Κυριακή 29 Απριλίου 2012



Οι μυροφόρες



του Ανεπανάληπτου Αυγουστίνου




Έγέλων και διεσκέδαζον οι εχθροί του Χριστού. Ο αντίπαλός των εξέλιπε. Δεν θα ήκουον πλέον τον τρομερόν έλεγχόν του. Τας ακοάς των δεν θα έπληττον τα φοβερά εκείνα «ουαί». Αι επευφημίαι και ζητωκραυγαί του πλήθους δεν θα επότιζον με πικρίαν την φθονεράν καρδίαν των. Ανενόχλητοι θα απελάμβαναν τα αγαθά της εξουσίας και των θέσεών των. Ο ναός, κέντρον εμπορίου, δεν εκινδύνευε πλέον από Εκείνον, ο οποίος ύψωσε φραγγέλλιον και είπε «Μη ποιείτε τον οίκον του πατρός μου οίκον εμπορίου» (Ιωάν.2,16). 
Αλλά παρ’ όλην την φαινομενικήν ευτυχίαν των, εις τα βάθη της υπάρξεώς των υπήρχεν ανησυχία τις. Ποία ανησυχία; Η ανησυχία, η οποία προήρχετο από τους λόγους του Ιησού, ότι θα ανίστατο. Και διά τούτο σπεύδουν εις το πραιτώριον και ζητούν από τον Πιλάτον να ασφαλίση τον τάφον. Η αίτησίς των εισακούεται, ο τάφος σφραγίζεται και κουστωδία εγκαθίσταται. Ο τάφος του Ιησού απλησίαστος.
 Οι εχθροί πανηγυρίζουν… 


Οι δε μαθηταί; Δύνασθε να φαντασθήτε την  κατάστασιν εις την οποίαν είχον περιέλθει οι μαθηταί του Χριστού; …Οποία διάψευσις των ελπίδων και των ονείρων των! Οικτρότερον θέαμα απογοητευμένων ανθρώπων δεν είδε ποτέ η γη! … Όλαι αι ελπίδαι των είχον διαψευσθῆ. Περίτρομοι είχον εξαφανισθῆ…  Την ημέραν εφοβούντο περισσότερον από την νύκτα. Εκρύπτοντο… Οι μαθηταί, ήσαν αναγκασμένοι να επιστρέψουν εις τας παλαιάς των ασχολίας. Και θα έζων με την ανάμνησιν της ζωής πλησίον του Διδασκάλου. Η εικών αυτού δεν ήτο δυνατόν να εξαλειφθῆ εκ της διανοίας των. Η απογοήτευσις όμως και η μελαγχολία θα εδέσποζον εις την ζωήν των. Διότι η μάχη, την οποίαν έδωκεν ο Ιησούς κατά των σκοτεινών δυνάμεων του κόσμου, είχε καταλήξει εις ήτταν.


Εις ήτταν; Όχι! Η εν οφθαλμοίς ανθρώπων φαινομένη ήττα εις θρίαμβον μετεβλήθη. Θρίαμβον πρωτοφανή. Θρίαμβον των αιώνων!
Εν μέσω του σκότους της απογοητεύσεως και απελπισίας  όπου έζων οι μαθηταί, πίπτει φωτοβολίς, φαίνεται ελπίς, η οποία, ως είπε τις των νεωτέρων θεολόγων, «τρέμουσα και αμυδρά εν τῆ αρχῆ, έμελλε να γίνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών».


Υπήρχεν έθος παρά τοις Ιουδαίοις, όπως οι συγγενείς και οι φίλοι του αποθανόντος κατά τας τρεις πρώτας ημέρας επισκέπτωνται τον τάφον του. Ο τάφος του Ιησού, όστις διήλθε την ζωήν του ευεργετών τον κόσμον, θα έπρεπε να συγκεντρώση άπειρον πλήθος, το πλήθος όλων των υπ’ αυτού ευεργετηθέντων. Οι πρώτοι δε, οι οποίοι θα έπρεπε να επισκεφθούν τον τάφον, θα έπρεπε να είναι οι μαθηταί. Αλλ’ ο φόβος, τον οποίον ενέσπειρεν εις τας καρδίας των ο θάνατος του Ιησού, ως και τα έκτακτα μέτρα, τα οποία ελήφθησαν, απεμάκρυναν τους μαθητάς. Ουδεμία σκέψις περί επισκέψεως του τάφου.


Αλλ’ ό,τι δεν απετόλμησαν οι μαθηταί, το απετόλμησαν αι γυναίκες εκείναι, αι οποίαι δεν τον εγκατέλειψαν τας φρικτάς ώρας της αγωνίας του Σταυρού, αλλά παρέμειναν πλησίον του. Απετέλουν ιερόν όμιλον, αστερισμόν μαρμαίροντα εν μέσω του σκότους της κακίας, της αγνωμοσύνης και της δειλίας. 
Διεκρίνετο μεταξύ αυτών η Μαρία η Μαγδαληνή. Η αγάπη της γυναικός αυτής ήτο «διάπυρος ως φλόξ, διαυγής ως κρύσταλλος». Αυταί αι γυναίκες το εσπέρας της Παρασκευής αγοράζουν πολύτιμα αρώματα, και ανυπομονούν πότε θα περάση το Σάββατον, ημέρα, κατά την οποίαν, ως γνωστόν, απηγορεύετο η κίνησις. Και τῆ επομένη του Σαββάτου, τῆ μιᾶ  των Σαββάτων, ήτις καθ’ ημάς είναι η Κυριακή, όρθου βαθέως εκκινούν προς τον Γολγοθάν. Τίποτε δεν τας φοβίζει. Η αγάπη των κραταιά ως ο θάνατος. Η μόνη σκέψις, η οποία τας ανησυχεί, ήτο πῶς ο βαρύς λίθος, όστις έφρασσε τον τάφον, θα απεκυλίετο. Υπό της αγάπης πτερούμεναι επιταχύνουν το βήμα. 


Φθάνουν. Ιδού ο ήλιος ανατέλλει, σύμβολον του άλλου ηλίου, του πνευματικού ηλίου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις εκ του τάφου την ημέραν εκείνην ανέτειλε, διά να μη δύση ποτέ, σκορπίζων το άπλετον αυτού φως εις όλην την κτίσιν.
Αι γυναίκες σπεύδουν προς το μνημείον. Αλλ’ οποία έκπληξις! Ο τάφος ανοικτός! Ο βαρύς λίθος έχει αποκυλισθῆ.
Τολμούν και εισέρχονται, αλλά δεν ευρίσκουν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Αλλ’ αυταί δι’ αυτό είχον έλθει, διά ν’ αλείψουν με τα μύρα, αναμεμειγμένα με τα δάκρυά των το Σώμα. Και τώρα; Ποῦ ο Ιησούς; Τι συνέβη;


Η ιδέα της Αναστάσεως δεν διέρχεται εκ της διανοίας των. Άλλαι σκέψεις τας ταράσσουν. Το σώμα του Ιησού ποῦ ευρίσκεται; Ποίος το επήρε; Ποῦ το μετέφερεν; Αι μυροφόροι γυναίκες ευρίσκονται εν απορία και εκπλήξει. 
Αλλ’ ιδού δύο άγγελοι ως άνδρες, με στολάς αι οποίαι απαστράπτουν εκ του φωτός, εμφανίζονται και απευθυνόμεναι προς τας εμφόβους γυναίκας λέγουν «Τι ζητείτε τον ζῶντα μετά των νεκρῶν; Ουκ έστιν ώδε, αλλ’ ηγέρθη μνήσθητε ως ελάλησεν υμῖν έτι εν τη Γαλιλαία, λέγων ότι δεῖ τον υιόν του ανθρώπου παραδοθῆναι εις χεῖρας ανθρώπων αμαρτωλῶν και σταυρωθῆναι, και τῆ Τρίτη ημέρα αναστῆναι» (Λουκ.24,5-7).


Αυτό ήταν το πρώτον «Χριστός Ανέστη» που ηκούσθη. Το ήκουσαν το πρώτον γυναικεία ώτα. Οποία τιμή! Βραβείον επάξιον της αρετής των μυροφόρων γυναικών. Ωραῖα η Εκκλησία ημών εις τον αναστάσιμον κανόνα παρουσιάζει τας μυροφόρους γυναίκας:
«Δεῦτε από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι, και τῆ Σιών είπατε Δέχου παρ’ ημῶν χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ, τον βασιλέα Χριστόν θεασαμένη εκ του μνήματος ως νυμφίον προερχόμενον».
Και αφού γυναίκες ηξιώθησαν ν’ ακούσουν πρῶται το κοσμοχαρμόσυνον μήνυμα, και πρῶτοι κήρυκες της Αναστάσεως να χρηματίσουν, ποίος θα είνε εκείνος, όστις τας πιστάς γυναίκας θα εμποδίση από ιεραποστολικά έργα;


Ιερείς βεβαίως και αρχιερείς δεν δύνανται αι γυναίκες να γίνουν.  Δεν δύνανται να φορέσουν άμφια, να τελέσουν ιεράς Λειτουργίας και μυστήρια, διότι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις της Εκκλησίας το αποκλείουν (ιδέ Α΄Κορ.14,34-35).
Αλλά πλην του ιερού θυσιαστηρίου και του απ’ άμβωνος εν εκκλησία κηρύγματος, απέραντον πεδίον ιεραποστολικής δράσεως ανοίγεται διά τας γυναίκας εκείνας, αι οποίαι εν πίστει ακραδάντω και φλογερά αγάπη και αμολύντω αγνότητι θέλουν να βαδίσουν επί τα ίχνη της ζωής των μυροφόρων γυναικών. Ώ πισταί γυναίκες, ένας κόσμος ολόκληρος, που ζη μέσα εις τον πόνον, σωματικόν και ψυχικόν, την απελπισίαν και απογοήτευσιν, και ουδαμού βλέπει την ελπίδα μιας ανωτέρας ζωής, περιμένει από σας ν’ ακούση τα χαρμόσυνα μηνύματα, της λυτρώσεως τα άσματα, της αιωνίου ζωής τα ρήματα, να ίδη τα έξοχα παραδείγματα μιας αγίας ζωής.


Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις τας μυροφόρους γυναίκας. Μόλις ήκουσαν εκ των δύο αγγέλων, ότι ηγέρθη ο Κύριος, φεύγουν εκ του τάφου, έρχονται εις τους μαθητάς, οι οποίοι διετέλουν υπό το κράτος του φόβου των Ιουδαίων, και τους μεταδίδουν την χαρμόσυνον είδησιν. Αλλά οι λόγοι των μυροφόρων γυναικών εκλαμβάνονται υπό των μαθητών ως λήρος, ως φλυαρίαι ανάξιαι προσοχής και πίστεως. Τόσον δύσπιστοι ήσαν! Τόσον είχον λησμονήσει τους περί Αναστάσεως λόγους του Κυρίου! Τόσον η θλίψις είχεν καταβάλει αυτούς! 


Εν τούτοις δύο εξ αυτών, ο Πέτρος και ο Ιωάννης, κατόπιν των όσων ανήγγειλεν εις αυτούς  ιδιαιτέρως η Μαρία η Μαγδαληνή, εκκινούν προς τον Γολγοθάν. Τρέχουν και οι δύο. Νεώτερος ο Ιωάννης του Πέτρου φθάνει πρώτος εις το μνημείον. Μόλις τολμά να κύψη και να ρίψη ένα βλέμμα εις το εσωτερικόν του μνημείου. Βλέπει τα οθόνια. Δεν τολμά όμως να εισέλθη. Έρχεται ο Πέτρος. Εισέρχεται εις το μνημείον, «θεωρεί τα οθόνια κείμενα και το σουδάριον, ό ήν επί της  κεφαλῆς αυτού, οὐ μετά των οθονίων κείμενον, αλλά χωρίς εντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Ιωάν.20,6-7). 


Τότε εισέρχεται και ο Ιωάννης και βλέπει και θαυμάζει και πιστεύει. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία ηκολούθησε τους δύο μαθητάς, ίσταται έξωθεν της θύρας του μνημείου και κλαίει. Κύπτει, ρίπτει το βλέμμα εις το εσωτερικόν του μνημείου και βλέπει «δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, ένα προς τῆ κεφαλῆ και ένα προς τοις ποσίν, όπου έκειτο το σώμα του Ιησού». Οι άγγελοι την ερωτούν: «Γύναι, τι κλαίεις;». Η Μαρία απαντά: «Ότι ήραν τον Κύριόν μου, και ουκ οίδα ποῦ έθηκαν αυτόν». Στρέφει προς τα οπίσω και βλέπει ένα, τον οποίον εκλαμβάνει ως κηπουρόν. Δεν ήτο ο κηπουρός. Ήτο ο Ιησούς Χριστός. Δεν τον ανεγνώρισεν. Αλλ’ όταν εκείνος την προσεφώνησεν με  το όνομά της Μαρία, αμέσως τον ανεγνώρισε Ραββουνί,  διδάσκαλε, λέγει, και είνε έτοιμος να πέση να τον προσκυνήση, να του φιλήση τους παναχράντους του πόδας. Αλλ’ Εκείνος της απαγορεύει «Μη μου άπτου» (Ιωάν.20,11-17). Δυσερμήνευτος ο λόγος αυτός του Χριστού. 


Ο Κύριος ημπόδισε την Μαρίαν να τον εγγίση, διότι, ως λέγει ο Ζιγαβηνός, στηριζόμενος εις την ερμηνείαν του ιερού Χρυσοστόμου, η Μαρία έπρεπε να γνωρίση, ότι ο Κύριος μετά την Ανάστασίν του, σπεύδων εις τους ουρανίους κόσμους, είχεν αποβάλει το επίκηρον, το φθαρτόν του σώματος, και «υψηλότερος και αιδεσιμότερος» ήτο. Την ερμηνείαν αυτήν φαίνεται ασπαζόμενος και ο υμνωδός του Η΄ εωθινού δοξαστικού: «Τα της Μαρίας δάκρυα ου μάτην χείνται θερμῶς ιδού γαρ κατηξίωται και διδασκόντων αγγέλων και της όψεως της Σής, ώ Ιησού αλλ’ ἐτι πρόσγεια φρονεί, οία γυνή ασθενής διό και αποπέμπεται μη προσαύσαί Σε, Χριστέ…».
Ούτως η Μαρία η Μαγδαληνή όχι μόνον ήκουσεν ότι ανέστη ο Κύριος, αλλ’ ηξιώθη και να τον ίδη. Τρέχει και πάλιν προς τους μαθητάς διά να τους αναγγείλη ότι εώρακεν τον Κύριον.


Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, της μιάς των Σαββάτων, ο Κύριος εμφανίζεται εις δύο μαθητάς πορευομένους εις Εμμαούς (Ιδέ Λουκ.24,13-35).
Περί δε την δύσιν του ηλίου ο Κύριος εμφανίζεται εις τους μαθητάς κεκλεισμένων των θυρών!
Κεκλεισμένων των θυρών; Πώς; Ερωτά η απιστία. Αλλά και ημείς αντερωτώμεν: Δεν κλείεις,  αγαπητέ,  το δωμάτιόν σου, και όμως ο ήλιος ευρίσκεται εντός του δωματίου; Κατορθώνει λοιπόν ο ήλιος να διέρχεται αθορύβως δια μέσου των υαλοπινάκων, χωρίς να τους θραύση, να θερμαίνη και να φωτίζη. Και δεν δύναται ο δημιουργός του ηλίου, ο Κύριος, να διέρχεται διά μέσου των τοίχων μιας οικίας και να ευρίσκεται εν μέσω των μαθητών; Ως ήτο επόμενον, ταράσσονται οι μαθηταί από την τοιαύτην εμφάνισιν του Διδασκάλου. Αλλ’ Εκείνος τους καθησυχάζει. Ευλογεί. Δίδει ειρήνην. Επιδεικνύει τα σημεία των πληγών, που αφήκαν τα καρφιά και η λόγχη των Ρωμαίων στρατιωτών. Και οι μαθηταί πείθονται, ότι όχι άλλος τις, αλλ’ ο ίδιος ο Κύριος ανέστη εκ νεκρών και ήδη ζων κατά θαυμαστόν τρόπον ευρίσκεται ενώπιόν των.
«Εχάρησαν ούν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν.20,20). 


Είδομεν, αγαπητοί,  εις ποίαν απογοήτευσιν είχον βυθισθή οι μαθηταί μετά την σταύρωσιν. Είδομεν τον φόβον και τον τρόμον υπό του οποίου είχον καταληφθή. Αίφνης, η ψυχολογική αυτών κατάστασις μεταβάλλεται. Την απογοήτευσιν διαδέχεται η ελπίς. Την δειλίαν διαδέχεται η ανδρεία. Τον φόβον και τον τρόμον το ατρόμητον. Οι λαγωοί εις λέοντας μεταβάλλονται. Αψηφούν τα πάντα. Προ επισήμων βημάτων, ενώπιον αρχόντων κηρύσσουν Ιησούν Χριστόν. 


Ερωτώμεν: Τι ήτο εκείνον, το οποίον τους μετέβαλε; Τι ήτο εκείνον το οποίον τους έδωκε πτερά μεγάλα διά να πετάξουν παντού και να κηρύξουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας;
-Το γεγονός, το οποίον μετέβαλεν άρδην την ψυχολογικήν των κατάστασιν, ήτο το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου.
-Τον είδον.
-Τον ήκουσαν.
-Ησθάνθησαν εκ νέου όλον το μεγαλείον της θείας του παρουσίας.
-Έλαβον τα ανεκτίμητα δώρα της Αναστάσεως, ευλογίαν, ειρήνην, χαράν. 


Κηρύττοντες την νέαν πίστιν, την εις Χριστόν πίστιν, έχουν στερεόν θεμέλιον, βάσιν ακλόνητον, βράχον άσειστον, το γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Η επανάστασις, η αγιωτέρα των επαναστάσεων, η οποία ήρχισεν από την παραλίαν της Γαλιλαίας δια της κλήσεως των πρώτων εθελοντών της ιεράς στρατείας, και η οποία δια της σταυρώσεως εφαίνετο ότι έσβηνε δια παντός, έλαβε τεραστίαν δύναμιν εκ του γεγονότος της Αναστάσεως του Κυρίου.


Χωρίς την Ανάστασιν δεν εξηγείται η ριζική μεταβολή του ψυχικού κόσμου των μαθητών, δεν εξηγείται η αφάνταστος ορμή, μετά της οποίας η μικρά ομάς των Αποστόλων ώρμησε διά την πνευματικήν κατάκτησιν του κόσμου. 
Διότι μαζί με τον ιερόν Χρυσόστομον ερωτώμεν και ημείς: Πῶς εκείνοι, οι οποίοι ότε έζη ο Χριστός δεν υπέφεραν την ιουδαϊκήν μανίαν, αλλ’ έδειξαν σημεία δειλίας και καταπτώσεως, πῶς, εάν παραδεχθώμεν προς στιγμήν ως αληθές ότι ο Χριστός δεν ανέστη και δεν συνωμίλησε πλέον με τους μαθητάς και δεν ενέβαλεν εις αυτούς θάρρος, πώς αποθανόντος αυτού όχι μόνον προς Ιουδαίους, αλλά προς όλην την οικουμένην παρετάχθησαν και ηγωνίσθησαν γενναίως και ενίκησαν τον κόσμον;


Ζώντος του Χριστού τόσον δειλοί οι μαθηταί! Αποθανόντος δε του Χριστού, τόσον ανδρείοι και ατρόμητοι!
Πώς εξηγείται αυτή η μεταβολή; (Ιδέ ιερού Χρυσοστόμου Δ΄ομιλίαν εις την Α΄προς Κορινθίους Επιστολήν του αποστόλου Παύλου, Ε.Π.Migne 61,36).
Η Ανάστασις του Κυρίου η μόνη λογική εξήγησις της θαυμαστής αλλοιώσεως των μαθητών, η μεγίστη εν ταυτώ απόδειξις της θείας προελεύσεως του Χριστιανισμού!


Ιδού διατί μετά τόσης λύσσης επιτίθενται οι πολέμιοι του Χριστιανισμού όλων των αιώνων κατά της Αναστάσεως του Κυρίου. Κλονίζουν την ιστορικότητα του γεγονότος τούτου; Συγκλονίζουν και συγκαταρρίπτουν όλον το οικοδόμημα του Χριστιανισμού. Πέριξ του κενού τάφου εξακολουθεί να διεξάγεται η μάχη της απιστίας κατά της πίστεως. Η Ανάστασις του Κυρίου είνε το κέντρον και η καρδία του Χριστιανισμού. Είνε το θαύμα των θαυμάτων. Ηττώμενοι οι άπιστοι προ του  γεγονότος της Αναστάσεως βλέπουν να θραύωνται και να κονιορτοποιούνται όλαι αι υλιστικαί των κοσμοθεωρίαι, όλα τα φιλοσοφικά των συστήματα, όλα τα διαλεκτικά των επιχειρήματα και, εάν δεν ημποδίζοντο υπό της διεφθαρμένης των καρδίας θα έπιπτον εν συντριβῆ και θα ησπάζοντο τον αναστάντα Κύριον. Η Ανάστασις του Κυρίου ωνομάσθη το Βατερλώ της απιστίας.


Δεν αναφέρομεν εδώ τας διαφόρους θεωρίας, τας οποίας παλαιοί και νέοι πολέμιοι της Πίστεώς μας εξέφερον διά να κλονίσουν την Ανάστασιν του Χριστού. Ορθόδοξοι απολογηταί του Χριστιανισμού διά του ισχυρού των καλάμου, εμπνεόμενοι από την πίστιν Εκείνου, συνέτριψαν και συντρίβουν τα επιχειρήματα των πολεμίων. Λαμπράν απολογητικήν μελέτην υπέρ της Αναστάσεως του Κυρίου, συντρίβουσαν τα επιχειρήματα των απίστων, έχει συγγράψει ο καθηγητής κ.Παν. Τρεμπέλας υπό τον τίτλον «Η Ανάστασις του Χριστού».


Ημείς δι άλλον σκοπόν γράφοντες το παρόν, αντιπαρερχόμεθα τα κατά της Αναστάσεως φληναφήματα των απίστων, τόσον μόνον εδώ λέγοντες, ότι:
-Εάν τις πτύων διαρκώς τον ήλιον δυνηθῆ ποτέ να σβήση το λαμπερόν τούτο της ημέρας άστρον, τότε και οι άπιστοι, οι πτύοντες διαρκώς κατά του προσώπου του αναστάντος Κυρίου τα ελεεινά της απιστίας πτύσματα, θα δυνηθούν να σβήσουν την πίστιν, ν’ αποδείξουν ψευδή την Ανάστασιν του Κυρίου. Αύτη θα λάμπη ως ο ήλιος εν τη Εκκλησία.
Ανέστη ο Κύριος! Ως λέγει ξένος τις συγγραφεύς, επί των τάφων των πτωχών, αλλά και επί των μαυσωλείων, τα οποία εγείρονται διά την ταφήν βασιλέων και επισήμων ανδρών, γράφεται το his jacet (=ενθάδε κείται). Μόνον επί ενός μνημείου, του μνημείου εκείνου, όπερ εφιλοξένησεν επί τριήμερον το ακήρατον σώμα του Ιησού, βλέπομεν να γράφεται το non est hic (= ουκ έστιν ώδε), όπερ διακηρύττει το μεγαλείον και τον θείον αυτού χαρακτήρα. Αυτή η φωνή του αγγέλου «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε», θα μεταδίδεται από γενεάς εις γενεάν, όσον ανατέλλει ο ήλιος και ρέουν οι ποταμοί, από τους κήρυκας του Ευαγγελίου.


Όπως κηρύττει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, η Ανάστασις του Κυρίου, ως «σύσσημον εις τους αιώνας», ως πανένδοξος σημαία, θα κυματίζει επί των επάλξεων της Εκκλησίας, επί των ιερών αμβώνων, διαρκώς εκδιπλουμένη και υψουμένη, και ουδεμία θύελλα του αιώνος θα δυνηθή ποτε να θραύση τον κοντόν της και να την καταρρίψη. Επί της Αναστάσεως του Κυρίου, ως εις φακόν, συγκεντρώνονται αι μεγαλύτεραι αποδείξεις των αληθειών της Χριστιανικής πίστεως. Ας είνε, λοιπόν, ώ κήρυκες του Ευαγγελίου, κέντρον της διδασκαλίας σας η Ανάστασις του Κυρίου!
(από το βιβλίο του π.Αυγ. Καντιώτη «Ακολούθει μοι» σελ. 312 και εξής)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου