Διηγήσεις από τον βίο του Αγίου
Γρηγορίου του Θεολόγου.
Επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
Α. Από τη γέννησή του (329) μέχρι
το τέλος των σπουδών του στην Αθήνα
(355 μ.Χ)
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το 329, και πέθανε επίσης στην Αριανζό, το 391, δηλαδή σε ηλικία 62 ετών, αν και σε ορισμένες πηγές η γέννησή του τοποθετείται νωρίτερα, οπότε θεωρείται ότι πέθανε 90 ετών (μαρτυρία Σουϊδα). Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, πείσθηκε όμως από τη χριστιανή μητέρα του Νόννα και βαπτίστηκε Χριστιανός παίρνοντας το όνομα Γρηγόριος. Αργότερα ο πατέρας του έγινε επίσκοπος Ναζιανζού.
Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας και η σύλληψή του έγινε κατά θαυματουργικό τρόπο (PG 35,993 και PG 37,1003) γι’ αυτό και η μητέρα του υποσχέθηκε να τον αφιερώσει στο Θεό (PG 38,46 ΞΗ΄).
Οι γονείς του και κυρίως ο πατέρας του ασχολήθηκαν με τη σωστή ανατροφή και τη μόρφωσή του και δεδομένης της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, ο Γρηγόριος μαθήτευσε, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του πλάι σε ενάρετους και καλούς δασκάλους, όπως ο Καρτέσιος και ο Αμφιλόχιος. Περί το 345 μετέβη στην Καισάρεια, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Ρητορική και γνώρισε τον μετέπειτα αδελφικό φίλο του, Βασίλειο.
Ο Γρηγόριος σπούδασε στην Καισάρεια Καππαδοκίας, στην Καισάρεια Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια (όπου γνώρισε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Μέγα Αντώνιο), και τελικά στην Αθήνα, φιλοσοφία και ρητορική.
Το ταξίδι του για την Αθήνα ήταν επεισοδιακό. Συγκεκριμένα στις αρχές του Νοεμβρίου του 350, ενώ δεν ήταν ταξιδιωτική περίοδος, ο Γρηγόριος κυριευμένος από τον πόθο του για ανώτερη παιδεία ξεκίνησε με ένα αιγινίτικο καράβι για την Αθήνα. Ενώ το ταξίδι αρχικά ήταν καλό, έπιασε ξαφνικά τέτοια τρικυμία, που πολλοί από τους συνταξιδιώτες του δεν είχαν δει στη ζωή τους. Το καράβι κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει και να παρασύρει μαζί του τους επιβάτες. Ο Γρηγόριος μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο συνειδητοποίησε για πρώτη φορά τις συνέπειες του γεγονότος να πεθάνει αβάπτιστος. Θεώρησε ότι στην περίπτωση αιφνιδίου θανάτου, αυτός θα ήταν θάνατος διπλός, δηλαδή όχι μόνο σωματικός αλλά και ψυχικός. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό να τον αξιώσει να βαπτισθεί και αυτός θα αφιέρωνε τον εαυτό του στη διακονία Του. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του, αλλά και των γονέων του, οι οποίοι προσεύχονταν για τον γιο τους, καθώς διαισθάνονταν τον κίνδυνο που εκείνος διέτρεχε και τελικά η τρικυμία κόπασε. Μετά από αυτήν την περιπέτεια, η οποία ήταν αφορμή να συνειδητοποιήσει ο Γρηγόριος τις πνευματικές συνέπειες που θα είχε η αναίτια καθυστέρηση της βάπτισής του και κατά την οποία ο ίδιος τώρα υποσχέθηκε τον εαυτό του στον Θεό, έφθασε στην Αθήνα σώος, αλλά και αποφασισμένος για την πορεία που θα ακολουθούσε στη ζωή του.
Στην Αθήνα έφτασε και ο Βασίλειος, με τον οποίο είχε γνωριστεί από την Καισάρεια Καππαδοκίας. Η σχέση τους αναπτύχθηκε και έμεινε παροιμιώδης: «Τα πάντα μεν δη κοινά και ψυχή μία, / δυοίν δέουσα σωμάτων διάστασιν» (Περί τον εαυτού βίον 229, PG 37,1045). Η παράδοση λέει, ότι δύο μόνον δρόμους γνώριζαν στην Αθήνα οι δύο νεαροί φοιτητές,, αυτόν που οδηγούσε στη σχολή και αυτόν που οδηγούσε στο ναϊδριο του Αγίου Ισιδώρου, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στο ναό πήγαιναν για να προσευχηθούν, αλλά δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στη θεία Λειτουργία, γιατί δεν είχαν ακόμη βαπτισθεί.
Β. Τα γεγονότα μέχρι το 379 μ.Χ
Μετά το τέλος των σπουδών του στην Αθήνα, του ανατίθεται καθηγητική έδρα, αλλά μετά ένα έτος την εγκαταλείπει (πρώτη φυγή) και επιστρέφει στη Ναζιανζό, όπου και βαπτίζεται σε ηλικία 29 ετών.
Σε κτήμα του Βασιλείου, που και αυτός βαπτίστηκε σε ανάλογη ηλικία, κοντά στον Ίρι ποταμό, διέτριψαν οι δύο (360 μ. Χ.) μελετώντας θεολογία, κυρίως τον Ωριγένη, και συνέταξαν τη Φιλοκαλία με αποσπάσματα του έργου του τελευταίου.
Η περίοδος που ακολουθεί, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του Γρηγορίου στην Αθήνα, χαρακτηρίζεται από έλλειψη αποφασιστικότητας και προσανατολισμού. Δυσκολεύεται να διαλέξει ανάμεσα στην κατά κόσμο ζωή ή στο μοναχισμό. Έτσι ξεκινάει μια σειρά από βεβιασμένες κινήσεις και αντίστοιχες επανορθώσεις. Φθάνει στο ασκητήριο του Μεγάλου Βασιλείου (360) για να μονάσει, και λίγο αργότερα το εγκαταλείπει. Χειροτονείται πρεσβύτερος από τον πατέρα του (362) και μετά από λίγο εγκαταλείπει τη θέση του και καταφεύγει στον Βασίλειο. Βοηθάει τον πατέρα του σε κάποιο εκκλησιαστικό πρόβλημα που ανέκυψε και αρνείται την πρόταση του Ευσέβιου Καισαρείας, να αναλάβει ως θεολόγος –κατηχητής. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα του Γρηγορίου επιτείνονται από τον ξαφνικό θάνατο των αδερφών του, Καισάριου και Γοργονίας (368/370 αντίστοιχα). Στα 372 χειροτονείται χωρίς τη θέλησή του, επίσκοπος Σασίμων από το Μεγάλο Βασίλειο, αρνείται ν’ αναλάβει υπηρεσία και αναχωρεί (πάλιν φυγάς τις καὶ δρομαῖος εἰς ὄρος PG 37,1063) σε κάποιο αναχωρητήριο στην περιοχή της Ναζιανζού.
Το 374, μετά το θάνατο του πατέρα του, έρχεται στη Ναζιανζό και ποιμαίνει την Εκκλησία ως προσωρινός επίσκοπος, αλλά, επειδή καθυστερούσε η εκλογή νέου επισκόπου, αποφασίζει να φύγει στη Σελεύκεια (τέταρτη φυγή): («Ήλθον εις Σελεύκειαν φυγάς» (Περί τον εαυτού βίον 574, PG 37, 549).
Μένει στη Μονή της αγίας Θέκλας για πέντε έτη. Εκεί μαθαίνει τον θάνατο του Βασιλείου.
Γ. Άνοδος του Γρηγορίου στο θρόνο
Κωνσταντινουπόλεως και προσωρινή
απόσυρσή του σε έρημο τόπο
Το έτος 379 αποστέλλεται ο Άγιος Γρηγόριος προς στήριξη των ελαχίστων ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (επί αρειανισμού). Μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη, μάλλον ύστερα από απόφαση συνόδου της Αντιόχειας, για να εργαστεί εναντίον των Αρειανών, που επί 40 έτη είχαν επικρατήσει.
Οι Αρειανοί τον “υποδέχθηκαν” με λιθοβολισμούς. Ο Θεός τον φύλαξε και επέζησε χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς. Ο ίδιος περιγράφει την απελπιστική κατάσταση: τούτο το ποίμνιο ήταν κάποτε μικρό και ατελές, όσον αφορά τα φαινόμενα. Στη πραγματικότητα δεν ήταν καν ποίμνιο, αλλά μόνο μικρό ίχνος ή λείψανο ποιμνίου, ακατάστατο, άνευ επισκόπου, απερίφρακτο. Δεν είχε κατάλληλο τόπο για ’’βοσκή’’ ούτε μάνδρα να το περικλείει, και γι’ αυτό περιφερόταν ’’εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης’’(Εβρ.ια’,38).
Τα μέλη του ήταν διεσπαρμένα και ριγμένα άλλα εδώ και άλλα εκεί και όπως εύρισκαν το καθένα στεγάζονταν, έβοσκαν και κέρδιζαν τη σωτηρία τους με πολλή δυσκολία. (Συντακτήριος, κεφ.’ ,P.G.36,460A)
Ο ιερός Δοσίθεος συμπληρώνει: επειδή ουκ είχον οι ορθόδοξοι καν μίαν Εκκλησίαν (σ.σ. ήταν όλες των αρειανών), αυτός (ο Γρηγόριος) μετέφερεν οικίαν τινά εις ευκτήριον, ον ωνόμασε Αναστασίαν… (διότι εκεί αναστήθηκε η Ορθοδοξία).
Όσους δε κόπους και αγώνας εποίησε διά την ευσέβειαν τις ικανός αυτούς ειπείν ή γράψαι; Αρκεί ο κοινός αδόμενος λόγος, ότι χιλίας Εκκλησίας ηύρεν Αρειανών, και μήτε μίαν Ορθόδοξον, και μετά την παραίτησιν αυτού (το 381) ήσαν χίλιαι και μία των Χριστιανών και ουδεμία των Αρειανών. (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ’, κεφ. β’, σελ. 15 )
Σ᾽ αυτόν τον ναό εκφώνησε πέντε λόγους, οι οποίοι ονομάσθηκαν «θεολογικοί» και οι οποίοι ανήγαγαν τον άγιο Γρηγόριο σε κατ᾽ εξοχήν θεολόγο της Αγίας Τριάδος.
Ο ίδιος περιγράφει τις συνθήκες στις οποίες βρισκόταν ο Ορθόδοξος λαός και την αξιολόγηση που καταθέτει:
«Έχουσιν ούτοι τους οίκους, ημείς τον ένοικον· ούτοι τους ναούς, ημείς τον Θεόν· και το ναοί γενέσθαι Θεού ζώντος και ζώντες, ιερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά, θύματα τέλεια, θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης. Ούτοι δήμους, ημείς αγγέλους· ούτοι θράσος, πίστιν ημείς· ούτοι το απειλείν, ημείς το προσεύχεσθαι· ούτοι το βάλλειν, ημείς το φέρειν· ούτοι χρυσόν και άργυρον, ημείς λόγον κεκαθαρμένον (Λόγος 33 , Προς Αρειανούς και εις εαυτόν , ΙΒ´, PG 36, 232).
|
Στη μανία των Αρειανών και Αρειανοφίλων, που είχαν κατειλημμένους όλους τους ναούς με την αυτοκρατορική εύνοια, ανταπεξήλθε νικηφόρως. Με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος στήριξε το ορθόδοξο ποίμνιο και με την διδασκαλία του, που εκφώνησε στους περίφημους πέντε Λόγους του, πρόσφερε στην Εκκλησία το σωστικό πηδάλιο της σώζουσας αλήθειας.
Ο αρειανός Επίσκοπος Πόλεως Δημόφιλος εξεμάνη, όταν πληροφορήθηκε τη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου. Το Μεγάλο Σάββατο θα βάπτιζε ο Άγιος αρκετούς κατηχουμένους και αποφάσισε ο αρειανός Επίσκοπος να ματαιώσει τις βαπτίσεις. Μάζεψε όχλο πολύ, οι οποίοι όρμησαν στο ναό της Αναστάσεως την ώρα που ο Άγιος θα τελούσε το Μυστήριο. Με άγρια γρονθοκοπήματα και με τους λιθοβολισμούς διέλυσαν τη σύναξη. Θεωρώντας αιμόφυρτο και θανάσιμα τραυματισμένο τον Γρηγόριο, αναχώρησαν. Ο ισχυρός Άρχοντας της Πόλεως ο Θεόδωρος, που ήταν παρών, ζητούσε άδεια από τον Άγιο να καταφύγει στα Δικαστήρια. Ο Γρηγόριος του απαντά: «Είναι φοβερά τα όσα έγιναν και περισσότερο από φοβερά. Ποιος αμφιβάλλει; Να βεβηλωθούν Θυσιαστήρια, να ματαιωθούν Μυστήρια, να στεκόμαστε εμείς ανάμεσα στους νεοφώτιστους και τους λιθοβολούντας, και ως άμυνα κατά των λιθοβολισμών να χρησιμοποιούμε τις προσευχές… Καλύτερα όμως είναι να μακροθυμήσουμε. Ας μιμηθούμε τη φιλανθρωπία του Θεού, και ας μη θελήσουμε να μάθουμε εξ ιδίας πείρας πόσο μεγάλο κακό είναι η ανταπόδοση της αμαρτίας. Ας μην τιμωρήσουμε αμέσως· αλλά, αφού πρώτα συνετίσουμε με το φόβο, ας νικήσουμε με τη καλοσύνη».
Με τους περιώνυμους θεολογικούς του λόγους (και πόσα άλλα κηρύγματα) κυριολεκτικά ανέστησε θεολογικά την Ορθοδοξία και προκατήχησε το διευρυνόμενο εκκλησιαστικό πλήρωμα στη θεολογία περί του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο μυστήριο της ακαταληψίας του Θεού και στις προϋποθέσεις της αληθινής θεογνωσίας. Ώσπου εισήλθε ο λαμπρός φιλορθόδοξος νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος στη Βασιλεύουσα.
Στις 27 Νοεμβρίου 380 αποδίδεται στους ορθοδόξους ο καθεδρικός ναός των Αγίων Αποστόλων με στρατιωτική συνοδεία, λόγω των αρειανοφρόνων, που απειλούσαν με θάνατο το Γρηγόριο. Ο αυτοκράτορας τον προέτρεψε να αναλάβει τον εκκλησιαστικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως λέγοντας:
«ω πάτερ, σοι τε και τοις ιδρώσι τοις σοις δι᾽ ημών ο Θεός εγχειρίζει την Εκκλησίαν. Ιδού δίδωμί σοι τον οίκον τον ιερόν και τον θρόνον!»
Ο Θεολόγος Γρηγόριος αποδέχθηκε τη στιβαρή θρησκευτικο-πολιτική αποφασιστικότητα και απόφαση του μεγάλου εκείνου αυτοκράτορα, μόνο ως προς την αναγνώριση και απόδοση των δικαιωμάτων της Εκκλησίας–Ορθοδοξίας. Μολονότι αποδείχθηκε στην πράξη μοναδικός ποιμένας της αναστημένης Ορθοδοξίας στη Βασιλεύουσα, επιφυλάχθηκε να ικανοποιήσει την ενθουσιώδη επιθυμία του λαού και την πρόσκληση του αυτοκράτορα να ενθρονιστεί (διοριστεί) πολιτειοκρατικά ερήμην της Συνόδου. Στάθηκε αμετάπειστος και αμετακίνητος στην πρόκριση της ακριβούς εκκλησιολογίας (PG 36, 272-3, Λόγος λστ΄). Δε δίστασε να το διαλαλήσει πως θεωρούσε ως ξένη εκκλησιαστική δικαιοδοσία αυτήν της Κωνσταντινουπόλεως (κι ας την είχε αναστήσει θεολογικά)!
Ο λαός επέμενε, αλλά και ο Γρηγόριος ήταν ανυποχώρητος. Όμως, δίπλα στον αυτοκράτορα, με τόσο λαό συνήγορο και εκλέκτορα της αξιοσύνης του, ο Γρηγόριος, ο διδακτός Θεού, επέμενε στην τήρηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ο Νοέμβριος του 380 ήταν η ώρα της ορθόδοξης ομολογίας και της δοξολογίας του Θεού, από ευγνωμοσύνη για τη μεγάλη Τριαδική χάρη, επειδή παραδίδονταν στους ορθοδόξους πάλι οι διαρπαγέντες ναοί· αργότερα θα συζητούσαν ποιος θα ανερχόταν ως αρχιεπίσκοπος στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Μάιο του 381 η Β΄ Οικουμενική θέλησε και τον αναγνώρισε Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, και μόνον τότε ο Γρηγόριος αποδέχθηκε το θρόνο με τη Συνοδική εκλογή. Η Αγία Σύνοδος κατά την πρώτη της συνεδρία, με προεδρεύοντα τον ομολογητή Αντιοχείας Μελέτιο, «εισηγήσει και συμβουλία και ψήφω συνοδική εκύρωσε την προεδρία της Βασιλίδος τω Γρηγορίω».
Έτσι αποκαταστάθηκε Συνοδικά-Ιεραρχικά η ορθόδοξη εκκλησιολογία με τον Γρηγόριο εκλεγμένο Συνοδικά για την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Δ. Παραίτηση του Γρηγορίου από το
θρόνο Κωνσταντινουπόλεως και οριστική
απόσυρση στην έρημο
Μετά την επίσημη κύρωση της εκλογής του, ως Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, απεβίωσε και ο πρόεδρος της Συνόδου Μελέτιος, οπότε τον διαδέχθηκε στην προεδρία ο Γρηγόριος.
Ωστόσο αυτός που ανέστησε την ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη, αυτός που είχε αντιδράσει προηγουμένως στην παρέμβαση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρου για τον κυνικό φιλόσοφο Μάξιμο (380), αποδείχθηκε τελικά, πως δεν επιθυμούσε τον εαυτόν του στο ρόλο του μόνιμου και κανονικού Προδρεύοντος μιας Συνόδου των συνηθισμένων Ιεραρχικών διεκδικήσεων και αντεκδικήσεων. Είχε μια βαθιά αίσθηση προσωρινότητας και τοποτηρητείας. Είχε πλέον τη σιγουριά και την πνευματική αίσθηση της αναστημένης ορθόδοξης πίστεως και φρουρό της τον αποφασιστικό Θεοδόσιο. Τον ενοχλούσαν οι Συνοδικές διαμάχες και προτιμούσε την μονήρη άσκηση της θεολογίας. Ζούσε και δρούσε με την προσμονή να ανευρεθεί πρόσωπο άξιο για να παραδώσει σ᾽ αυτόν τη νύμφη. Εσώψυχα είχε επιλέξει αυτήν βασικά την αποστολή: να κηρύξει και να ανασώσει, να προσφέρει ό,τι μπορούσε στη θεολογία της Εκκλησίας, και τελικά ωσάν επίτροπος και νυμφαγωγός να προσφέρει τη νύμφη εκκλησία της Βασιλεύουσας σε κάποιον άλλο, που θα ήταν άξιος μιας τόσης πνευματικής ομορφιάς και θεολογικής ευεξίας (την οποία πάντως δι᾽ αυτού είχε αναδείξει το Πνεύμα το Άγιον)!
Ως χαρακτήρας ο Άγιος δεν επεδίωκε αξιώματα, θρόνους, δόξα, πλούτο. Ένοιωθε αποστροφή για τις παρασκηνιακές κινήσεις, τις ίντριγκες, τις πλάγιες μεθόδους, τους σκόπιμους ελιγμούς. Έτρεφε αγάπη στον ησυχαστικό βίο και τον κούραζαν οι ευθύνες των αξιωμάτων. Οι τακτικές και οι συμπεριφορές μερικών ανθρώπων της Εκκλησίας τον πλημμύριζαν με πίκρα και απογοήτευση. Η στάση ολίγων επισκόπων της Συνόδου τον αποθάρρυναν τόσο, που πήρε απόφαση αμετάκλητη να παρατήσει το θρόνο και τη Βασιλεύουσα. Έτσι λοιπόν στο μεσουράνημα της «ισχύος» του, το 381 μ.Χ. ανακοίνωσε την απόφασή του να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο και να επιστρέψει στην αγαπημένη του Καππαδοκία, στον ησυχαστικό βίο, που ήταν το όνειρό του. Επέστρεψε στον ησυχαστικό βίο και συνέχισε να γράφει και να κηρύττει φωτιζόμενος από το «Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν,…» για το οποίο εδογμάτισε όσον κανένας άλλος.
Τονίζουμε την οικειοθελή παραίτησή του από το ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, παρά τη στήριξη και παράκληση του αυτοκράτορα να παραμείνει, παρά τις επίμονες παρακλήσεις των ορθοδόξων της Πόλης.
«Η εκούσια αυτή παραίτηση του Αγίου Γρηγορίου αποτελεί μοναδική ή σπάνια περίπτωση στην εκκλησιαστική ιστορία όλων των εποχών. Δεν τον εκδίωξε η πολιτική εξουσία. Δεν τον ανάγκασε η αδυναμία του γήρατος. Δεν τον υποχρέωσε κάποια σοβαρή ασθένεια. Ήταν συνειδητή επιλογή προς διδαχή. Ράπισμα κατά της ακόρεστης μανίας προς τις «πρωτοκαθεδρίες», που στηλιτεύει έντονα και ο ίδιος ο Χριστός.
Λάμπει στο στερέωμα της Ορθοδοξίας το φωτεινό αυτό παράδειγμα του Αγίου Γρηγορίου, που απευθύνεται κυρίως σε αυτούς που μετέρχονται πλάγια, αντικανονικά, ανορθόδοξα μέσα για να αναρριχηθούν στα ανώτερα και ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα ή και να διατηρηθούν σε αυτά με κάθε τρόπο, με κάθε τίμημα, με κάθε μέσο» (εφημερίδα εκκλησιαστική παρέμβαση).
Η παραίτηση του Γρηγορίου χαρακτηρίζει έναν μεγάλο πνευματικό ηγέτη ο οποίος για την ειρήνη και την ενότητα της Εκκλησίας δεν διστάζει να θέσει τον εαυτό του σε δεύτερη μοίρα, εγκαταλείποντας ακόμη και αυτήν την αξιοζήλευτη θέση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η φυγή του από το θρόνο της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποδοθεί σε δειλία ή φόβο μπροστά στα δύσκολα (η εικόνα αυτή παρουσιάζεται στη ∆ύση για τον Γρηγόριο), αλλά οφείλεται στην υπέρμετρη αγάπη του προς το ποίμνιο και στην επιθυμία του να εξασφαλίσει το γενικότερο καλό της Εκκλησίας. Εξάλλου ο Γρηγόριος με την παραίτησή του από τον πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως έδωσε τέλος στα σενάρια, που τον ήθελαν να έχει σχεδιάσει την άνοδό του σ' αυτόν από την πρώτη στιγμή που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.
Στα αίτια που τον οδήγησαν να αφήσει τη Βασιλεύουσα πρέπει να συγκαταριθμήσουμε την αγάπη του για την αναζήτηση της ησυχίας και της ηρεμίας, η οποία μπορούσε να διακοπεί μόνο, όταν τον είχε η Εκκλησία πραγματική ανάγκη. Τώρα λοιπόν, αφού επιτέλεσε τον σκοπό του, που ήταν η καταπολέμηση των αιρέσεων που μάστιζαν την Εκκλησία του Χριστού και η ενίσχυση του ορθοδόξου πληρώματος, ήρθε ο καιρός να αναζητήσει και πάλι την ησυχία και την απρόσκοπτη επικοινωνία του με τον Θεό.
Φθάνει στη γενέτειρά του, την Αριανζό για να ξεκουραστεί και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Έμεινε μακριά από τη φασαρία του κόσμου και αρνήθηκε να πάρει μέρος στην Οικουμενική Σύνοδο του 382. Παρά την αδυναμία του καταπολέμησε και απομάκρυνε τους «Απολιναριστές» από την περιοχή της Ναζιανζού και πέτυχε να διευθετήσει διοικητικά και άλλα ζητήματα της εκεί εκκλησίας, καθώς και ν’ αναλάβει για τελευταία φορά τη διαποίμανση της Ναζιανζού.
Ο Γρηγόριος απεβίωσε στο κτήμα του σε ηλικία εξήντα ετών, μόνος, έχοντας χάσει όλους τους δικούς του ανθρώπους.
Λίγο πριν κοιμηθεί, ο Γρηγόριος έζησε την τελευταία δοκιμασία της ζωής του. Στην περιοχή, όπου ασκήτευε, ο συγγενής του Ουαλεντινιανός εγκατέστησε μία ομάδα γυναικών, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αναστατώνεται η ησυχία του Γρηγορίου. Γι' αυτό και αναγκάζεται να αφήσει με πολλή λύπη το ασκητήριό του και να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη ερημική περιοχή μάλλον εκεί γύρω.
Η Εκκλησία μας τιμά αυτόν τον μεγάλο θεολόγο και άγιο τρεις φορές κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους και μάλιστα τον ίδιο μήνα: στις 19 Ιανουαρίου που τιμάται η μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων του από τον οικογενειακό τάφο στη Ναζιανζό στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, στις 25 Ιανουαρίου, που τελείται η μνήμη της κοιμήσεώς του και στις 30 Ιανουαρίου, που συνδοξάζεται και τιμάται ως ένας από τους τρεις μεγάλους οικουμενικούς διδασκάλους μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Βιβλιογραφία
1.Στυλιανού Παπαδόπουλου-Ο πληγωμένος αετός
2. Β.Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα, 1970
3.Εφημερίδα εκκλησιαστική παρέμβαση
4. Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ’, κεφ. β’
5.Γρηγορίου Θεολόγου- Άπαντα τα έργα. Πατερικές εκδόσεις Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
6. ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τομ. 1-12, Αθήναι 1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου