Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο πνεῦμα, εἶνε καὶ σάρκα· καὶ ὡς σάρκα ἔχει ἀνάγκη τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ βρίσκεται σ᾽ ἕνα περιβάλλον ποὺ νὰ ὑπενθυμίζῃ τὰ ἱερὰ γεγονότα. Καὶ τέτοιος τόπος εἶνε ἡ ἐκκλησία, ὁ ὀρθόδοξος ναός. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ταξιδέψῃ κανεὶς καὶ νὰ πάῃ μακριὰ στὰ ἱερὰ προσκυνήματα· κάθε φορὰ ποὺ μπαίνεις στὴν ἐκκλησία –«Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλὰ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17)–, νὰ πιστεύῃς ὅτι ὁ χῶρος αὐτὸς δὲν εἶνε ἕνα κομμάτι γῆς, δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνα οἰκόπεδο ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα· ἡ ἐκκλησία μας εἶνε οὐρανός, εἶνε ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Ναί, ἐκεῖ εἶνε ὅλα ὅσα ζητάει ἡ ψυχή σου· ἡ Βηθλεὲμ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Ἰορδάνης ποὺ βαπτίσθηκε, ἡ Γεθσημανῆ ποὺ πέρασε μὲ ἀγωνία τὶς τελευταῖες ὧρες, τὸ ὑπερῷο ὅπου ἔφαγε μὲ τοὺς μαθητάς, ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς καὶ ὁ σταυρός. Ἐκεῖ συνοψίζονται ὅλα. Βηθλεὲμ εἶνε ἡ ἁγία πρόθεσις, ἡ μικρὴ κόγχη ἀριστερὰ στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅπου ἑτοιμάζονται τὰ τίμια δῶρα. Ἰορδάνης εἶνε τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας. Γεθσημανῆ εἶνε ἡ ὥρα τῆς ἐναγωνίου προσευχῆς γιὰ τὰ βάσανα καὶ τὶς θυσίες τῆς ζωῆς. Γολγοθᾶς, τέλος, εἶνε ἡ ἁγία τράπεζα, ὅπου προσφέρεται ἡ ὑψίστη θυσία.
Εἶνε λοιπὸν «ὁ Κύριος ἐγγὺς» διὰ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῶν ἀρετῶν, «ἐγγὺς» ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό. Ἀλλ᾽ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες καὶ οἱ πιὸ ψυχροὶ θὰ πλησιάσουν ὄχι ἁπλῶς «ἐγγύς», ἀλλὰ θ᾽ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους νὰ δεχθοῦν μέσα τους τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ εἶνε τὸ φοβερό. Ἂς ἐκφρασθῶ μ᾽ ἕνα παράδειγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κάποτε, ὅταν ὁ Μωυσῆς βρέθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἔβοσκε τὰ πρόβατα, βλέπει μία βάτο νὰ φλέγεται ἀλλὰ νὰ μὴν καίγεται. Κι ὅταν πῆγε νὰ πλησιάσῃ, ἀκούει φωνή· «Μωυσῆ, μὴν πλησιάσῃς ἐδῶ· ὁ τόπος αὐτὸς εἶνε γῆ ἁγία· βγάλε τὰ παπούτσια σου» (βλ. Ἔξ. 3,4).
Ἡ βάτος, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰκονίζει τὴν Παναγία ἀλλὰ καὶ τὴν θεία κοινωνία, ποὺ εἶνε «πῦρ τοὺς ἀναξίους φλέγον» (ἀκολ. θ. Μετ.)· φωτιὰ ποὺ καθαρίζει τὸ χρυσάφι ἀλλὰ καίει τὰ ξύλα καὶ τὰ ἄχυρα. Ἂν εἶσαι χρυσάφι, θὰ σὲ καθαρίσῃ· ἂν εἶσαι ἄχυρο, θὰ σὲ κατακαύσῃ. Ἄνθρωπε ποὺ πλησιάζεις αὐτὴ τὴ φωτιά, ἔλεγξε τὸν ἑαυτό σου, εἶσαι ἄξιος νὰ κοινωνήσῃς; Βγάλε κ᾽ ἐσὺ τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ῥοῦχα σου, πλῦνε τα καὶ στρῶσε τα, ὅπως σήμερα οἱ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ περάσῃ ὁ Κύριος.
Δὲν ἀρκεῖ ἕνας τυπικὸς ἑορτασμός. Εἴδαμε ὅτι οἱ «μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν» (ὑπακ. Βαΐων). Δὲν τοὺς ὠφέλησε τὸ ὅτι τὴν ἡμέρα αὐτὴ κρατοῦσαν κλαδιὰ καὶ βάια καὶ ἅπλωσαν τὰ ροῦχα τους νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ τοὺς τάπητές μας. Ἔχει δικό του τάπητα τὰ λουλούδια, ποὺ φυτρώνουν τώρα τὴν ἄνοιξι. Κάτι ἄλλο ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός. Θέλει, ὅταν πλησιάζουμε τὴν ἁγία κοινωνία, νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ βρωμερὸ πουκάμισό μας καὶ νὰ τὸ πᾶμε στὸ πλυντήριο νὰ πλυθῇ. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…» (Κολ. 3,9).
Νὰ κάνουμε, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, κάτι ποὺ κάνουν τὰ φίδια. Τέτοιες μέρες τῆς ἀνοίξεως τὰ φίδια στριμώχνονται στὶς τρύπες τῶν τοίχων καὶ βγάζουν τὸ παλιὸ δέρμα τους, καὶ βλέπεις ἐκεῖ τὰ πουκάμισα τῶν φιδιῶν. Κάτι τέτοιο νὰ κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς· νὰ στριμωχτοῦμε, νὰ πιέσουμε καὶ νὰ βιάσουμε τὸν ἑαυτό μας, νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη τῆς μετανοίας καὶ ν᾽ ἀφήσουμε μέσα στὴν ἐκκλησία τὸ παλιό μας πουκάμισο. Νὰ φτύσουμε ἀκόμη τὸ φαρμάκι, τὸ δηλητηριῶδες δόντι, τὴν κακία καὶ μοχθηρία καὶ κάθε ἁμαρτία. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ πλησιάσουμε κ᾽ ἐμεῖς τὰ ἅγια μυστήρια. Καὶ τότε πλέον ὁ Κύριος δὲν θὰ βρίσκεται ἁπλῶς «ἐγγύς», ἀλλὰ θὰ βρίσκεται ἐντὸς τῆς καρδίας μας.
Ὅσα ἄστρα εἶνε κοντὰ στὸν ἥλιο λάμπουν περισσότερο, ὅσα εἶνε μακριὰ λάμπουν λιγώτερο. Σύ, Χριστιανέ, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες κάνε πτῆσι οὐράνια, γίνε τρόπον τινὰ ἕνας πνευματικὸς πύραυλος καὶ πλησίασε τὸν ἥλιο Χριστό. Ὅσο προσεύχεσαι, καθαρίζεσαι, ἁγιάζεσαι, τόσο ἡ ἀπόστασι μικραίνει, πλησιάζεις τὸ Χριστὸ καὶ ἐν τέλει σμίγεις μὲ τὸν Ἥλιο – μὲ τὸ Θεό, γίνεσαι κ᾽ ἐσὺ ἕνας μικρόθεος ἐπὶ τῆς γῆς.
Εἶνε ἀκόμη «ὁ Κύριος ἐγγύς» –μὴ σᾶς πικράνω τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα–, διότι εἶνε ἄγνωστη ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Ποιός ἀπὸ μᾶς εἶνε βέβαιος, ὅτι φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία θὰ πάῃ σπίτι του; Λοιπὸν «γρηγορεῖτε…· γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. 24,42.44. Λουκ. 12,40).
Τέλος εἶνε «ὁ Κύριος ἐγγύς» καὶ διότι, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν ξέρουμε πότε θὰ γίνῃ ἡ Δευτέρα παρουσία. Οἱ χιλιασταὶ ὁρίζουν χρονολογίες καὶ διαψεύδονται· ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶνε ἄγνωστη. Μπορεῖ ὁ Κύριος νὰ ἔλθῃ μετὰ πενήντα ἢ ἑκατὸ ἢ διακόσα ἢ χίλια χρόνια, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἔλθῃ καὶ αὔριο. Ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου εἶνε «ἐγγύς». Διαβάστε τὴν Ἀποκάλυψι νὰ δῆτε ἐκεῖ τὰ μέλλοντα. Ἡ γῆ μιάνθηκε καὶ ρυπάνθηκε ἀπὸ αἵματα, ἀτιμίες, ἐγκλήματα, καὶ θὰ περάσῃ ἀπὸ κλίβανο. Ὅλοι θὰ μποῦν στὸν κλίβανο τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἀδελφοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὸ ὡραιότερο σύνθημα. Ἂς τὸ θυμώμαστε· «ὁ Κύριος ἐγγύς». Ἂς τὸ νιώσουμε ὅλοι βαθειὰ στὸν ἑαυτό μας. Καὶ εἴθε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε περισσότερο τὸν Κύριο, ὥστε νὰ αἰσθανθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴ χαρὰ τῆς ἀναστάσεώς του καὶ νὰ ποῦμε· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν» (ἀκολ. Ἀναστ· Παρακλητ. πλ. β΄ Σάβ. ἑσπ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ταξιαρχῶν Πεδίου Ἄρεως – Ἀθηνῶν τὴν 7-4-1963.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 75β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ»
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ταξιαρχῶν Πεδίου Ἄρεως – Ἀθηνῶν τὴν 7-4-1963.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 75β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ»
Πόσα υψηλά νοήματα και πολλά χρήσιμα μηνύματα συμπεριλαμβάνονται στο κείμενο του Νεοχρυσοστόμου Αυγουστίνου! Αρκεί κάποιος να έχει ανοικτή την καρδιά του ώστε να τα αποδεχτεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζω την πρώτη παράγραφο, την αναφερόμενη στα αληθινά ιερά προσκυνήματα. Θυμάμαι -και έχω αναφέρει σε σχόλια στην "αποτείχιση"- ότι σε πολλές ομιλίες του, ο π. Αυγουστίνος, ή δεν συνιστούσε ή απέτρεπε τις προσκυνηματικές εκδρομές στους αγίους τόπους, τους οποίους προσδιόριζε στα μυστήρια της εξομολογήσεως και αφέσεως των αμαρτιών, της θείας Ευχαριστίας, στα μυστήρια της Εκκλησίας. Ποτέ δεν διοργάνωσε τέτοιες εκδρομές. Επιβεβαιώνω και με την παρούσα απομαγνητοφώνηση ότι, εάν είχε θετική γνώμη και για κάποιες εξ ουρανού κατ΄ έτος επαναλαμβανόμενες θαυματουργίες, όχι μόνο θα πἠγαινε ο ίδιος κατ΄ επανάληψι (δεν πάτησε ποτέ το πόδι του ούτε μία φορά) αλλά και θα συνιστούσε στους πιστούς να συμμετέχουν στο "σημείο εκ Θεού".
ΑπάντησηΔιαγραφή