Ὁ δεσπότης
εἶναι γυµνός!...
Γράφει ὁ Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι ἔρχονται συγκυρίες, ὅπου ὁ ἱστορικὸς χρόνος δὲν εἶναι µόνον ἐξαιρετικὰ συµπυκνωµένος ἀλλὰ καὶ ἐξόχως ἀποκαλυπτικός. Σὲ κρίσιµες στιγµὲς οἱ µύθοι καταρρέουν, τὰ προσωπεῖα πέφτουν καὶ ὁ βασιλιᾶς ἀποδεικνύεται γυµνός ―ἢ ὁ δεσπότης, ἂν προτιµᾶτε, ἀποδεικνύεται ἁγιοπνευµατικὰ γυµνός!...
Συνηθίζεται, ὅταν ἀναφέρεται κανεὶς ἐλεγκτικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία καὶ στὰ οἰκονοµικὰ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐξεγείρεται προστατευτικὰ καὶ νὰ συσπειρώνεται ἀµυντικὰ γύρω της ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ· ἢ ἔστω ἐκεῖνο τὸ τµῆµα του, ποὺ ἐπηρεάζεται περισσότερο ἀπὸ πνευµατικοὺς καὶ γεροντάδες, ἀπὸ δεσποτάδες καὶ ἱερὲς Μονὲς µὲ ἀκίνητη περιουσία µεγάλη: δασικὲς καὶ χορτολιβαδικὲς καὶ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις, χωράφια καὶ οἰκόπεδα καὶ κτίρια, ἀλλὰ καὶ µετρητά. Κι ὅταν µιλήσει κανεὶς γιὰ τὰ «χρυσοφόρα» προσκυνήµατα ἢ τὶς «πλούσιες» µονές, τότε πραγµατικὰ ξεσπάει «ἱερὸς πόλεµος».
Πολὺ ταλαιπωρηµένη καὶ πονεµένη αὐτὴ ἡ ὑπόθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν οἰκονοµικῶν, ποὺ ἀπὸ µόνη της δηλοῖ τὴν ἐκκοσµίκευση τῆς «ἐκκλησίας»/δεσποτοκρατίας καὶ τὶς συνακόλουθες µὲ αὐτὴ ―σὲ σχέση αἰτίας-ἀποτελέσµατος― κακοδοξίες καὶ αἱρέσεις µέσα στὶς ὁποῖες παγιδεύτηκε οἰκειοθελῶς καὶ τυρβάζεται τὸ ἐξουσιαστικὸ καθεστὼς τῆς Δεσποτοκρατίας, πού, ἂν καὶ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εὑρισκόµενο, ἔχει ἐπιβληθεῖ ὡς µία ξένη πρὸς τὴν Ἐκκλησία δύναµη κατοχῆς ἐντὸς τῆς ἐπὶ γῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ὁποία δεσποτοκρατία τυπικὰ διατηρεῖ µὲν τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴ συνέχεια τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ καὶ τὸ ζητούµενο τῆς Σωτηρίας µας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος καὶ Θεός µας Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώθηκε, ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε.
Ἔτσι σήµερα, ποὺ ἡ Ἑλλάδα καταστρέφεται ―ἀλλὰ καὶ ἡ Εὐρώπη καὶ ὁ κόσµος ὁλόκληρος― ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ τραπεζικοῦ-χρηµατοπιστωτικοῦ συστήµατος, κρίση ἀπότοκη τῆς ἀχαλίνωτης κερδοσκοπίας του ποὺ ὁδήγησε στὶς ἔξαλλες τοκογλυφικὲς πρακτικές του (ἐπενδυτικὲς φοῦσκες, χρηµατιστηριακὸς τζόγος κ.λπ.), ἀναδεικνύεται ἡ θέση καὶ ὁ ρόλος τῆς «ἐκκλησίας»/δεσποτοκρατίας ὡς κερδοσκόπου καὶ τοκογλύφου διὰ τῆς µετοχῆς καὶ τῆς συµµετοχῆς της, διὰ τῆς συναινέσεως καὶ τῆς συνενοχῆς της σ’ αὐτὸ τὸ ἐπάρατο καὶ ἐγκληµατικὸ σύστηµα.
Ἡ ἴδια ἰσχυρίζεται: «...ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καθίσταται ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς µεγαλύτερους µετόχους τῆς Τράπεζας [Ἐθνικῆς] καὶ ὡς ἐκ τούτου ἕνας σηµαντικὸς διαµορφωτὴς τῆς ἑταιρικῆς διακυβερνήσεώς της»[1]. Σὲ αὐτὲς τὶς κερδοσκοπικὲς καὶ τοκογλυφικὲς δραστηριότητες τῆς ἐκκλησιαστικῆς νοµενκλατούρας εἶναι ἀφιερωµένο «τὸ Θέµα» τοῦ παρόντος τεύχους µας (βλ. σελ. 49).
Εἶναι σηµαντικὸ νὰ διευκρινιστεῖ: Ἀναφερόµενοι στὴ «δεσποτοκρατία», ἀναφερόµαστε στὸ ἀνώτερο ἐκκλησιαστικὸ σῶµα τῶν ἐν ἐνεργείᾳ µητροπολιτῶν µετὰ τῶν παρακοιµωµένων τους καὶ τῶν ἀµάντρωτων ἀρχιµανδριτῶν ―οἰονεὶ προαλειφοµένων µητροπολιτῶν―, τὸ ὁποῖο διακρίνουµε ἀπὸ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὰ µέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ: λαϊκούς, ἱερεῖς καὶ µοναχούς. Πρόκειται γιὰ µία πραγµατικὴ δύναµη κατοχῆς, πού, µὲ τὴν ἰσχὺ καὶ τὴ συνεπικουρία τοῦ Κράτους, σφετερίζεται τὸ ἐπισκοπικὸ ἱερατικὸ ἀξίωµα, ὑπηρετώντας ἰδιοτελεῖς καὶ ἀντιχρίστους σκοπούς. Τοῦτο τὸ σῶµα αὐτὸ-ἀναδεικνύεται καὶ αὐτὸ-ἀναπαράγεται ―ἐκ τῆς ἀσυστάτου καὶ ἀνυποστάτου «ἐκκλησιαστικῆς» τάξεως τῶν ἀρχιµανδριτῶν― µὲ ἀδιαφανεῖς καὶ ἕωλες διαδικασίες στὰ πλαίσια τῆς ἄµεσης ἢ ἔµµεσης ἐπιρροῆς τῆς µασωνίας καὶ ἄλλων σκοτεινῶν ἐλίτ, καὶ διοικοῦν τὴν Ἐκκλησία στὰ πλαίσια τῶν πονηρῶν ἐπιδιώξεών τους καὶ τῶν ἑωσφορικῶν ἰδεοληψιῶν τους.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ «νοµενκλατούρα», ἡ ὁποία δὲν ἔχει µὲν «τυπικὴ» ἰδιοκτησία καὶ «ἰδία» ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ διαφεντεύει τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγµατα, νέµεται τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία καὶ διαχειρίζεται τὰ ἐκκλησιαστικὰ οἰκονοµικὰ ὡς ἰδιοκτήτης καὶ ἐξουσιαστής, ὡς κάτοχος καὶ νοµεύς.
Ὄντας ἐξουσιαστικὸς µηχανισµὸς αὐτὸ τὸ σῶµα ἔχει αὐτονοµηθεῖ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἱερὰ Παράδοση, τὴ Διδασκαλία τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τὶς ἁγίες οἰκουµενικὲς καὶ τοπικὲς Συνόδους, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες· δὲν ὀρθοτοµεῖ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καινοτοµεῖ τὶς ἰδιοτέλειες καὶ τὶς κακοδοξίες καὶ τὶς αἱρέσεις του.
Αὐτὸ τὸ καθεστὼς καθίσταται σκανδαλοποιό, κακόδοξο κι αἱρετικό: ἔχει ἐκκοσµικευθεῖ προσκολληµένο στὸ Κράτος καὶ στὴν κοµµατικὴ καµαρίλα, στοὺς µεγιστάνες τοῦ πλούτου καὶ στὰ πάσης φύσεως κέντρα ἐξουσίας, στὸν διοικητικὸ µηχανισµὸ τοῦ Κράτους καὶ στὶς ὑπηρεσίες του, στὸ δικαστικὸ καὶ ἀκαδηµαϊκὸ κατεστηµένο, στὴν ἀνηθικότητα καὶ στὴ διαφθορά· ἔχει προσχωρήσει στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ· λατινοφρονεῖ καὶ ἐξουνιτίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὑποτάσσοντάς την στὸν Παπισµό· ἐνσωµατώνεται στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο «Ἐκκλησιῶν», δεχόµενο ―µεταξὺ ἄλλων― ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθοδοξία µας δὲν εἶναι ἡ «Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία»· συµβάλλει στὴν οἰκοδόµηση τῆς συγκρητιστικῆς Πανθρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ στὴν ἔλευσή του.
Τὸ καθεστὼς αὐτό, ἐνῶ ὀρθοδόξως καθεύδει ―πεισµόνως ἀρνούµενο τὸν ἀγῶνα κατὰ τοῦ Παπισµοῦ, κατὰ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ κ.ἄ. αἱρέσεων― εἶναι ἀεικίνητο καὶ ὑπερδραστήριο γιὰ τὴ συστηµατικὴ προώθηση ἀλλοτρίων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως δοξασιῶν καὶ στόχων.
Αὐτὸ τὸ ἐξουσιαστικὸ καθεστὼς αὐθαιρέτως αὐτὸ-προσδιορίζεται καὶ αὐτὸ-ταυτίζεται ὡς «ἡ Ἐκκλησία»· µεταλλαγµένο τὸ ἴδιο, µεταλλάσσει τὴν Ὀρθοδοξία σὲ Οὐνία, ἐπιβάλλοντας τὴν ἑωσφορικὴ δεσποτικὴ ἀλαζονεία του. Οἱ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις ἐπισκόπων µὲ ὀρθόδοξο φρόνηµα καὶ λόγο καὶ ἔργο ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τὸν κανόνα ―ἂν καὶ αὐτοὶ ἀκόµη οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι πάντα συνεπεῖς, δεόντως σταθεροὶ καὶ µαχητικοί, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἐπαµφοτερίζοντες!...
Διαχωρίζοντας, λοιπόν, αὐτὸ τὸ ἐπάρατο καθεστὼς ―πρόσωπα καὶ µηχανισµὸ― ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Του καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ Του, προτείνουµε νὰ ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ νοµενκλατούρα ὡς «ἐκκλησία»/δεσποτοκρατία.
Ἀναδημοσίευση ἀπὸ τὸ Περιοδικὸ
«Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος» 8 (2011) 1-2
[1] Βλ. ΕΚΥΟ ( Ἐκκλησιατικὴ Κεντρικὴ Ὑπηρεσία Οἰκονοµικῶν), Ὑπόµνηµα πρὸς τὸν ὑπ. Οἰκονοµικῶν κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, 13/1/2010, §1. (www. amen.gr)
Γνωστά πράγματα, οι Γιανναράδες και άλλοι πολλοί τα έχουν διαπιστώσει, είναι καταγεγραμμένα. Εκεί θα μείνουμε, στη διαπίστωση, ή θα αρκεστούμε να αναφερόμαστε, όταν διαπιστώνουμε, σε "εκκλησία"/δεσποτοκρατία και εκεί όλα τελειώνουν;
ΑπάντησηΔιαγραφή