ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΔΙΩΧΝΟΥΝ ΤΟΝ π.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟ
Οι σκληροί κατακτητές, προχώρησαν στη χρήση βίας. Τον έπιασαν, τον χτύπησαν αλύπητα, του πήραν την ταυτότητα. Μετά τον πέταξαν σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και τον έβγαλαν έξω από την περιοχή της ευθύνης τους. Το ημερολόγιο τότε έγραφε 14 Ιουνίου 1941. Ο π. Κωνστάντιος Χρόνης, εξόριστος, θλιμμένος, και φορτωμένος την οδύνη της αποκοπής από το αγαπημένο του ποίμνιο δεν έμεινε στην αδράνεια αλλά κατηφόρισε για να βοηθήσει μια άλλη περιοχή, τα δοξασμένα Καλάβρυτα. Εδώ τον βρίσκουμε να περπατάει ακούραστα τα βουνά και τα λαγκάδια της Μητρόπολης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας και να προσφέρει το θησαυρό της καρδιάς του οδηγώντας το λαό στη θερμή αγκαλιά του Θεού. Και πριν προλάβει να ριζώσει στο νέο χωράφι, τον ταρακούνησε νέα θύελλα. Στη πόλη των Καλαβρύτων μεταδόθηκε η είδηση, ότι οι αντάρτες του Ε.Α.Μ., υπό την αρχηγία του Άρη Βελουχιώτη, πήραν την απόφαση να ανατινάξουν τις γραμμές του οδοντωτού σιδηρόδρομου για να φράξουν την πρόσβαση των Γερμανών κατακτητών στις περιοχές που είχαν τα κρησφύγετά τους. Την εποχή εκείνη το τραινάκι ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο που έφθανε στα Καλάβρυτα καθώς δρόμος δεν υπήρχε και αυτοκίνητα δεν ανηφόριζαν. Οι κάτοικοι ήταν σε απόγνωση, διότι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να φθάσουν εδώ και συνεπώς η μεταφορά τροφίμων θα σταματούσε. Έτσι ήταν καταδικασμένοι σε απομόνωση. Ο φλογερός ιερωμένος π. Κωνστάντιος πήρε την απόφαση. Θα πάνω να συναντήσω τον Βελουχιώτη, τον αρχηγό των ανταρτών, και θα του ζητήσω να ακυρώσει την εντολή. Οι Καλαβρυτινοί που τον αγαπούσαν δεν τον άφηναν να πάει. Όχι γέροντα, θα σε σκοτώσει, και θα ψάχνουμε στα βουνά για να βρούμε το κουφάρι σου. Θα πάω, ακόμα κι αν με σκοτώσει, εγώ θα έχω κάνει το καθήκον μου. Αν μείνω εδώ, θα πεθάνω κι εγώ κι όλοι εσείς. Αν πάω, μπορεί να πεθάνω εγώ, αλλά θα ζήσετε εσείς. Και ξεκίνησε. Δύο ολόκληρα μερόνυχτα πεζοπορούσε, σκαρφάλωσε ράχες, βυθίστηκε σε λαγκαδιές, μέσα σε δάση και ρεματιές, και σε μέρη του όρους Χελμού που δεν πάτησαν πόδια ανθρώπινα. Κάποτε έφθασε στο κρησφύγετο του αρχηγού των ανταρτών Άρη Βελουχιώτη. Παραξενεύτηκε εκείνος σαν είδε έναν παπά να σκαρφαλώνει στα βουνά για να τον συναντήσει. Του ήταν αναπάντεχο φαινόμενο. Σαν ξεκουράστηκε λίγο, του είπε δειλά και ταπεινά: «Αρχηγέ, έδωσες εντολή να ανατινάξουν τη μοναδική γραμμή τροφοδοσίας αυτού του λαού. Άμα γίνει αυτό, θα πεθάνουν όλοι στα Καλάβρυτα… Φτωχός λαός είναι αυτός που θα πεθάνει, τίμιοι δουλευταράδες της γης είναι». Ο Βελουχιώτης τον κύτταξε παράξενα και του είπε: «Μα, δεν ξέρεις παπά, πως κάνουμε αγώνα; Πόλεμος είναι. Θυσίες θα έχουμε. Άμα οι Γερμανοί καβαλήσουν στα Καλάβρυτα και κουβαλήσουν στρατό, θα χτενίσουν τα βουνά και θα μας αφανίσουν όλους…». «Καπετάνιε, έπεσες θύμα. Κάποιοι θέλουν να σε παρασύρουν σε πράξη απάνθρωπη. Ξέρεις πόσα βαγόνια έχει αυτό το τραίνο; Μονάχα ένα. Σ’ ένα μικρό βαγονάκι, πόσοι Γερμανοί μπορούν να στριμωχτούν; Δώστε μου μένα ένα τουφέκι να σου τους εξολοθρεύσω». Ο άδολος λευίτης σταμάτησε, στύλωσε πάνω τα μάτια του και ξανάπε στον καπετάνιο: «ένα μικρό βαγονάκι κι αυτό, όταν φθάνει στις γαλαρίες, περπατάει πιο σιγά κι απ’ το γάιδαρο. Πώς είναι δυνατό να τολμήσουν οι Γερμανοί να φορτώσουν λόχους πάνω σ’ αυτό το τραινάκι και να τους ξαπολύσουν σ’ ολόκληρο το Χελμό;». Ο καπετάνιος άκουγε με προσοχή όσα του ξετύλιγε μπροστά του ο παπάς, κρατούσε όμως μέσα του και επιφυλάξεις: Αν είναι βαλτός; Αν κάτω από τα ράσα του κρύβεται ο πράκτορας; Με ύφος τραχύ φώναξε δύο από τα παλικάρια του, και τα ρώτησε κοφτά: - Πόσα βαγόνια έχει η αμαξοστοιχία του οδοντωτού; Το ένα παλικάρι χαμογέλασε. - Βαγόνια…; Μόνο ένα και αυτό μικρό. - Τότε τι νόημα έχει να ανατινάξουμε τη γραμμή; Για να καταδικάσουμε στην πείνα και στο θάνατο τους Καλαβρυτινούς; Κάτι ξαμόλησε, σαν βλαστήμια, γι’ αυτούς που τον παρέσυραν. Δώστε αμέσως σήμα, είπε, να σταματήσει η επιχείρηση ανατίναξης. Και γύρισε προς τον παπά, τον κύτταξε από πάνω έως κάτω, και του είπε: - Πήγαινε παπά μου. Δεν θα ανατιναχτεί ο οδοντωτός. Εγώ δεν ευνοώ τους παπάδες και τα λιβάνια, αλλά η παρουσία σου με εντυπωσίασε. Ο κόπος, που έκανες να φθάσεις εδώ πάνω, με έβαλε σε περίσκεψη. Και είδα ότι έχεις δίκαιο. Ο καλοκάγαθος ιερέας σήκωσε τα μάτια προς τον Ουρανό για ικεσία, κι ενώ τα δάκρυά του κατέβαιναν βροχή μουσκεύοντας την ολοκάθαρη γενειάδα του, είπε ένα “ευχαριστώ”, στον καπετάν Βελουχιώτη και πήρε το δρόμο της επιστροφής. σ
...Είπε ένα “ευχαριστώ”, στον καπετάν Βελουχιώτη και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ η ασύλλυπτη ναζιστική
θηριωδία Δεν άργησε όμως να έρθει δεύτερο κύμα θύελλας, πιο δυνατό,
απερίγραπτης οδύνης, από την ασύλληπτη ναζιστική αγριότητα. Ο ίδιος – π.
Κωνστάντιος – μερικές ημέρες ενωρίτερα είχε καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες
να αποτρέψει την εκτέλεση 78 Γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, με κίνδυνο
μάλιστα της ζωής του. Όμως δεν εισακούστηκε, και στις 7 Δεκεμ. 1943 οι
αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν στην τοποθεσία Μαγέρου κοντά στο Μάζι του Χελμού. Για
το κακό που θα έρχονταν από αυτή την παράτολμη ενέργεια, τους είχε
προειδοποιήσει (στη συνάντηση που είχε στο Αρχηγείο των ανταρτών) και ήταν θέμα
χρόνου να εκδηλωθεί. Η προαίσθησή του έγινε οδυνηρή πραγματικότητα. Οι
κατακτητές, χειριστές και εκφραστές της έσχατης βαρβαρότητας, πήραν την απόφαση
να κάψουν την πόλη των Καλαβρύτων και να σκοτώσουν όλους τους άντρες από
δεκατεσσάρων χρόνων και πάνω, όπως και έγινε! Η εκτέλεση είναι ασύλληπτη σε
θηριωδία. Σε μηδενικό χρόνο η ιστορική πόλη κατάντησε ερείπιο. Το κάθε σπίτι
ήταν εστία αφόρητου πένθους. Τα αποσπάσματα των ναζί συγκέντρωσαν τους
Καλαβρυτινούς, και σαν να ήταν κοπάδια άγριων ζώων, τους οδήγησαν στο χώρο της
εκτέλεσης και τους τουφέκισαν. «Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός πολύς» (Ματθ. 2,
18). 1.101 κορμιά σωριασμένα στη γη, άταφα, και πάνω από 1.000 σπίτια καμένα.
Χιλιάδες παιδιά ορφανά και γυναίκες χήρες. Ο δεσπότης Θεόκλητος Παναγιωτόπουλος
(μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) φοβήθηκε και κρύφτηκε. Ο Νομάρχης, κι ο Δήμαρχος
εξαφανίστηκαν. Ο μόνος που έμεινε όρθιος και στάθηκε στοργικός πατέρας των
ορφανών και αδελφός των χαροκαμένων χηρών ήταν ο πατέρας Κωνστάντιος Χρόνης.
Μόλις αποσύρθηκαν τα εκτελεστικά αποσπάσματα, ανηφόρισε μαζί με τις
αλαφιασμένες γυναίκες στο λόφο της εκτέλεσης. Έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, και
άρχισαν να σκάβουν τάφους για να πλαγιάσουν τους αδικοσκοτωμένους. Ο
ενταφιασμός – όπως είχε δηλώσει ο ίδιος – για να γίνει σωστά, κράτησε ενάμιση
μήνα ενώ παράλληλα φρόντιζε για τη διατροφή, το ρουχισμό, τη θέρμανση και τη
πνευματική στήριξή τους. Ντυμένος με το ρούχο του πένθους, μαυροφορεμένος
ανάμεσα στις μαυροφορεμένες, κλαμένος ανάμεσα στις κλαμμένες, έμοιαζε σαν να
είχε αποκλειστικό διακόνημα το θρήνο. Ακούραστος περιφερόταν στην έρημη, καμένη
πόλη, παρηγορώντας και βοηθώντας. Μέρες έμεινε άυπνος δίνοντας κουράγιο στο
θρήνο και φέρνοντας τη θεία χάρη εκεί που περίσσευε η οδύνη. Την επομένη της
σφαγής των Καλαβρύτων (14 Δεκεμ. 1943) κυκλοφόρησε η φήμη, ότι το Αίγιο θα έχει
την ίδια τύχη με τα Καλάβρυτα. Ο μαυροφορεμένος ρασοφόρος, α λ λ ά λ ε υ
κ ό ς
ά γ γ ε λος, αψήφησε τους
κινδύνους – διότι απαγόρευσαν τις μετακινήσεις του – και τις απειλές των
κατακτητών, παρουσιάστηκε επικεφαλής μιας ομάδας στον Γερμανό στρατιωτικό
διοικητή της Πάτρας και απαίτησε να σταματήσει εδώ το φονικό και να μην
επεκταθεί και στην πόλη του Αιγίου. Και αυτό το κατάφερε. Μια καινούρια διαταγή
των Αρχών Κατοχής έβαλε τέρμα στις άδικες σφαγές και έσωσε από βέβαιο θάνατο
τον πληθυσμό της ωραίας αυτής Αχαϊκής Πολιτείας.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ Μετά την απελευθέρωση της πατρίδας, ο π. Κωνστάντιος επέστρεψε στην Ι. Μητρόπολη Φιλίππων (Καβάλας) για να συνεχίσει το έργο που είχε αναλάβει πριν την έκρηξη του πολέμου ως λειτουργός, πνευματικός ποιμένας και διδάσκαλος. Ο π. Κωνστάντιος είχε ένα μεγάλο προσόν, την ικανότητα να συγκεντρώνει γύρω του πολλούς συνεργάτες, ανθρώπους που τη συμπαράστασή τους στο σεμνό λευίτη δε θεωρούσαν αγγαρεία αλλά ιδιαίτερη τιμή και ευλογία. Και δεν ήταν καθόλου μικρό να συνεργάζεται κανείς με έναν τέτοιο φωτισμένο εργάτη του ευαγγελίου. Το πρώτο μέλημά του ήταν να οργανώσει τις λεγόμενες “εξορμήσεις στην ύπαιθρο”. Ο ίδιος λειτουργούσε σε χωριά που στερούνταν ιερέως, κήρυττε και εξομολογούσε και οι συνεργάτες του έκαναν κατηχητικά μαθήματα στα παιδιά και τους νέους, μοίραζαν χριστιανικά έντυπα και έρχονταν σε επαφή με τους χωρικούς συζητώντας διάφορα θέματα, επίκαιρα και ευρύτερης σημασίας. Στην προσπάθεια αυτή η Στρατιωτική Διοίκηση Καβάλας του διέθετε στρατιωτικό αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις του. Δεύτερο μέλημά του ήταν τα παιδιά που έρχονταν από τα χωριά για να φοιτήσουν στα Γυμνάσια ή στα Λύκεια της Καβάλας. Και επειδή τα περισσότερα προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, δοκιμασμένες σκληρά από τον πόλεμο, με προβλήματα στέγασης και διατροφής, εδώ ερχόμενα έβρισκαν καταφύγιο. Συνέλαβε ένα μεγάλο σχέδιο και το έβαλε σε εφαρμογή. Βρήκε κατάλληλο οικόπεδο απέναντι από το μοναστήρι του Αγίου Σίλα και αμέσως έβαλε το θεμέλιο λίθο, ως Οικοτροφείο Αρρένων. Η προσπάθειά του ήταν συγκινητική, γι’ αυτό και η προθυμία του κόσμου, να βοηθήσει, μεγάλη. Ογδόντα (80) περίπου παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου φιλοξενούνταν στο οικοτροφείο. Για τις κοπέλες ίδρυσε το Μαθητικό Οικοτροφείο Θηλέων. Από εδώ εκατοντάδες τελείωσαν τις σπουδές και έγιναν επιστήμονες και χριστιανές μητέρες. Γνώρισαν στοργή, αγάπη και φιλοξενία μέσα στο Οικοτροφ ε ί ο , π ο υ δεν ξέχασαν ποτέ! Η ιδέα να δημιουργήσει Κατηχητικά Σχολεία για εργαζόμενους νέους και νέες, ήταν πρωτοποριακή. Πολύ περισσότερο διότι, εκτός της πνευματικής τους κατάρτισης, συμμετείχαν σε ιεραποστολικές και φιλανθρωπικές εξορμήσεις επισκεπτόμενοι Νοσοκομεία, Φυλακές και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Έτσι, εργαζόμενοι και εργαζόμενες, ένοιωθαν τον εαυτό τους χρήσιμο αφού μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην οικογένεια, την κοινωνία και το Έθνος. Για να βοηθήσει περισσότερο τις κοπέλες ίδρυσε τον οίκο ραπτικής και πλεκτικής “Αγία Φιλοθέη”, φέρνοντας για το σκοπό αυτό σύγχρονα μηχανήματα από τη Γερμανία. Εδώ μέσα έβρισκαν κατά καιρούς εργασία άνεργες νέες, τακτοποιώντας τα οικονομικά τους προβλήματα και ενισχύοντας παράλληλα την πνευματική τους πρόοδο. Επί πλέον ίδρυσε την «Επιτροπή απόρων σπουδαστών» που συνέβαλε ώστε εκατοντάδες άποροι ενισχυόμενοι πολύπλευρα να μην εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Οργάνωσε, κατά υποδειγματικό τρόπο, το έργο “πρόνοιας και αγάπης”. Ευσεβείς κυρίες και δεσποινίδες της Καβάλας ανέλαβαν ιεραποστολικά να επισκέπτονται αρρώστους στα Νοσοκομεία και σπίτια, να τους ενισχύουν, να τους παρηγορούν και να τους στηρίζουν πνευματικά και υλικά. Πολλές φορές όπου υπήρχαν περιπτώσεις με βαριές παθήσεις, φρόντιζαν να τους στέλνουν σε Νοσοκομεία των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. Η φροντίδα του δεν σταμάτησε εδώ αλλ’ επεκτάθηκε και πιο πέρα. Το 1965-1966 η Ι. Σύνοδος τον τοποθέτησε Τοποτηρητή στη Μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου. Με το που πήγε, ίδρυσε στο Νευροκόπι Οικοτροφείο Θηλέων για 20 μαθήτριες. Παράλληλα ανακαίνισε ώστε να επαναλειτουργήσει η διαλυμένη Οικοκυρική Σχολή του Υπουργείου Πρόνοιας στη Ν. Ζίχνη. Γυρίζοντας στη Καβάλα το 1966 άρχισε έναν τιτάνιο αγώνα για την ανέγερση μιας πολυώροφης οικοδομής στο κέντρο της πόλης (οδό Δαγκλή 28). Το όλο συγκρότημα θα αποτελούνταν από οκτώ (8) ορόφους στους οποίους θα στεγάζονταν γραφεία, εντευκτήρια νέων, αίθουσες χριστιανικών μαθημάτων, εξομολογήσεων, ομιλιών και διαλέξεων χωρητικότητας περίπου 600 ατόμων, κ.ά. Την εποχή αυτή (14 Μαΐου 1967), και ενώ δούλευε στις σκαλωσιές, ήρθε η μεγάλη αλλαγή στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδας. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβηκε ο φωτισμένος ηγέτης των αποστολικών οραματισμών Ιερώνυμος Κοτσώνης, που, ως άλλος Διογένης, πήρε το φανάρι και άρχισε να ψάχνει για να ανακαλύψει αναστήματα πνευματικά, αγωνιστικά… για να πληρώσουν τις κενές μητροπολιτικές επισκοπές. η εκλογη του Ο π. Κωνστάντιος επί τριάντα (30) χρόνια ήταν ξεχασμένος από την εκκλησιαστική ηγεσία γιατί δεν ήταν ενταγμένος σε κάποιο “εκκλησιαστικό” κλαμπ. Ερχόμενος όμως στον αρχ/κό θρόνο ο Ιερώνυμος Α΄ επιστράτευσε, από τους πρώτους, τον π. Κωνστάντιο, ο οποίος όμως, αρνήθηκε την επίζηλη θέση του επισκόπου – φαινόμενο τελείως ασυνήθιστο – χρησιμοποιώντας μάλιστα ως μέσον πολλούς γνωστούς παράγοντες εξ Αθηνών και ιδιαίτερα τον καθηγητή και πρώην Υπουργό Παιδείας Γ. Ράμμο, παρακαλώντας τους να πείσουν τον νέο Αρχιεπίσκοπο να μην προχωρήσει στην εκλογή του επικαλούμενος, εκτός των άλλων και τους από τριάντα (30) χρόνια δεσμούς του με τον απλό αλλά πιστό λαό της Καβάλας, τον οποίο και δεν ήθελε να αποχωριστεί. Όμως το θέλημα του Θεού ήταν διαφορετικό και εκφράσθηκε την 2-6-1967 όταν το αρμόδιο Συνοδικό Όργανο τον εξέλεξε να διακονήσει τη Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως – στην εσχατιά της πατρίδας μας – περιοχή λησμονημένη από την κρατική διοίκηση κι εγκαταλειμμένη κυριολεκτικά. Αφού η επιθυμία του δεν εισακούσθηκε παρέδωσε εαυτόν στο θέλημα του Κυρίου και με πνεύμα ταπείνωσης και υπακοής δέχθηκε να υπηρετήσει την εκκλησία σαν καλός στρατιώτης. Το εξαετές έργο του στην Αλεξανδρούπολη δεν μετριέται. Αυτός ο ήρεμος άνθρωπος – άξιος δουλευτής του αγρού του Θεού – αποδείχθηκε λέοντας. Με σκληρό αγώνα, θυσίες και κόπους έχτισε κτίρια: [1) Πνευματικό Κέντρο 700 θέσεων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους, 2) Βρεφονηπιακό Σταθμό, 3) Κατασκηνώσεις (σε μια έκταση 100 στρεμμάτων που την παραχώρησε το Δημόσιο στην ακρογιαλιά της Ν. Μάκρης. Περιελάμβανε, μεγάλη αίθουσα-τραπεζαρία, 18 οικήματα για τους κατασκηνωτές, αρχηγείο, μαγειρεία και βοηθητικούς χώρους, και την ύδρευση για την οποία έφερε πόσιμο νερό από απόσταση 13 χιλιομέτρων. Εδώ φιλοξενούνταν παιδιά απ’ όλη σχεδόν την Θράκη (Σουφλί, Διδυμότειχο, Ορεστιάδα και Κομοτηνή) αλλά και χρησιμοποιούνταν για διοργανώσεις Συνεδρίων και άλλων πνευματικών εκδηλώσεων), 4) Νέο Επισκοπείο γιατί το προηγούμενο ήταν ετοιμόρροπο. 5) Εκκλησιαστικό γηροκομείο: Το σχεδόν εγκαταλειμμένο και υποτυπωδώς χρησιμοποιούμενο ανακαίνισε, προσθέτοντας παράλληλα και νέα κτίσματα μεταξύ των οποίων και ιερό ναό για τις ανάγκες των γερόντων, εξασφαλίζοντας άριστες συνθήκες διαβίωσης. Ήταν ένα από τα καλύτερα της Ελλάδας, δυναμικότητας 75 κρεβατιών, 6) Ίδρυσε συνοικισμό για να παραθερίζουν οι οικογένειες των ιερέων, 7) Ανακαίνισε τον Μητροπολιτικό ναό, και ανήγειρε 13 νἐους. Είχε προγραμματίσει ακόμη πολλά σπουδαία έργα, όπως: α) Μαθητικά Οικοτροφεία, αρρένων-θηλέων, β) Μικρά καταστήματα στο χώρο της αυλής του Μητροπολιτικού Ναού, γ) Ανέγερση και λειτουργία “Ασύλου Ανιάτων νοσημάτων” για την περίθαλψη ατόμων με βαρειές παθήσεις, που αποτελούσε και τη μεγάλη του επιθυμία. Αλλα θα συνεχισουμε....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου