|
ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ Β ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. (Unitatis Redintegratio) ή UR
(μέρος πρώτο)
Πρωτοπρεσβυτέρου
Δημητρίου Αθανασίου. (χημικού)
Εισαγωγικά
Το Διάταγμα περί
Οικουμενισμού της Β Βατικάνειας Συνόδου (UR) είναι ένα πολύ σημαντικό ιστορικό κείμενο, γιατί
έβαλε τα θεμέλια του παπικού Οικουμενισμού, υιοθέτησε νέα εκκλησιαστική
πολιτική απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες
και άνοιξε το δρόμο για την προσέγγιση και τον διάλογο μ’ αυτές με στόχο την
πανχριστιανική ενότητα. Τα αποσπάσματα στην ελληνική γλώσσα που θα παρατεθούν
είναι από μετάφραση του λατινικού κειμένου του 1965, που εγκρίθηκε πανηγυρικά
από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην Β Βατικάνειο Σύνοδο κατά την Τρίτη
περίοδο των εργασιών της. (ψήφισαν 2137 υπέρ και 11 κατά). Η Ελληνική
μετάφραση είναι του επισκόπου Παύλου.
-------------------------------------------------------------
Συνοπτική
παρουσίαση του κειμένου
Tο κείμενο περιλαμβάνει τα εξής.
-Το προοίμιο στο οποίο αναφέρονται οι λόγοι για την προώθηση της αποκατάστασης της ενότητας πάντων των Χριστιανών. Γράφονται μεταξύ των άλλων και τα εξής:
«Η προώθησις της αποκαταστάσεως της ενότητας μεταξύ πάντων των
Χριστιανών είναι εις εκ των κυρίων σκοπών της Δευτέρας Αγίας Οικουμενικής εν
Βατικανώ Συνόδω.
Μία και μόνη Εκκλησία ιδρύθη υπό του Κυρίου Ιησού. Πολλαί όμως
χριστιανικαί ομολογίαι παρουσιάζουν εαυτάς εις τους ανθρώπους ως τας
αληθείς κληρονόμους του Ιησού Χριστού, πάντες βεβαίως ομολογούν ότι είναι
μαθηταί του Κυρίου, αλλά λαμβάνουν διαφόρους θέσεις και βαδίζουν εις διαφόρους
οδούς, ωσάν Αυτός Ούτος ο Χριστός να είχε μερισθεί. Είναι βέβαιο ότι μία τοιαύτη
διαίρεσις αντιτίθεται εις το θέλημα του Χριστού, είναι σκάνδαλον δια τον κόσμον
και φέρει εμπόδιον εις την αγιωτάτην των υποθέσεων : την κήρυξιν του Ευαγγελίου
εις πάσαν την κτίσιν….Όθεν ο Κύριος ….ήρχισεν επ΄εσχάτων να διαχέη
δαψιλότερον εις τους διηρημένους μεταξύ των χριστιανούς το πνεύμα της συντριβής
της καρδίας και την επιθυμίαν της ενότητας.
Πολλοί άνθρωποι απανταχού συνεκλονίσθησαν εκ της χάριτος ταύτης και
μεταξύ των διϊσταμένων αδελφών ημών εγεννήθη, τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος,
μία ευρυνομένη καθημερινώς κίνησις προς αποκατάστασιν της ενότητας πάντων των
Χριστιανών. Εις την κίνησιν αυτή ήτις καλείται ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ, μετέχουν οι
επικαλούμενοι τον εν Τριάδι Θεόν και οι ομολογούντες τον Ιησούν Χριστόν Κύριον
και Σωτήρα, ουχί μόνον ως πρόσωπα μεμονωμένα αλλά και ως πρόσωπα συνηγμένα εις
κοινότητας, εντός των οποίων ήκουσαν το Ευαγγέλιον, καλούντα δε την Εκκλησίαν
αυτών και Εκκλησίαν του Θεού.
Όθεν πάντες σχεδόν καίτοι κατά διάφορον τρόπον αποβλέπουν εις την μιαν ορατήν Εκκλησίαν του Θεού, την πράγματι παγκόσμιον και απεσταλμένην εις σύμπαντα τον κόσμον, ίνα ο κόσμος μεταστραφεί εις το Ευαγγέλιον και ούτω σωθή προς δόξαν Θεού….Ταύτα λοιπόν πάντα θεωρούσα η Αγία Σύνοδος εν χαρά, αφού διακήρυξεν ήδη την περί Εκκλησίας διδασκαλία, διακατεχομένη υπό της επιθυμίας αποκαταστάσεως της ενότητας μεταξύ πάντων των μαθητών του Χριστού, προάγεται να προτείνη εις πάντας τους Καθολικούς τας βασικάς αρχάς, τας κατευθύνσεις και τους τρόπους δια των οποίων ούτοι θα δυνηθούν να ανταποκριθούν εις την θείαν ταύτην κλήσιν και χάριν.»
Το Α Κεφάλαιο όπου αναπτύσσονται οι αρχές του Οικουμενισμού της
«Καθολικής Εκκλησίας» (;;;)Το Β Κεφάλαιο με τίτλο-«Η άσκηση του Οικουμενισμού» έχει τις εξής ενότητες :Η ανανέωσις της Εκκλησίας, -Η μεταστροφή της καρδίας,-Η κοινή προσευχή,-Η αμοιβαία αδελφική γνωριμία, -Η οικουμενική μόρφωσις,-Ο τρόπος εκφράσεως και εκθέσεως της πίστεως,-Η συνεργασία μεταξύ των διιισταμένων αδελφών.
Το Γ Κεφάλαιο
όπου εξετάζονται «αι διιστάμεναι εκκλησίαι και εκκλησιαστικαί κοινότητες έναντι
της Ρωμαϊκής Αποστολικής έδρας». Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Ιδιαίτεραι
παρατηρήσεις περί των Ανατολικών Εκκλησιών». Εδώ με κρυπτογραφημένο τρόπο
εξετάζεται και επαινείται η Ουνία.
Η δεύτερη ενότητα
έχει τίτλο «Αι εν τη Δύσει διϊστάμεναι Εκκλησίαι και εκκλησιαστικές κοινότητες»
δηλ. ασχολείται με τις προτεσταντικές παραφυάδες.
Ακολουθεί το
τέλος του διατάγματος (συμπέρασμα) με προτροπές για αποφυγή «παντός
ασύνετου ζήλου» και «πάσης ελαφρότητας» που μπορούν να βλάψουν την πρόοδο της
ενότητας.
ΣΧΟΛΙΑ.
Α. Από το
εισαγωγικό σημείωμα φαίνεται ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρεί τον εαυτό της
ότι ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, δεν ανήκει στην ομάδα των
Χριστιανικών ομολογιών και ως εκ τούτου όλες οι ομολογίες πρέπει να ενταχθούν
ενωτικά σε αυτή, για να σταματήσει το σκάνδαλο του διαχωρισμού των χριστιανών.
Επίσης διατυπώνεται η αίρεση περί της ΔΙΗΡΗΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ καθώς και το
βασικό κριτήριο που θα βοηθήσει στην ένωση, που είναι Η ΠΙΣΤΗ
ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΖΡΙΣΤΟ ΚΑΙ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΩΣ ΣΩΤΗΡΑ.
Β. Επίσης από τη
μελέτη του Διατάγματος αυτού προκύπτει ότι αποτυπώνεται πλήρως η «περί
Εκκλησίας « Εκκλησιολογία της Β Βατικανής Συνόδου. Όπως παρουσιάσαμε στα
προηγούμενα σχετικά άρθρα η νέα Εκκλησιολογία που αναδύεται από τα
περί Εκκλησίας κείμενα της Β΄ Βατικανής, (UR, Lumen Gentium) έχει τρεις άξονες.
Τη “βαπτισματική θεολογία”, την εκκλησιολογία της “διηρημένης” και της
“διευρυμένης” Εκκλησίας και την κακοδοξία της πέραν της Εκκλησίας
σωτηρίας.
Η κακοδοξία της “διευρυμένης
Εκκλησίας” εκφράζεται θεωρητικά με την αίρεση της “βαπτισματικής
θεολογίας”, ενώ στην πράξη εκφράζεται με τη θεώρηση των προτεσταντικών
Ομολογιών ως Εκκλησιών.
Η κακοδοξία
της “διηρημένης Εκκλησίας” αφήνει ορθάνοιχτο το δρόμο
για τον εξουνιτισμό των Ορθοδόξων.
Η υποδομή
της “βαπτισματικής θεολογίας συνδέεται άρρηκτα με την “θεωρία
των κλάδων” (branch theory), η οποία πρεσβεύει ότι οι διάφορες
χριστιανικές Ομολογίες είναι κλαδιά του δέντρου της Una Sancta (της "Μίας
Αγίας") πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Πρόκειται προφανώς για καθαρά
προτεσταντική κακοδοξία.
Υπενθυμίζουμε ότι
η έκφραση «αδελφές εκκλησίες» δηλώνει τις σχέσεις των Εκκλησιών της Ανατολής
μεταξύ τους και όχι με την ίδια. Και αυτό γιατί η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία
θεωρείται η μητέρα όλων των επιμέρους εκκλησιών.
Γ. Συγχρόνως, στο
ίδιο διάταγμα περί Οικουμενισμού, αναγνωρίζονται εκκλησιαστικά στοιχεία εκτός
της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως είναι ο λόγος του Θεού (Γραφή), η Θεία
Χάρη, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη καθώς και οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος
ορατές ή αόρατες. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι καθετί που πηγάζει από τον Χριστό
και οδηγεί πίσω στον Χριστό ανήκει στην Εκκλησία Του. Ενώ τονίζει ότι ακόμη και
οι πράξεις «χωρισμένων αδελφών», δηλαδή των άλλων εκκλησιών ή κοινωνιών,
μπορούν να μεταδίδουν Θεία Χάρη και κατ' επέκταση να οδηγούν στη σωτηρία.
Δ. Ένα σημείο
κλειδί της Β΄Βατικανής Συνόδου ήταν η πολυπόθητη - από τους κύκλους της κυρίως
- διάκριση μεταξύ μη Καθολικών Χριστιανών και αλλοθρήσκων που δεν είχε οριστεί
στο παρελθόν. Αργότερα, με το διάταγμα περί Οικουμενισμού (Unitatis
Redintegratio) αποφάσισε ότι όσοι έχουν βαφτιστεί και πιστεύουν στον Χριστό
είναι με έναν τρόπο ενωμένοι με την Εκκλησία (Ρωμαιοκαθολική) ακόμη κι αν η
ένωση αυτή δεν είναι τέλεια καθώς και ότι θεωρούνται αδερφοί «εν Κυρίω» αφού
μέσω του βαπτίσματος ανήκουν στο Σώμα του Χριστού. Παρατηρείται ότι οι άλλοι
Χριστιανοί χαρακτηρίζονται πλέον «αδελφοί εν Κυρίω» όπως και «χωρισμένοι
αδελφοί» ενώ κάποια χρόνια πριν «σχισματικοί» και «αιρετικοί», υπογραμμίζοντας
έτσι μια εντυπωσιακή μεταστροφή. Παρόμοια διάκριση γίνεται αργότερα από τον
Πάπα Παύλο ΣΤ' και για τις «αδελφές εκκλησίες» για τις οποίες στο παρελθόν δεν
είχε γίνει αναφορά ποτέ σε πληθυντικό αριθμό αφού μόνο η Ρωμαιοκαθολική είναι η
αληθινή εκκλησία, σύμφωνα με την διδασκαλία της. Γίνεται αντιληπτό
ότι η έκφραση «αδελφές εκκλησίες» δηλώνει τις σχέσεις των Εκκλησιών της
Ανατολής μεταξύ τους και όχι με την ίδια. Και αυτό γιατί η
Ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρείται η μητέρα όλων των επιμέρους εκκλησιών.
Ε. Είναι
άξιο σημειώσεως ότι το UR αναφέρει
ρητά ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν πλήρες το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεώς των
σύμφωνα με το δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δεν είναι δηλαδή, υποχρεωμένες να
υπόκεινται διοικητικά στη Ρώμη, οφείλουν όμως να λαμβάνουν πάντοτε υπ΄ όψιν των
την ενότητα της όλης Εκκλησίας (υπονοείται η κοινωνία με την Εκκλησία της
Ρώμης)
ΣΤ. Συγχρόνως,
στο ίδιο διάταγμα περί Οικουμενισμού, αναγνωρίζονται εκκλησιαστικά στοιχεία
εκτός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως είναι ο λόγος του Θεού (Γραφή), η
Θεία Χάρη, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη καθώς και οι δωρεές του Αγίου
Πνεύματος ορατές ή αόρατες. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι καθετί που πηγάζει από
τον Χριστό και οδηγεί πίσω στον Χριστό ανήκει στην Εκκλησία Του. Ενώ τονίζει
ότι ακόμη και οι πράξεις «χωρισμένων αδελφών», δηλαδή των άλλων εκκλησιών ή
κοινωνιών, μπορούν να μεταδίδουν Θεία Χάρη και κατ' επέκταση να οδηγούν στην
σωτηρία. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία συμμετέχει στον οικουμενισμό χωρίς να
αλλάζει την εκκλησιαστική ταυτότητά της και με διάθεση συνεργασίας και
μεταρρύθμισης όπου κρίνεται αναγκαίο.
Ο Καρδινάλιος
Edward Cassidy σε πρόσφατο σχετικά έργο του, (2005), με τίτλο: «Οικουμενισμός
και Διαθρησκειακός Διάλογος: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate», εδήλωσε:
«Η Σύνοδος, [Β΄ Βατικανή], με μια σαφή ριζοσπαστική αποστασιοποίησή της από την
προγενέστερη αυτής διδασκαλία, παρουσιάζει την Οικουμενική Κίνηση ως
‘εμφορουμένη από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος».
Η ενότητα των
Εκκλησιών σύμφωνα με το διάταγμα περί Οικουμενισμού
Πρόκειται για τη
γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον «αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο
παραδόσεων», την «ενότητα εν τη ποικιλία», η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον
και στις μέρες μας. Ενότητα δηλ., όχι στην Ορθόδοξη πίστη και την Αλήθεια, που
είναι ο Χριστός, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση,
ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στην αίρεση του Παπισμού, χωρίς αυτός να αποβάλει
καμία από τις αιρέσεις του. Δηλ. αποδοχή του πρωτείου του Πάπα και
διατήρηση των όποιων παραδόσεων ακόμη και δογμάτων της κάθε Ομολογίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου