Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

vratss1Αρχιμανδρίτης Πορφύριος Προδρομίτης στην Romfea.gr

Με πρόσκληση του Συλλόγου Επιστημόνων Κολινδρού, και την ευλογία του Μητροπολίτου Κίτρους Κυρίου Γεωργίου, την Κυριακή, 18 Μαρτίου, στις 5:00μ.μ., πραγματοποιήσαμε Ομιλία στην πόλη του Κολινδρού, με θέμα: "Ο Επίσκοπος Βράτζης Αγάπιος. Ένας Κολινδρινός επιφανής ιερωμένος και ευεργέτης".
Ο Αρχιεπίσκοπος Βράτσης Αγάπιος γεννήθηκε στην φυσική και βιολογική ζωή του στον Κολινδρό, και στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου έλαβε την πνευματική του γέννηση και αναγέννηση και έγινε μοναχός.
Κατά τον 19ο αιώνα φαίνεται πως στον Κολινδρό υπήρχε έντονη πνευματική ζωή, εφόσον δύο τουλάχιστον γνωστά πρόσωπα αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες στον εκκλησιαστικό χώρο στα Πιέρια, ο ιερομόναχος Νικηφόρος, ως κτίτωρ και ηγούμενος στην Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης, και ο Προδρομίτης Μοναχός Αγάπιος, ο κατοπινός Επίσκοπος και Αρχιεπίσκοπος της πόλεως Βράτσης της Βουλγαρίας.
Γιά τον Επίσκοπο Αγάπιο δεν υπάρχει ειδική μονογραφία.
Υπάρχουν επίσης και έγγραφα που εντοπίσαμε στα Αρχεία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Σώζεται, όμως, και έχει δημοσιευτεί ήδη από το 1935 ο Κώδικας της Μητροπόλεως Μεγάλου Τορνόβου, όπου υπάρχει ολόκληρη η δράση του Αγαπίου στην Επισκοπή Βράτσης, Πλεύνης και Ραχόβου, όπως προκύπτει μέσα από τα επίσημα έγγραφα.
Γιά εμάς, και το λέμε προκαταβολικά, ο Αγάπιος είναι ένας άγιος, ένας ιερομάρτυρας της αγίας Εκκλησίας μας. Και την όλη αναστροφή μας μαζί του την θεωρούμε ακριβώς ευλογία και θαύμα. Το πώς μάς παρουσιάζονται τα διάφορα στοιχεία είναι θαυμάσιο.
Ο Αγάπιος γεννήθηκε στον Κολινδρό περί το 1790. Εκείνο που ο ίδιος αναφέρει στην Διαθήκη του, είναι ότι έλαβε το μοναχικό Σχήμα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου.
Αργότερα, τον βρίσκουμε Επίσκοπο της πόλεως Βράτσα, στην Μητρόπολη Βελίκο Τύρνοβο.
Στο πρόσωπο του Αγαπίου, αναδείχθηκε σε Αρχιεπισκοπή. Την εποχή γιά την οποία μιλάμε, η Βουλγαρία δεν είχε ανεξάρτητη εκκλησιαστική δομή, αλλά οι Μητροπόλεις της εξαρτώνταν απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1870, δημιουργείται η Βουλγαρική Εξαρχία, η οποία και ενήργησε ώστε να αποσχισθεί η Εκκλησία αυτή, στην αρχή με σχίσμα, και στην συνέχεια ο Οικουμενικός θρόνος της παρεχώρησε το αυτοκέφαλο και την ανήγαγε σε Πατριαρχείο.
Στα Αρχεία του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου σώζονται πολλά Έγγραφα, που φανερώνουν ακριβώς την μεγάλη δράση του Αγαπίου.
Υπάρχει η Πατριαρχική Πράξη εκλογής του Αγαπίου στον επισκοπικό θρόνο της Βράτσας, τον Μάρτιο του 1833, μετά τον αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο.


Ο Αγάπιος, απεβίωσε στις 13 Οκτωβρίου του έτους 1849, «επί της αρχιερατείας του Σεβασμιωτάτου Γέροντος Αγίου Τορνόβου κ.κ. Νεοφύτου του Βυζαντίου», οπότε και ανέλαβε ο, από ιερομονάχων, Παρθένιος (1850-1852), κατά το ίδιο έτος.
Γιά τους άλλους δύο βαθμούς της ιερωσύνης του Αγαπίου, πότε δηλαδή έγινε διάκονος και πότε χειροτονήθηκε ιερέας, και αρχιμανδρίτης, δεν έχουμε, προς το παρόν, καμία σχετική είδηση.
Συμβάλλει γιά την ανάπτυξη της μόρφωσης των παρθένων και με προσωπικές του δαπάνες εγκαινιάστηκαν το πρώτο παρθεναγωγείο στην πόλη Πλεύεν (1840), καθώς και στην πόλη Βράτσα (1843-1844). Υποστηρίζει και βοηθάει την αναστήλωση του Ι. Ν. Αναλήψεως του Κυρίου στη πόλη Βράτσα το 1848.
Σύμφωνα με επιγραφή του Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πλεύνης, ο ναός οικοδομήθηκε από τον Αρχιερέα Αγάπιο.
Κατά το έτος 1844, ο Αγάπιος έχτισε στην Βράτσα καινούργιο παρθεναγωγείο, στην αυλή του ναού των Αγίων Αποστόλων. Κατά τα εγκαίνια στο ίδρυμα αυτό, ο ίδιος προσέφερε εικόνισμα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, με την χρονολογία 28 Οκτωβρίου 1844.
Στο κάτω μέρος του εικονίσματος, κατά συνήθεια της εποχής, ήταν ζωγραφισμένοι, στην μία μεριά, ο ίδιος με πλήρη αρχιερατική στολή και μίτρα, ενώ στην άλλη η μητέρα του Ευγενία.
Υπάρχουν και γνώμες κάποιων επιστημόνων (κ. Βιργινία Πασκάλεβα) κάτα τις οποίες ο επ. Αγάπιος είναι Βούλγαρος και κατάγεται από την πόλη Κιουστεντήλ της Δυτικής Βουλγαρίας, αλλά αυτές οι απόψεις θεωρούνται απόλυτα λανθασμένες επειδή δεν βασίζονται σε γνήσιες ιστορικές πηγές.
Ο Επίσκοπος Αγάπιος λειτούργησε στον Μητροπολιτικό Ναό της Αναλήψεως Βράτσης, και την ώρα που έβγαινε από το ιερό Βήμα, τον πυροβόλησε ένας αγριεμένος Τουρκαλβανός, με την υποκίνηση των εντοπίων Εβραίων, οι οποίοι φθονούσαν το σπουδαίο ορθόδοξο πνευματικό του έργο.
Ο Αγάπιος τραυματίστηκε βαριά, αλλά δεν απεβίωσε. Τον περιποιήθηκαν γιά οκτώ ημέρες, αλλά δεν ξεπέρασε τον θανάσιμο κίνδυνο και απεβίωσε στις 13 Οκτωβρίου το έτος 1849.
Η περιουσία του επ. Αγαπίου καταγράφτηκε από τον έξαρχο του μητροπολίτη Τορνόβου, με την παρουσία των τοπικών προκρίτων αλλά και των συγγενών του, που έφθασαν από τον Κολινδρό.
Καταγράφθηκε μάλιστα στον Κώδικα της Μητροπόλεως, σύμφωνα και με την ιδιόχειρη Διαθήκη του, η οποία, σημειωτέον, είναι σφραγισμένη και με την σφραγίδα του τότε Μητροπολίτη Τορνόβου Νεοφύτου, από το 1840.
Κατά το επόμενο έτος, 1850, ζωγραφίστηκε η προσωπογραφία του, αυτή που κοσμεί την αίθουσα όπου απόψε βρισκόμαστε. Παρόμοια προσωπογραφία βρισκόταν και στην Βράτσα, η οποία όμως σήμερα δεν υπάρχει.
Το δεύτερο έτος μετά την δολοφονία του, στις 1851 Ιουλίου 7 εν Κολινδρώ, η νεολαία της εν Κολινδρώ σχολής συστήνει την εορτή στο Σχολείο.
Το επόμενο έτος από την δολοφονία του Αγαπίου, οι συγγενείς του από τον Κολινδρό, με μαρτυρικό Γράμμα του Επισκόπου Κίτρους Γρηγορίου, απευθύνονται στον Μητροπολίτη Βελίκο Τύρνοβο Νεόφυτο, και αναφέρονται στα κληρονομικά του Αγαπίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αγάπιος, ήδη από το έτος 1840, είχε συντάξει την ιδιόχειρη Διαθήκη του, και είχε καταγράψει αυτούς στους οποίους ήθελε να διανεμηθεί η περιουσία μετά την κοίμησή του.
Η Διαθήκη του Αγαπίου βρίσκεται επικολλημένη στον Κώδικα και έχει δημοσιευθεί ήδη το 1936, σε βουλγαρικό επιστημονικό περιοδικό, από το οποίο και περιμένουμε φωτοτυπία από τον π. Αιμιλιανό Παραλίγκωφ.
[[«Εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος Το υπερένδοξον και υπερευλόγητον.
+Αγάπιος ο ποτέ χρηματίσας Επίσκοπος Βράτζας, Πλεύνας και Ραχόβου, ζών έτι και νούν και φρένας υγιώς έχων, διατίθημι την διαθήκην μου ταύτην, ιδία χειρί γράφων αυτήν και υπογράφων, όπως αν η επί παντός δικαστηρίου κυρία τε και απαράτρεπτος κατά τα εν αυτή διορίζομεν ως εφεξής. Παραδίδω την ψυχήν μου τω Θεώ, παρ’ ού εδόθη, το δε σώμα τη γη, εξ ης επλάσθη όπερ διατάττω να ταφή κατά την χριστιανικήν συνήθειαν.»
Στις δωρεές του Αγαπίου, προφανώς πρωτεύουσα θέση έχει ο Κολινδρός. Όπως αναφέρει στην χειρόγραφη διαθήκη που είχε συντάξει ήδη από το έτος 1840, εννέα έτη πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, αφιερώνει μεγάλον αριθμό χρημάτων στην πατρίδα του, στα Σχολεία και τις εκκλησίες της, αλλά και στο πλησιόχωρο
Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης.
α’ Από την πρώτην έως την ενάτην ημέρα του θανάτου του εις τα πάμπτωχα να μοιραστούν 5000 γρόσια.
β’ Εις τους εφημερεύοντες ιερείς των τεσσάρων εκκλησιών της Βράτζας για το σύνηθες τεσσαράκονταλείτουργον να δοθούν 1000 γρόσια.
γ’ Εις την εκκλησία όπου θα ταφεί -5000 γρόσια. Ο επίτροπος του Ναού αυτού να δίνει δωρεάν λαμπάδες σε κάθε χριστιανό εν τω Επιταφίω του Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού.
δ’ Εις τους άλλους Ναούς-εις τον καθένα να δοθούν 250 γρόσια-συνολικά 750 γρόσια.
ε’ Εις όλους τους ιερείς στην εξόδια ακολουθία του να δοθούν 50 γρόσια εις τον καθένα και στους πνευματικούς-εις τον καθένα να δοθούν 100 γρόσια.
στ’ Εις τον Παναγιώτατο και Οικουμενικό Πατριάρχη για να τελέσει μια Θεία Λειτουργία «γιά την άφεση των πολλών μου αμαρτιών» -5000 γρόσια.
ζ’ Εις το Νοσοκομείο και τη Θεολογική Σχολή της Πόλεως –από 3000 γρόσια- συνολικά 6000 γρόσια.
η’ Τω κατά καιρόν Μητροπολίτη και Κυριάρχη μου Αγίω Τορνόβου γιά να τελέσει Θεία Λειτουργία -3000 γρόσια.
θ’ Τω εν Χριστώ μοι αδελφώ και διαδόχω της Θεοσδώτου Επισκοπής ταύτης (Βράτζας) για να τελέσει τρείς θείες Λειτουργίες.
ι’ «Εις την φιλτάτην μου πατρίδα Κολιδρόν όπου γεννήθηκα και ανετράφην» ορίζει οι συμπατριώτες του να πάρουν 40.000 γρόσια από το Μοναστήρι «Αγ. Αθανασίου» της Σφοίνιτζας και να τα καταθέσουν με τόκο και κάθε ασφάλεια έτσι ώστε από το τόκο να μισθοδοτούν έναν διδάσκαλο στην κοινή Πατρίδα τους τον Κολινδρό.
ια’ Εις τους τέσσερεις Ναούς της Πατρίδος εις έκαστον ανά 500 γρόσια-συνολικά 2000 γρόσια- και στους εφημερίους εις έκαστον ανά 800 γρόσια για εν τεσσαράκονταλείτουργον, από την ημέρα που θα λάβουν την είδηση για τη κοίμηση του.
ιβ’ Εις την Σχολήν της Βερροίας -2000 γρόσια
«ιγ’ Εις το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Βερροίας, όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα να δοθώσιν η πρώτη μου αρχιερατική στολή μαζί με την Μίτρα, εγκόλπιον σμάλτον με την μορφήν του Σωτήρος Ημών Ιησού Χριστού, πατερίτσα ασημένια, δικηροτρίκηρα και τον μανδύα. Εις το Μοναστήρι να δοθώσιν και δύο ομολόγια (επιταγές) τα οποία χρεωστούσε εις τον επ. Αγάπιο και αντί να επιστρέψουν τα χρήματα να τελούν ετήσιο μνημόσυνο την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και αγρυπνία και να μνημονεύουν το όνομα του και της μητέρας του (εις όνομα εμού και της μητρός μου).»
Γιά τα Ομόλογα που αναφέρει, γίνεται λόγος και στον Κώδικα της Μονής, στις ληψοδοσίες του έτους 1850.
ιδ’ Εις την Επαρχίαν μου Βράτζας να δοθώσιν η στολή με το χασδράνιον, περιζώνιον χρυσόν, εγκόλπιον δωδεκάορτον. Εάν κοιμηθεί άνευ Επαρχία να δοθώσην η στολή αυτή είς το Μοναστήρι του Αγ.Αθανασίου της Σφοίνιτζας, Κολινδρού.
ιε’ Εις τον Άγιο Τάφο -1000 γρόσια.
ιστ’ Εις το Μοναστήρι του Σινά -500 γρόσια.
ιζ’ Εις τα Μοναστήρια του Αγ. Όρους -5000 γρόσια και εις τους εκεί ασκητάς -3000 γρόσια-συνολικά 8000γρ.
ιη’ Αφίνω εις την Σχολήν της Πλεύνας χιλιάδας πέντε τας οποίας θέλουν πληρώση οι κληρονόμοι μου από τας εξαργυρωμένας παρ’ εμοί αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.
ιθ’ Ωσαύτως αφίνω και εις την εν τη Πλεύνα σχολήν των παρθένων τρείς χιλιάδες και πληρωθώσιν από τας παρ’ εμοί ευρισκομένας αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.
κ’ Ωσαύτως αφήνω και εις την σχολήν της Βράτζας δέκα χιλιάδες γρόσια και ταύτα να πληρωθώσιν εκ (από;;) τας αυλικάς ομολογίας της Επισκοπής Βράτζας.
κα’ - ο τίτλος αυτός διαγράφτηκε.
κβ’ Εις το Μοναστήρι της Ρίλας –500 γρόσια- να δοθώσιν εις το Μοναστήριον της Ρίλλας πεντακόσια γρόσια.
κγ’ Να δοθώσιν εις τα τέσσερα μοναστήρια της Βράτζας- Τσερεπίσιον, Καρλούκοβον, των Αρχαγγέλων και του Αγ. Ιωάννου εις έκαστον ανά τριακόσια γρόσια.
κδ’ Διορίζω να δοθώσι και εις την εν Βράτζα σχολήν των παρθένων διά να οικονομώνται παρά των εντοπίων συν τόκω διά να πληρώνηται η κατά καιρόν διδασκάλα εν των διαφορων και να διδάσκει άμισθη (δωρεάν) τας παρθένους χιλιάδας δέκα (10 000 γρόσια).
Δεν ξεχνάει όμως ούτε και το Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Κολινδρού:
κε’ Αφήνω το κεντητόν επιτραχήλιον με τις μορφές των δώδεκα αποστόλων εις το μοναστήριον του Αγ. Αθανασίου, Κολινδρού.
κστ’ Το μοναστήρι του Αγ. Αθανασίου, Κολινδρού να πληρώσει στους συμπατριώτες του τα μισά από τα χρεωστούμενα 80 000 γρόσια σύμφωνα με την ομολογία χρεωστή και τα υπόλοιπα μισά χαρίζονται στο ίδιο μοναστήρι για τη σωτηρία της ψυχής του επ. Αγαπίου τελούντας τα συνήθη μνημόσυνά του.»]]
Στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου, όπου έγινε μοναχός, προσφέρει πολλά αρχιερατικά άμφια, από τα οποία σώζεται μόνον ο αρχιερατικός του μανδύας, ένα ασημένιο έλασμα με την λέξη Βράτζης, και ένα απότμημα-κομματάκι από αλαβάστρινο ζώο, πιθανώς φιδάκι.
Ως συγγενείς του αναφέρονται τα επίθετα: Παπαθεοχαρίδη και Μιχαήλ.
Το ότι ο Επίσκοπος Αγάπιος σε ηλικία μόλις πενήντα ετών τακτοποιεί την Διαθήκη του, φανερώνει άνθρωπο με πνευματική ζωή, άγιο άνθρωπο, με πλήρη συναίσθηση και ετοιμότητα για τον θάνατό του ακόμα από σχεδόν νέα ηλικία με τόση πατερική αγάπη, βαθιά σκέψη, αρχοντιά ψυχής.
Και κυρίως είχε καταλάβει πολύ νωρίς το αβέβαιον της παρούσης ζωής, σε όποιο μικρό ή μεγάλο πόστο βρίσκεται ο καθένας. - τι μεγάλη καρδιά είχε αυτός ο άνθρωπος και χώρεσε μέσα όσους αγαπούσε και ήθελε σ΄όλους να προσφέρει κάτι από τη περιουσία του, τους σκεφτόταν όλους με αγάπη και φροντίδα σαν γνήσιος Πνευματικός Πατέρας, πίστευε ατράνταχτα στη δύναμη της προσευχής για τη ψυχή του κεκοιμημένου και γι΄αυτό ήθελε να μνημόνευεται το όνομα του και της μητέρας του από τους ιεροργούντες με την ελπίδα της Άνω Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με έναν πρώτο αλλά πρόχειρο υπολογισμό και σύμφωνα με την Διαθήκη του, μοιράστηκαν περίπου διακόσιες χιλιάδες γρόσια.
Κατά την σύντομη, 16ετή αρχιερατική του διακονία, έχτισε πολλά ευαγή ιδρύματα, ναούς, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, και καλλιέργησε με κάθε τρόπο την παιδεία εν γένει.
Το μαρτυρικό του τέλος τον κατατάσσει στην χορεία των ιερομαρτύρων και ομολογητών της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Όμως, η έρευνα γιά τον Βίο και την Πολιτεία του, δεν τελείωσε. Χρειάζεται να συγκεντρωθούν οι επιγραφές από τους ναούς και τις εκκλησίες που έχτισε και να μελετηθούν.
Χρειάζεται, επίσης, να μελετηθεί η τέχνη και οι περιγραφές των αρχιερατικών του αμφίων και εγκολπίων γενικότερα.
Πρέπει οπωσδήποτε να μελετηθεί ο Κώδικας της Μητροπόλεως Βελίκο Τύρνοβο, καθώς και τα Έγγραφα στα Αρχεία του Οικουμενικού θρόνου, και κάθε άλλο γραπτό στοιχείο που υφίσταται.
Θα πρέπει τέλος να ανοιχτεί ο τάφος του και να ερευνηθεί αν υπάρχει το μαρτυρικό του λείψανο.
Πολλή δουλειά γιά τους ειδικούς, όπως καταλαβαίνετε. Εμείς, απλά, κάπως την σκαλίσαμε.
Μακάρι, λοιπόν, να ευρεθούν οι κατάλληλοι ερευνητές, ώστε να μάθουμε, έστω και μετά από 170 έτη, τα σχετικά με ένα άξιο τέκνο του Κολινδρού και του Μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου Βερροίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου