Δημιουργία,
Οχι Τύχη.
Μέ ἀφορμήν τό λῆγον ἔτος 2009, ἀφιερωμένον εἰς τήν ζωήν καί τό ἔργον τοῦ ἀνθρωπολόγου καί φυσιοδίφου Καρόλου Δαρβίνου εἰς ὅλας σχεδόν τάς μεγάλας πόλεις τῆς ῾Ελλάδος διῳργανώθησαν ἐπετειακαί ἐκδηλώσεις ἀπευθυνόμεναι εἰς εὐρύτερον ἤ εἰδικόν κοινόν καθώς καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον πραγματοποιήθησαν ἐκθέσεις καί συνέδρια διά νά τιμήσουν τό ἔργον τοῦ Βικτωριανοῦ «ἐπαναστάτη». Εἰδικώτερα στή χώρα μας μέ τό τελευταῖο βιβλίου γνωστοῦ Βιολόγου καί ᾿Ακαδημαϊκοῦ, τιμήθηκαν τά 200 χρόνια ἀπό τήν γέννηση τοῦ Δαρβίνου καί τά 150 χρόνια ἀπό τήν δημοσίευση τοῦ βιβλίου του «῾Η καταγωγή τῶν εἰδῶν». ῞Ολες αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις πυροδότησαν διά μιά εἰσέτι φορά τήν διάδοση τῆς ἐξελικτικῆς θεωρίας, πού ἀποδίδει τήν σύνθεση, ἁρμονία καί ἀπερινόητη νόηση καί σοφία, πού ἐκφράζεται διά τοῦ κτιστοῦ κόσμου στόν ἀπρόσωπο, ἀσυνείδητο καί τυχαῖο μηχανισμό τῆς δῆθεν φυσικῆς ἐπιλογῆς καί τῆς δῆθεν κοινῆς καταγωγῆς τῶν ζωντανῶν εἰδῶν.
῾Η εὔλογος ἀντίρρησις εἰς ὅλον αὐτόν τόν καταιγισμόν τῆς ἀντιεπιστημονικῆς μεθόδου πού ἐνῶ δῆθεν καταλύει τό θρησκευτικό κοσμοείδωλο περί δημιουργίας καί περί εὐφυοῦς σχεδιασμοῦ, οὐσιαστικῶς ὑψώνει τό ἕωλο, ἀβάσιμο καί ἀνεπέρειστο ἐπιστημονικῶς καί λογικῶς κοσμοείδωλο τῆς ἀσυναρτήτου τυχαιότητος, ὡς αἰτίας καί οὐσίας τοῦ ἐκπληκτικῆς συνθέσεως καί ἁρμονίας κόσμου, ἐπιγραμματικῶς χρεωστοῦμεν εἰς ἀπάντησιν τῆς ὅλης αὐτῆς ἀντιεπιστημονικῆς καί ἀντιλογικῆς καί ἐξ ἐμπαθείας καί μίσους κατά τοῦ Δημιουργοῦ κινουμένης διαδικασίας, νά καταθέσωμεν πρός τόν εὐσεβῆ λαόν ἁπλάς σκέψεις πού ἀφοροῦν τήν ψευδεστάτην καί κακότροπον ἐξελικτικήν θεωρίαν καί ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τῆς ἀπερινοήτου σοφίας καί ἀγάπης τοῦ ἐκτός αὐτοῦ ὑπάρχοντος Τρισαγίου Θεοῦ κατά τήν ὑπέροχον ἔκφρασιν τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: ῾῾ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τό στερέωμα᾿᾿ (Ψαλμ. 18,1). Βεβαίως αἱ πλέον σύγχρονοι φυσικαί θεωρίαι τῆς σχετικότητος τοῦ ᾿Αϊνστάιν, τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Χάϊζεμπεργκ καί τῶν κβάντα τοῦ Μάξ Πλάνκ, ἀλλά καί ἀρκεταί νεώτεραι καταδεικνύουν τήν σαθρότητα τῆς ἐξελικτικῆς θεωρίας, πού ἀποδίδει τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου στήν τυχαιότητα καί στήν μηχανοκρατία τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς. Αἱ ἐπιστημονικαί καί φιλολοσοφικαί ἀποδείξεις κατά τοῦ μεγάλου τούτου ψεύδους πού συντηροῦν γνωστοί διεθνιστικοί κύκλοι τυγχάνουν:
1. Τό πεπερασμένον τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ῾Ο μαθηματικός τύπος τοῦ ᾿Αινστάϊν Ε=m2 ἥτοι ὅτι ἡ ἐνέργεια ἰσοῦται πρός τό γινόμενον τῆς μάζης ἐπί τό τετράγωνον τῆς ταχύτητος τοῦ φωτός, τήν άλήθειαν ταύτην ἀκριβῶς βεβαιεῖ διότι ἡ ὕλη-μάζα καί ἡ ἐνέργεια εἶναι ἕν καί τό αὐτόν νόμισμα. ῾Η συμπαντική ὕλη σχηματίζεται ἐν τῷ συνόλῳ της ἐκ χημικῶν στοιχείων, τά βασικά συστατικά τῶν ὁποίων εἶναι μονάδαι σταθεραί, δηλαδή πεπερασμένα σωματίδια ἡλεκτρισμοῦ ὁρισμένης μάζης καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τέρμα-ὅρια ὡς βεβαιεῖ καί ἡ σύγχρονος ἀστροφυσική, τό σύμπαν εἶναι σφαιρικόν-κυρτόν κατά τήν θεωρία τῆς σχετικότητος μέ διάμετρον ἔχουσαν μῆκος δέκα περίπου δισεκατομμυρίων ἐτῶν φωτός. ῾Επομένως τό ὑλικόν σύμπαν ὡς πεπερασμένον εἶναι ὑλικόν δημιούργημα «ἐξ οὐκ ὄντων», εἶναι ἀποτέλεσμα-αἰτιατόν καί ὡς τοιοῦτον δέν εἶναι ἄναρχον, δέν δύναται νά ἔχει τήν αἰτίαν τῆς ὑπάρξεώς του ἐν ἑαυτῷ καί εἶναι παραλογισμός νά ἰσχυρίζεταί τις, ὅτι προῆλθεν ἐκ τοῦ μηδενός ἤ εἶναι αὐταπάτη. ῾Ο χῶρος καί ὁ χρόνος μποροῦν νά νοηθοῦν μόνον, ἀφ᾿ ἧς τό ὑλικόν σύμπαν ἐδημιουργήθη «ἐξ οὐκ ὄντων». Τό πεπερασμένον ὑλικόν σύμπαν εἶναι δημιούργημα ἄλλης οὐσίας καί ὑπάρχει που, διότι ἀντίκειται εἰς τήν λογικήν, ὅτι ἐκ τοῦ ἀπαισίως χαίνοντος μηδενός καί ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας ἐδημιουργήθη τό ἀσυλλήπτου κάλλους ἁρμονίας καί τάξεως ὑλικόν σύμπαν καί ὅτι ὑπάρχει εἰς τό μηδέν, τό ὁποῖον κατά τήν λογικήν καί τήν ἐπιστήμην σημαίνει ἄρνησιν ὑπάρξεως. Τό ὑλικόν σύμπαν ἀποτελεῖ τήν μεγαλειωδεστέραν ἀπόδειξιν ὑπάρξεως τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ, διότι διακηρύσσει τοῦτο, ὅτι ὑπάρχει ἑτέρα οὐσία ἄπειρος, μή ὕλη, ἀκατάληπτος καί ἀπερινόητος, ἥτις τό ἔφερεν «ἐξ οὐκ ὄντων» εἰς τό εἶναι δημιουργικῶς, ὅτι ἡ ἄπειρος αὐτή «μή ὕλη-οὐσία» εἶναι ἀναίτιος καί ἄναρχος ἄλλως θά ἦτο καί αὐτή πεπερασμένη, ὅτι πρός τήν ἄπειρον ταύτην καί ῾῾μή ὕλην-οὐσίαν᾿᾿ τό ὑλικόν σύμπαν ἔχει σχέσιν αἰτιατοῦ πρός αἴτιον. ῾Η ἄπειρος αὐτή «μή ὕλη-οὐσία», τήν ὁποίαν «πνεῦμα» ἀπεκάλεσεν ὁ ἐνανθρωπίσας Λόγος (᾿Ιωαν. δ, 24) εἶναι ὀντότης ἐνσυνείδητος τήν ὁποίαν ἀποκαλοῦμεν Θεόν πού ἐνέχει τόν λόγον καί τήν αἰτίαν «τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ἐν ἑαυτῷ», εἶναι ἀναίτιος καί ἄπειρος.
2.῾Ωσαύτως ἡ ἀέναος διηνεκής κίνησις, ἀλλοίωσις, μεταμόρφωσις τῆς συμπαντικῆς ὕλης-μάζης ὑπό τό κράτος ἀτέγκτων φυσικῶν νόμων (ἐννόμων δυναμικῶν νομοτελειῶν) πρός ἐπιτέλεσιν καί παραγμάτωσιν πάντοτε ὁρισμένων σκοπῶν μαρτυρεῖ ὅτι εἶναι δημιούργημα ἐν τῷ συνόλῳ της διότι τήν αἰτίαν τῆς κινήσεως, τροπῶν καί μεταμορφωσεών της ἔχει ἐκτός αὐτῆς, καθ᾿ ὅσον αὐτή δέν ἔχει συνείδησιν τοῦ ἑαυτοῦ της. Οἱ αἰώνιοι, ἀΐδιοι, ἀναλλοίωτοι φυσικοί νόμοι διά τῶν ὁποίων πραγματοποιεῖται ὁ τελολογικός σκοπός τοῦ κόσμου διότι ἡ διηνεκῶς, κινουμένη, τρεπομένη, ἀλλοιουμένη ὕλη, ἡ ἐξ ἀλόγων σωματιδίων μάζης ἡλεκτρικῆς ἀποτελουμένη, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκπορεύει δυνάμεις ἐννόμους σταθεράς καί ἀτρέπτους καί νά ὑποταγῆ συνάμα εἰς αὐτάς, διότι ἐκ «πηγῆς-μάζης» στερουμένης νοήσεως, εἰδέναι καί συνοχῆς δέν εἶναι δυνατόν νά προέλθουν δυνάμεις διά τῶν ὁποίων ἐκδηλοῦται ἄπειρος σκοπιμότης, σοφία καί πρόνοια ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὡς ἄνω ἀλήθειαν, τό ἀγεφύρωτον χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης ἀποδεικνύει ὅτι ἡ συμπαντική ὕλη διακρίνεται εἰς δύο βαθμίδας, τήν ἀνόργανον (ἡλεκτρόνια, ἄτομα, σωματίδια, στοιχεῖα, ἀέρια, ὑγρά, ὀρυκτά) καί τήν ἐνόργανον ἤ ζῶσαν μέ τίς μυριάδες τῶν γενῶν τῶν ἐνοργάνων ὄντων. ῾Η μέν πρώτη ὑπακούει ὡς ὄγκος, εἰς τόν παγκρατῆ νόμον τῆς βαρύτητος χαρακτηρίζεται διά τῆς μηχανικῆς κινήσεως ἡ δέ δευτέρα διακρίνεται ἀπό ὀργανικῆς-ζωϊκῆς κινήσεως, θρέψεως, ὀργανικῆς ἀφομοιώσεως καί καταλαγῆς τῆς ὕλης, κινήσεως πάντοτε σκοπίμου, μέ ὁρισμένας καί ἀναλλοιώτους ἱκανότητας προσαρμογῆς καί ἐπιλογῆς καί μέ ἱκανότητα ἀναπαραγωγῆς καί διαιωνίσεως δι᾿ ὁρισμένων συστημάτων, ὀργάνων καί τρόπων ἀναπαραγωγῆς. Τό ἀγεφύρωτον χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης ἐπεκτείνεται καί μεταξύ τῶν διαφόρων ἐνοργάνων ὄντων ἐπικυρουμένου τοῦ ἀποφθέγματος ῾῾πᾶν ὄν μόνον ἐξ ὁμοίου ὄντος γεννᾶται καί ἀναπαράγεται᾿᾿ καταρριπτομένων οὕτω τῶν ἀντιεπιστημονικῶν καί ἀντιλογικῶν θεωριῶν τόσον τῆς αὐτομάτου γενέσεως τῶν ἐνοργάνων ὄντων ὅσον καί τής ἐξελίξεως αὐτῶν.
3. ῾Η ὀργανική διάπλασις καί ἡ ζωή τῶν ἐνοργάνων ὄντων μέ τήν ἀπερινόητον σοφίαν, ἁρμονίαν, νομοτέλειαν, πρόβλεψιν πού εἰς κάθε ἐχέφρονα δημιουργεῖ τό θάμβος, τήν ἔκσταση καί τήν ὑπέρβαση.
4. Αἱ ἰδιότητες τῶν κατωτέρων τοῦ ἀνθρώπου ἐμψύχων ὄντων καί ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή. Τά ἔνστικτα, ὁρμέμφυτα εἰς τά κατώτερα τοῦ ἀνθρώπου ἔμβια ὄντα, μή προϋπάρχοντα εἰς τήν ἀνόργανον ὕλην ὡς καί ἡ διά τοῦ ἀνθρώπου μόνον ἀμέσως ἐκδηλουμένη ἐνσυνείδητος νόησις καί ἡ αὐτεξουσία βούλησις ἀποδεικνύουν τήν ἐκ τοῦ ἀπερινοήτου Νοός σύνθεσιν καί δημιουργίαν αὐτῶν. Ἰδιαιτέρως ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή εἶναι ἐνσυνείδητος πνευματική καί ἐλευθέρα ὑπόστασις κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
5. ῾Η ἁρμονία τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος καί ἡ ἀσύλληπτος μαθηματική τάξις καί σκοπιμότης εἰς αὐτό ὁδήγησαν τά ἐξοχώτερα πνεύματα τῆς οἰκουμένης διά μέσου τῶν αἰώνων νά καταθέσουν ὡς εὐλαβεῖς προσκυνηταί τῆς θείας δυνάμεως καί σοφίας τό θάμβος τους καί τήν ἔκπληξή τους διότι ὅπως εἰς τά ἐλάχιστα συστατικά τῆς συμπαντικῆς ὕλης οὕτω καί εἰς τάς κινήσεις καί ἀλληλεπιδράσεις τῶν ἀφαντάστων ὑλικῶν ὄγκων τῶν οὐρανίων σωμάτων, τά ὁποῖα δι᾿ ἰλιγγιωδῶν ταχυτήτων διατρέχουν τό ὑλικόν σύμπαν ἐκδηλοῦται ἡ ἀσύλληπτος δύναμις, σοφία καί πρόνοια ἑνός ἐξωκοσμίου καί ὑπερυλικοῦ Θεοῦ. Οἱ ὄγκοι τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ὁμάδων γαλαξιῶν ὡς καί συστροφῶν αὐτῶν, αἱ ἀποστάσεις, αἱ ἕλξεις καί ἀπώσεις των, αἱ ταχύτηται καί ἀκτινοβολίαι, αἱ ἀλληλεπιδράσεις αὐτῶν εἶναι προδήλως ἀπολύτως προϋπολογισμένα μεθ᾿ ὑπερμαθηματικῆς ἀκριβείας. ῾Ως ἐκ τούτου καίτοι ἰλιγγιωδῶς περιφέρονται πέριξ ὁρισμένων κέντρων οὐδεμία διά μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάζεται διαταραχή.
Κατόπιν τῶν ἐκτεθέντων παρίσταται ἡ προσπάθεια τῶν γνωστῶν κύκλων νά ἀποδώσουν τό θαῦμα τῆς ζωῆς εἰς τήν τυχαιότητα καί τήν ἀσυνειδησίαν καί ἀνυπαρξίαν τοῦ μηδενός ὡς τό πλέον χαρακτηριαστικό γνώρισμα τοῦ τραγικά πεσμένου καί ἀποτυχημένου ἀνθρώπου πού συμπνίγεται στήν χοϊκότητα καί ἀδυνατεῖ νά ἀναχθῆ ἀπό τήν κτίση στόν κτίσαντα.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Νομίζω πως ο Καρδάσης του οποίου φιλοξενείς κείμενα (ΛΑΘΟΣ ΣΟΥ ΜΕΓΑΛΟ) πιστεύει στην εξελικτική θεωρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μεγάλος καημός των νεότερων απολογητών ήταν να βρουν την αρμονία επιστήμης και θρησκείας. Ο λόγος ήταν απλός, ταύτιζαν συνειδητά ή και ασυνείδητα μερικές φορές την αιτία και τον τρόπο γένεσης των όντων ως ένα πράγμα, με το οποίον ασχολείται η Αγία Γραφή και κατ’ επέκταση η θεολογία. Μ’ άλλα λόγια πίστευαν πως η Αγία Γραφή και η θεολογία απαντούν απερίφραστα και κατηγορηματικά και στα δυο ερωτήματα 1/ ποιος έκανε τον κόσμο και 2/ πως τον έκανε. Νόμιζαν ότι η συμβολική γλώσσα των διηγήσεων της Γένεσης, λόγου χάρη, για τη δημιουργία του κόσμου, αρκούσε για να πουν πως ακριβώς έγινε ο κόσμος και όχι μόνο ποιος τον έκανε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ενδεχόμενη ένσταση οποιουδήποτε ακροατή, γιατί ο Θεός δεν μας αποκάλυψε και το πώς ακριβώς έγινε η δημιουργία, ο Μ. Βασίλειος απαντά πως ο Θεός μας έδωσε το νου που πρέπει να τον γυμνάζουμε και να βρίσκουμε τα μυστήρια της δημιουργίας. Λέγει ο Μ. Βασίλειος: «Πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων αναγεννώμεθα πάθη. α πάντα μεν ως συμπληρωματικά του κόσμου συνυπέστη τω παντί δηλονότι. παρέλιπε δε η ιστορία τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμήν παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (PG 29. 33B). Όσο λοιπόν δεν έχουν γυμνασμένο το νου τους ή δεν θέλουν να τον γυμνάσουν, για να βρουν τα λειπόμενα, αρκούνται να κάνουν πύρινα ρητορικά σχήματα ως αυτόκλητοι προστάτες της Ορθοδοξίας.
Η ορθόδοξη θεολογία της μακραίωνης παράδοσης δεν παγιδεύτηκε σε καμιά ανάγκη εναρμόνισης επιστήμης και θρησκείας και μπόρεσε να δει χωριστά τα θέματα του ποιος δημιούργησε τον κόσμο και του πως δημιουργήθηκε αυτός. Τα δυο ανεξάρτητα επίπεδα, της θεολογίας και της επιστήμης, συνενώθηκαν λειτουργικά και δεν εννοήθηκαν ποτέ διαλεκτικά.
Για το πώς έγινε η δημιουργία τα δυο πρώτα κεφάλαια της Γένεσης μας παρουσιάζουν δυο διαφορετικές εικόνες. Άλλη είναι η σειρά και άλλος ο τρόπος της δημιουργίας κατά την ιερατική πηγή του πρώτου κεφαλαίου και άλλη η σειρά και ο τρόπος κατά την αρχαιότερη πηγή, τη γιαχβική, του δεύτερου κεφαλαίου.
Έτσι στην εξιστόρηση του πως της δημιουργίας οι ημέρες της κοσμογονίας είναι έξη. Οι έξη ημέρες της δημιουργίας είναι έξη φάσεις της κοσμογονικής πορείας. Η ημέρα, κατά τη γενική συμβολική γλώσσα των πατέρων, είναι ένα σύμβολο που φανερώνει παραστατικά την ολοκλήρωση μιας φάσης, που θα μπορούσε να είναι ένα δευτερόλεπτο ή δισεκατομμύρια χρόνια. Γι’ αυτό κατά μία κυρίαρχη τάση στη θεολογία της ορθόδοξης παράδοσης η έβδομη ημέρα είναι ο δικός μας χρόνος που συνεχίζεται και η όγδοη η διάρκεια της βασιλείας του Θεού και της δόξας του, όπου μετέχουν τα λογικά όντα.
Εξ άλλου οι έξη φάσεις περιγράφονται με ένα απλό και λιτό τρόπο. Σε σχέση με άλλες μυθικές κοσμογονίες υπάρχει κάποια «επιστημονικότητα». Ο Θεός είναι δημιουργός της πρώτης άμορφης στόφας που μέσα σε σκοτεινά και ακαθόριστα νερά αποκαλείται ουρανός και γη, δηλ. το παν.. Έπειτα σε έξη φάσεις πραγματώνεται η διαμόρφωση του σύμπαντος. 1/ γένεση του φωτός, 2/ σχηματισμός της ατμόσφαιρας, 3/ διαμόρφωση ξηράς και θάλασσας και εμφάνιση του φυτικού βασιλείου, 4/ δημιουργία του ήλιου, της σελήνης και των αστεριών, 5/ δημιουργία των θαλάσσιων οργανισμών και των πετεινών του ουρανού και 6/ δημιουργία των τετραπόδων και τελικά του ανθρώπου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού.
Η διήγηση του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης με όλη τη συναρπαστική απλότητά της, η οποία γοητεύει τον Μ. Βασίλειο, σε αντίθεση με όλες τις άλλες μυθικές κοσμογονίες δεν κάνει λόγο για καμιά θεογονία. Δεν γίνεται καμιά πάλη για να κυριαρχήσει κάποια θεότητα, η απρόσιτη κυριαρχία του Θεού είναι αυτονόητη, δεν λέει ο ιερός συγγραφέας ποιος τον έκανε το Θεό, απλώς εξιστορεί μονάχα το πώς της κοσμογονίας.
IK
Οδυσσέα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η θεωρία της εξελίξεως απολαμβάνει πλέον την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των επιστημόνων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλιστα όσο τα ευρήματα πολλαπλάσιάζονται τόσο ενισχύεται η εμπιστοσύνη των ερευ=νητών στις αρχές της.
Συνέπεια αυτής της πραγματικότητας υπήρξε η σπασμωδική αντίδραση των απολογητών, οι οποίοι ανακάλεσαν όλη την φιλολογία τους περί Αδάμ και Εύας και άρχισαν να ψάχνουν για συμβολικές ερμηνείες της Γενέσεως, κάτι που ουδέποτε τους απασχόλησε στο παρελθόν.
Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε μια καραμπινάτη αντίθεση μεταξύ της χριστιανικής και της σύγχρονης επιστημονικής οντολογίας.
Είναι ίσως ένας από τους κυρίαρχους παράγοντες για τους οποίους αναρωτήθηκε ο Κύριος μας όταν έλεγε :«Όταν ο Υιός του Ανθρώπου θα επιστρέψει, θα εύρει την πίστη στη γή;»(Λκ.18:8)
Eνδεικτικές αυτής της πραγματικότητας είναι τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών μεταξύ επιστημόνων διαφόρων πεδίων, τα οποία αποκαλύπτουν ότι το ποσοστό των άθρησκων επιστημόνων είναι σχεδόν τετρπλάσιο σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.