Η Β Βατικάνειος Σύνοδος και η Ορθοδοξία-
ΜΕΡΟΣ -Γ
πρωτοπρεσβυτέρου
Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)
Η Εκκλησιολογία της Β Βατικάνειας Συνόδου υπό το φως της Ορθοδοξίας (δεύτερο μέρος)
Β. Η θέση του
Επισκόπου Ρώμης και των Επισκόπων στην Εκκλησία.(Το Πρωτείο του Πάπα)
Στην Α Βατικάνεια
Σύνοδο (1870) θεσπίσθηκε το αλάθητο του Πάπα, ενώ στην Β Βατικάνεια Σύνοδο
(1962-1965) καθορίσθηκε η έννοια του πρωτείου του Πάπα σε όλη την Εκκλησία.
Στο κείμενο της
Συνόδου «Δογματική Διάταξη περί Εκκλησίας» «Lumen Gentium» γίνεται
λόγος για το ότι, όπως ο Απόστολος Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι «αποτελούν ένα
και μόνο αποστολικό σύλλογο», κατά τον ίδιο τρόπο και ο Πάπας Ρώμης ως διάδοχος
Πέτρου και όλοι οι Επίσκοποι σχηματίζουν έναν σύλλογο που λειτουργεί κάτω από
το πρωτείο του Πάπα. «Το ποιμαντικό αυτό καθήκον του Πέτρου και των άλλων
Αποστόλων ανήκει στα θεμέλια της εκκλησίας και συνεχίζεται από τους επισκόπους
κάτω από το πρωτείο του Πάπα».
Ο Πάπας, ως
διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, «είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της
ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των
πιστών». «Πραγματικά, ο επίσκοπος Ρώμης, με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του
Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια
εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί»
Οι φράσεις
«αντιπρόσωπος του Χριστού», «ποιμένας όλης της Εκκλησίας» και «υπέρτατη και
παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία», την οποία μάλιστα ασκεί ελεύθερα, είναι
εκείνες που προσδιορίζουν πως εννοεί ο Πάπας σήμερα την θέση του στην Εκκλησία.
Λόγω αυτής της
θέσεώς του όποιος Επίσκοπος η όποια Σύνοδος δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον
Πάπα, δεν έχει καμμιά εξουσία. «Ο σύλλογος η το σώμα των επισκόπων δεν έχει
εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του». Ο
σύλλογος των Επισκόπων είναι «φορέας της υπέρτατης και πλήρους εξουσίας μέσα
στην παγκόσμια Εκκλησία, την οποία όμως δεν μπορεί να ασκεί χωρίς τη σύμφωνη
γνώμη του επισκόπου Ρώμης». Δηλαδή, αν κανείς Επίσκοπος η και Αυτοκέφαλη
Εκκλησία δεν αναγνωρίζη το πρωτείο του Πάπα και δεν έχη κοινωνία μαζί του η
ασκή εξουσία χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Πάπα, δεν έχει καμμία αξία.
Είναι δε
χαρακτηριστική και η σχέση μεταξύ πρωτείου του Πάπα και Οικουμενικής Συνόδου.
Βεβαίως, όπως υποστηρίζεται, «ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω
σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο», αλλά «δεν μπορεί
να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει
δεκτή, από το διάδοχο του Πέτρου».
Επίσης, το
πρωτείο του Πάπα συνδέεται με το αλάθητο. Στο κείμενο γράφεται ότι ο
Χριστός, που είναι η αλήθεια, «δώρισε στην Εκκλησία Του την ιδιότητα να
συμμετέχει στο δικό Του αλάθητο». Και συγχρόνως γράφεται: «Αυτό το αλάθητο έχει
ο επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του συλλόγου των επισκόπων, χάρη στο αξίωμά του,
όταν, σαν πρώτος ποιμένας και διδάσκαλος όλων των πιστών, που στηρίζει στην
πίστη τους αδελφούς του, διακηρύσσει με οριστική πράξη μια διδασκαλία σχετική
με την πίστη και την ηθική». Αυτό το αλάθητο υπάρχει και στο σώμα των
επισκόπων, «όταν αυτοί, μαζί με τον διάδοχο του Πέτρου, ασκούν το ύψιστο
διδακτικό τους αξίωμα, προπάντων στην Οικουμενική Σύνοδο»
ΣΧΟΛΙΟ. Οι
απόψεις αυτές των Λατίνων για την θέση και την εξουσία του Πάπα στην Εκκλησία,
ως προς το πρωτείο και το αλάθητο, είναι σαφέστατες και δείχνουν την απόκλισή
τους από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, γίνεται αντιληπτό το
ότι οι Λατίνοι δεν δέχονται την διδασκαλία «περί αδελφών Εκκλησιών» και
διατείνονται ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν μεν μυστήρια, αλλά έχουν
ελλείψεις, επειδή δεν έχουν κοινωνία με τον Πάπα.
Ο μακαριστός
π.Γεώργιος Καψάνης έγραψε:
«Η Β´ Βατικάνειος Σύνοδος... δεν
παρέλειψε να εξάρη και ενισχύση ακόμη περισσότερον και το παπικόν αξίωμα, μέχρι
του σημείου μάλιστα ώστε υπό τινων υμνητών αυτού εν τη Συνόδω εδημιουργήθη η
υπόνοια ότι κεφαλή της Εκκλησίας δεν είναι πλέον ο Χριστός, αλλ' ο Πέτρος και
μέσω αυτού ο Πάπας» (Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. I,
Αθήναι 1964, σελ. 25)· και, όσον αφορά τα ανοίγματά της, «πρόκειται περί
μεταβολής της εξωτερικής πολιτικής και εμφανίσεως της Εκκλησίας της Ρώμης, ουχί
δε περί εσωτερικής μεταβολής εν τη διδασκαλία αυτής» (Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία
και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. II, Αθήναι 1965, σελ. 170).
Την αμετακίνητο
εμμονή του Παπισμού στα δόγματά του βεβαιώνουν κατά καιρούς οι Πάπαι της Ρώμης.
Ο Πάπας Παύλος ΣΤ´ π.χ. με την
πρώτη μετά την εκλογή του εγκύκλιο «Ecclesiam suam» (6/8/1965) διαρκούσης της Β´ Βατικανείου εδήλωνε: «απατώνται
όσοι πιστεύουσιν, ότι ημείς θα αποστώμεν των προνομίων ημών, τα οποία θεόθεν
εδόθησαν διά του αποστόλου Πέτρου» (Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και
Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. II, Αθήναι 1965, σελ. 171). Και ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος
Β´ με την
εγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25/3/1995) κινείται στην ίδια γραμμή, όπως
σχολιάζει ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Παναγόπουλος: «Η εγκύκλιος
επανέρχεται με αδιαλλαξία και ακαμψία στις διακηρύξεις περί Οικουμενισμού της Β´ Βατικανής Συνόδου... Κάθε συζήτηση
για την εκκλησιαστική ενότητα προϋποθέτει την άνευ όρων αποδοχή του Παπικού
πρωτείου, το οποίο ο Θεός ίδρυσε 'ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο
ενότητας'» (Ιω. Παναγόπουλου, Το Βατικανό και η Ένωση των Χριστιανικών
Εκκλησιών, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/7/1995).
συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου