ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ 1/ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΑ
Όλη η κτίση, σαν δημιούργημα, έγινε από το μη ον, από τη μη
ύπαρξη, από την ανυπαρξία και ως εκ τούτου είχε μέσα της τη φθορά και το
θάνατο. Το ότι προέρχεται από την ανυπαρξία, από το μη ον, αναπόφευκτα είχε τον
θάνατο, διότι ο θάνατος είναι η διάσπαση και η διαίρεση των όντων. Ο μόνος
τρόπος για να αποφευχθεί, να ξεπεραστεί ο θάνατος, θα ήταν η διαρκής κοινωνία και σχέση του κτιστού με το άκτιστο. Για το
σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και δημιουργήθηκε στο τέλος, όταν πια είχε
ολοκληρωθεί η δημιουργία, ακριβώς σαν κρίκος μεταξύ του υλικού κόσμου και του
Θεού. Το προνόμιο του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα λογικά και ελεύθερα όντα,
όπως είναι οι άγγελοι, είναι ακριβώς το ότι μετέχει και του υλικού κόσμου και
αυτό τον καθιστά ικανό να ενώνει το κτιστό με το άκτιστο, να ενώνει τον υλικό κόσμο με το Θεό. Συνεπώς, δια του ανθρώπου και
μόνο θα μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, ο θάνατος για όλη την κτίση. Διότι,
συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο συνήθως ξεχνούμε, ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τον
άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος του. Πεθαίνει, διότι υπάρχει θάνατος
σ' όλη την κτίση. Συνεπώς, για να ξεπεραστεί ο θάνατος για τον άνθρωπο, θα
πρέπει να ξεπεραστεί συγχρόνως για όλη την κτίση. Μια κτίση που πεθαίνει, ως
προς όλα τα όντα της τα υλικά, εκτός από τον άνθρωπο, είναι αδιανόητη. Αν δεν
μεταμορφωθεί η κτίση ολόκληρη, ώστε να μην πεθαίνει τίποτε, δεν μπορεί να
υπάρξει αθανασία του ανθρώπου.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να
επισημανθούν δύο λάθη, τα οποία ξεκίνησαν από τη Δύση με τον Αυγουστίνο, και
παρεισέφρησαν και σε μας τους Ορθοδόξους. Το
ένα λάθος είναι να πιστέψουμε ότι ο θάνατος μπήκε σαν τιμωρία για την πτώση του
ανθρώπου, κάτι που ο Θεός επέβαλε για να τιμωρήσει τον άνθρωπο, διότι
έπεσε, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως στην κτίση ο θάνατος. Αυτό είναι λάθος. Δεν εισήγαγε το θάνατο ο Θεός σαν τιμωρία. Ο θάνατος ήταν φυσιολογική κατάσταση του
κτιστού. Διότι, η εκ του μη όντος δημιουργία συνεπάγεται τη διείσδυση της
ανυπαρξίας μέσα στα όντα. Συνεπώς, πριν την έλευση και την πτώση του ανθρώπου,
ο θάνατος ήταν πραγματικότητα για την κτίση. Δεν εισάγεται ο θάνατος με την
πτώση του ανθρώπου. Αυτό που εισάγεται
με την πτώση, είναι η αδυναμία πλέον να γίνει υπέρβαση του θανάτου,
καθίσταται δηλαδή ανίκανη η κτίση να αποφύγει τον θάνατο. Γι' αυτό, ο θάνατος
καθίσταται πλέον χαρακτηριστικό της κτίσης μόνιμο.
Ένα λάθος είναι αυτό. Και αυτή τη
λανθασμένη θέση την εισήγαγε ο Αυγουστίνος, με μια ερμηνεία της Π.Δ., η οποία
βέβαια δίνει αυτό το δικαίωμα, αλλά στους Έλληνες Πατέρες ποτέ δεν ερμηνεύτηκε
μ' αυτό τον τρόπο η Π.Δ. στο σημείο αυτό. Βρίσκουμε στη Σοφία Σολομώντος:
«Γιατί το θάνατο δεν τον έκανε ο Θεός, ούτε ευχαριστείται με τον αφανισμό των
ζωντανών. Ο Θεός δημιούργησε το Σύμπαν για να υπάρχει και το διατηρεί στη ζωή
με τη συνεχή δημιουργία του» (1. 13-14), ο δε άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης
συμπληρώνει στην ερμηνεία του στο Σύμβολο της Πίστεως: «Και αναστάντα. Δεν
δημιουργήθηκαμε για τον θάνατο, ούτε πλασθήκαμε για να καταντήσουμε στην
ανυπαρξία, αλλά για να μείνουμε και να υπάρχουμε, όπως και ο Δημιουργός μας
υπάρχει πάντοτε» (PG 155, 776C).
Το άλλο λάθος είναι, ότι πάλι ο
Αυγουστίνος, υπό την επίδραση του Πλατωνισμού, δέχθηκε την αθανασία, η οποία
δίνεται ως σωτηρία της κτίσης και του ανθρώπου, σαν υπόθεση αθανασίας της ψυχής
του ανθρώπου. Δηλαδή στα Έσχατα, όταν ο θάνατος καταργηθεί, αυτό θα σημαίνει
ότι οι ψυχές των ανθρώπων θα ζουν, και τα σώματα ίσως των ανθρώπων θα ζουν,
αλλά στον υπόλοιπο κόσμο η φύση θα υφίσταται το θάνατο. Αυτό είναι λάθος πάλι. Θα πρέπει να δούμε το θάνατο, σαν φαινόμενο
ενιαίο σε όλη την κτίση. Έτσι η Θεολογία θα μπορέσει να μιλήσει με την
Βιολογία, διότι διαφορετικά η Θεολογία κάνει μυθολογία για την Βιολογία. Η
Βιολογία βλέπει το θάνατο σαν ενιαίο φαινόμενο. Όπως πεθαίνει μια γάτα, πεθαίνει
και ένας άνθρωπος. Για τους ίδιους λόγους πεθαίνουν και τα δύο, καθότι η
διαδικασία του θανάτου, είναι συμφυής με τη γέννηση. Λοιπόν, είναι γενικό
βιολογικό φαινόμενο ο θάνατος και για να ξεπεραστεί, χρειάζεται να ξεπεραστεί
για όλη την κτίση. Γενικά να
μεταμορφωθεί η κτίση, να γίνει καινή κτίση. Επομένως, η πτώση του ανθρώπου
κατέστησε αδύνατη αυτή τη μεταμόρφωση της κτίσης.
Ο άνθρωπος, σαν κρίκος μεταξύ του Θεού και της
κτίσης, θα ανέφερε όλη τη δημιουργία στο Θεό και σε μια κοινωνία της δημιουργίας
με τον Θεό και τότε θα ζούσε ο κόσμος αιώνια. Αυτή την αποστολή ο άνθρωπος την αρνήθηκε. Αντί να
αναφέρει την κτίση στον Δημιουργό, για να ενώσει την κτίση με τον Θεό, κάνοντας
τον εαυτό του χάριτι θεό, ανέφερε την
κτίση στον εαυτό του. Αλλά επειδή ο ίδιος ήταν κτιστός, ανέφερε τελικά την
κτίση σε ένα κτιστό ον. Ο θάνατος, συνεπώς, ήταν αναπόφευκτος για την κτίση.
Δεν μπορούσε να ξεπεραστεί ο θάνατος, διότι είναι εγγενής στο κτιστό.
Δημιουργήθηκε λοιπόν με την πτώση του ανθρώπου, μια αδυναμία υπερβάσης του θανάτου και μια ψεύτικη ζωή, δηλαδή
δημιουργήθηκε αυτή η βιολογική ζωή, η οποία από το πρώτο της κύτταρο περιέχει
το θάνατο. Εάν έχουμε υπόψη μας όλη αυτήν την παθολογία της κτίσης, που
επιφέρει τον θάνατο, αυτή την αρρώστια της κτίσης, βλέπουμε πως και η θεραπεία
αυτής της κατάστασης θα πρέπει να είναι ανάλογη με την αρρώστια. Δεν μπορείς να
δώσεις σ’ έναν άρρωστο φάρμακο χωρίς να κάνεις διάγνωση. Η διάγνωση λοιπόν
είναι πολύ σημαντική, πρέπει να γίνει σωστά. Με τη διάγνωση της ασθένειας είναι
δυνατή η πορεία προς τη θεραπεία.
Η θεραπεία από τη νόσο είναι ακριβώς η σωτηρία του κόσμου. Αλλά, πρώτα μερικές γενικές
παρατηρήσεις. Όταν έχεις έναν άρρωστο, με την διάγνωση αυτή, με το πρόβλημα
αυτό, δε θ’ ασχοληθείς με τίποτε άλλο, παρά με τη θεραπεία του προβλήματος
αυτού. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ο θάνατος. Το κατεξοχήν πρόβλημα. Συνεπώς, η σωτηρία δεν μπορεί να
αναφέρεται τελικά σε τίποτε άλλο, παρά στην
υπέρβαση του θανάτου. Σ’ αυτό το θέμα υπάρχει μεγάλη σύγχυση, ως προς το τι
είναι σωτηρία και από τι σωζόμαστε. Η σύγχυση δημιουργήθηκε, από το ότι δεν
είδαμε αυτή τη διάγνωση της θεραπείας, αλλά ξεκινήσαμε από προϋποθέσεις ηθικές
και δικανικές, δηλ. δυτικές. Είδαμε
δηλαδή την πτώση του ανθρώπου σαν παράπτωμα, σαν ανυπακοή -πάλι ξεκινούν όλα
αυτά από τον Αυγουστίνο- και νομίσαμε ότι η αιτία του κακού, νομίσαμε ότι η
ρίζα του κακού είναι το παράπτωμα, η ανυπακοή, ενώ αυτό δεν είναι η αιτία, δεν
είναι η ρίζα του κακού. Το κακό αυτό, δηλαδή ο θάνατος, υπήρχε σαν δυνατότητα
και πριν. Αυτό που έκανε η ανυπακοή είναι να
μην καταστεί δυνατή η θεραπεία του κακού, η υπέρβαση του κακού, που υπήρχε
ήδη. Λοιπόν, με την υπακοή δεν λύνεται το πρόβλημα αυτομάτως. Οι Έλληνες
Πατέρες ήταν πολύ ευαίσθητοι στο σημείο αυτό. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει σαφώς ότι, αν το πρόβλημα του παραπτώματος του
Αδάμ ήταν πρόβλημα αφέσεως αμαρτιών, θα μπορούσε ο Θεός να τον συγχωρήσει· θα
μπορούσε ο Αδάμ να μετανοήσει, να κλάψει -και πράγματι έκλαψε, βγήκε από τον
Παράδεισο και έκλαψε πικρά, μετάνιωσε ο Αδάμ γι' αυτό που έκανε-. Θα μπορούσε
και ο Θεός να τον συγχωρήσει και όλα θα ήταν καλά. Αλλά ολόκληρο βιβλίο γράφει
ο Μ. Αθανάσιος για να δείξει, ότι
δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Δεν έφθανε αυτό. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν να
έρθει ο Λόγος, όπως λέει, να σαρκωθεί, για να ενωθεί πάλι το κτιστό με το
άκτιστο. Δεν ήταν δηλαδή το πρόβλημα η υπακοή και η ανυπακοή, δεν ήταν ηθικό το
πρόβλημα, αλλά οντολογικό. Έπρεπε να
γίνει αυτή η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, για να γίνει υπέρβαση του θανάτου.
Λέγει ο Μ. Αθανάσιος
στην «Ενανθρώπηση του Λόγου, 4-5»: «Γιατί
ο άνθρωπος απ’ τη φύση του είναι θνητός, επειδή βέβαια πλάστηκε από το μηδέν. Εξ αιτίας, όμως, της
ομοιότητας προς τα όντα, την οποία θα προστάτευε με την ορθή κατανόηση του
Θεού, θα μπορούσε να μετριάσει τη φυσική
φθορά και να παραμείνει άφθαρτος, όπως λέει η Σοφία Σολομώντα 6. 18: «Η
τήρηση των νόμων (του Θεού) εξασφαλίζει την αφθαρσία». Όντας στην αφθαρσία, θα
ζούσε στο εξής σαν θεός, καθώς κάπου το επισημαίνει και η Γραφή όταν λέει:
«Σκέφτηκα εγώ, εσείς είστε θεοί, είσαστε όλοι σας παιδιά του Υψίστου, κι’
ωστόσο θα πεθάνετε σαν όλους τους ανθρώπους, θα πέσετε νεκροί, το ίδιο όπως κι’
οι άρχοντες» (Ψαλμ. 81. 6-7). Ο Θεός όχι
μόνο μας έπλασε απ’ το μηδέν, αλλά μας δώρισε, με τη χάρη του Λόγου, και τη
δυνατότητα να ζούμε κατά Θεόν. Οι άνθρωποι, όμως, αφού πήραν το πρόσωπό τους
απ’ τα αιώνια κι’ επέστρεψαν, με τη συμβουλή του διαβόλου στα φθαρτά, έγιναν
στον εαυτό τους αίτιοι της φθοράς και του θανάτου. Ενώ όμως, όπως ανέφερα ήδη, είναι από τη φύση τους φθαρτοί, με τη
χάρη της κοινωνίας τους με το Λόγο
νίκησαν το κατά φύσιν, εφόσον παρέμεναν καλοί. Επειδή ο Λόγος συνυπάρχει
μέσα τους, δεν θα τους άγγιζε η φυσική φθορά καθώς λέει και η Σοφία Σολομώντα
(2. 23-24): «ο Θεός δημιούργησε τον
άνθρωπο για την άφθαρτη ζωή, τον έφτιαξε σύμφωνα με τη δική του εικόνα, την
εικόνα του αιώνιου Θεού, όμως, από το φθόνο του διαβόλου μπήκε ο θάνατος στον
κόσμο».
Συνεπώς, η σωτηρία δεν είναι θέμα ηθικής. Δεν είναι θέμα να
κάνεις ή να μην κάνεις κάτι. Η σωτηρία είναι θέμα σχέσης, ένωσης προσωπικής, ο
δε άνθρωπος έχει το προνόμιο αυτό της σωματικής, της υλικής ένωσης. Πρέπει και
το σώμα, η ύλη, να μετέχει σ' αυτή την ένωση. Ο ψυχοσωματικός κόσμος ολόκληρος
και φυσικά μέσω αυτού όλη η κτίση, διότι συνδεόμαστε ψυχοσωματικά με όλη την
κτίση.
Τελικά ο άνθρωπος κι’ όχι ένας άγγελος ήταν αυτός, που θα
ένωνε όλη την κτίση. Γιατί; Γιατί έχει ψυχοσωματική ενότητα ο άνθρωπος με το
Θεό και θα μπορούσε συνεπώς, με αυτή την ένωση όλη η κτίση να σωθεί. Το θέμα
λοιπόν δεν είναι δικανικό, ούτε ηθικό. Και η σωτηρία, συνεπώς, δεν είναι σωτηρία από τις αμαρτίες και τα
παραπτώματα του Αδάμ, του κάθε Αδάμ, αλλά είναι σωτηρία από την αρρώστια
αυτή, το θάνατο, η οποία σωτηρία έρχεται
με την ένωση του κτιστού με το άκτιστο. Μια ένωση, που θα συμπεριλάβει όλη
την υλική δημιουργία και όλες, τις υλικές, σωματικές ενέργειες.
Το συμπέρασμα λοιπόν από όλο αυτά είναι: πρώτον,
για να σωθεί ο κόσμος έπρεπε οπωσδήποτε να μεσολαβήσει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο
ον δε μπορούσε να σώσει τον κόσμο. Ούτε
ο Θεός μόνος Του. Δεν υπήρχε τρόπος να πει ο Θεός από μακριά: σωζόσαστε. Θα
μπορούσε αν ήτανε θέμα ηθικό, δικανικό, θέμα παραπτώματος, ο Θεός να συγχωρήσει
από μακριά τον άνθρωπο. Ούτε άγγελος μπορούσε να σώσει τον κόσμο, διότι δεν
έχει σωματική οντότητα. Δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υλική κτίση. Το ότι
λοιπόν χρειάστηκε για την σωτηρία να γίνει ο Θεός άνθρωπος, και δεν μπορούσε να
γίνει αλλιώς, είναι αποτέλεσμα μιας λογικής σαν αυτή που αναπτύχθηκε. Και δεν
είναι απλώς θέμα το ότι έπεσε ο άνθρωπος και δια του ανθρώπου πρέπει να σωθεί.
Και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος πάλι δι' αυτού θα γινόταν η υπέρβαση του θανάτου.
Εδώ ο Άγιος Μάξιμος π.χ. είναι
σαφής, όταν λέει ότι η ενσάρκωση θα
γινότανε και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος. Ήταν αδιανόητο αυτός ο κόσμος να
ξεπεράσει την εγγενή στην φύση του φθορά και το θάνατο. Εγγενή φθορά, που δεν ήρθε με την πτώση του ανθρώπου. Ήταν αδύνατο
να το ξεπεράσει αυτό, αν ο άνθρωπος δεν ένωνε «εν τω προσώπω του» την υλική
κτίση με τον άκτιστο Θεό. Πρώτο, λοιπόν, βασικό συμπέρασμα ή παρατήρηση, είναι
ότι ο άνθρωπος είναι το καίριο σημείο, πάνω στο οποίο συντελείται η σωτηρία.
Επομένως η πρώτη προϋπόθεση, το πρώτο στοιχείο για την
σωτηρία, είναι η μεσολάβηση του ανθρώπου.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος με την πτώση του, αλλά και
πριν από την πτώση του, με το να είναι κτιστός, δεν ήταν δυνατόν μόνος του να προχωρήσει στην υπέρβαση του θανάτου.
Η υπέρβαση του θανάτου δεν μπορούσε να γίνει μόνη της από το κτιστό. Ιδίως όταν
έπεσε ο άνθρωπος και έγινε δέσμιος πλέον αυτής της ψεύτικης ζωής -διότι η
βιολογική ζωή, είναι ψεύτικη, περιέχει μέσα της το θάνατο- από την ώρα εκείνη
λοιπόν που ενεπλάκη ο άνθρωπος σ' αυτό το κύκλωμα, ζωή - θάνατος, δεν ήταν
δυνατόν να βγει από εκεί μόνος του και συνεπώς θα έπρεπε να αναληφθεί μια
πρωτοβουλία, μια επέμβαση από το άκτιστο, το οποίο δεν είναι μπλεγμένο σ’ αυτήν
την διαδικασία της ψεύτικης ζωής.
Δύο λοιπόν στοιχεία, η πρωτοβουλία από το άκτιστο και το
άλλο στοιχείο, ότι θα έπρεπε να είναι μια ένωση μεταξύ κτιστού και άκτιστου και
όχι απλώς μια υπακοή ή μια συγχώρηση. Και
αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν στο μυστήριο του Χριστού, της σάρκωσης του Λόγου.
Το ότι η σωτηρία του κτιστού, του κόσμου, η σωτηρία από το
θάνατο, μπορεί να βρεθεί μόνο στο Χριστό, οφείλεται στο ότι μόνο εκεί
συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Χριστός είναι και άνθρωπος. Δεν έγινε ο Υιός του Θεού
άγγελος, δεν έγινε ο,τιδήποτε άλλο, αλλά άνθρωπος. Ο Χριστός είναι και Θεός
-και πρέπει να είναι Θεός στην υπόστασή Του για να μην είναι εξ αρχής
μπλεγμένος μέσα σ’ αυτό το φαύλο κύκλο της ζωής και του θανάτου- και με αυτές
τις προϋποθέσεις δεν υπήρχε άλλη λύση για το πρόβλημα του κτιστού, από τη
σάρκωση του Λόγου.
10.12.16
Ερευνητης
Μα δεν μετανόησε ο Αδάμ παρά μόνο πολύ αργότερα και κατόπιν εορτής. Αντί να πει "Κύριε ήμαρτον" αυθαδίασε ρίχνοντας την ευθύνη στο Θεό και απάντησε "Δεν φταίω εγώ θεέ, η γυναίκα την οποία ΕΣΥ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕΣ" με παρέσυρε στην αμαρτία. Η σωτηρία σαφώς είναι και παραείναι και θέμα Χριστιανικής Ηθικής, προσπαθείας και μετανοίας. Αν με αγαπάτε τας εντολάς μου θα τηρήσετε, λέγει Κύριος. Ου πας ο λέγων Κύριε Κύριε αλλά ο τηρών το θέλημα του πατρός μου. Πώς θα ενωθείς με τον Κύριο, μυστηριακώς και μετέχων στην θεία Κοινωνία αν δεν τηρείς την Χριστιανική Ηθική η οποία αποτελεί κεφάλαιο της Δογματικής. Αυτά προς αποφυγή παρεξηγήσεως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑξιότιμε ερευνητά, η Σοφία Σολομώντος που χρησιμοποιείτε, δεν ανήκει στον Σολομώντα. Είναι ένα ψευδεπίγραφο "απόκρυφο" (ούτως ειπείν) της Παλαιάς Διαθήκης, μή θεόπνευστο ασφαλώς και μή κανονικό βιβλίο. Ο συγγραφέας του θέλησε να εξαπατήσει τους πιστούς λέγοντας ότι το έγραψε ο Σολομών. Είναι ένα "αναγινωσκόμενο" βιβλίο, όχι θεόπνευστο, όχι αλάνθαστο, αλλά κυρίως δεν περιέχει θείες αλήθειες ώστε να βασίζεστε σε αυτό ή στα μη κανονικά βιβλία.
ΑπάντησηΔιαγραφήὉ Μέγας Αθανάσιος στην 39η εορταστική του Επιστολή έχοντας πλήρη συνείδηση της αποστολικής διαδοχής και παράδοσης, διακρίνει τα θεόπνευστα κανονιζόμενα βιβλία της Ἁγίας Γραφῆς τα οποία μόνα αποτελούν πηγές της σωτηρίας, από τα απόκρυφα (τα οποία εξαπατούν και με τους τίτλους και με το περιεχόμενο) και τα αναγιγνωσκόμενα. Τα τελευταία (Σοφ. Σολ., [Σοφία Σολομῶντος] Σοφ. Σιράχ, Εσθήρ, Ιουδήθ, Τωβία, Διδαχή, Ποιμήν) δεν ανήκουν στα θεόπνευστα, αλλά ωφελούν τον αναγνώστη. http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/simeioseis/kodikas_euaggelia.pdf
ΑπάντησηΔιαγραφή