Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017



          ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
                   4/ ΘΕΩΤΙΚΑ

Η αντίδοση των ιδιωμάτων είναι ακριβώς αυτή που προέρχεται, λόγω της υποστατικής ένωσης, λόγω του ότι το πρόσωπο είναι ένα και τα ιδιώματα εκφράζονται πάντοτε με το πρόσωπο και όχι μόνα τους. Δεν είναι δυνατόν, εφόσον έχουμε ένα πρόσωπο, να έχουμε χωριστές ιδιότητες, οι οποίες να μην εκφράζονται σαν ενιαίες. Ό,τι λοιπόν ο Χριστός ενεργεί και πράττει ως Θεός, γίνεται ιδίωμα και πραγματικότητα και της ανθρώπινης φύσης. Και ό,τι ενεργεί και πράττει ως άνθρωπος μεταφέρεται πλέον στην θεία φύση αλλά όχι ως φύση. Μεταφέρεται λόγω της υποστατικής ένωσης και συνεπώς αυτό δεν επηρεάζει τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Είναι μία συνέπεια αυτή, του ότι μεταφέρεται λόγω της υποστατικής ένωσης, λόγω του προσώπου και όχι λόγω των φύσεων. Διότι, αν οι φύσεις ενούμενες μετέδιδαν η μία στην άλλη τα ιδιώματά τους, τότε θα έπρεπε τα ιδιώματα αυτά, η αντίδοση των ιδιωμάτων, να παρατηρηθεί και στα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας και στον Πατέρα και στο Πνεύμα, διότι και αυτά την ίδια φύση έχουν. Αν οι φύσεις είναι αυτές που ενώνονται και αντιδίδουν τα ιδιώματά τους, τότε δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε, να πούμε ότι μόνο στο πρόσωπο του Χριστού, του Λόγου, του Υιού συμβαίνει αυτό. Και έτσι μόνον ο Υιός παραμένει πάντοτε και τώρα και εις τους αιώνες σαρκωμένος. Δεν σαρκούται ο Πατέρας, ούτε το Πνεύμα και η θέωση της ανθρώπινης φύσης δεν είναι θέωση, λόγω του ότι ο άνθρωπος ενώνεται με το Θεό γενικά, με τη θεία φύση, αλλά είναι θέωση, διότι ενώνεται ο άνθρωπος με τον Υιό, δηλαδή είναι θέωση «εν Χριστώ». Δεν πρόκειται για θέωση εκτός Χριστού. Αυτές οι λεπτομέρειες έχουν πολύ μεγάλη σημασία, διότι έχουν συνέπειες, στις οποίες πρέπει να αναφερθούμε:

Η συνέπεια η βασική είναι ότι: 1/ ο Χριστός ο ίδιος παύει να είναι ένα άτομο, που δεν έχει μαζί Του στην ανθρώπινη φύση και ανθρώπους. Δηλαδή, η έννοια Χριστός είναι πλέον μια περιληπτική έννοια. Ο ένας έχει γίνει πολλοί και αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό πλέον της ταυτότητας του Υιού. Δεν είναι και ούτε θα είναι ποτέ δυνατόν να διαχωρίσουμε το Χριστό από το σώμα Του, που είναι η κοινωνία των Αγίων, των θεωθέντων. Ο Χριστός λοιπόν είναι μία περιληπτική έννοια, είναι κεφαλή μαζί με σώμα. Δεν είναι νοητός χωρίς το σώμα. Το δε σώμα δεν είναι ατομικό σώμα, αλλά είναι το σώμα της Εκκλησίας, το σώμα των Αγίων. Συνεπώς, δεν μπορούμε να κάνουμε Χριστολογία χωρίς Εκκλησιολογία. Δεν υπάρχει Χριστός χωρίς Εκκλησία. Δεν υπάρχει Χριστός χωρίς σώμα. Αυτό είναι η μια συνέπεια. 2/ η άλλη συνέπεια, από την άλλη πλευρά του νομίσματος είναι, ότι και ο άνθρωπος, που θέλει να θεωθεί, που θεούται, δεν μπορεί να σχετισθεί με τη θεότητα, με τη θεία φύση, δηλαδή, παρά δια του προσώπου του Υιού, του Χριστού. Συνεπώς, θέωση εκτός Χριστού δεν υπάρχει. 3/ μια τρίτη συνέπεια που βγαίνει από τις δύο αυτές, αν συνδυαστούν, είναι ότι δεν υπάρχει θέωση εκτός της Εκκλησίας, διότι δεν υπάρχει Εκκλησία εκτός Χριστού και δεν υπάρχει Χριστός χωρίς Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μέρος της ταυτότητας του Χριστού, της προσωπικής Του ταυτότητας.

 

Είπαμε παραπάνω, ότι θέωση ενός Μάρτυρα έχομε, όταν το πρόσωπο του Μάρτυρα ταυτίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Τέτοια περίπτωση ταυτισμού προσώπων και επομένως θέωση, δηλ. θέαση του Θεού έχουμε στην Κ.Δ. στην περίπτωση του μαρτυρίου του πρωτομάρτυρα Στέφανου: «Υπάρχων δε πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού. και είπεν. ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του Ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πράξ. 7. 55-56). Τι είδε λοιπόν ο Στέφανος; Είδε τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού.

Εδώ, θα σταθούμε λίγο, για να εξηγήσουμε την όραση αυτή του Θεού απ’ το Στέφανο. Μιλήσαμε για τη σάρκωση του Λόγου και τη πρόσληψη της ανθρωπότητας από την υπόσταση του Λόγου, οπότε πλέον έχουμε ένσαρκο Λόγο με δυο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, δυο θελήσεις τη θεία και την ανθρώπινη, δυο ενέργειες, τη θεία και την ανθρώπινη, δυο αυτεξούσια, το θείο και το ανθρώπινο, δυο σοφίες και γνώσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, μια ψυχή, την ανθρώπινη και μια συνείδηση, τη θεία. Όντας ο ένσαρκος Λόγος στη γη, όπου παρέμεινε επί 33 χρόνια, η θεία του φύση ουδέποτε απέστη της Αγίας Τριάδας. Είναι χαρακτηριστικό το ψαλμικό: «Όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν, ο απερίγραπτος Λόγος» (Ακάθιστος ύμνος, Τρίτη στάση). Δηλαδή, ολόκληρη η θεότητα ήτανε ενωμένη με την ανθρωπότητα, αλλά η ίδια η θεότητα παρέμενε στην Αγία Τριάδα. Σημειώνεται εδώ, ότι πουθενά στην Κ.Δ. δεν απαντάται η πανταχού παρουσία του ένσαρκου Λόγου, κατά τη διάρκεια της γήινης παρουσίας Του (το θέμα της πανταχού παρουσίας του Χριστού, θα αναφερθεί σε άλλη ενότητα), ούτε πριν την Ανάσταση, αλλά ούτε και μετά απ’ αυτή.

Έτσι, μετά την Ανάληψη του Χριστού, η υπόσταση του Λόγου, φέρουσα και την ανθρώπινη φύση (στην αναστημένη της μορφή), καθαγιασμένη βέβαια, καθότι ενωμένη «ασυγχύτως», κάθεται στα δεξιά του Θεού Πατέρα, όπως και πριν τη σάρκωση, οπότε υφίσταται πράγματι μια «διαφορά» μεταξύ των θεαρχικών προσώπων, η οποία αποτελεί το «ιδιαίτατον υποστατικόν ιδίωμα» του ενός από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: του Θεού Λόγου, οπότε «διαφέρει του τε Πατρός και του Πνεύματος κατά το υπάρχειν Θεόν τε ομού και άνθρωπον τον αυτόν. τούτο γαρ της του Χριστού υποστάσεως ιδιαίτατον ιδίωμα γινώσκομεν» (Ι. Δαμασκηνός). Εν τούτοις, η «διαφορά» αυτή δεν επιφέρει οποιαδήποτε «τροπή» ή «αλλοίωση» στην υπερούσια Τριάδα, εφ’ όσον είναι υποστατική και τα υποστατικά ιδιώματα, αγέννητο, γεννητό, εκπορευτό, δεν αφορούν τη θεία φύση, που είναι μια και κοινή και παραμένει αμετάβλητη, αλλά τα πρόσωπα και τις σχέσεις μεταξύ τους. Παραδεχόμαστε λοιπόν, ότι ενώ υπήρχε άχρονα και αϊδια η θεία υπόσταση του Θεού Λόγου, απλή και ασύνθετη, άκτιστη, ασώματη, αόρατη, αψηλάφητη, απερίγραπτη, έχοντας όλα όσα έχει ο Πατέρας, ως ομοούσια με αυτήν, τώρα η θεία υπόσταση του Θεού Λόγου είναι σύνθετη, άκτιστη και κτιστή, ενσώματη, ορατή, ψηλαφητή, περιγραπτή κατά τα ιδιώματα της ανθρωπότητας και συνάμα φέρει και τα ιδιώματα της θείας φύσης, κατά τα οποία είναι ενωμένη με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.

Επομένως, ο Στέφανος είδε τη θεωθείσα ανθρώπινη φύση του Υιού και Λόγου σ’ όλη τη Δόξα και όντας πεπληρωμένος Πνεύματος Αγίου είδε και τον Πατέρα, καθότι «ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον πατέρα» (Ιω. 14.9), δηλ. είδε την ενέργεια του Θεού και όσα ο Θεός του αποκαλύπτει, ποτέ όμως την ίδια τη φύση του Θεού, η οποία παραμένει αμέθεκτη προς πάντα άνθρωπο. Επομένως τα, σε διάφορα έντυπα, ευρισκόμενα επεξηγηματικά της όρασης του Στεφάνου, ότι δηλαδή ο Στέφανος είδε «τον άνθρωπο Χριστό πλάι στο Θεό, δηλ. πλάι στη Θεότητα, δηλ. την Αγία Τριάδα» εμπεριέχουν τη θεώρηση, ότι ο άνθρωπος Χριστός ευρίσκεται εκτός της Αγίας Τριάδας, οπότε εμφανίζεται χωρισμός των δυο φύσεων του Χριστού, της θεϊκής φύσης του εντός της Αγίας Τριάδας και της ανθρώπινης φύσης του εκτός της Αγίας Τριάδας, κάτι που αντιβαίνει στη δογματική θέση των Πατέρων της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, περί των δυο φύσεων του Χριστού ευρισκομένων: «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».


Ο ερευνητης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου