Πέμπτη 29 Μαΐου 2014









Κάθε χρόνο, πολλοί ἀπό ἐµᾶς λέµε καί µιλοῦµε γιά τήν πτώση τῆς Πόλης καί ἀκόµα περισσότεροι συµµετέχουµε σέ ὁµιλίες καί ἄλλες ἐπετειακές ἐκδηλώσεις γιά τήν ἀποφράδα ἐκείνη ἡµέρα. Καί βεβαίως πολύ σωστά κάνουµε, διότι δέν εἶναι δυνατόν νά περάσει αὐτή ἡ θλιβερή ἐπέτειος χωρίς νά τήν θυµηθοῦµε καί χωρίς νά µιλήσουµε γιά ἐκεῖνα τά φοβερά γεγονότα.


Μποροῦµε, ὅµως,  νά φανταστοῦµε πῶς αἰσθάνονταν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονταν πίσω ἀπό τά τείχη τῆς Βασιλεύουσας ὅλες τίς ἡµέρες τῆς πολιορκίας; Μποροῦµε ἄραγε νά µποῦµε µέ τήν φαντασία µας σέ µία ἀπό τίς θέσεις τους καί νά νιώσουµε τόν τρόµο, τήν θλίψη καί τήν ἀγωνία, πού εἶχαν ριζώσει καί κατέτρωγαν τήν ψυχή τους ἐκεῖνο τό τροµερό βράδυ τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453;


Ἐάν ἤµασταν ἕνας ἐκ τῶν Ρωµιῶν στρατιωτῶν, θά βρισκόµασταν ἀνεβασµένοι σέ κάποιον πύργο τοῦ ἐξωτερικοῦ τείχους (ὅσους εἶχαν ἀποµείνει ὄρθιοι) καί ἀποκαµωµένοι ἀπό τήν κούραση τῶν µαχῶν, µέ µεγάλη ταραχή θά βλέπαµε ἀπέναντί µας τίς ἀµέτρητες φωτιές τῶν αἱµοχαρῶν ἐχθρῶν µας. Μέσα στήν παγωµένη σιωπή πού ἁπλωνόταν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στά τείχη, τό µόνο πού ἀκούγονταν ἦταν ὁ κυµατισµός τῶν σηµαιῶν µας, ἐκείνης µέ τόν δικέφαλο ἀετό καί ἐκείνης τῆς πορφυρῆς µέ τόν χρυσό σταυρό καί τά τέσσερα Βῆτα. Μόνον ὅταν φυσοῦσε πρός τό µέρος µας ὁ ἀέρας, ἔφταναν ἀπό ἀπέναντι ἔντονα στά αὐτιά µας οἱ λυσσώδεις ἰαχές τῶν βαρβάρων, οἱ ὁποῖες καί πρόδιδαν τούς κακούς κι αἱµοβόρους σκοπούς των. Ἔχοντας πλέον ἀπό τίς καθηµερινές µάχες, εἰκόνα τοῦ ποιοί εἶναι καί πῶς φέρονται, ξέρουµε πολύ καλά τί µᾶς περιµένει ἐάν µποῦν ὅλα αὐτά τά ἀνθρωπόµορφα τέρατα στήν Πόλη µας. Φρικτός κι ἀνελέητος θάνατος. Εὑρισκόµενοι λοιπόν, ἐκεῖ, πάνω στά τείχη, ἐκτός τοῦ ρίγους ἀπό τόν κρύο ἀέρα, θά µᾶς διαπερνοῦσε δυνατότερο ρῖγος ἀπό τήν σκέψη τοῦ τί περιµένει τήν ἑποµένη τῆς πτώσης, τήν ἀγαπηµένη µας σύζυγο καί τά µονάκριβα παιδιά µας. Καί βεβαίως µετά ἀπό τίς ἀπάνθρωπες κακοποιήσεις καί ἐξευτελισµούς, ὅσα παιδιά ἤ γυναῖκες θά ἀπέµεναν ζωντανές θά πωλοῦνταν σέ σκλαβοπάζαρα τῆς ἀνατολῆς*. Καί ἡ ἀκόµα πιό ἀπελπιστική σκέψη; Σέ τί χέρια ἔπεφτε ἡ ἱερή µας πόλη; ἡ ἀφιερωµένη στόν Θεό Πόλη;! Ὅλοι αὐτοί οἱ ἱεροί ναοί καί οἱ µονές µέ τίς Ἅγιες Εἰκόνες καί τά πανέµορφα ψηφιδωτά τί θά ἀπογίνονταν; Σ’ αὐτά τά χώµατα τῶν Ἁγίων πότε θά ξανακουγόταν ἡ Θεία Λειτουργία; Ὅλα χάνονταν!


Ἡ ἐλπίδα µᾶς εἶχε ἐγκαταλείψει τήν προηγούµενη ἡµέρα, ὅταν εἴδαµε (καί ἐµεῖς ἀλλά καί οἱ Τοῦρκοι κι αὐτό εἶναι ἱστορικῶς καταγεγραµµένο), ἐκεῖνο τό παράξενο Φῶς, νά φωτίζει τόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας καί ἀφοῦ ἀνέβηκε πρός τά ἐπάνω καί στάθηκε γιά λίγο στόν τροῦλο, ὑψώθηκε στόν οὐρανό καί χάθηκε, ἀφήνοντας τήν Βασιλεύουσα µέσα σέ µιά παράξενη καί µουντή καταχνιά. Μιά καταχνιά, ἡ ὁποία ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα εἶχε ριζώσει βαθιά µέσα µας καί ὅλοι εἴχαµε καταλάβει πώς ἡ ἀγαπηµένη µας Πόλη πλέον θά ἔπεφτε. Γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀκούγαµε καί τούς Τούρκους νά φωνάζουν «Αὔριο θά µποῦµε. Ὁ Θεός τῶν Ρωµιῶν τούς ἐγκατέλειψε»…


Πολλές οἱ ἁµαρτίες µας καί οἱ ἀπερισκεψίες µας σέ ὅλα τά πρό τῆς πτώσεως, χρόνια! Καί τώρα ἐρχόταν ἡ ὥρα νά δοῦµε, νά συνέλθουµε καί νά καταλάβουµε πόση ἀξία ἔχουν ἡ πίστη µας καί οἱ παραδόσεις µας, πού τόσες φορές εἴχαµε στηριχτεῖ ἐπάνω τους καί εἴχαµε θαυµατουργικῶς βγεῖ νικητές καί πού τόσο εὔκολα τώρα ἀπελπιστήκαµε καί τά προδώσαµε στηριζόµενοι µέ βλάσφηµα συλλείτουργα καί ταπεινωτικές ὑποκλίσεις, στούς ἐχθρούς τῆς πίστης καί τῆς Ἑλληνορθόδοξης αὐτοκρατορίας µας, τούς δυτικοπαπικούς. Εἴχαµε, βλέπετε, ξεχάσει τήν προδοτική, βάρβαρη καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀντίχριστη λεηλασία καί κυρίευση τῆς Πόλης µας ἀπό τους … “φίλους” µας δυτικούς το 1204.


Τώρα, τό µόνο πού θά µᾶς στήριζε καί θά µᾶς κρατοῦσε στά πόδια µας, ἐµᾶς καί ὅσους εἶχαν ἀποµείνει γνήσιοι ρωµνιοί, θά ἦταν ἡ πίστη µας στόν Χριστό, ὁ προδοµένος καί µετανοηµένος Βασιλιάς µας πού πολεµοῦσε σά λιοντάρι καί ἡ ἀγωνιώδης θέληση νά ὑπερασπισθοῦµε τήν Πόλη µας καί τίς οἰκογένειές µας. Ἀπό τά χείλη µας µόνο προσευχή καί ἱκεσίες πρός τήν Παναγία µας θά ἀκούγονταν, τίποτε ἄλλο.


Ἐάν πάλι ἤµασταν ἕνας ἐκ τῶν πολιτῶν, τά πόδια µας θά ἔτρεµαν ἀπό τήν πολυήµερη κούραση καί τήν ἐξάντληση. Ὅλη µέρα στά τείχη, πίσω ἀπό τούς στρατιῶτες, πού πολεµοῦσαν µέ νύχια καί µέ δόντια, βοηθῶντας τους καί φροντίζοντας τούς τραυµατίες, ἐνῷ τά βράδια, µέ ὅση δύναµη µᾶς εἶχε ἀποµείνει ἀπό τήν βαριά κούραση τῆς ἡµέρας, θά σέρναµε καί θά κουβαλούσαµε κορµούς ἤ ἀγκωνάρια ἀπό τά γκρεµισµένα τείχη, γιά νά κλείσουµε τίς µεγάλες τρῦπες πού εἶχαν ἀνοίξει τά τεράστια κανόνια πού εἶχε κατασκευάσει ὁ (µέχρι χθές) συµπολίτης µας, ὁ Οὑρβανός. Εἰδικά ἡ µεγάλη µποµπάρδα, τό φοβερό ἐκεῖνο κανόνι πού εἶχε φτιάξει γιά λογαριασµό τοῦ Μωάµεθ, καί πού εἶχε στηθεῖ ἀπέναντι ἀπό τήν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωµανοῦ, ἔσειε σέ κάθε ἐκπυρσοκρότηση συθέµελα τήν γῆ κάτω ἀπό τά πόδια µας, σπέρνοντας σέ κάθε βροντή τόν τρόµο στίς καρδιές µας. Εἰδικά στά µικρά παιδιά, πού στήν κυριολεξία τά τρέλαινε κι ἔκλαιγαν συνεχῶς τροµαγµένα.


Σέ κάθε ἐπίθεση τῶν Τούρκων, νιώθαµε τήν καρδιά µας νά κοντεύει νά σπάσει ἀπό τήν ἀγωνία, σκεπτόµενοι πώς εἴµαστε µόνο 12.000 διασκορπισµένοι στά τείχη, ἐνῷ οἱ ἐχθροί εἶναι 250.000 βαριά ὁπλισµένοι. Θά κρατήσουµε; Θά µπορέσουν τά παλικάρια µας καί αὐτή τήν φορά νά ἀπωθήσουν τά αἱµοδιψῆ τέρατα; Ἐνῷ σέ κάθε βροντή τοῦ µεγάλου κανονιοῦ, σάν κεραυνός ἔπεφτε 6στήν µαυρισµένη ψυχή µας ἡ τροµερή σκέψη: «Πάει, ἔπεσε τό τεῖχος. Γκρεµίστηκε ἡ Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωµανοῦ, µπαίνουν …».


Καί ὅλα αὐτά, µέχρι τό ξηµέρωµα τῆς Μαύρης Τρίτης τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453. Ὅλο το βράδυ πέρασε µέ σφιγµένες τίς καρδιές µας ἀπό τήν ἀγωνία. Ξάγρυπνοι ὅλοι, νά κοιτᾶµε πάνω ἀπό τά τείχη στό σκοτάδι καί νά µετροῦµε τίς τελευταῖες µας ὧρες ἀνταλλάσοντας λίγα τελευταῖα λόγια µέ τά ἀγαπηµένα µας πρόσωπα. Ὁ Βασιλιάς µας ἐκεῖ, στή θέση του, ἀκούνητος νά κοιτάζει τό ἄπειρο καί νά εἶναι ἕτοιµος γιά τό τελευταῖο του ξηµέρωµα. Τί σκεφτόταν; Πῶς ἑτοιµαζόταν γιά τό τέλος; Τί ἔλεγε καί τί ζητοῦσε ἀπ’ τόν Θεό; Μόνον Ἐκεῖνος ξέρει!


Προτοῦ χαράξει ἡ µέρα, µέ τό πρῶτο ἀµυδρό φῶς τῆς ἀνατολῆς θά ξεχύνονταν, µέσα σέ κραυγές ἀλαλαγµοῦ, ὅλες οἱ δυνάµεις τοῦ κακοῦ καί θά ἔπεφταν µέ τροµερή ὁρµή στά τείχη µας καί προπαντός στήν µαρτυρική καί βαριά πληγωµένη, ἀπ’ τά χτυπήµατα τοῦ κανονιοῦ, Πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωµανοῦ. «Δέν βρίσκεται ἕνας χριστιανός νά µοῦ πάρει τό κεφάλι;» ἦταν οἱ τελευταῖες λέξεις πού θά ψέλλιζαν γιά λίγο τα χείλη τοῦ τελευταίου Αὐτοκράτορα, ἐνῷ σέ λίγο θά ἀκούγαµε ἐκεῖνο τό φοβερό «Οὐαί ἡµῖν! Ἡ Πόλις ἑάλω».


 Τό τέλος ᾖρθε. Ὁ Βασιλιάς µας εἶχε πέσει καί οἱ ἐχθροί εἶχαν µπεῖ. Γιά βάλτε τώρα µέ τό νοῦ σας. Ποῦ νά τρέξεις; Ποιόν νά προστατέψεις; Ποῦ νά γυρίσεις νά δεῖς καί ἀπό ποιόν νά ζητήσεις βοήθεια; Ἀπό ὅπου περνοῦσαν οἱ λυσσασµένοι ἐκεῖνοι δαίµονες, ἁπλώνονταν ὁ πόνος καί ὁ θάνατος. Ἡ κακοποίηση καί ὁ ἐξευτελισµός. Ἡ λεηλασία καί ἡ καταστροφή. Στούς δρόµους ἔρεε ἄφθονο τό αἷµα ἀνάµεσα στούς σωρούς µέ τά ἄψυχα κορµιά καί ἀπό παντοῦ ἄκουγες µόνον οὐρλιαχτά καί σπαραχτικές φωνές. 


Γιά ἐµᾶς τό πιό πιθανό εἶναι νά πέφταµε µαχόµενοι στά τείχη ἤ τρέχοντας µέ κάθε δύναµη πού θά µᾶς εἶχε ἀποµείνει πρός τούς δικούς µας, νά µᾶς σκότωναν στό δρόµο. Τό σίγουρο εἶναι πώς δέν θά φτάναµε ποτέ στό σπίτι µας γιά νά δοῦµε τί ἀπέγιναν τά ἀγαπηµένα µας πρόσωπα. Καί βεβαίως οὔτε ἐκεῖνοι θά µάθαιναν ποτέ γιά ἐµᾶς. Ἐκεῖνοι θά βίωναν ἀβοήθητοι κι ὁλοµόναχοι τήν ἀπελπισία, τόν τρόµο καί τήν φρίκη τῶν βασανιστηρίων καί τοῦ θανάτου! Βρέφη, παιδιά, γυναῖκες, κοπέλες, γέροντες… Μόνο µέ τό κλείσιµο τῶν µατιῶν, θά ἐρχόταν ἡ λύτρωση … !


Ὅλα αὐτά εἶναι λίγες µόνον ἁπλές σκέψεις, γραµµένες ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς καί µέσα στήν ἄνεση καί εἰρηνική θαλπωρή τοῦ δωµατίου µου, οἱ ὁποῖες σκέψεις δέν ἀγγίζουν κἄν τήν τραγικότητα τῆς τότε πραγµατικότητας. Ἴσως ἐάν βρισκόµασταν ἐκεῖ γιά πέντε µόνο λεπτά, νά εἴχαµε, ἀπό τόν τρόµο µας, πεθάνει. Βεβαίως τό τί θά κάναµε, ἄς εὐχηθοῦµε νά µήν µᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά τό µάθουµε ποτέ. Ἄν καί ζῶντας τήν σηµερινή κατάσταση µᾶλλον εἶναι ἀναπόφευκτο, ἀφοῦ ἡ ἀπαξίωση τῆς πίστης, τῆς ἱστορίας καί τῆς παράδοσής µας εἶναι ἡ ἴδια καί χειρότερη ἀπό αὐτή, τῆς πρό πτώσεως τῆς Πόλης, τήν Μαύρη Τρίτη τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453. Ὁ µακαριστός Αὐγουστίνος Καντιώτης, ἀναφερόµενος στά πρό τῆς ἁλώσεως, λέει πώς «παρά τήν ἐξωτερική λαµπρότητα, ἐσωτερικό σκοτάδι σκέπαζε τήν Πόλη. Πλεονεξία, πονηριά, φιλαργυρία, θεοµπαιξία, ἠθική κατάπτωση … χωρίς αὐτά ἀπόρθητο φρούριο θά ἦταν ἡ πατρίδα µας! Ἀλλά ὑπερίσχυσε ἡ ἀνοµία».
Πᾶσα ὁµοιότης µέ τό σήµερα … τυχαία …!
Ὁ Θεός µαζί µας.

                                                 ναστάσιος Μυρίλλας
        «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεχος 141
        Μάϊος 2014

*Μετά τήν πτώση τῆς Πόλης, ὁ Μωάµεθ Β΄ ἔστειλε ἀπό 400 παιδιά δῶρο στούς τέσσερεις χαλίφηδες τῆς ἀνατολῆς, πρός ἱκανοποίηση τῶν ἀνωµάλων καί βρωµερῶν ἐπιθυµιῶν τους.

1 σχόλιο:

  1. Αν ήμασταν εκεί, μερικοί αποτειχισμένοι, θα υποδέχονταν με χαρά τους Τουρκους, για να μην παραδοθούν στον πάπα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου