Ο ΡΟΛΟΣ
ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ
του π. Βασιλειου Βολουδακη
ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ
του π. Βασιλειου Βολουδακη
Η φράση «διακριτοί ρόλοι» με την συχνότητα πού προφέρεται στις μέρες μας, είναι γνωστή και στα μικρά παιδάκια. Η σημασία της, όμως, είναι άγνωστη και στους μεγάλους, γιατί σκόπιμα διαστρέφεται .
Αυτοί πού χρησιμοποιούν την διατύπωση «διακριτοί ρόλοι» θέλουν να πιστέψουμε, ότι απαγορεύεται στην Εκκλησία να εκφέρει λόγο για τα πολιτικά πράγματα τής πατρίδος μας. Έτσι τούς συμφέρει, έτσι λένε και, δυστυχώς, απάντηση επίσημη δεν παίρνουν από την Εκκλησία, πολλοί, μάλιστα, από τους εκπροσώπους της έχουν πέσει στην παγίδα και συντάσσονται ανεπιφύλακτα με την λανθασμένη ερμηνεία του όρου αυτού.
Για να δούμε, λοιπόν, αν η παραπάνω φράση ευνοεί αυτούς που την χρησιμοποιούν εις βάρος της Εκκλησίας ή αν η πραγματική σημασία της φωτίζει και τακτοποιεί τα πράγματα.
Γιατί συγχέεται ο ρόλος με το δικαίωμα του λόγου;
«Διακριτοί ρόλοι» σημαίνει, όταν με τη φράση αναφερόμαστε στην Εκκλησία και στην Πολιτεία, ότι, αφ’ ενός μεν, οι έχοντες ] Ιεροσύνη απαγορεύεται να αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα και να ασκούν πολιτική εξουσία –κατά τη διατύπωση του σπουδαίου και κλασικού πλέον ερμηνευτού των Ιερών Κανόνων, του Αριστηνού, «Ιερεύς άρχων, ανίερος» – και ότι, αφ’ ετέρου, οι έχοντες πολιτικά αξιώματα και ασκούν πολιτική εξουσία απαγορεύεται να ιερουργούν και να εκτελούν οιανδήποτε ιερατική διακονία.
Ρόλος είναι, δηλαδή, αυτό που ασκεί κανείς ως έργο, ως συγκεκριμένο λειτούργημα μέσα στην κοινωνία και δεν έχει καμμιά σχέση με το δικαίωμα του λόγου και των πεποιθήσεων, το οποίο είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου και πολίτου μιας δημοκρατικής χώρας.
Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε τη φράση «διακριτοί ρόλοι» αναφερόμαστε αποκλειστικά στα διακεκριμένα αξιώματα εκκλησιαστικών και πολιτικών αδρών και όχι στη λογοκρισία εκκλησιαστικών και πολιτικών αξιωματούχων.
Το δικαίωμα του λόγου πηγάζει από την ιδιότητα του ανθρώπινου νου να κρίνει, καθ’ ότι –όπως συχνά ετόνιζε ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος–η κρίση είναι στοιχείο του ¨κατ’ εικόνα¨, που μας έδωσε ο Θεός και γι’ αυτό δεν έχει κανείς, μα κανείς άνθρωπος την εξουσία να μας αφαιρέσει το δικαίωμα να έχουμε τις απόψεις μας και να εκφράζουμε ελεύθερα τη γνώμη μας, είτε κληρικοί είμαστε, είτε λαϊκοί.
Ιδιαιτέρως ως προς τα πολιτικά πράγματα, το ίδιο το Σύνταγμα στο τελευταίο του άρθρο επιφορτίζει τούς Έλληνες πολίτες με την ευθύνη να υπερασπίζονται με τον πατριωτισμό τους κάθε προσπάθεια των πολιτικών, πού αλλοιώνει το φρόνημα του έθνους με την εισαγωγή αντισυνταγματικών νόμων, στους δε Έλληνες πολίτες συγκαταριθμούνται ασφαλώς, και οι κληρικοί, οι οποίοι έχουν, όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να εξεγείρονται και να υπερασπίζονται το ποίμνιό τους αλλά και το Σύνταγμα, όταν οι πολιτικοί με νόμους τους αντιστρατεύονται την Αγία Γραφή και τους Ιερούς Κανόνες, που το Σύνταγμά μας κατοχυρώνει.
«Ο καυγάς γίνεται για το πάπλωμα»!
Αφού τα πράγματα είναι τόσο απλά και ξεκάθαρα, ώστε να τα καταλαβαίνει και ένα μικρό παιδί, τότε γιατί χρησιμοποιούν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι τη φράση «διακριτοί ρόλοι» για να φοβερίζουν και να υβρίζουν την Εκκλησία, όταν οι κληρικοί λένε το σωστό και όχι αυτά που σε εκείνους αρέσουν;
Η απάντηση είναι απλή : «Ο καυγάς γίνεται για το πάπλωμα»! Οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι ξέρουν ότι οι κληρικοί επηρεάζουν τούς ανθρώπους, γιατί βρίσκονται κοντά στα προβλήματά τους, στις αγωνίες τους, αλλά και κοντά στο Θεό που είναι ο κοινός Πατέρας των πιστών, κληρικών και λαϊκών, και η μόνη Παντοδύναμη εξουσία.
Γνωρίζουν ότι ο λαός σέβεται και υπακούει τούς ευλαβείς ποιμένες και φοβούνται τον λόγο των κληρικών, γιατί τούς χαλάει τα σχέδια και δεν τούς αφήνει να κάνουν τη διάβρωση της ευσεβείας στο βαθμό πού θέλουν. Γι’ αυτό επιτίθενται λαύροι εναντίον των κληρικών που ορθοτομούν τον λόγο της Αληθείας σε όλες τις πτυχές της πνευματικής και κοινωνικής ζωής.
Οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, λοιπόν, και όσα αφεντικά κρύβονται πίσω τους, καίγονται με τις παρεμβάσεις των κληρικών και, συνεπώς, έχουν κέρδος από τη λογοκρισία και τη φίμωση της Εκκλησίας. Τόσο δε, έχουν αποθρασυνθεί, ώστε δεν ντρέπονται να ομολογούν ευθέως ότι, επειδή η Εκκλησία επηρεάζει τον κόσμο, πρέπει να τηρεί σιγή ατά θέματα πού χειρίζονται οι πολιτικοί! Τέτοια φοβία έχουν οι πολιτικοί και οι παρατρεχάμενοί τους!
Τόσο πολύ σίγουροι είναι για τις απόψεις τους, ώστε πρέπει να φιμώσουν την Εκκλησία για να σταθούν στα πόδια τους! Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο σκοτεινά είναι τα σχέδιά τους για να μην αντέχουν ούτε μια μικρή ακτίνα Φωτός!
Όσο όμως και να κόπτονται «οι εχθροί του Σταυρού», αυτό ακριβώς είναι το έργο της Εκκλησίας! Να επηρεάζει τούς ανθρώπους χωρίς ιδιοτέλεια και με ευθυκρισία, στην εφαρμογή του θελήματος του Θεού και όχι του θελήματος των ανθρώπων. Και, αλλοίμονο, αν αφήσει το δικαίωμα και την υποχρέωσή της αυτή να χαθούν επειδή κάνει χαλάστρα στα σχέδια των πολιτικών και των δημοσιογράφων εκείνων, που δεν έχουν αφήσει τίποτε όρθιο στον αιματοβαμμένο
τόπο μας τα τελευταία 180 χρόνια, από τον μαρτυρικό Καποδίστρια!
Βεβαίως και θα επηρεάζει η Εκκλησία! Και μάλιστα στις μέρες μας θα επηρεάζει σε ηγετικό και υπερθετικό βαθμό, για να ισοσταθμίσει τον βούρκο του επηρεασμού πού υφίσταται καθημερινά ο δίσμοιρος λαός μας, και ...σε όποιον αρέσει!
Τι καταλαβαίνουν άραγε, αυτοί πού αποκτηνώνουν κάθε μέρα και περισσότερο τον λαό μας με ό,τι ευτελέστερο και “κατινίστικο” υπάρχει σε θέαμα και ακρόαμα, ότι θα τούς αφήσουμε ανεξέλεγκτους να διαφεντεύουν και να ασελγούν στις συνειδήσεις του χριστοφόρου λαού μας και εμείς θα σιωπήσουμε; Είναι πολύ γελασμένοι αν πιστεύουν κάτι τέτοιο! Δεν πρόκειται να μας σταματήσει καμμιά επίγεια δύναμη από το να εκφράζουμε την λογική και θεολογική κρίση μας σε κάθε πολιτική ή άλλη παρέμβαση, πού αλλοιώνει το ήθος του Χριστού και του
Ευαγγελίου Του!
Η φράση «διακριτοί ρόλοι» είναι πυροτέχνημα
Πρέπει να επισημάνουμε, όμως, και κάτι ακόμη. Ότι η φράση «διακριτοί ρόλοι», όχι μόνο διαστρεβλώνεται αλλά και έτσι πού χρησιμοποιείται είναι μονής κατευθύνσεως! Χρησιμοποιείται μόνο για να λογοκρίνουν οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι τούς κληρικούς, και όχι και για το αντίστροφο. Δηλαδή, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, ενώ δεν ανέχονται να εκφράζει η [ Εκκλησία τη γνώμη της, για τα όσα αυτοί κατεργάζονται, αυτοί ακάθεκτοι και με στόμφο εκατό καρδιναλίων υπαγορεύουν συνεχώς στην Εκκλησία το τι πρέπει να πει, το τι πρέπει να αποφεύγει, ποια πολιτική πρόταση θα ενισχύσει και για ποια πρέπει να τηρήσει σιγή ιχθύος.
Συμπεριφέρονται σ’Αυτήν, πού είναι η Ουράνια Μητέρα μας, σαν να είναι κάποια μαθητριούλα, ανεπίδεκτη μαθήσεως, που πρέπει να της υπενθυμίζουν συνεχώς τη διδακτέα ύλη και να την ανακαλούν στην τάξη για τις αταξίες της!
Επιτέλους! Ποιοι νομίζουν ότι είναι; Θα χάσουμε όλοι το μυαλό μας και θα τούς αναγορεύσουμε σε κριτές της οικουμένης, επειδή τάχα ψηφίζονται;
Γράψαμε και άλλοτε ότι ούτε και οι δημοσιογράφοι ψηφίζονται και όμως έχουν συνεχή λογοδιάρροια και ασκούν προς πάσα κατεύθυνση αδυσώπητη και σαφώς κατευθυνόμενη από σκοτεινά κέντρα κριτική, ιδιαιτέρως δε λυσσωδώς κατά της Εκκλησίας! Τελικά, στη χώρα μας, παρ’ ότι έχει καταργηθεί η λογοκρισία ακόμη και για εκείνους πού διαφθείρουν τον λαό, οι μόνοι πού δεν έχουμε ελεύθερα το δικαίωμα του λόγου είμαστε εμείς οι κληρικοί, γιατί επηρεάζουμε τον λαό να αντισταθεί στο πολυποίκιλο κακό!
Δεν τούς αρκούν τα δισεκατομμύρια πού ξοδεύουν για τηλεοπτική και έντυπη προπαγάνδα αλλά θέλουν να φιμώσουν και τούς κληρικούς, γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι ένας μόνο λόγος αληθείας, συντρίβει πολλά τείχη ψεύδους! Το παρατηρεί κανείς και στις τηλεοπτικές εκπομπές, όπου μόλις κανείς αρθρώσει ένα σωστό λόγο, “πέφτουν όλοι επάνω του” για να πνίξουν τη φωνή του. Ο πύρινος ποταμός της ψευτιάς καίγεται με την αλήθεια, έστω και αν αυτή είναι μια μικρή σταγόνα!...
Μόνο η Εκκλησία αποφασίζει για τη σιωπή Της
Μόνη αρμόδια να αποφασίζει για το πότε θα ομιλεί και πότε θα σιωπά, είναι η Εκκλησία. Αυτή μόνο έχει το δικαίωμα να οριοθετεί τις παρεμβάσεις, πού πρέπει να γίνονται από τούς κληρικούς της στο επίπεδο των δραστηριοτήτων της πολιτικής. Και αυτό, γιατί μόνο Εκείνη έχει τη διάκριση να βλέπει πότε οι παρεμβάσεις αυτές ωφελούν πνευματικά τον πιστό λαό και πότε τον βλάπτουν.
Τονίζουμε, τον πιστό λαό και όχι απλώς τον λαό. Η Εκκλησία έχει χρέος πρωτίστως έναντι των παιδιών Της κι όχι έναντι των εχθρών Της. Και τα πιστά παιδιά της θλίβονται όταν αυτή σιωπά, καθ’ ον χρόνον στην Ορθόδοξη πατρίδα μας δεν μένει τίποτε όρθιο! Αντιθέτως, οι εχθροί της Εκκλησίας, δηλαδή οι εχθροί του Χριστού, επαναστατούν και εξαγριώνονται εναντίον της, όταν Αυτή ελέγχει τις παραχαράξεις του χριστιανικού ήθους.
Η Εκκλησία ποτέ δεν ρύθμισε την συμπεριφορά της αναλόγως του πολέμου πού εδέχετο. Ρυθμιστής της πάντοτε ήταν το πνευματικό συμφέρον των παιδιών του Θεού και γι’ αυτό ποτέ μέχρι ήμερα δεν κατήντησε <Φούρνος του Χότζα>,ώστε να υπηρετεί όλα τα άνομα συμφέροντα, εκτός από <τά καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών>.
Μόνο η Εκκλησία, λοιπόν, έχει την εξουσία για το τι θα πράττει και το τι θα λέγει. Κανένας άλλος δεν μπορεί να γίνει αφεντικό Της! Και όταν λέμε Εκκλησία, δεν εννοούμε μόνο έναν κορυφαίο εκκλησιαστικό ηγέτη, ούτε καν μία Σύνοδο Αρχιερέων, αλλά τούς πιστούς ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς πού έχουν το αυτό φρόνημα με την Θριαμβεύουσα Εκκλησία και ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με <ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη>, σύμφωνα με την μνημειώδη φράση του αγίου Βικεντίου Λειρίνης.
Ακουέτωσαν ταύτα πολιτικοί και δημοσιογράφοι!*
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ε. ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ
Πρωτοπρεσβύτερος
* Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε το 2008 στο τεύχος 70-71 της "Ενοριακής Ευλογίας "
π. Βολουδάκης :
ΑπάντησηΔιαγραφή"Και όταν λέμε Εκκλησία, δεν εννοούμε μόνο έναν κορυφαίο εκκλησιαστικό ηγέτη, ούτε καν μία Σύνοδο Αρχιερέων, αλλά τούς πιστούς ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς πού έχουν το αυτό φρόνημα με την Θριαμβεύουσα Εκκλησία και ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με , σύμφωνα με την μνημειώδη φράση του αγίου Βικεντίου Λειρίνης"
ΚΧ :
Συμφωνούμ σε όλα, υπάρχει όμως και μια εκκρεμότης και ειδικά σε τούτο : "... πού έχουν το αυτό φρόνημα με την Θριαμβεύουσα Εκκλησία και ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με .
Σαν κάτι δεν πάει καλά με αυτό το "ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη".
Διότι η πράξη του "ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη" έγινε θεωρία, η δε πρακτική της εφαρμογή κομμάτιασε και φατρίασε τον λαό του Θεού. Ο οποίος από λογικό ποίμνιο διδάχθηκε να είναι δίχως λόγο και χωρίς λογική. Οι ποιμένες υποκατάστησαν την Εκκλησία, αγνόησαν το λαό και το "ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη" έγινε μια "τερατώδης οικονομία" κατά πώς είπε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Δεν έζησε όμως να ιδεί ότι η τερατώδης οικονομία έγινε και τερατώδης χρεωκοπία, τα πνευματικά αίτια της οποίας στηλιτεύουν οι συλλειτουργοί
Π. Βασίλειος Βολουδάκης
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι όταν λέμε Εκκλησία, δεν εννοούμε μόνο έναν κορυφαίο εκκλησιαστικό ηγέτη, ούτε καν μία Σύνοδο Αρχιερέων, αλλά τούς πιστούς ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς πού έχουν το αυτό φρόνημα με την Θριαμβεύουσα Εκκλησία και ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με "ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη"
Κυπριανός Χ
Συμφωνούμε σε όλα, υπάρχει όμως κάτι που φαίνεται ότι δεν πάει καλά και είναι τούτο : "... έχουν το αυτό φρόνημα με την Θριαμβεύουσα Εκκλησία και ταυτίζονται απόλυτα στη θεωρία και στην πράξη με ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη"
Αυτό το "ό,τι πανταχού, ό,τι πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη" απέδειξε στην πράξη ότι η θεωρία έπρεπε κάποτε να αλλάξει, να εκσυγχρονιστεί, και το λογικό ποίμνιο βουβάθηκε και ξέμεινε από λογική. Οι ποιμένες το κομμάτιασαν, το φατρίασαν, διότι αυτές οι εντολές δόθηκαν για να γίνουμε όλοι ένα "εν τω δεσμώ της αγάπης". Ταύτισαν τους εαυτούς των με την Εκκλησία και μας δασκάλεψαν να κάνουμε "τερατώδην οικονομία", καθώς έγραψε και ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Δεν ζει πλέον ο π. Επιφάνιος - ζούν εκείνοι που συνεχίζουν το έργο του - για να δει ότι η τερατώδης οικονομία έγινε τερατώδης χρεωκοπία, τα πνευματικά αίτια της οποίας δεν λησμονούν να στηλιτεύουν οι συλλειτουργοί του π. Βασιλείου Βολουδάκη.
Αν τούτο έχει σχέση με "το αυτό φρόνημα" της νέας εκκλησιαστικής Ιστορίας, που αρχίσαμε να γράφουμε, αφού το αποδεχθήκαμε, από τις αρχές του περασμένου αιώνα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή, είναι ένα θέμα προς διερύνηση. Αν ζούσε ο εκπρόσωπος των συμφερόντων της χώρας που τον ανέδειξε και μας τον έφεραν για λίγο ως Κυβερνήτη, λέω για τον Καποδίστρια, κάτι θα είχε να μας πει. Αλλά, δυστυχώς, δεν ζει και αυτός.
Άραγε, πότε είχαμε διακριτούς ρόλους, για να έχουμε σήμερα ή για να θέλουμε να έχουμε σήμερα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔηλαδή, σήμερα έχουμε διακριτούς ρόλους, όταν η Εκκλησία διοικείται με πολιτικούς νόμους, κάτι που απαγορεύουν οι Σύνοδοι και οι Πατέρες;
Αλλά, ας δούμε και τι γινόταν παλαιότερα:
Α/
Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει την συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.
Σταδιακά τα πράγματα ανάγκασαν τις δυο εξουσίες να συνεργάζονται και στην ουσία να αλληλοεπηρεάζονται. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του εκκλησιαστικού ιστορικού Σωκράτη του Σχολαστικού (+450): «Αν προσέξεις, θα παρατηρήσεις πως παράλληλα βρίσκονται χρονικά και αναπτύσσονται τα πολιτικά κακά και οι εκκλησιαστικές δυσχέρειες. Γιατί ή ταυτόχρονα θα βρεις να αυξάνουν ή τα μεν να ακολουθούν τις δε και άλλοτε προηγούνται τα εκκλησιαστικά και ακολουθούν τα πολιτικά, άλλοτε το αντίθετο. Έτσι ώστε δεν μπορείς να αποδώσεις την μεταξύ τους χρονική ακολουθία στη σύμπτωση, αλλά οι δικές μας αμαρτίες είναι αιτία και για την κατάπτωση και των δυο….. Κι αυτά από τότε που άρχισε να χριστιανίζει η Πολιτεία». Η σύμπλεξη των δυο εξουσιών ήτανε τέτοια, που σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν εμπλοκές. Έτσι:
Ο Μ. Κων/νος χαρακτήριζε τον εαυτό του Υπερεπίσκοπο (Episcopus Episcoporum) και ως «Επίσκοπο των εκτός της Εκκλησίας», δηλ. των εξωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας. Ο Ιουστινιανός Α΄ γράφει σε μια Νεαρά: «Μέγιστα των ανθρώπων τα δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν της θείας υπηρετουμένη, η δε των ανθρωπίνων εξάρχουσά τε και επιμελλουμένη και εκ μιάς τε και της αυτής αρχής εκατέρα προϊούσα και τον ανθρώπινον κατακοσμούσα βίον». Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος έλεγε: «είμαι ιερέας και βασιλέας». Παραδείγματα συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας αναφέρεται ο ΠΓ΄ κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης.
Συνεργάζονται λοιπόν οι δυο αυτές εξουσίες (πρέπει να συνεργάζονται), αλλά δεν ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους, γιατί διαφέρουν. Πρώτος ο Κορδούης Όσιος, εκκλησιαστικός σύμβουλος του Μ. Κων/νου σε επιστολή του στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο γράφει: «Μην ανακατεύεσαι στα εκκλησιαστικά. Ούτε να μας συμβουλεύεις (στα εκκλησιαστικά), αλλά μάλλον εσύ να μαθαίνεις γι’ αυτά από εμάς. Ο Θεός σου έδωσε την πολιτική εξουσία. Σε μας την εκκλησιαστική».
ΙΚ
Β/
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Χρυσόστομος λέει πιο καθαρά: «Ο Θεός έχει εμπιστευθεί στο βασιλιά τα επίγεια, στον ιερέα τα επουράνια. Στον βασιλιά έχει εμπιστευθεί τα σώματα, στον ιερέα τις ψυχές. Ο βασιλιάς χαρίζει τα χρήματα. Ο ιερέας καθαρίζει τα κατακάθια των αμαρτιών. Εκείνος αναγκάζει. Αυτός παρακαλεί….. Εκείνος χρησιμοποιεί υλικά όπλα, αυτός πνευματικά. Εκείνος πολεμάει τους βαρβάρους. Αυτός τους δαίμονες. Η ιερωσύνη είναι πιο σεβαστή κι απ’ τη βασιλική αρχή….. Ο ιερέας στέκει μεταξύ του Θεού και της ανθρώπινης φύσης, μας κατεβάζει τις θείες ευλογίες και ανεβάζει στον ουρανό τις προσευχές μας….. Γι’ αυτό και το κεφάλι του βασιλιά ο Θεός το έβαλε στα χέρια του ιερέα, διδάσκοντας ότι ο ιερέας είναι ανώτερος πνευματικά του πολιτικού άρχοντα. Η ιερωσύνη είναι τόσο ανώτερη απ’ τη βασιλεία, όσο το πνεύμα απ’ την ύλη, όσο ο ουρανός απ’ τη γη και τα θεία από τα επίγεια». Κατά Χρυσόστομο, η μία επιβάλλεται με το φόβο και την ανάγκη, ενώ η άλλη με την ελεύθερη συγκατάθεση και με τη συμφωνία της γνώμης. Ο πολιτικός άρχοντας πιάνει τον μοιχό και τον τιμωρεί, του κόβει το κεφάλι, ενώ ο εκκλησιαστικός δεν τον τιμωρεί, αλλά του κόβει το πάθος. Αλλά και στη διοίκηση υπάρχει διαφορά. Η πολιτική εξουσία είναι μοναρχία, η εκκλησιαστική είναι δημοκρατία (με το Συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας).
Οι άρχοντες μερικές φορές ξεχνιούνται και κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, έτσι θέλουν να νομοθετήσουν και για την Εκκλησία (Ι. Δαμασκηνός). Και: «ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία». Ο ίδιος μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας αναφέρει αλλού: «Ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσιν εγγράφοις τε και αγράφοις».
Η ταύτιση μάλιστα βασιλείας και ιερωσύνης είναι χαρακτηριστική και υπάρχει π.χ. στα στοιχηρά προσόμια του Εσπερινού της εορτής του αγίου Κωνσταντίνου, όπου καταγράφονται τα κάτωθι:
"Ιερεύς τε χρισθείς και Βασιλεύς ελαίω,
εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού".
Βέβαια ο Μ. Κωνσταντίνος ουδέποτε χρίστηκε Ιερέας. Αυτοανακηρύχθηκε, όπως αναφέρθηκε "Επίσκοπος των εκτός" επόπτης των θρησκευτικών πραγμάτων, ανώτατος άρχων της Εκκλησίας (Ευσέβιος, βίος Κων/νου Δ΄, 24). Είναι εκπρόσωπος του Θεού επί της γης "της ουρανίου βασιλείας εικόνι κεκοσμημένος" (Ευσέβιος, Τριακονταετηρίς, Ι ΒΕΠΕΣ, τ. 24, σελ. 238), απόλυτος κυρίαρχος και λογοδοτεί μόνο στον επουράνιο αυθέντη. Aυτοανακηρύχθηκε δε "Επίσκοπος Επισκόπων" χωρίς αντίδραση της Εκκλησίας. Η πολιτική, ότι ο αυτοκράτορας ενεργούσε ως επίσκοπος επισκόπων βρήκε κατοχύρωση στη θεωρία για εξουσία "κατά την τάξιν Μελχισεδέκ", του παλιού εκείνου αγενεαλόγητου άρχοντα, ο οποίος συγκέντρωσε στον εαυτό του ταυτόχρονα βασιλεία και ιερωσύνη. Τούτο επαναλήφθηκε με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ο οποίος επευφημήθηκε από την Σύνοδο Κων/πολης του 448 με τις λέξεις: "πολλά τα έτη τω αρχιερεί βασιλεί" (ACO 2, 1,1,138,28), ο δε αυτοκράτορας Μαρκιανός επευφημήθηκε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο με παρόμοιες λέξεις "πολλά τα έτη τω ιερεί, τω βασιλεί" (ACO, 2,1,2,157,29). Αυτή η θεώρηση έπαψε οριστικά να ισχύει μετά την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τα λόγια του Κορδούης Οσίου προς τον βασιλέα Κωνστάντιο "μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα, σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρησεν, ημίν τα της εκκλησίας επίστευσε" τελικά έγιναν συνείδηση και πίστη της Εκκλησίας.
ΙΚ
Γ/
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι σχέσεις εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχόντων στην πράξη ήταν διάφορες. Ήταν ανάλογες με το μέτρο του ήθους των προσώπων, ιδίως των εκκλησιαστικών. Ο κανόνας πάντως ήταν ο λόγος του Γρηγορίου Θεολόγου: «το μέτρο για κάθε πνευματική προστασία των πιστών απ’ τους κληρικούς είναι η αδιαφορία του ατομικού συμφέροντος και η δράση για το συμφέρον των άλλων» και ο Ωριγένης έλεγε: «οι πολιτικοί άρχοντες κατακυριεύουσι, ενώ οι εκκλησιαστικοί εξυπηρετούσι». Παραδείγματα έχουμε πολλά.
Η Σύνοδος της Σαρδικής (342) με τους Κανόνες Ζ΄ και Η΄ συνιστά στους επισκόπους να βοηθούν τους αδικουμένους μεσιτεύοντας υπέρ αυτών με επιστολή προς τους πολιτικούς άρχοντες. Επίσης η Σύνοδος της Καρθαγένης (419) προτρέπει τον αυτοκράτορα να ορίσει Έκδικο, που θα τον βοηθήσουν για να προστατεύσει τους πτωχούς «κατά της των πλουσίων τυραννίδος». Ο Μ. Βασίλειος έλεγε: «τη φιλία με τον βασιλιά τη θεωρώ μεγάλο καλό, υπό τον όρο να βοηθάει στη προαγωγή της ευσέβειας, χωρίς όμως αυτή τη θεωρώ ολέθρια». Ο αυτοκράτορας Μ. Θεοδόσιος διέταξε τον επίσκοπο του Καλλινίκου να ξανακτίσει μια Συναγωγή, που ο επίσκοπος ενθάρρυνε το ποίμνιό του να τη λεηλατήσει. Αναφέρεται επίσης η περίπτωση Μ. Θεοδοσίου και Μεδιολάνων Αμβροσίου, καθώς και της Ευδοξίας με τον Ι. Χρυσόστομο. Ο Πτολεμαϊδος Συνέσιος φέρθηκε με σθεναρή στάση στις αδικίες. Ο Μ. Φώτιος τοποθετεί τον Πατριάρχη στην ίδια θέση με τον αυτοκράτορα. Λέγει πως είναι ο πατριάρχης η έμψυχη και ζωντανή εικόνα του Χριστού, ενώ για τον αυτοκράτορα λέγει πως πρέπει να είναι «εν ζήλω θείω διαβόητος», αλλά πουθενά δεν αναφέρει ότι είναι εικόνα Θεού. Στην Η΄ Οικουμενική (877) όρθιοι οι Συνοδικοί έψαλαν: «πολλά τα έτη στον υπερασπιστή της ορθοδόξου πίστεως….. είμαστε όλοι δούλοι του αυτοκράτορα».
Σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτικοί άρχοντες ζητούσαν συμβουλές από τους εκκλησιαστικούς. Ο Πατριάρχης Αρσένιος αφόρισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο (1259) για αμαρτήματά του. Ο αυτοκράτορας απομάκρυνε τον πατριάρχη, αλλά τελικά γονυπετής ζήτησε συγγνώμη από την Σύνοδο. Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α΄ (1289) παρεμβαίνει στην κοινωνική πολιτική του κράτους, θεωρώντας την αυτοκρατορία σαν μοναστήρι του. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο πατριάρχης Ιωάννης ΙΒ΄ (1304), οι δε πατριάρχες Νικόλαος Μυστικός και Μιχαήλ Κηρουλάριος, όταν παρενέβησαν σε καθαρώς πολιτικά θέματα έχασαν τη λαϊκή υποστήριξη. Ορισμένες φορές όμως κληρικοί ξεπέφτουν πνευματικά, γι’ αυτό ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης λέει: «άλλοτε οι ιερείς σωφρονίζουν τους αυτοκράτορες, τώρα οι ιερείς φοβούνται τον αυτοκράτορα για τις απρέπειές τους».
Η ταύτιση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα και το αυτό πρόσωπο απαγορεύεται ρητά από τους Κανόνες της Εκκλησίας. Ο ΣΤ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων είναι σαφέστατος: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος κοσμικάς φροντίδας μη λαμβανέτω. Ει δε μη, καθαιρίσθω». Αλλά και άλλοι κανόνες διαλαμβάνουν το αυτό. Ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής απαγορεύει και το στρατιωτικό αξίωμα στους κληρικούς. «Τους άπαξ εν Κλήρω τεταγμένους και μοναστάς, ωρίσαμεν μήτε επί στρατείαν, μήτε επί αξίαν κοσμικήν έρχεσθαι. Η τούτο τολμώντες….. αναθεματίζεσθαι». Ο δε Λ΄ κανόνας των αγίων Αποστόλων απαγορεύει την εκλογή επισκόπου με τη βοήθεια πολιτικού άρχοντα.
Παραβιάσεις των κανόνων αυτών έχουμε σε ορισμένες περιπτώσεις. Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι έργο του Πατριάρχη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν να παρακολουθεί την πνευματική ανάπτυξη της αυτοκρατορίας, αλλά μόνον ο αυτοκράτορας μπορούσε να δώσει τη δύναμη του νόμου στις αποφάσεις του Πατριάρχη.
ΙΚ