Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Β ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (2016) (Α.Μ.Σ.Κ)

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)

Oι μελετητές  των δύο Συνόδων (Β Βατικανής και Α.Μ.Σ.Κ)  επεσήμαναν αρκετές ομοιότητες  μεταξύ των. Μάλιστα ειπώθηκε ότι η Α.Μ.Σ.Κ αντέγραψε σε πολλά σημεία την Β Βατικάνειο.

Με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία οι ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών Συνόδων καταγράφονται συνοπτικά  στην συνέχεια.

Ομοιότητες της Β Βατικάνειας Συνόδου και της Συνόδου της Κρήτης

 (Α.Μ.Σ.Κ)

1. Ο κυρίαρχος ρόλος των Ακαδημαϊκών θεολόγων.

Σχετικά με τη σύνοδο των Λατίνων, κατά κοινή ομολογία, οι θεολόγοι «ήταν οι σχεδιαστς των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που εγκαινιάστηκαν στην Β΄ Βατικανή». Η συμβολ τους χαρακτηρίστηκε «αξιοσημείωτη… Οι επίσκοποι της Β΄ Βατικανής Συνόδου είχαν επίγνωση της σπουδαιότητας των θεολόγων». Η Σύνοδος αναγνώρισε επισήμως τις επί δεκαετίες εργώδεις προσπάθειές τους για την αναμόρφωση της θεολογίας, ιδιαιτέρως δε της εκκλησιολογίας.

Aλλά και στην Α.Μ.Σ.Κ. το πλήρωμα των Ορθοδόξων Εκκλησιών (λαϊκοί, μοναχοί, κληρικοί ακόμα και επίσκοποι), ακόμα και οι Ιεραρχίες, κρατήθηκαν ουσιαστικά και σε μεγάλο βαθμό εκτός της προπαρασκευαστικής διαδικασίας. Μόνο μία μικρή ομάδα ακαδημαϊκών θεολόγων και συγκεκριμένων επισκόπων καθοδήγησαν και διαμόρφωσαν τα υποβληθέντα προς επικύρωση κείμενα στην σύνοδο στην Κρήτη.

2. Η απουσία «Δογματικού λόγου»  

Η Α.Μ.Σ.Κ   – όπως και η Β΄ Βατικανή – είναι μία «μη δογματική» σύνοδος, στην οποία, κατά τα λεγόμενα του Πατριάρχη Αθηναγόρα τα δόγματα θα πρέπει να μείνουν στο «θησαυροφυλάκιο».

Οι δύο αυτές σύνοδοι έχουν κοινές ρίζες και καταβολές, παρόμοια μεθοδολογία και στόχους, αλλά επίσης μοιράζονται και μία τουλάχιστον  αλλεργία στο δόγμα. Αμφότερες αυτές οι συνδιασκέψεις ισχυρίστηκαν πως είχαν σκοπό και στόχο να εδραιώσουν τη δέσμευση των ιεραρχιών τους στον οικουμενισμό και αμφότερες επέτρεψαν οι συνοδικές αποφάσεις και τα Κείμενά τους να διαμορφωθούν από ακαδημαϊκούς θεολόγους. Ακόμη σημαντικότερο είναι πως, και οι δύο αυτές συνάξεις, θεώρησαν αποδεκτή την εισαγωγή μιας νέας «περιεκτικής» εκκλησιολογίας ξένης προς την Πίστη της Εκκλησίας «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».

3. Οι  στόχοι  των  Συνόδων.

Η Β Βατικανή Σύνοδος  έχει ως  σκοπό την ανανέωση και ανακαίνιση της εσωτερικής ζωής και οργάνωσης της  Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η  Α.Μ.Σ.Κ  επίσης δεν συγκαλείται για να αντιμετωπίσει δογματικά ζητήματα, όπως συνέβη με όλες τις προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, αλλά για να επιφέρει «εκσυγχρονισμό» και αναδιοργάνωση της Εκκλησίας.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε παλαιότερο δημοσίευμά του στο Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό The National Catholic Reporter έγραψε τα εξής αποκαλυπτικά των προθέσεών του για την Πανορθόδοξη Σύνοδο: «οι δικοί μας στόχοι είναι ίδιοι με αυτούς του πάπα Ιωάννου 23ου να εκσυγχρονίσουμε την Εκκλησία και να προωθήσουμε την ενότητα των Χριστιανών. Επίσης, η Σύνοδος θα σημάνει το άνοιγμα της Ορθόδοξης  Εκκλησίας στις μη Χριστιανικές θρησκείες και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτό σημαίνει μία νέα στάση έναντι του Ισλάμ, του Βουδισμού, του σύγχρονου πολιτισμού και όσον αφορά τις επιδιώξεις για αδελφότητα χωρίς ρατσιστικές διακρίσεις … με άλλα λόγια θα σημάνει το τέλος δώδεκα αιώνων απομόνωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας».( "Council Coming for Orthodox", interview by Desmond O'Grady, The National Catholic Reporter,  in the January 21, 1977.

4. Η Ασαφής ορολογία στα κείμενα

Μία άλλη χαρακτηριστική κατηγορία ομοιοτήτων μεταξύ των κειμένων της Β΄ Βατικανής και της Πανορθοδόξου είναι στη χρήση διφορούμενης και ασαφούς ορολογίας που αφήνουν περιθώριο για ποικίλες και ετερόκλητες ερμηνείες. 

Έχουμε λοιπόν μία διγλωσσία και στο μικτό μήνυμα, εκ μέρους των οραματιστών και διοργανωτών της Α.Μ.Σ.Κ: από τη μία πλευρά πρόκειται για μία «μη-δογματική» σύνοδο (πράγμα ανήκουστο), απ’ την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις της θα έχουν θεολογικό και εκκλησιολογικό περιεχόμενο!

Συνεπώς, το μήνυμα που λαμβάνουν οι πιστοί, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά και οι κληρικοί, ακόμα και οι επίσκοποι, τους καθησυχάζει και αδρανοποιεί την επαγρύπνησή τους. Τους λέει, τρόπον τινά, ότι «δεν συμβαίνει τίποτε ουσιαστικό εδώ, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, δεν θα αλλάξει η πίστη μας», ενώ ουσιαστικά εκφράζεται, νομιμοποιείται και εγκρίνεται μία νέα εκκλησιολογία, μία νέα δογματική διδασκαλία για το τι είναι Εκκλησία.

5. Η ανάπτυξη νέας Εκκλησιολογίας

Όπως η Β Βατικανή Σύνοδος ανέπτυξε μια «νέα εκκλησιολογία» που από την έννοια «της αποκλειστικότητας» πέρασε στην θεολογία «της περιεκτικότητας» ή «βαπτισματικης θεολογίας», κατά ανάλογο τρόπο μερικά σημεία των κειμένων που ετοιμάσθηκαν για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο υπενθυμίζουν μια «νέα εκκλησιολογία» και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εφ' όσον αναγνωρίζονται Μυστήρια και εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

6. Η Αποφυγή όρων που παραπέμπει σε αιρέσεις και πνεύματα πλάνης.

 Άλλο σημείο. το οποίο δυστυχώς σφυρηλατεί τη συγγένεια ανάμεσα στις δύο αυτές συνόδους, είναι η απουσία οποιασδήποτε δαιμονολογίας. Είναι ενδεικτικό ως προς το φρόνημα και τις προτεραιότητες των συντακτών των συνοδικών κειμένων, ότι πουθενά σε οποιοδήποτε από τα κείμενα δεν βρίσκει κανείς τους παρακάτω όρους: Διάβολος, δαίμονας, διαβολικός ή πονηρός -Αίρεση  αιρετικός, σχίσμα ή σχισματικός.

Εν τούτοις, η διάκριση των μεθόδων «των πεπτωκότων πνευμάτω»ν, ή αλλιώς δαιμονολογία, αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας.

Η απουσία της παραμικρής έστω αναφοράς στον πονηρό ή στις μεθοδείες του (αίρεση, σχίσμα, κ.λ.π.), σε οποιοδήποτε από τα συνοδικά Κείμενα, είναι ενδεικτική μιας κοσμικής, εκκοσμικευμένης αντιλήψεως, μακράν του Πατερικού φρονήματος.

«..«….Κατ’ αρχάς, εντύπωση προκαλεί η σύγκλιση, ή  μάλλον,  απόλυτη ταύτιση της στάσης τους έναντι των αιρέσεων. Τα κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου και αυτά της Πανορθοδόξου, πουθενά δεν αναφέρονται σε αιρέσεις, κακοδοξίες ή πλάνες τις οποίες να προσδιορίζουν συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Οι Πατέρες σε κάθε εποχή και σε κάθε Τοπική ή Οικουμενική Σύνοδο ένα είχαν ως βασικό μέλημα: την αφύπνιση της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας. Φρόντιζαν να εφιστούν την προσοχή τού πληρώματος της Εκκλησίας στη νόθευση και αλλοίωση της ευαγγελικής αποκαλύψεως από τους «βαρείς λύκους» (Πράξ, 20, 29), τους «λαλούντας διεστραμμένα» (Πράξ. 20, 30), τους «ψευδοδιδασκάλους» (2  Πετρ.  2, 1), τις «αιρέσεις απωλείας» (2 Πέτρ. 2, 1). Τόσο η Β΄ Βατικανή όσο και η Πανορθόδοξη τάσσονται στον αντίποδα της πάγιας αυτής αποστολικής, Πατερικής και συνοδικής πρακτικής της Εκκλησίας: δεν επισημαίνουν καμία πλάνη, καμία αίρεση, καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής! Απεναντίας μάλιστα, στα κείμενα της Πανορθοδόξου και ιδιαιτέρως στις: «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οι αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται απλώς «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ή τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11)! Είναι εμφανέστατος ο επηρεασμός από το «περί Οικουμενισμού» (UR) διάταγμα της Β΄ Βατικανής ! (π.Πέτρος Χιρς)

7. Οι Εκκλησιολογικές συγκλήσεις

Η Β βατικάνειος αναγνώρισε ότι τα όρια της Εκκλησίας καθορίζονται από το Βάπτισμα (βαπτισματική θεολογία) και δέχεται ως εκκλησίες τις προτεσταντικές παραφυάδες και άλλες χριστιανικές ομολογίες.

Η Α.Μ.Σ.Κ εμμέσως πλην σαφώς συγκλίνει με τις αποφάσεις της Β Βατικανής, αφού θεωρεί και αυτή ως Εκκλησίες τις αιρέσεις:

Η τελική διατύπωση στο  επίμαχο  κείμενο  για τις διαχριστιανικές σχέσεις ήταν η παρακάτω : «η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Η φράση  κατά πολλούς είναι αμφίσημος, ώστε να αφήνει στην κάθε πλευρά περιθώρια ερμηνείας της κατά το δοκούν.

Έτσι  και οι δύο Σύνοδοι αποδέχθηκαν αθεολόγητα την «Βαπτισματική Θεολογία» και έμμεσα την «Θεωρία των Κλάδων», αναγνωρίζοντας ως Εκκλησίες τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Μαρωνίτες, τους Νεστοριανούς, τους Μονοφυσίτες Αντιχαλκηδονίους, τους Μονοθελήτες, οι οποίοι καταδικάστηκαν για την χριστολογική τους αίρεση από σειρά Οικουμενικών Συνόδων (από την Τρίτη έως και την Έκτη).

8. Η παρουσία εκπροσώπων άλλων ομολογιών

 Η  «σύνοδος» της Κρήτης ακολουθώντας την Β΄ Βατικανή και όχι τους Αγίους Πατέρες, όχι μόνον δεν έκανε την παραμικρή μνεία στην αίρεση, αλλά περαιτέρω προσκάλεσε και εκπροσώπους αιρετικών ομολογιών να παρακολουθήσουν τις εργασίες της ως παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι (αιρετικοί) από προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Η πρακτική αυτή αν και δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία των συνόδων, είχε εφαρμοστεί στις Βατικάνειες συνόδους, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά το πνεύμα και το φρόνημα που δυστυχώς ενέπνεε τους διοργανωτές.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι και οι δύο Σύνοδοι:

1.      Καθιέρωσαν την βαπτισματική θεολογία.

2.     Νομιμοποίησαν  επίσημα και συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού.

3.     Πέτυχαν την εκκλησιαστικοποίηση των αιρέσεων

4.     Υποβίβασαν  τον χριστιανισμό στο επίπεδο του κοινωνισμού («κοινωνικό ευαγγέλιο»).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου