Κυριακή 19 Απριλίου 2020

Ο σπόγγος ως βασανιστήριο στη Σταύρωση του Χριστού.

Γράφει ο Αθανάσιος Στρίκος.
Τα Πάθη του Χριστού που συγκλονίζουν δυο χιλιάδες χρόνια, ενέπνευσαν μεγάλους καλλιτέχνες (ποιητές, μουσικούς, ζωγράφους) και συνέλαβαν πράγματα υψηλής αισθητικής μετατρέποντάς τα σε αριστουργήματα τέχνης, εφέτος δεν θα επιτελεστούν. Ο κόσμος δεν θα πάει στις εκκλησιές, στην περιφορά του Επιταφίου, δεν θα ακούσει ύμνους υψηλής εμπνεύσεως, κάτι που δεν είχε παρατηρηθεί ποτέ στην ιστορία του Ελληνικού Χριστιανισμού. Μόνο το 1941 η περιφορά έγινε μέσα στους Ναούς εξ αιτίας των Γερμανών που είχαν ήδη καταλάβει την Ελλάδα.


Μάλιστα ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα διάλεξαν οι Ούννοι να κάνουν βομβαρδισμούς στον Πειραιά, την Ελευσίνα, τα Μέγαρα. Και τότε ο κόσμος αντελήφθη πως είχε να κάνει με στυγνούς δολοφόνους, αφού παρά το ʺΔίκαιο του Πολέμουʺ (δεν το κατάλαβα ποτέ μου με όποια έννοια κι αν χρησιμοποιείται, όπως επίσης δεν κατάλαβα τους όρους ʺΟρθόδοξοςʺ και ʺΑνορθόδοξοςʺ Πόλεμος) και τις Ναυτικές παραδόσεις, αυτοί οι βάρβαροι την ημέρα εκείνη βομβάρδισαν ως και άοπλο Ναυτικό Νοσοκομείο («Αττική») που έπλεε κατάφωτο με τα διακριτικά του Ερυθρού Σταυρού. «Πολλὰ τὰ δεινὰ· κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει». (Πολλά τα θεριά, χειρότερο θεριό όμως απ’ τον άνθρωπο κανένα). Και τη χρονιά εκείνη (1941) ο κόσμος προσέρχονταν στις Εκκλησιές με ρυθμούς πρωτοφανείς, χωρίς να πτοούνται από σειρήνες και επιδρομείς. Βλέπετε η δυστυχία ενώνει τους ανθρώπους και το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα γίνεται εντονώτερο. Και κανείς δεν πίστευε πως θα υπάρξει Πασχαλιά χειρότερη εκείνης. Να όμως που υπάρχουν τα μη χειρότερα, όπως εύχεται ο λαός κι εφέτος θα είναι η πρώτη φορά εν καιρώ ειρήνης που δεν θα γιορτάσουμε όχι μόνο τα Άγια και φρικτά Πάθη -για μένα η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου η Μ. Παρασκευή- αλλά ούτε καν Λαμπρή, όπως δεν γιορτάσαμε και την 25η Μαρτίου – Ευαγγελισμού, για πρώτη φορά από το 1838 που την καθιέρωσε ο Δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Καλλιφρονάς με το παῒρι του (= το έτσι θέλω, την παλληκαριά του), αφού το επίσημο κράτος αντιδρούσε σθεναρά. Να τα λέμε αυτά.
Όμως για να είμαστε μέσα στο πνεύμα των ημερών και μετέχοντας του εορτασμού με το δικό μας τρόπο, θα καταθέσουμε κάτι σχετικό με τα Πάθη του Χριστού, που νομίζω πως παρά τις λεπτομερείς, σχολαστικές και σε βάθος αναλύσεις εκ μέρους των ειδικών θεολόγων δεν έχει προσεχτεί. Ανθρώπινη αδυναμία άλλωστε να μη διαβάζουμε ούτε να ακούμε προσεχτικά και πρώτος εγώ που σας μιλώ. Καίτοι προσοχή σημαίνει προς + έχω τον νουν. Ας μπούμε λοιπόν στο θέμα μας.
Την Μ. Πέμπτη μεταξύ των άλλων συγκλονιστικών, το ʺΣήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, κλπ,ʺ ανάμεσα Ογδόου (Η’) και Ενάτου (Θ’) Ευαγγελίου διαβάζεται το Συναξάριον (ιστορικό αφήγημα) του Μηναίου και αμέσως μετά ακούμε : «Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτά Πάθη τοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν. (Πόσο προσεγμένο αυτό το ἐπιτελοῦμεν. Όχι εορτάζομεν αλλά ἐπιτελοῦμεν = εκπληρώνουμε, αποτίουμε ό,τι οφείλουμε). Τοὺς ἐμπτυσμοὺς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρὰν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην καὶ προπάντων τὸν σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, ἅ δι’ ἡμᾶς ἑκῶν κατεδέξατο· ἔτι δὲ καὶ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ σωτήριον ἐν τῷ σταυρῷ ὁμολογίαν».
Απλό το κείμενο και δεν χρειάζεται ερμηνεία. Βλέποντάς το όμως άλλη μια φορά αναρωτήθηκα : Καλά οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα (τα ραπίσματα διαφέρουν των κολαφισμάτων. Και ραπίσματα είναι τα χτυπήματα με ράβδο και οι μαστιγώσεις, ενώ τα κολαφίσματα είναι χτυπήματα στο πρόσωπο. Ο Ματθαίος λέει: ʺ.. καὶ ἐκολάφησαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισανʺ ΚΖ 67), οι ύβρεις, οι γέλωτες, η πορφυρά χλαίνα, ο κάλαμος, το όξος, οι ήλοι, η λόγχη και προπάντων ο σταυρός και ο θάνατος είναι όντως φρικτά πάθη και κατανοούνται. Ο σπόγγος όμως, μετά τον κάλαμον και πριν το όξος, γιατί συγκαταλέγεται στα φρικτά πάθη; Τί έχει στη προκειμένη περίπτωση ο σπόγγος ώστε να θεωρείται βασανιστήριο τη στιγμή μάλιστα που διαχωρίζεται από τον κάλαμον και το όξος; Τον κάλαμον έδωκαν στο Χριστό αντί για βασιλικό σκήπτρο. Να τον μειώσουν, να τον εξευτελίσουν, να τον ρεζιλέψουν. Ομοίως και το ξύδι (ὄξος). Ώστε δεν μπορεί να ειπεί κάποιος πως πρόκειται για τον σπόγγον απλώς που βούτηξαν στο ξύδι και έδωκαν στον Ιησού να πιεί αντί για νερό, όταν είπε ʺδιψώʺ, με την βοήθεια του καλαμιού για να φθάνουν εκεί ψηλά στο Σταυρό. Από πού κι ως πού λοιπόν ο σπόγγος από μόνος του όπως είναι στο κείμενο να θεωρείται βασανιστήριο; Τί έχει (είχε) ο σπόγγος; ή μήπως εδώ συμβαίνει κάτι άλλο και σ’ αυτό θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Ύστερα ο σπόγγος αντιδιαστέλλεται όπως είπαμε από τον κάλαμον και το όξος. Είναι ξεχωριστός και ο ιστορικός αφηγητής (συναξαριστής) τον έχει μεταξύ δύο κομμάτων, επομένως έχει και νόημα αυτοτελές, πράγμα που με έβαλε σε σκέψεις. Κοντολογίς δεν πρέπει το σπόγγο να τον προσπεράσουμε αδιάφορα ούτε να τον σκεφτούμε ως κάτι που καθαρίζουμε το κορμί μας στο λουτρό, ακουμπά στο σώμα απαλά και μας ευχαριστεί κιόλας.
Αντίθετα μάλιστα εδώ ο σπόγγος ανάμεσα στους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τις ύβρεις και τα υπόλοιπα, πρέπει να ήταν από μόνο του ύπουλο βασανιστήριο υπαγόμενο στην ίδια κατηγορία ή ως τέτοιο το χρησιμοποίησαν εκείνη τη στιγμή οι βασανιστές. Φαίνεται δηλαδή καθαρά ότι έχουμε βασανιστήριο αν όχι τόσο οξύ όσο οι ήλοι και η λόγχη, ύπουλο πάντως που προκαλεί άλγος και οδύνη σε όποιον το υφίσταται. Και το καθένα χωριστά και όλα μαζί αποσκοπούν να διασύρουν, να υποτιμήσουν, να ταπεινώσουν, να ρεζιλέψουν, να ατιμάσουν το πρόσωπο για το οποίο προορίζονται.
Τα λεξικά της αρχαίας δεν μας βοηθούν να λύσουμε το πρόβλημα. Ύστερα θεωρώ ότι ο σπόγγος εδώ είναι πολιτιστικό μάλλον στοιχείο και όχι φιλολογικό, γλωσσικό. Αν πάμε πχ στο λεξικό των Liddell και Scott στο λήμμα σπόγγος διαβάζουμε σπόγγος = σφουγγάρι. Και πιο κάτω «ἐν χρήσει ἐν τῷ λουτρῷ». Το δε σπογγίζω σημαίνει απομακρύνω δια σπόγγου. Ακόμη με τον σπόγγον καθάριζαν και τα υποδήματα. Φαίνεται λοιπόν πως ο σπόγγος εχρησιμοποιείτο και για κατώτερα πράγματα όπως λέμε σήμερα πατσιαβούρι, κωλοσφούγγι.
Οι Ρωμαίοι για παράδειγμα είχαν Δημόσιες τουαλέττες, τις λεγόμενες λατρίνες (= Δημοτικά αποχωρητήρια. Και η λάτρα που λέμε σήμερα, λάτρα του σπιτιού = καθαριότητα από εδώ είναι. Και όλα ξεκινούν από το αρχαίο ρήμα λατρεύω που σημαίνει είμαι εν δουλεία, υπηρετώ, υπόκειμαι σε κάτι, είμαι υπόδουλος, μισθωτός. Και λάτρις -ιος είναι ο μισθωτός εργάτης και λάτριες οι δούλοι, οι υπηρέτες). Οι λατρίνες αυτές δεν ήσαν ατομικές, αλλά οι λεκάνες τους ευρίσκοντο στη σειρά και καθένας που έκανε την ανάγκη του για να μην τον βλέπουν οι άλλοι κάλυπτε τα απόκρυφά του κατεβάζοντας τον χιτώνα. Μπροστά από τις λεκάνες υπήρχε αυλάκι στο οποίο έτρεχε νερό και ανά δύο ή τρεις λεκάνες στενόμακρο ξύλο όπου στο ένα άκρο του είχαν προσαρμόσει σπόγγον που χρησίμευε στο να καθαρίζουν την περιοχή μετά την αφόδευση βουτώντας τον στο αυλάκι με το νερό. Αυτές ήσαν κι έτσι λειτουργούσαν οι Ρωμαϊκές λατρίνες και μια από τις κύριες χρήσεις του σπόγγου εκείνη την εποχή.
Η συνήθεια αυτή των Ρωμαίων πέρασε και στην Παλαιστίνη, η οποία ήταν υπό ρωμαϊκή κατοχή. Από την άλλη βουτώντας τον σπόγγον στο ξύδι έπαιρνε γεύση δριμεία που ήταν πιο κοντά σε κείνη των ούρων και όλο αυτό αποσκοπούσε, όπως είναι φανερό, να μειώσουν, να εξευτελίσουν ακόμα περισσότερο το Ιησούν, ο οποίος όταν πλησίασαν στο στόμα του τον κάλαμον με τον σπόγγον αηδίασε γυρίζοντας το κεφάλι του. («Οὐκ ἤθελε πιεῖν» λέει ο Ματθαίος ΚΖ 34. Και ο Ιωάννης ʺΣκεῦος δὲ ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους… προσήνεγκον αὐτῷ τῷ στόματιʺ ΙΘ 29). Και βλέποντας κανείς τον σπόγγον να πλησιάζει στο στόμα η σκέψη πάει σε αηδιαστικά πράγματα. Σαν να του έβαζαν, θα λέγαμε σήμερα λερωμένο χαρτί υγείας και κάτι χειρότερο. Κι αυτά σ’ εκείνο το στόμα από το οποίο βγήκε ό,τι γλυκύτερο που σε καθήλωνε και δεν είχες μάτια να βλέπεις κι αυτιά ν’ ακούς τίποτ’ άλλο από εκείνα τα λόγια. Και βεβαίως όλα τα περί την χρήση του σπόγγου ο αφηγητής τα θεωρεί γνωστά και δεν αισθάνεται την ανάγκη να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο σπόγγος εδώ μνημονεύεται ως ξεχωριστό βασανιστήριο. Βασανιστήρια δε την εποχή εκείνη εφαρμόζοντο κατά την ανάκριση σε δούλους και όχι μόνον για να τους αποσπάσουν ομολογίαν, ενώ για τους ελεύθερους ήσαν απαγορευμένα.
Όλ’ αυτά ήτοι τα βασανιστήρια που ήσαν για τους δούλους, ο σπόγγος που είπαμε εις τι κυρίως χρησίμευε αφού προηγουμένως τον βούτηξαν στο ξύδι για να δώσουν απαίσια γεύση και τον έφεραν στο στόμα Εκείνου απ’ το οποίο βγήκαν λόγια θεϊκά, όντα πάνω στο Σταυρό, όταν είπε ʺδιψῶʺ και ο ιδρώτας «ὡσεὶ θρόμβοι» αυλάκωνε το θεϊκό του πρόσωπο λίγο πριν ξεψυχήσει και οι άλλοι να αλαλάζουν χαρούμενοι γιατί θα άδειαζε ο τόπος από τούτον τον παράξενο δάσκαλο, φέρτε τα στο μυαλό και πέστε αν ο σπόγγος είναι ή όχι κι αυτός βασανιστήριο φρικτό.
Αυτός, πιστεύω, είναι ο λόγος που στο κείμενο βρίσκεται αυτοτελώς όπως και τα υπόλοιπα και δείχνει πόσο κακός ο άνθρωπος. Που έφτιαξε δήθεν ηθικό κώδικα, δήθεν δίκαιο και δικαιοσύνη, κακός και εκδικητικός και ζει μέσα στην τρέλα.
Είναι μεγάλα πράγματα αυτά που είπε ο Χριστός κι ακούστηκαν για πρώτη φορά με τον τρόπο που ακούστηκαν. Τ’ ακούσαμε, τα είδαμε, αλλά δεν κάνουμε άλλο από το να τρώμε ο ένας τον άλλον. Αυτό δίδαξε. Να μην τρώμε ο ένας τον άλλον. Τόσο απλά. Όμως επειδή εμείς δεν το γουστάρουμε σε σταυρώνουμε, γιατί θέλουμε να σκοτώνουμε, να βιάζουμε τον αδύναμο, να πλουτίζουμε, να θησαυρίζουμε. Και δεν μίλησε μόνο για τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, αλλά συγκεφαλαιωτικά για το πανανθρώπινο δράμα της ζωής όλων των εποχών. Γενικώς οι προθανάτιοι βασανισμοί και οι μεταθανάτιες ατιμώσεις ήταν κάτι σύνηθες. Και βεβαίως από τους μεταθανάτιους χειρότεροι οι προθανάτιοι, αφού εκείνος που τους υφίσταται ζει όπως συνέβη και με τον Ιησούν Χριστόν που φέρνοντάς του τον σπόγγον με το ξύδι στο στόμα ήταν σαν να έλεγαν ʺφάε… ʺ στον Ωκεανόν γαλήνης και ευτυχίας του κόσμου. Σ’ Εκείνον που θά ’κανε τον κόσμο να γίνει παράδεισος.
Αλήθεια σε τί κώδικες μίσους υπακούει το είδος που λέγεται άνθρωπος, που έκανε ως και τον σπόγγον αποτρόπαιο όργανο βασανισμού του Θεού; Και δυστυχώς απέναντι στο κακό που επινοεί και πράττει δεν υπάρχει κανενός είδους αντίδοτο. Τελικά το παιχνίδι της ζωής είναι πολύ βρώμικο.

Σημειώσεις: Ι. Τη συνήθεια πλυσίματος της περιοχής εκείνης του σώματος με σφουγγάρι είχαν και οι μουσουλμάνοι της Ρόδου, οι οποίοι ως ξωμάχοι έφερναν πάντοτε μαζί τους ένα παγουράκι με νερό κι ένα σφουγγάρι γι’ αυτό το σκοπό.
ΙΙ. Ευχαριστώ την κ. Ελένη Καλλίστου, καθηγήτρια φιλόλογον σε Λύκειο των Βρυξελλών για τις πολύτιμες πληροφορίες της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου