτερα και βεβαιώτερα και καθολικώτερα είναι εις τας τρεις υποστάσεις τη μακαρίας Τριάδας. Διατί ο νους του ανθρώπου, αν και διαιρείται εις τρία, όμως είναι μία υπόστασις. Η δέ μακαρία θεότης διαιρείται εις τρεις υποστάσεις τελείας, ισομεγέθεις, ισοδυνάμους, ομοτίμους, και δεν ημπορείς να ειπής πως είναι καμμία υπόστασις από τας τρεις υψηλοτέρα ή μεγαλυτέρα από τας άλλας, ή πως είναι καμμία χαμηλοτέρα και μικροτέρα από τας άλλας, ή πολύ ή ολίγον έως ενός ατόμου. Και αν και φαίνεται πως ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος κατά την τάξιν, με το να είναι η αιτία Υιού και Πνεύματος, όμως κατά το μέγεθος και την δύναμιν και το άναρχον κατά την χρονικήν αρχήν ίσαι εξ' ίσου εισίν αί τρεις υποστάσεις του ενός Θεού.
Και τέτοιας λογής φρονούμεν και λέγομεν, μάλιστα φρονεί η ανατολική, καθολική και αποστολική Εκκλησία περί του Αγίου Πνεύματος. Και το λέγομεν δύναμιν κραταιάν και συστατικήν του Πατρός˙ και το λέγομεν ζωήν του Πατρός, εκπορευόμενον εκ μόνου του Πατρός. οι  δε Λατείνοι το λέγουν αγάπην Πατρός προς Υιόν και Υιού προς Πατέρα και όχι απλώς αγάπην αλλ' έρωτα, οπού είναι καρπός της αγάπης. Και ιδές οπού το εκατέβασαν από τον ουρανόν εις την γήν. Ημείς τον Πατέρα τον λέγομεν ρίζαν, τον δε Υιό και το Πνεύμα τους λέγομεν βλαστούς και δένδρα μεγάλα ισομήκη και ισομεγέθη. Την δε σοφίαν, την αλήθειαν, την αγάπην, την δικαιοσύνην, την αγαθωσύνην καιτας άλλες αρετάς, δεν είναι δυνάμεις φυσικαί του Πατρός, καθώς είναι ο Υιός και το Πνεύμα το Αγιον, αλλά είναι ενέργειαι φυσικαί των τριών υποστάσεων, από τας οποίας ενεργείας είναι μία και η αγάπη, ωσάν να είπης κλάδος του δένδρου και ο έρως είναι καρπός του δένδρου, το οποίον είναι τρίτος βαθμός. Και το εκατέβασαν από  την τάξιν του και από την αξίαν του τρία μεγάλα σκαλώνια. Και από  δύναμιν φυσικήν του Πατρός αθέλητον και απροαίρετον, οι λατείνοι το λέγουν ενέργειαν Πατρός και Υιού θελητικήν και προαιρετικήν. Και τον δεσπότην τον κάμνουν δούλον. Και δογματίζουν δύο αρχάς εις την θεότητα και από μοναρχίαν οπού πιστεύομεν γίνεται δυαρχία, και από  τούτο ακολουθεί η πολυαρχία των παλαιών ελλήνων.
Τέτοιας λογής είναι η προσθήκη των λατείνων και τόσην ζημίαν προξενεί εις την θεολογίαν και εις την υπόστασιν του Παναγίου Πνεύματος. Και διά να γνωρίσης καλλίτερα, σοί λέγω και παράδειγμα˙ πως τέτοιας λογής είναι το πράγμα, ωσάν να  κατεβάσης το λεοντάρι από την τιμήν του και από την δύναμίν του, να το κάμης λαγωόν ή να κάμης τον αετόν κολοιόν ή κορυδαλλόν˙ τέτοιας λογής είναι η ατιμία όπου έκαμαν εις το αξίωμα του Αγίου Πνεύματος οι λατείνοι. Έπειτα λέγουν ότι δεν βλάπτει τόσον˙ και τί κάμνει χρεία να ειπούμεν εκ του Πατρός˙ και τί κάμνει χρεία να  μην ειπούμεν˙ αλλά να ειπούμεν και εκ του Υιού! Ημείς το λέγομεν δύναμιν του Πατρός το Πνεύμα το Άγιον και αυτοί το λέγουν ενέργειαν Πατρός και Υιού θελητικήν και προαιρετικήν, γινομένην δυνάμει και απογινομένην. Διότι ο ερών ερά όταν βούλεται, και όποτε βούλεται δεν ερά. Από το όποιον φαίνεται, καθώς ληρούσιν οι  λατείνοι, πως είναι το Πνεύμα το Άγιον καταδεέστερον και δούλον και υποχείριον Πατρί και Υιώ˙ και ου κύριον, ουδέ αυτοθέλητον, αλλά κείμενον εις την εξουσίαν των ενεργούντων αυτό οπόταν βούλωνται. Από το οποίον δεν είναι μεγαλύτερον ασέβημα.
Λογιάζω πως να  είναι και από Μακεδονίου την αίρεσιν χειρότερον. Διατί εκείνος, αν και το έλεγε κτίσμα του Υιού, αλλά καν το έδιδεν υπόστασιν παντοτεινήν ωσάν τα Χερουβείμ και ωσάν τον αρχάγγελον Μιχαήλ, όπου, εάν και είναι κτιστοί, όμως είναι κατά χάριν αθάνατοι και αναλλοίωτοι. Το δέ Πνεύμα, καθώς ληρούσιν οι λατείνοι, είναι πράγμα ουδέτερον, εκ μεν της θείας φύσεως έχον την ύπαρξιν, ενέργειαν δ' ού, δυνάμει γινόμενον και απογινόμενον, καθώς προαιρούνται οι ενεργούντες αυτό. Και κατά μεν τον καιρόν όπου ενεργείται είναι τριάς ο Θεός, κατά δε τον καιρόν όπου δεν ενεργείται ο έρως και η αγάπη οίχεται εις το μηδεν το Πνεύμα και απομένει δυάς ή τριάς, έως πάλιν να  ενεργήσουν τον έρωτα, να  ξαναφανή πάλιν ως εξ' Άδου εξανιστάμενον το Πνεύμα το Άγιον, η τρίτη υπόστασις.
Ω της εμβροντησίας! Ω του πονηρού και απρονοήτου βόθρου! Ω της σκολιάς επινοίας του Πονηρού! Πως εις ένα μικρόν ρήμα της μιαράς αυτής προσθήκης έκρυψε τόσην κακίαν και έφερεν εις έσχατον όλεθρον και άγανάκτησιν και εγκατάλειψιν Θεού όλην την οικουμένην, και μάλιστα εκείνους τους ταύτην επινοήσαντας και διακρατούντας και μεταχειριζομένους αυτήν και διαυθεντεύοντας. οι  όποιοι μετά των κυριοκτόνων αναμφιβόλως καταδικασθήσονται και χείρον εκείνων. Εκείνοι γάρ άνθρωπον έβλεπον και άνθρωπον ετάνυον έν τω σταυρώ˙ ούτοι δε Θεόν υπό πάσης της Θείας Γραφής κηρυττόμενον, ομοούσιον Πατρί και Υιώ, ισομεγέθη, ισοδύναμον, ισότιμον, συνάναρχον και συναΐδιον, ένα της υπερουσίου Τριάδος˙ και μάλιστα υπ' αυτού του σαρκωθέντος Θεού Λόγου εκθειαζόμενον και κηρυττόμενον ως έστι Θεός ομοούσιος αυτώ και τι Πατρί το Πνεύμα το Άγιον κατ' ούδεν υστερίζον εις πάντα τα θεοπρεπή και αναφανδόν λέγοντος˙ Όστις βλασφημήσει εις τον υιόν του ανθρώπου, αφεθήσεται αυτώ, όστις δε βλασφημήσει εις το Πνεύμα το Άγιον ουκ αφεθήσεται αυτώ ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι (Ματθ. 12, 32). Και μη μοι λέγετε ότι δια τους βλασφημούντας εις το ανθρώπινον του Κυρίου, δια τούτους είπεν ο Κύριος τα τοιαύτα. Αλλά προβλέποντας φανερά την ανταρσίαν των εις το Αγιον Πνεύμα μελλόντων λυττάν πνευματομάχων, των παλαιών εκείνων μακεδονιακών και μάλιστα των νυν επεμβαινόντων αμετανοήτων λατείνων, προέλεγε και προησφαλίζετο, και λόγω και έργου μαρτυρών και βεβαιών ότι ο Παράκλητος εστίν αυτώ τω Υιώ ομοούσιος, ομοφυής, ισομεγέθης, ισοδύναμος, ομότιμος, δύναμις του Πατρός συνάναρχος, συναΐδιος, ζωή του Πατρός και του Υιού, κύριον και αυτεξούσιον και ου δούλον και υποκείμενον τω Πατρί και τω Υιώ ως υποδεέστερον, καθώς φρονούσιν οι λατείνοι κακώς και αθέως. Και εκείνο δι' ου έχουσι το είναι και το ζήν, δι' ου ηγιάσθησαν δια του αγίου βαπτίσματος, δι' ου ελυτρώθησαν εις ημέραν αναγεννήσεως, δι' ου ελπίζουσιν αναστήναι εν τη εσχάτη ημέρα και ανακαινισθήναι και της ελπιζομένης τυχείν μακαρίας βιοτής, εξαποστελεις, γάρ φησίν, το Πνεύμα σου και κτισθήσονται και ανακαινιείς το πρόσωπον της γής (Ψαλ. 103/104, 30). Τούτον δι' ου ζώσι και κινούνται και εισί, τούτον ου παύονται βλασφημείν και κατασμικρύνειν διά της επαράτου και δαιμονιώδους αυτών προσθήκης οι τα πάντα κάκιστοι και του εν Τριάδι ενάς Θεού αποστάται λατείνοι.
Διά τούτο δικαίως εγκατελείφθησαν και της αυτού χάριτος τελείως εγυμνώθησαν, καθώς το έπαθον και οι σταυρωταί του Κυρίου. Και μόνον τούς απέμεινεν η ματαία δόξα του κόσμου, την οποίαν έχει συνήθειαν ο Κοσμοκράτωρ να την δίδη εκείνων όπου τον προσκυνούν, καθώς έλεγε ποτέ και του Κυρίου Πάντα σοι ταύτα δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι, ότι εμοί δέδονται (Ματθ. 4, 9). Ας παύσουν γούν και ας μην καυχώνται εις τα του κόσμου και τα του Κοσμοκράτορος, ωσάν και τους εθνικούς. Αλλά εάν έχουν καμμίαν χάριν Θεού όπου να βλέπη διά τον μέλλοντα αιώνα, εις εκείνο ας καυχηθούν. Ο γάρ καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω, (Α’ Κορ. 1, 31) και μη εν πλούτω και τη σοφία και τη δυνάμει ('Ιερ. 9, 22-23). Εις αυτά ας καυχώνται οι  εθνικοί και οι εβραίοι. των δε αληθινών χριστιανών είναι να  καυχώνται εν τω πιστεύειν ορθώς τω Κυρίω και ποιείν κρίμα και δικαιοσύνην και πάσχειν υπέρ του ονόματος αυτού, ίνα και συνδοξασθή αυτώ εν τη ημέρα τη φοβερά της ανταποδόσεως˙ όταν δεν δύναται να βοηθήση ούτε πλούτος ούτε σοφία, ου δύναμις, ου δόξα κοσμική όπου λύεται ωσάν καπνός και ωσάν όνειρον αφανίζεται.

πβ') Ότι η προσθήκη των λατείνων αποβλέπει εις την μιαράν Θεογονίαν των παλαιών Ελλήνων
Τέτοιας λογής, καθώς είπαμεν, φρονούσιν οι λατείνοι διά την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος. Και απ' εκεί όπου είναι ισοδύναμον, ισομέγεθες, ισότιμον, ομοούσιον, συνάναρχον, συναΐδιον και δύναμις συστατική και ζωή του Πατρός, αυτοί το σμικρύνουν και το λέγουν ενέργειαν και εκ Πατρός και Υιού αγάπης και αμοιβαίων ερώτων εκπορευόμενον και συνιστάμενον, θελητικών και προ-αιρετικών. Το οποίον είναι όχι μόνον βλάσφημον και ολέθριον, αλλά, καθώς φαίνεται το αποτέλεσμα του εννοήματος, είναι και παντελώς ανάρμοστον να περιάπτωσι τη μακαρία και αμιάντω και ακηράτω φύσει της μακαρίας και απαθούς Θεότητος και να  λέγουν ότι εξ αγάπης Πατρός και Υιού και αμοιβαίων ερώτων συνίσταται. Τούτο είναι ίδιον της εμπαθούς και ρευστής και εφαμάρτου κτηνώδους φύσεως, της ανθρωπίνης. Το γάρ εξ αγάπης και ερώτων αμοιβαίων, θελητικών και προαιρετικών τικτόμενον τί είναι; Είναι άλλο παρά το εξ Αδάμ και Εύας και Κάϊν, ή και εκ Διός και Ηρας ή Λητούς και Απόλλωνος ή έτερον Θεόν Δαναών και λεληθότως και κρυφίως;
Ως φαίνεται, οι λατείνοι σμιξαν την θεολογίαν τους με την θεογονίαν των παλαιών ειδωλολατρών ελλήνων, Ομήρου, Ησιόδου, Διοδώρου και των λοιπών θεοστυγών ποιητών. Τοιαύτα γάρ τα βαθέα του Σατανά, το εν σχήματι 9εολογίας παρεισάγειν τα εαυτού ολέθρια δόγματα και μιγνύειν τω καθαρώ σίτω τα ζιζάνια, τω χρυσώ τόν βόρβορον.
Και δικαιως το έπαθον αυτό οι λατείνοι. Διατί μίαν φοράν όπου αθέτησαν πρώτον την θεολογίαν του Κυρίου οπού κράζει φανερά πως το Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, και δεύτερον αθέτησαν την θεολογίαν των Αποστόλων και των μετ' αυτούς ισαποστόλων αγίων πατέρων και πάντων των αγίων συνόδων, τί άλλο τους λείπεται παρά να  δράμουν λεληθότως εις την παλαιάν ειδωλολατρείαν; Διατί και ο Μωάμεθ εν σχήματι Θεολογίας την σελήνην, ήτοι την Άρτεμιν, τοις υπ' αυτού διδασκομένοις προσκυνείν ενομοθέτησεν. Τί ξένον και τοις λατείνοις λεληθότως σεβασθήναι τον Φοίβον ή άλλον τινά τοιούτον εξ ερώτων αμοιβαίων συνιστάμενον, προαιρετικών και θελητικών; Και δεν θέλουν δυνηθή να φύγουν την κατηγορίαν αύτην υπό των ποσώς εχόντων μερικήν διάκρισιν, καν διαρραγώσιν. Ως φαίνεται, ο αιρεσιάρχης τους από  του λόγου του επήρεν υπόδειγμα ή από τον Ησίοδον και επενόησε τοιαύτην Θεογονίαν. Μα και ταιριάζει: Αδάμ ό Πατήρ, Εύα ο Υιός, Σήθ το Πνεύμα το 'Άγιον! Και κατά τούτον τόν τρόπον γίνεται πόρρω μέν του Πατρός το Πνεύμα, εγγύς δέ του Υιού. Και ομολογούσι πως η ρίζα, ο Πατήρ, ένα και μόνον βλαστόν φέρει, τον Υιό˙ το δε Πνεύμα το Άγιον το λέγουν κλάδον και καρπόν του Υιού, άτινα συμβαίνουσι τή θεογονία των ελλήνων, τη δ' ημετέρα, ήγουν τη της ανατολικής Εκκλησίας θεολογία, απεναντίας.

πγ') Γνώμη της ανατολικής Εκκλησίας
Η γαρ ανατολική Εκκλησία θεολόγει, καθώς εδιδάχθη υπό του Κυρίου και των αυτού Αποστόλων και των αυτών διαδόχων ισαποστόλων και διδασκάλων αγίων πατέρων. Και θεολογεί την απαθή γέννησιν του Νοός˙ πως ο Νούς γεννάται εκ μηδενός και εστίν αναίτιος και αγέννητος˙ ο δε Υιός γεννάται εκ του Νοός αμέσως και εστίν εγγύς του Πατρός, ήγουν του Νοός, πόρρω δε του Πνεύματος το δε Πνεύμα, και αυτό εκπορεύεται εκ του Νοός αμέσως και αμεσιτεύτως και εστίν εγγύς του Νοός και προβολέως αυτού, πόρρω δε του Υιού. οι  δε λατείνοι λέγουσιν εγγύς μεν τω Πατρί τον Υιόν, πόρρω δε το Πνεύμα του προβολέως και Πατρός, εγγύς δε του Υιού, ως εκ βλαστού κλάδος και εκ της Εύας Σήθ. Και μάλιστα τούτο είναι όλως διόλου η γνώμη τους, να  φέρουν εις το μέσον την εμπαθή Θεογονίαν των εμβροντήτων ελλήνων. Δια τούτο και ηρνήσαντο την αληθινήν Θεολογίαν του Κυρίου, διά να  φέρουν την εδικήν τους ως συμβαίνουσαν τη γνώμη και τη πολιτεία αυτών.
Αλλ' άμποτες να μας ελεήση ο Κύριος και να μη μας οργισθή εις αυτά όπου τολμώμεν αναγκαζόμενοι εξ ανάγκης. Διατί έτζη μας αναγκάζουν οι πάντες και πάντα τολμώντες λατείνοι. Και όπου και αν απαντήσουν χριστιανόν ορθόδοξον, ευθύς βάνονται εις διάλεξιν. Και τόσον έχουν τας γλώσσας ήκονισμένας καθ' ημών και κατά της αληθείας, όπου και βουκόλοι και συβώται των λατείνων ετοίμως και αναισχύντως θεολογούσι, και εις τα παζάρια και εις τους αγρούς και τας οδούς. Και μας έχουν διά μέγα κυνήγι, εάν δυνηθούν να μας καταπείσουν εις τα δόγματά τους και να μας κάνουν να  προσκυνήσωμεν τον πάπαν τους.

Διά τούτο και εγώ, ωσάν ένας από τούς βουκόλους των Γραικών εβάλθηκα και έγραψα το παρόν αγροικικώς. Διατί καλλίτερα δεν ήξευρα και ας με ελεήση ο Κύριος και ας με συμπαθήσουν και εκείνοι οπού γνωρίζουν. Και ανίσως και προαιρούνται, ας γράψουν καλλίτερα. Διατί εγώ, αν και αγροικώς έγραψα, όμως λογιάζω να  είναι και πολλά ικανά από τα γεγραμμένα, οπού να δώσουν αφορμήν τοις σοφοίς να γίνουν σοφώτεροι.

1 σχόλιο:

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου