Η ΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου
Αθανασίου (χημικού)
ΜΕΡΟΣ-Α
Eισαγωγικά
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στο
σύγγραμμά του "ΦΥΣΙΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΤΗΣ ΟΥΝΙΑΣ", σελίδα
19, Αθήναι, 1928 γράφει τα εξής:
“Ουνία είναι η ΑΠΑΤΗΛΗ, ΠΡΟΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΙΝ ΤΩΝ ΑΠΛΟΥΣΤΕΡΩΝ,
ένωσις, καθ ήν ο ενούμενος μετά της Λατινικής "Εκκλησίας", αποδέχεται
μεν το πρωτείον του πάπα και ΑΠΑΣΑΝ την διδασκαλίαν της Λατινικής
"Εκκλησίας", διατηρεί όμως την ιδίαν λειτουργικήν τάξιν και τινα ίδια
ήθη και έθιμα, κατά το ιησουητικόν δόγμα, "unite dans la foi, variete dans
les rites" (ενότης εις την πίστιν, ποικιλία εις τα λειτουργικά τυπικά),
προς ΒΑΘΜΙΑΙΑΝ ΚΑΙ ΟΥΧΙ ΑΠΟΤΟΜΟΝ ΑΦΟΜΟΙΩΣΙΝ προς την λατινικήν
"Εκκλησίαν" των ενουμένων".
Οι επί μέρους σκοποί της ουνίας συνοψίζονται στον εξής έναν
κύριο και κεντρικό σκοπό: ΤΟΝ ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΜΟ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΤΗΣ
ΑΝΑΤΟΛΗΣ.
«Λύκους εν σχήματι προβάτων», τους ονόμασε ο
Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ στην εγκύκλιο του 1989/ 24 Μαρτίου 1907
Οι Ουνίτες Κάνουν χρήση της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου
του Χρυσόστομου και του Αγίου Βασιλείου, μηδέ των λειτουργικών αναφορών στους
Ορθόδοξους εξαιρουμένων. Μέχρι και την Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζουν. Οι
ουνίτες ‘’επίσκοποι’’ και οι ‘’ιερείς’’ των,
ενδύονται με άμφια όμοια των Ορθοδόξων. Η σκοπιμότητα είναι προφανής.
Οι ουνίτες ‘’ιερείς’’ μπορεί να είναι και έγγαμοι. Η απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως συνήθως γίνεται χωρίς την προσθήκη του Filioque. Δεν χρησιμοποιούν όστια.
Η ‘’Αποστολική Εξαρχία των Ελληνόρυθμων Καθολικών’
Στην Ελλάδα η αυτοκαλούμενη ‘’Αποστολική Εξαρχία των
Ελληνόρυθμων Καθολικών’’ δηλαδή των Ουνιτών, ιδρύθηκε το έτος
1923. Η ενέργεια τούτη των Παπικών, ήταν το επακόλουθο προσπαθειών από τους
Ουνίτες της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή. Λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, την ίδια περίοδο
οι Ουνίτες της Ανατολικής Θράκης είχαν εγκατασταθεί στα Γιαννιτσά. Στα
Γιαννιτσά οι Ουνίτες έχουν δημιουργήσει δική τους ενορία, την ενορία των
Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στην ιστοσελίδα τους γράφουν τα εξής;
«Είμαστε Χριστιανοί Καθολικοί που ακολουθούμε το βυζαντινό
λειτουργικό τυπικό, γι’ αυτό ονομαζόμαστε Ελληνόρρυθμοι ή Ενωτικοί. Είμαστε σε
πλήρη κοινωνία με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, διατηρώντας όμως τα ίδια
έθιμα, τις πνευματικές και λειτουργικές παραδόσεις των Αγίων Πατέρων της
Ελληνικής Εκκλησίας. Ήδη στον ΙΑ’ αιώνα, μετά τις προστριβές μεταξύ Ανατολικής
και Δυτικής Εκκλησίας του 1054, μια σημαντική παράταξη Ανατολικών έμεινε
ενωμένη με την Εκκλησία της Ρώμης, ενώ άλλες ανατολικές εκκλησίες ζήτησαν πιο
αργότερα την απόκτηση της πλήρους κοινωνίας, επιθυμώντας να επιστρέψουν στη
αδιαίρετη χριστιανική εκκλησία της πρώτης χιλιετίας»
Σύντομα ιστορικά στοιχεία
Το έτος 1054 είναι έτος ανεξίτηλο στην μνήμη όλων των
Ελλήνων χριστιανών, αλλά και των χριστιανών γενικότερα, επειδή τότε έγινε το
επικατάρατο Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Παρά το γενικό βαρύ
αυτό εκκλησιαστικό κλίμα, πραγματοποιήθηκαν και δυο σοβαρές
εκκλησιαστικές, οικουμενικές προσπάθειες για την προσέγγιση των δύο
Εκκλησιαστικών κόσμων Ανατολής και Δύσεως. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με τη
σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου (1274) στη Λυών της Γαλλίας. Δυστυχώς, η Σύνοδος
δεν είχε θετικά αποτελέσματα στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Εν τούτοις, η
σπουδαιότητα της Συνόδου, υπογραμμίζεται ιστορικά με την ανάδειξη
κατηγορίας μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, οι οποίοι υπήρξαν
υποστηρικτές της ενώσεως. Αυτοί όλοι ήσαν οι «Ενωτικοί» του Βυζαντίου. Μεταξύ
αυτών, ήταν ο Ιωάννης Βέκος (1293) ο οποίος υπέγραψε την ένωση στη Λυών, ο
Γεώργιος Ακροπολίτης (1282), ο Γεώργιος Μετοχίτης (1328), ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός
(1350) , ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1359), ο Ιωάννης Καλέκας, Πατριάρχης
(1334-1347), ο Δημήτριος Κυδώνης (1398), ο αδελφός του Προχώριος και πολλοί
άλλοι.
Όλοι αυτοί και άλλοι ακόμη, πίστευαν ότι η ιδέα της ενότητας των
χριστιανών και η ένωση του Βυζαντίου με την Αποστολική Έδρα της Ρώμης, την
«Καθέδρα του Πέτρου», ήταν σύμφωνοι προς την Αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας της
Ανατολής – και σύμφωνοι προς τη διδασκαλία του Χριστού.
Μετά από πολλές συζητήσεις δυο αιώνων, τελικά το 1439,
υπογράφηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, η
ένωση των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Καθολικής, όπου είχε
συγκληθεί επί τούτου Οικουμενική Σύνοδος (ψευτοσύνοδος).. Αυτή τη φορά
είχε προηγηθεί μεγαλύτερη προετοιμασία, τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και σε
ορισμένες Μητροπόλεις της Ελλάδος. Οι Ενωτικοί, δηλαδή οι Έλληνες που
επιθυμούσαν την ένωση με την Αποστολική ΄Έδρα της Ρώμης, αυτοί του νέου
σταθμού για την Εκκλησία ήταν οι μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες του
Βησσαρίωνος, Μητροπολίτου Νικαίας, και του Ισιδώρου, Μητροπολίτη Κιέβου.
Επίσης, οι τρεις τελευταίοι Πατριάρχες της ελεύθερης Κωνσταντινουπόλεως: Ιωσήφ,
Ναθαναήλ και Πετροφάνης· οι Μητροπολίτες: Μυτιλήνης Δωρόθεος, Ρόδου Ναθαναήλ,
Μονεμβασίας Δοσίθεος και ορισμένοι άλλοι, καθώς και οι δύο τελευταίοι
Αυτοκράτορες: Ιωάννης (1448) και Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος (1453), οι οποίοι,
μέχρι του θανάτου τους, έμειναν πιστοί στη συμφωνηθείσα ένωση της
Φλωρεντίας.
Για όσους αμφιβάλλουν για την ορθότητα και τη χριστιανική
γνησιότητα των κριτηρίων αυτών τα οποία οδήγησαν τους εκκλησιαστικούς
αυτούς άνδρες να υπογράψουν την Ένωση των Εκκλησιών στην Φλωρεντία, δεν έχουν
παρά να μελετήσουν όσα αναφέρει ο ίδιος ο Μητροπολίτης Νικαίας
Βησσαρίων: «ποία ικανή απολογία έχομε ενώπιον του Θεού για ένα τόσο μεγάλο κακό
που είναι η διαίρεση των αδελφών, αφού γι’ αυτήν ήλθε ο Χριστός στη γη και
σταυρώθηκε….; ποία ικανή απολογία θα έχομε να δώσομε στις μετέπειτα και,
κυρίως, στις σημερινές γενεές; …» (Ε.Π. 161, 610 Α-Β).
Αυτοί οι Ανατολικοί της Καθολικής Εκκλησίας, οι
οποίοι έμειναν πιστοί στη συνείδησή τους, οι καλούμενοι «Ενωτικοί»,
υπήρξαν τόσον στον Ελληνικό χώρο όσο και έξω απ’ αυτόν. Υπήρξαν σε όλους
τους αιώνες μετά το χωρισμό, όπως και μετά την κατάλυση του Βυζαντίου.
Αναμφισβητήτως, δεν αποτελούσαν οργανωμένες τοπικές Εκκλησίες. Ήταν διάσπαρτοι
Ανατολικοί ή και οικογένειες που εξυπηρετούνταν πνευματικά
από Δυτικούς Καθολικούς, ή από ιερείς αποφοίτους του Ελληνικού
Κολλεγίου της Ρώμης, αλλά και από Ορθοδόξους ιερωμένους, αφού κριτήριο
των μεταξύ των Εκκλησιών σχέσεων δεν ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός.
Όσον αφορά τους σημερινούς Ενωτικούς της Ελλάδος, με την πάροδο
των αιώνων η πνευματική αγωνία του Βησσαρίωνος και άλλων, βρήκε κατά καιρούς
απήχηση στη συνείδηση ορισμένων πιστών. Ο πόνος αυτός για τη διαιώνιση της
διαίρεσης των χριστιανών οπαδών του Χριστού, και ο ιερός πόθος της
ενότητας των χριστιανών, προς δόξα Θεού, αλλά επίσης το «ίνα ο κόσμος πιστεύση»
(Ιω. 17), μεταλαμπαδεύτηκε και σε άλλους μεταγενέστερους Ιεράρχες, ιερείς και
λαϊκούς.
Έτσι, στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία θα
αναφέρουμε τους Ιεράρχες που υπήρξαν και εργάστηκαν με ζήλο για τον πόθο
του Χριστού «ίνα πάντες εν ώσιν» (Ιω. 17,21). Αυτοί είναι: ο Γρατιανουπόλεως
Ησαΐας Παπαδόπουλος, Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών στην Κωνσταντινούπολη,
(1911), ο διάδοχός του, Θεοδωρουπόλεως Γεώργιος Χαλαβαζής, οποίος ξεκίνησε
το έργο του στην Κωνσταντινούπολη και με τα γεγονότα της Μικρασιατικής
καταστροφής εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα με το μικρό του ποίμνιο (1922). Μετά την
εκδημία του (1957) διάδοχός του υπήρξε ο Γρατιανουπόλεως Υάκινθος Γαδ (+1975).
Κατόπιν ο Γρατιανουπόλεως Ανάργυρος Πρίντεζης (+ 2011),έπειτα ο Γρατιανουπόλεως
Δημήτριος Σαλάχας και σήμερα ο επίσκοπος Καρκαβίας Εμμανουήλ.
1. «Καθεδρικός και
Ενοριακός Ιερός Ελληνόρρυθμος Καθολικός Ναός Αγίας Τριάδος. Αχαρνών 246 – 112 53 ΑΘΗΝΑ
2. Ενορία Αγίων
Αποστόλων Πέτρου και Παύλου-Χρ. Διδασκάλου 2 – 581 00 ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
3. Ενοριακό
Παρεκκλήσιο της Γεννήσεως του Χριστού-Σκαλάκια Πέτρου Ράλλη – 841 00 ΣΥΡΟΣ
4. Ενοριακό
Παρεκκλήσιο του Γενεθλίου της Θεοτόκου (της Ι. Μ. ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ)- Λ. Μαραθώνος 1 – 190 05 Ν. ΜΑΚΡΗ
Η εφημερίδα των Παπικών ‘’Καθολική’’, εκδίδεται από
τους Ουνίτες. Το ‘’Γραφείο Καλού Τύπου’’στην Αθήνα, στους Ουνίτες
ανήκει. Το τμήμα του γυναικείου ‘’Τάγματος των Μικρών Αδελφών του
Ιησού’’ στους Ουνίτες υπάγεται και δραστηριοποιείται στην Αθήνα, στα
Γιαννιτσά αλλά και στην Τήνο.
Ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, με το Διάταγμα της Β΄ Βατικανής
συνόδου, «Orientalium Ecclesiarum», για τις ‘’Ανατολικές
Καθολικές Εκκλησίες’’ των Ουνιτών, προστάτεψε ουσιαστικά την
Ουνία. «Το Βατικανό υποστηρίζει την Ουνία», έγραφε Αρχιμανδρίτης
Γεώργιος Καψάνης, «παρ’ ότι υποκριτικά ‘’καταδικάζει’’ την Ουνία ως μέθοδο
ενώσεως των Εκκλησιών (κείμενο του Balamand-Παρ.1), την επιβεβαιώνει
αναγνωρίζοντας την ύπαρξιν των ουνιτικών κοινοτήτων (Παρ. 31) και ενισχύοντας ποικιλοτρόπως
την παρουσία και δραστηριοποίησή τους μέσα στα κανονικά όρια των Ορθοδόξων
Εκκλησιών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου