Ὁ κ. Ἰ. Καρδάσης ἐπανῆλθε,
μετὰ ἀπὸ πέντε, χρόνια καὶ δημοσίευσε καὶ πάλι ἕνα ἀναδιατυπωμένο κείμενο γιὰ τὸν
ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, γεμᾶτο ἀνακρίβειες καὶ διαστρεβλώσεις τῆς ἀλήθειας,
τῶν προθέσεων καὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἁγίου, παρότι στὸ κείμενό του αὐτὸ εἶχε ἀπαντήσει
ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς τὸ 2009.
Χθὲς δημοσιεύσαμε ἐκείνη
τὴν πρώτη ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ πρὸς τὸν κ. Καρδάση (καὶ στὸν «Ἀμέθυστο»
ποὺ ἔσπευσε νὰ τὸ δημοσιεύσει γιὰ νὰ χτυπήσει τοὺς Ἀποτειχισμένους καὶ τὸν ἅγιο
Θεόδωρο).
Σήμερα δημοσιεύουμε τὴν
δεύτερη ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου ποὺ εἶχε κι αὐτὴ δημοσιευθεῖ τότε στὸ ἱστολόγιο
«Ἀποτείχιση» (ἐδῶ).
Παρόλο ποὺ τὸ κείμενο τοῦ
κ. Καρδάση (ποὺ χθὲς δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν «Ἀμέθυστο»), διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ 2007,
ὅμως διαπνέεται ἀπὸ τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ ἴδια περίπου ἐπιχειρήματα
καὶ παραπομπές.
Δὲν ἔχουμε ἐπικοινωνία
μὲ τὸν π. Εὐθύμιο (ὁ ὁποῖος ἀπουσιάζει αὐτὲς τὶς ἡμέρες), καὶ δὲν γνωρίζουμε ἂν
προτίθεται νὰ ἀπαντήσει καὶ ὁ ἴδιος πάλι.
Ὁ π. Εὐθύμιος τὴν ΑΠΑΝΤΗΣΗ του (τῆς 6ης Μαΐου 2009) τὴν ἀπηύθυνε στὸν ἱστολόγο κ. Ὀδυσσέα
Τσολογιάννη, ἀφοῦ δὲν γνώριζε ποιός κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ Ι.Κ., τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε
ὁ κ. Καρδάσης, καὶ εἶχε ὡς ἀκολούθως:
Συνημμένως με τα κείμενα που σου απέστειλα σχετικά με
τις αντιπαπικές θέσεις του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου, σου στέλνω και το παρόν
το οποίο αποτελεί απάντησι στο φίλο σου, ο οποίος υπογράφει με τα αρχικά Ι.Κ.
Καταλαβαίνεις βέβαια ότι όταν γράφουμε τόσο σοβαρά
πράγματα, δια των οποίων φθάνουμε στο σημείο να κατηγορούμε τους αγίους είναι
πέρα από κάθε χαρακτηρισμό το να φοβούμεθα να υπογράψουμε τις βαρύγδουπες
διακηρύξεις μας.
Ερχόμενος λοιπόν στα γραφόμενα του φίλου σου σου
αναφέρω ότι είναι τελείως αντιχριστιανικό να αραδιάζουμε τόσο σοβαρές
κατηγορίες για τόσο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα στο εκκλησιαστικό στερέωμα και οι
πηγές από τις οποίες αντλούμε τις κατηγορίες να είναι τόσο θολές και
διεστραμμένες.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος οι πλείστες των
κατηγοριών του φίλου σου στηρίζονται στον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο από τον
οποίο επηρεάστηκε δυσμενώς ο Αγ. Νεκτάριος και εσχημάτισε αυτή τη γνώμη για τον
όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη.
Απόδειξις ότι αυτή είναι η βασική θολή και
διεστραμμένη πηγή είναι ότι ολόκληρες προτάσεις αναφέρονται απαράλλακτα όπως
διετυπώθησαν από τον Παπαρρηγόπουλο στο έργο του «Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους».
Αναφέρω χαρακτηριστικά την πρότασι «ένεκα
ιδιοτελείας εθυσίαζον ως μη ώφειλε τας ιερωτέρας παραδόσεις της Εκκλησίας ως
προς τα σπουδαιότερα ζητήματα και κατεπρόδιδον τα τιμαλφέστατα του έθνους
συμφέροντα». Αυτή ευρίσκεται στον 4ο τόμο του Κ. Παπαρρηγόπουλου σελ.
489. Αλλά και όλοι οι χαρακτηρισμοί δια τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη και όλο
το σκεπτικό και τα συμπεράσματα είναι απαράλλακτα με αυτά του Παπαρρηγόπουλου.
Ο δε Παπαρρηγόπουλος έχει τόσο διεστραμμένη άποψι
δι’ όλα σχεδόν τα εκκλησιαστικά θέματα, από τα δόγματα μέχρι την διοίκησι, ώστε
να συντάσσεται
στην ιστορία του απροκάλυπτα υπέρ της εικονομαχίας, την οποία ονομάζει
μεταρρύθμισι σωτήριο, τους δε εικονόφιλους ονομάζει αντιμεταρρυθμιστές· να
συντάσσεται υπέρ των εικονομαχικών συνόδων και εναντίον της Ζ΄ Οικουμενικής· να
θεωρή αδιανόητο την αντίστασι των ομολογητών πατέρων και να προσπαθή να την
γελοιοποιήση· να διακηρύσση ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εφέρθησαν άψογα
στους ομολογητές πατέρες, δεν προέβησαν σε διωγμούς
και εκεί, που αναγκάστηκαν
να φερθούν σκληρά, το έκαναν για να καταστείλουν τον φανατισμό και τον
φατριασμό των ομολογητών πατέρων· να θεωρή τους μοναχούς άπραγους, τεμπέληδες,
ραδιούργους με αρχηγό τους τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη κλπ.
Δεν παραλείπει δε να επισημάνη ότι και στις φυλακίσεις
και στην εξορία διήγε τόσο άνετα ο όσιος, ώστε να δύναται ελευθέρως να
επικοινωνή δι’ επιστολών και να διδάσκη τα των εικονοφίλων δόγματα.
Το πόσο άνετα, βεβαίως, διήγε ο όσιος στη φυλακή και
στην εξορία και το πόσο ελεύθερα επικοινωνούσε και εδίδασκε την Ορθοδοξία,
φαίνεται από το ότι, κάθε φορά που συνελαμβάνετο κάποια επιστολή του,
απεστέλλετο ειδικός δήμιος από τον αυτοκράτορα δια να τον μαστιγώση και, όταν
διεπιστώνετο ότι, προκειμένου να διακηρύξουν την αλήθεια οι άγιοι εν καιρώ
αιρέσεως δεν εγνώριζαν φραγμούς και όρια, ούτε φόβο και δειλία, απεστέλλετο με
αυτοκρατορική εντολή σε μακρύτερη εξορία.
Είναι όμως αλήθεια ότι η ευφυΐα του αυτοκράτορος
κάποτε ευρήκε έναν τόπο στον οποίο ο όσιος δεν ηδυνήθη να διαφύγη την επιτήρησι
των κρατούντων, ώστε να διακηρύξη τα ορθόδοξα δόγματα.
Αυτός ήτο η Μητρόπολις της Σμύρνης στην οποία ο
εικονομάχος Επίσκοπος τον ενέκλεισε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, έκτισε τη θύρα και
του έδιδε την αναγκαία τροφή για να ζήση από μία τρύπα του τοίχου. Στην φυλακή
αυτή της Μητροπόλεως της Σμύρνης εκρατήθη ο όσιος δύο περίπου χρόνια.
Ένα άλλο σημείο τραγικής διαστροφής της αληθείας από
τον φίλο σου Ι.Κ., φίλτατε Οδυσσέα, είναι και αυτό το οποίο αναφέρει επί λέξει:
«Αλλά και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων
αναφέρει....», και αναφέρει ένα κείμενο από το βιβλίο του Δοσιθέου
Ιεροσολύμων «Τόμος Χαράς». Το τραγικό στην όλη υπόθεσι είναι ότι όλα αυτά τα οποία αναφέρει ως λόγια του
Δοσιθέου είναι από την εισαγωγή του βιβλίου και δεν είναι λόγια του Δοσιθέου, αλλά του Κων/νου Σιαμάκη.
Το ίδιο συμβαίνει και στη συνέχεια όταν ο φίλος σου
αναφέρει: «Επίσης ο Νικηφόρος ο Α
Κων/πόλεως...». Και αυτό το τμήμα είναι από μία υποσημείωσι και είναι πάλι
σοφίες του Κων/νου Σιαμάκη. Το πόση αξία δε και βαρύτητα δύνανται να έχουν τα
λόγια και οι απόψεις ενός συγχρόνου θεολόγου είναι εύκολο κανείς να το
διαπιστώση από τα τόσα που διακηρύσσουν σήμερα οι θεολόγοι για τους αγίους, για
τους αιρετικούς, για τους κανόνες, την Ιερά Παράδοσι κλπ.
Πρέπει τώρα, αγαπητέ Οδυσσέα, να έλθωμε και στο
περιβόητο χωρίο του Ζωναρά και να αποδείξωμε την περί τούτου σκευωρία του φίλου σου.
Εισαγωγικά αναφέρω ότι ο Ι. Ζωναράς έζησε περίπου τετρακόσια χρόνια μετά την εποχή του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου και εκτός των άλλων έργων του έγραψε και ιστορία από κτίσεως κόσμου μέχρι του έτους 1118.
Εισαγωγικά αναφέρω ότι ο Ι. Ζωναράς έζησε περίπου τετρακόσια χρόνια μετά την εποχή του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου και εκτός των άλλων έργων του έγραψε και ιστορία από κτίσεως κόσμου μέχρι του έτους 1118.
Η σκευωρία λοιπόν του φίλου σου σε βάρος του οσίου
είναι η ίδια με αυτή κατά την οποία κάποιος αποδεικνύει από τα λόγια της Αγ.
Γραφής ότι δεν υπάρχει Θεός αναφέροντας το «ουκ έστι Θεός», χωρίς δηλαδή να
αναφέρη το αμέσως προηγούμενο «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού».
Έτσι λοιπόν και ο φίλος σου μεταχειριζόμενος την ίδια
αποδεικτική μέθοδο, αναφέρει το χωρίο του Ζωναρά «ηβούλοντο γαρ της εκκλησίας
εγκρατείς γενέσθαι και του αρχιερατικού επιβήναι θρόνου περί πλείστου
πεποίηντο».
Το αμέσως όμως προηγούμενο χωρίο του Ζωναρά μας οδηγεί
αβίαστα να αλλάξουμε λογισμό για το ποιός ανέφερε αυτή τη γνώμη.
Λέγει λοιπόν αμέσως πριν από το χωρίο το οποίο
απεμόνωσε ο φίλος σου «εἰσὶ δ’ οἳ λέγουσι
σκῆψιν εἶναι τὸ στασιάσαι αὐτοὺς διὰ τὸ ἐκ λαϊκῶν γενέσθαι πατριάρχην τὸν ἱερὸν
Νικηφόρον, τὸ δ’ ἀληθὲς αἴτιον φιλαρχίαν εἶναι. Ἠβούλοντο γὰρ τῆς ἐκκλησίας... κλπ».
Δηλαδή λέγει ο Ζωναράς ότι υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι λέγουν ότι, η αντίδρασις
των οσίων Πλάτωνος και Θεοδώρου στην εκ της τάξεως των λαϊκών χειροτονία του
Αγ. Νικηφόρου, ήτο μία πρόφασις και δικαιολογία, ενώ η αλήθεια ήτο ότι ήθελαν
να γίνη κάποιος από αυτούς τους δύο Πατριάρχης.
Ο Ζωναράς λοιπόν ως ιστορικός, ο οποίος μάλιστα έζησε
τέσσερις αιώνες αργότερα, είναι υποχρεωμένος να γράψη και την αντίθετο άποψι
και πλευρά, προφανώς των εχθρών του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Δηλαδή αυτό
το οποίο λέγει «εἰσὶ δ’ οἳ λέγουσι»,
σαφώς καταδεικνύει ότι αυτά τα οποία ακολουθούν δεν είναι απόψεις του Ζωναρά,
αλλά κάποιων άλλων.
Ο φίλος σου όμως τα αποδίδει στον Ζωναρά, διότι επί
λέξει αναφέρει «τότε ἐστασίασαν» εναντίον του ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο θείος
του Πλάτων δια την εκ λαϊκού δήθεν απότομο προβολή του, αλλά «τῇ ἀληθείᾳ»,
λέγει ο Ζωναράς, δια «φιλαρχίαν» αυτών, διότι ήθελον αυτοί να γίνη ένας από
αυτούς πατριάρχης «ἠβούλοντο γὰρ τῆς ἐκκλησίας.....κλπ.».
Βλέπεις λοιπόν, φίλτατε, πόσο ωραία συνέρραψε την
έκφρασι «τῇ ἀληθείᾳ» με το «λέγει ο Ζωναράς», ενώ ο Ζωναράς το «τῇ ἀληθείᾳ» το προσάπτει στο «εἰσὶ δὲ οἳ λέγουσι», δηλαδή στη
συλλογιστική όχι την ιδική του, αλλά των εχθρών του οσίου;
Τώρα αν και αυτό το επήρε πάλι από τις υποσημειώσεις
του Κ. Σιαμάκη δεν έχει καμμία σημασία, την στιγμή κατά την οποία το
παρουσιάζει σαν άποψι και θέσι του Ζωναρά.
Αν θέλεις δε εσύ η ο φίλος σου να σου πω δύο λόγια και
για την εν λόγω περίπτωσι και αντίδρασι του οσίου Πλάτωνος και Θεοδώρου στην εκ
λαϊκού αναγόρευσι του Αγ. Νικηφόρου στον πατριαρχικό θρόνο άκουσέ τα.
Άριστα έπραξαν οι όσιοι που αντέδρασαν στην εν λόγω
εκλογή του Αγ. Νικηφόρου, διότι αφ’ ενός μεν ήτο αντίθετη στους ιερούς κανόνες
και την Παράδοσι της εκκλησίας, αφ’ ετέρου υπήρχε αίρεσις εν εξελίξει και ο Αγ.
Νικηφόρος, ως λαϊκός, δεν είχε επιδείξει δείγματα απτά της Ορθοδοξίας του,
αλλά, το κυριώτερο, διότι επροτείνετο και προωθείτο δια Πατριάρχης από έναν
εικονομάχο αυτοκράτορα.
Ο αυτοκράτωρ λοιπόν, Νικηφόρος και αυτός στο όνομα,
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, δεν προώθησε δια Πατριάρχη
κάποιον δεδηλωμένο εικονομάχο Επίσκοπο, δια να μη προκαλέση προφανώς
αντιδράσεις, αλλά ένα λαϊκό από τους γραμματείς του παλατιού, με το σκεπτικό να
τον έχη υποχείριό του σε ο,τι θέλει να επιβάλλη στην εκκλησία, ασχέτως βέβαια
αν εκ των υστέρων ο Αγ. Νικηφόρος ετάχθη με το μέρος των Ορθοδόξων και υπέστη
διωγμό δια την πίστι του.
Τι θα έπρεπε να κάνουν και να σκεφθούν οι όσιοι σε μία
τέτοια προώθησι και προβολή;
Να ιδούν αγνά αισθήματα εκ μέρους του αυτοκράτορος, ή
να αδιαφορήσουν όπως θα εκάναμε εμείς και όλοι οι μοναχοί σήμερα;
Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι την εποχή εκείνη
εζητείτο η γνώμη δια την εκλογή του Πατριάρχου, όχι μόνο από τους Επισκόπους,
αλλά και από τους μοναχούς και ακόμη εχρειάζετο δια να είναι έγκυρη η εκλογή
και η σύμφωνος γνώμη του λαού.
Άκουσε τώρα, αγαπητέ Οδυσσέα, επειδή κατηγορήθηκε ο
όσιος από τον φίλο σου, ότι ήθελε να γίνη Πατριάρχης, τα περί εκλογής του Αγ.
Νικηφόρου και μάλιστα, όπως τα περιγράφει ο Κ. Παραρρηγόπουλος, ο οποίος δε
κατενόησε τίποτε από το πνεύμα του οσίου.
Αναφέρω αυτήν την περιγραφή διότι ο Παπαρρηγόπουλος
είναι αυτός ο οποίος δράττεται κάθε ευκαιρίας για να κατηγορήση τον όσιο
χρησιμοποιώντας προς τούτο πολλή φαντασία και την προσφιλή του συλλογιστική
μέθοδο.
Καταλαβαίνεις ότι αν υπήρχε ίχνος υποψίας, ότι ο όσιος ήθελε να γίνη Πατριάρχης, ο Παπαρρηγόπουλος δεν θα το άφηνε να περάση απαρατήρητο. Λέγει λοιπόν εν προκειμένω τά εξης: (Τὸ ἐκτενὲς κείμενο τοῦ Παπαρρηγόπουλου, δὲς στὸ τέλος, στὴν ὑποσημ. 1: «Η στέρησις τοιούτου πατριάρχου...»).
Καταλαβαίνεις ότι αν υπήρχε ίχνος υποψίας, ότι ο όσιος ήθελε να γίνη Πατριάρχης, ο Παπαρρηγόπουλος δεν θα το άφηνε να περάση απαρατήρητο. Λέγει λοιπόν εν προκειμένω τά εξης: (Τὸ ἐκτενὲς κείμενο τοῦ Παπαρρηγόπουλου, δὲς στὸ τέλος, στὴν ὑποσημ. 1: «Η στέρησις τοιούτου πατριάρχου...»).
Άκουσε τώρα, πώς το ίδιο γεγονός το περιγράφει ο όσιος
στον επικήδειο λόγο του προς τον όσιο Πλάτωνα. (Δὲς ὑποσημ.
2: «Επειδή δε απεβίω ο τηνικαύτα
θείος...».
Από τις δύο περιγραφές εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο
όσιος Πλάτων δεν εψήφισε τον Αγ. Νικηφόρο, όπως ισχυρίζεται ο Παπαρρηγόπουλος,
αλλά κάποιον άλλον, ο οποίος προφανώς δεν τους άρεσε, δι’ αυτό «απεσείσατο το γράμμα και μετεκύλισαν ως εν
κύβω τας ψήφους», δηλαδή ανέδειξαν αυτόν τον οποίο εκ των προτέρων είχαν
επιλέξει.
Για να καταλάβης δε το λεξιλόγιο του Παπαρρηγόπουλου
σου ερμηνεύω κάποιες λέξεις:
Μεταρρύθμισις=εικονομαχία. Απόρριψις των εικόνων, κατάργησις μοναχισμού, ανακάθαρσις των εκκλησιαστικών βιβλίων, περιορισμός εορτών κ.α.
Μοναχική φατρία=όλος ο μοναχισμός ο οποίος ετάσσετο εναντίον της μεταρρυθμίσεως.
Θρησκομανής Πατριάρχης=ο εικονόφιλος, ο παραδοσιακός κλπ. Καταστροφή του κράτους=η επαναφορά των εικόνων και της Ορθοδοξίας.
Μεταρρύθμισις=εικονομαχία. Απόρριψις των εικόνων, κατάργησις μοναχισμού, ανακάθαρσις των εκκλησιαστικών βιβλίων, περιορισμός εορτών κ.α.
Μοναχική φατρία=όλος ο μοναχισμός ο οποίος ετάσσετο εναντίον της μεταρρυθμίσεως.
Θρησκομανής Πατριάρχης=ο εικονόφιλος, ο παραδοσιακός κλπ. Καταστροφή του κράτους=η επαναφορά των εικόνων και της Ορθοδοξίας.
Θέλω να τελειώσω για να μη γίνω κουραστικός για θέματα
τα οποία επειδή έχω μελετήσει υπερβολικά δύναμαι να πω πολλά, τα οποία όμως
μπορεί άλλους να μη τους ενδιαφέρουν. Με προκαλούν όμως τα πρώτα αποφθέγματα
του φίλου σου τα οποία και αυτά αποδίδει στον Αγ. Νεκτάριο, δηλαδή στον
Παπαρρηγόπουλο.
Για τις υπ’ αριθμ. (1) και (2) κατηγορίες περί
φιλοπαπικών δήθεν αισθημάτων του οσίου, σου απέστειλα τμήμα από μία μελέτη μου,
η οποία αποτελεί ένα κεφάλαιο στο περί μνημονεύσεως υπό έκδοσι βιβλίο μας
(είναι το κείμενο που δημοσίευσε χθές το blog apotixisi) [σ.σ. Δηλ. αὐτὸ ποὺ κι ἐμεῖς χθὲς ἀναδημοσιεύσαμε].
Για την υπ’ αριθμ. (3) κατηγορία παροξύνεται το πνεύμα μου, κατά τον Απόστολο,
θεωρών την διαστρέβλωσι της αληθείας.
Προς απάντησι δε των ισχυρισμών του φίλου σου, σου παραθέτω μία ολόκληρο επιστολή του οσίου για να ιδής το πνεύμα του, την συμπεριφορά του απέναντι στους αιρετικούς, την συμφωνία των Πατέρων επί του θέματος τούτου, για το οποίο τον κατηγορεί ο φίλος σου, την πατερική ανατροπή των επιχειρημάτων του Επισκόπου παραλήπτου της επιστολής, ο οποίος προφανώς εμφορείτο από αντιλήψεις τις οποίες ο φίλος σου προσάπτει στον όσιο, την ευαγγελική διδασκαλία επί του θέματος και, τέλος, την αμφισβήτησι κάποιων κειμένων, τα οποία συνηγορούσαν στην τιμωρία των αιρετικών, των μάγων κλπ.
Προς απάντησι δε των ισχυρισμών του φίλου σου, σου παραθέτω μία ολόκληρο επιστολή του οσίου για να ιδής το πνεύμα του, την συμπεριφορά του απέναντι στους αιρετικούς, την συμφωνία των Πατέρων επί του θέματος τούτου, για το οποίο τον κατηγορεί ο φίλος σου, την πατερική ανατροπή των επιχειρημάτων του Επισκόπου παραλήπτου της επιστολής, ο οποίος προφανώς εμφορείτο από αντιλήψεις τις οποίες ο φίλος σου προσάπτει στον όσιο, την ευαγγελική διδασκαλία επί του θέματος και, τέλος, την αμφισβήτησι κάποιων κειμένων, τα οποία συνηγορούσαν στην τιμωρία των αιρετικών, των μάγων κλπ.
Αν, αδελφέ μου, εύρης κάποιο κείμενο στην πατερική
γραμματεία πιο πλήρες από θεολογικής πλευράς, πιο εναρμονισμένο με όλη την
ορθόδοξο Παράδοσι, πιο διαφωτιστικό επί του θέματος της υπ’ αριθμ. (3)
κατηγορίας του φίλου σου, πιο φιλάνθρωπο ως προς την αντιμετώπισι των
αιρετικών, εγώ είμαι έτοιμος να δεχθώ όχι μόνο αυτή αλλά και όλες τις υπόλοιπες
κατηγορίες του.
Καταλαβαίνεις τι σημαίνει ο όσιος να διδάσκη τον
Επίσκοπο όχι μόνο να μην τιμωρούμε τους αιρετικούς, αλλά ούτε να «καυχώμεθα»
δι’ αυτούς, δηλαδή να μην παρακαλούμε τον Θεό να τους τιμωρήση και «διδάσκεσθαι
γαρ ου τιμωρείσθαι χρη τους αγνοούντας» και από την άλλη ο φίλος σου να θεωρή
τον όσιο υπόλογο θανατικών ποινών, εγκάθετο της αστυνομίας, καταδότη κλπ.
Σκέπτομαι μήπως στις ημέρες μας, εκτός των άλλων,
χάσαμε και τα λογικά μας. (Δὲς ὑποσημ. 3: «Έλαβον επί χείρας το γραμματείον, όπερ
απέστειλεν...».
Η υπ’ αρίθμ. (4) κατηγορία του φίλου σου δεν θέλει
απάντησι, διότι είναι αντιγραφή από τον Παπαρρηγόπουλο.
Η υπ’ αριθμ. (5) κατηγορία είναι όντως άρρητη, διότι ο
όσιος ποτέ δεν τα «πήγαινε καλά» κατά το δη λεγόμενο με την πολιτική ηγεσία,
ώστε να ζητά την επέμβασι του ποινικού νόμου στα εκκλησιαστικά προβλήματα.
Αν όμως ο φίλος σου έχει να παρουσιάση έστω και ένα
τέτοιο παράδειγμα στη ζωή του οσίου, δεν έχει παρά να μας το αναφέρη και είμεθα
πρόθυμοι να του απαντήσουμε.
Ίσως όμως πάλι πρέπει να επιστρατεύση τον
Παπαρρηγόπουλο για να υποστηρίξη τις θέσεις του.
Εγώ επί του προκειμένου θα σου αναφέρω τον ίδιο τον
Παπαρρηγόπουλο, ο οποίος παρουσιάζει τον όσιο ως υπέρμαχο της απαγκιστρώσεως
της εκκλησίας από την πολιτική επιρροή και επέμβασι.
Λέγει λοιπόν τα εξής. (Δὲς ὑποσημ.
4: «Οι δυτικοί όλοι, μη εξαιρουμένου του Σλόσσερ...»).
Τι κρίμα, αδελφέ, να φθάσουμε στο κατάντημα οι Δυτικοί
να βλέπουν ορθότερα αυτά τα οποία οι ιδικοί μας σύγχρονοι ιστορικοί και θεολόγοι
δεν δύνανται να κατανοήσουν;
Η υπ’ αριθμ. (6) κατηγορία είναι αχαρακτήριστη λίαν
επιεικώς κρινομένη, διότι, όπως είδες και στην επιστολή την οποία σου παρέθεσα,
ο όσιος σε οιαδήποτε ερμηνεία της Αγ. Γραφής χρησιμοποιούσε πάντοτε ως οδηγό
αλάνθαστο τους προγενεστέρους Πατέρες, τους οποίους εγνώριζε άριστα.
Αν λοιπόν, όπως λέγει ο φίλος σου, ο όσιος ήτο
διαστροφέας των κειμένων της Κ. Διαθήκης πρέπει να είναι διαστροφείς και οι
Άγιοι στους οποίους πάντοτε στηρίζεται.
Αν όμως εύρη ο φίλος σου κάποια αυθαίρετη ερμηνεία του
οσίου στην Αγ. Γραφή, η οποία μάλιστα δεν συμφωνεί με όλη την ορθόδοξο Παράδοσι
να μας την παρουσιάση, ώστε να παύσωμε να εμπιστευώμεθα τον όσιο τουλάχιστον
κατά την ερμηνευτική του πλευρά.
Η υπ’ αριθμ. τέλος (7) κατηγορία του φίλου σου είναι
και αυτή κίβδηλη, διότι η όλη ζωή του οσίου και η διδασκαλία του παρουσιάζουν
αυτόν να αγαπά μόνο την Ορθοδοξία, την Παράδοσι, τον μοναχισμό κλπ. και ουδόλως
τα αξιώματα.
Αν αδελφέ μου έκαναν ολόκληρη σκευωρία για να τον
πείσουν να αποδεχθή την ηγουμενική προστασία των αδελφών, συνεργούντος μάλιστα
σ’ αυτήν την σκευωρία και του οσίου Πλάτωνος και ολοκλήρου της αδελφότητος, πως
μπορεί να περάση έστω και ψιλός λογισμός περί δήθεν επιθυμίας του δια τον
Πατριαρχικό θρόνο;
Άλλωστε για να γίνη κανείς Πατριάρχης αυτή την περίοδο
έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργή και να διατηρή αγαθές σχέσεις με την πολιτική
εξουσία και ο όσιος έπραξε το εντελώς αντίθετο.
Αυτά εν περιλήψει. Θα ηδυνάμην να είπω πολύ
περισσότερα. Είμαι διατεθειμένος σε οιαδήποτε συζήτησι προφορική η γραπτή.
Σε παρακαλώ Οδυσσέα τα στοιχεία τα οποία σου παρέθεσα
να γνωστοποιηθούν και στον φίλο σου.
Σε χαιρετώ με την εν Κυρίω αγάπη ευχόμενος κάθε
πνευματική καρποφορία στο έργο σου.
Ιερομόναχος Ευθύμιος
Τρικαμηνάς
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ (ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)
1. Η στέρησις τοιούτου πατριάρχου
(εννοείται του Αγ. Ταρασίου) κατετάραξε τον βασιλέα Νικηφόρον, όστις υπέρ πάντα
άλλον εξετίμα τας χριστιανικάς και πολιτικάς του ανδρός αρετάς και εγίνωσκεν
όπόσον δυσχερής θέλει αποβή η αντικατάστασις αυτού. Μετά τινα σκέψιν εξελέξατο
τον υποψήφιον αυτού, ουχί μεταξύ των μοναχών, τους οποίους εγίνωσκεν άπαντας
ασπόνδους πολεμίους της μεταρρυθμίσεως, και ούτε μεταξύ των αρχιερέων, ων άλλοι
μεν ετάσσοντο μετά της μιας και άλλοι μετά της ετέρας μερίδος, αλλά θέλων να
εγχειρίση τους οίακας της εκκλησίας εις άνδρα εντελώς εκ των προτέρων αμέτοχον
της διενέξεως ήτις ετάραττε τα πνεύματα επέστησε την προσοχήν εις ένα των περί
αυτόν λαϊκών. Εν τούτοις καίτοι προαιρούμενος να περιστείλη τας καταχρήσεις της
μοναχικής φατρίας ήθελε να οικονομήση αυτήν όσον ενδέχεται, και επί τούτω κατ’
αρχάς συνεβουλεύθη τον παρ’ αυτή ισχυρότατον Θεόδωρον, ερωτήσας αυτόν τίνα
νομίζει άξιον να διαδεχθή τον μακαρίτην Ταράσιον, χωρίς ν’ αποκαλύψη τίνα είχεν
ο ίδιος κατά νουν. Ο Θεόδωρος απήντησεν ότι δεν γνωρίζει κανένα, αλλά
παρετήρησεν ότι καλόν ήτο να γίνη ελευθέρα εκλογή προσκαλουμένων επί τούτω και
μοναχών και ερημιτών. Ο Νικηφόρος εύρε την γνώμην ταύτην άτοπον, και ευλόγως˙
διότι εκλογή τοιουτοτρόπως γενομένη ήθελεν αναδείξει πατριάρχην άνδρα
θρησκομανή και επιτήδειον μόνον να συμπληρώση την καταστροφήν του κράτους.
Αφήσας λοιπόν κατά μέρος τον Θεόδωρον ετράπη προς τον γέροντα Πλάτωνα και
διεκοίνωσεν εις αυτόν ειλικρινώς τίνα έχει υποψήφιον˙ ο δε ενέκρινεν αυτόν
πληρέστατα και έγραψε μάλιστα εις συγγενή ον είχεν εν τη αυλή προτρέπων αυτόν
να συμπράξη εις την εκλογήν του ανδρός. Ταύτην λαβών την συναίνεσιν ο βασιλεύς
συνεκάλεσε τους επισκόπους και ψήφω αυτών και παντός του λαού προεχειρίσατο ένα
των επιφανεστέρων του κράτους αρχόντων, τον πρώην βασιλικόν γραμματέα Νικηφόρον
όστις μετά τινας δισταγμούς απεδέχθη το αξίωμα και αφού εκάρη μοναχός
εχειροτονήθη οικουμενικός πατριάρχης τη 12 Απριλίου, ήτοι ανήμερα του Πάσχα του
806 έτους». (Κ. Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,τόμος 4ος, σελ.
482).
2. Επειδή δε απεβίω ο τηνικαύτα θείος πρόεδρος,
ζητείται ψήφος πατριαρχήσοντος, και τα ψηφίσματα επί πολλούς οι πολλοί, ως
έκαστος είχε κατά φιλίαν η αλήθειαν˙ ζητείται και παρά του Πατρός, ουχ υπό των
της ιερωσύνης μόνον εγκρίτων, αλλ’ ήδη και προς αυτού του βασιλεύοντος. Τι ουν
έδει, ω προς της αληθείας αυτής; Ουχί τον τοσαύτα υπέρ του καλού εναθλήσαντα
και ηκριβωμένου βίου τοις πάσι νόμον προκείμενον, αψευδώς ειπείν την ενούσαν
αυτώ διάθεσιν, προς το κοινή συμφέρον σκοπούντα; Ου, φασίν οι τα εκείνου
σκώπτοντές τε και διαγελώντες, αλλ’ η την άγνοιαν προβαλέσθαι, η τοις
επιζητήσασι παραχωρήσαι το ψήφισμα˙ έστιν δε, το μεν πρότερον ψεύδος, το δε
δεύτερον υπόκρισις, και αμφότερα απόπτυστα. Ο μεν ουν την ψήφον έστειλεν, το δε
εφ’ ότω, παρώ λέγειν˙ επέστειλε δ’ όμως ως υπό Θεώ μάρτυρι. Και οι μεν ασμένως
εδέξαντο, ουκ οίδ’ οποίω τρόπω βεβαιώσαντες το γράμμα, ο δε λαβών απεσείσατο,
μετακυλίσας ως εν κύβω τας ψήφους» (ΕΠΕ φιλοκ. Τόμος 18, σελ. 220).
3. Έλαβον επί χείρας το γραμματείον,
όπερ απέστειλεν η ιερά σου κορυφή Αθανασίω τω ημετέρω αδελφώ, κάι αναγνούς
ελυπήθην, ιερώτατέ μου πάτερ, λύπην ικανήν, πρώτον μεν ότι εν ημίν αυτοίς, τοις
ορθοτομούσι τον λόγον της αληθείας κατά την νυν λυττώσαν αίρεσιν των
εικονομάχων, ερεσχελίαι γίγνονται και σχίσματα επιφύονται, έπειτα ότι
αναγκάζομαι ο ελάχιστος αντιθετικώς την διάλεξιν ποιήσασθαι. αλλά συγγινωσκέτω
η μεγαλειότης σου˙ περί γαρ αληθείας ο λόγος, ης ουδέν προτιμότερον ουδέ
αιδεστικώτερον.
Τι δε το
εμφερόμενον εν τοις γράμμασι, περί ου η λύπη; ημείς, φησίν, ούτε κτένεσθαι τους
Μανιχαίους ούτε μη κτένεσθαι συνεβουλεύσαμεν˙ ει δε και επετρέψαμεν, των
καλλίστων το μέγιστον είχομεν αν ποιήσαι. τι φης, ω θεοτίμητε; ο Κύριος
απηγόρευσεν εν τοις ευαγγελίοις τούτο, ειπών˙ ου, μήποτε συλλέγοντες τα ζιζάνια
εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον˙ άφετε συναυξάνεσθε μέχρι του θερισμού. Και αυτός
των καλλίστων το μέγιστον φαίης είναι την επιτροπήν της εκριζώσεως; και ότι τα
ζιζάνια τους αιρετικούς είρηκεν, τους τε τηνικαύτα δήλον ότι και τους εφ’
υστέρω, ήγουν άπαντας, ακουσώμεθα του Χρυσοστόμου, αυτό τούτο ερμηνεύοντος˙ εφ’
ω τάδε˙ τι ουν ο δεσπότης κωλύει λέγων, μήποτε εκριζώσητε άμα αυτοίς τον σίτον;
τούτο δε έλεγεν κωλύων πολέμους γίνεσθαι και αίματα και σφαγάς˙ ου γαρ δει
αναιρείν αιρετικούς, επεί ο πόλεμος άσπονδος έμελλεν εις την οικουμένην
εισάγεσθαι. και μεθ’ έτερα˙ τι δε άλλο δια του μη εκριζώσητε άμα αυτοίς τον
σίτον η τούτό φησιν, ότι, ει μέλλοιτε κινείν όπλα και κατασφάττειν αιρετικούς,
ανάγκη πολλούς και των αγίων συγκαταβάλλεσθαι. όπερ και γέγονεν εν τοις
καθ’ημάς χρόνοις˙ και γαρ και αίματα και σφαγαί επλήρωσαν την καθ’ ημάς οικουμένην
και πολλοί των αγίων συναπήλθον˙ και ο λόγος του Κυρίου ου διέπεσεν, ως
ωμολόγηται παρά πολλοίς. και τι λέγομεν περί του μη επιτρέπειν κτένεσθαι
αιρετικούς; ουδέ γε κατεύχεσθαι αυτών συγκεχώρηται ημίν. ακουσώμεθα γαρ αύθις
του Κυρίου προς Κάρπον τον άγιον, ως υποδεδήλωται δια φωνής Διονυσίου του
πανσόφου, λέγοντος˙ παίε κατ’ εμού λοιπόν˙ έτοιμος γαρ ειμι και αύθις υπέρ
ανθρώπων ανασωζομένων παθείν, και προσφιλές μοι τούτο, μη άλλων αμαρτανόντων
ανθρώπων. πλην όρα ει καλώς έχει σοι την εν τω χάσματι μετά των όφεων μονήν
ανταλλάξασθαι της μετά θεού και των αγαθών και φιλανθρώπων αγγέλων.
Οράς,
θεοσύνετε, την θείαν αγανάκτησιν, επειδή κατηύχετο των αιρετικών απαλλαγήναι
της ζωής, και όπως, ει επιμένων τη διαθέσει ταύτη ην, έμελλεν ο άγιος
καταδικάζεσθαι; ούτε ουν, ως δέδειχεν η αλήθεια, κατεύχεσθαι δει όλως, μάλλον
μεν ουν υπερεύχεσθαι, ως αυτός ο Κύριος υπέδειξεν εν τω του πάθους καιρώ, λέγων
προς τον εαυτού πατέρα˙ πάτερ, άφες αυτοίς την αμαρτίαν˙ ου γαρ οίδασι τι
ποιούσιν. το δε φαίειν σοι την αγιωσύνην έχειν αυτή συμφωνούντας εν τω
προβλήματι τούσδε τους αγίους, σύγγνωθι, πάτερ, ου καλώς εκλαμβάνομεν τας των
αγίων φωνάς καντεύθεν ευρισκόμεθα πατρομαχίαν, μάλλον δε θεομαχίαν εισφέροντες.
ο γαρ τοι θείος Κύριλλος εν τοις κατά Ιουλιανόν κατά το πάλαι νενομοθετημένον
προύτεινε την ρήσιν, ουκ εφάμιλλον τη νέα την παλαιάν συμβάλλων (μη γένοιτο)˙
ου γαρ ηγνόει ότι όσα ο νόμος λέγει, τοις εν τω νόμω λαλεί, ουδέ την του
σωτήρος σύγκρισιν, εν η φησιν˙ ερρήθη τοις αρχαίοις τόδε, εγώ δε λέγω υμίν
τόδε. ώστε, καθά φησιν ο θεοφάντωρ Διονύσιος προς τινα Δημόφιλον, ουκ
αποδεξόμεθά σου τας αζηλώτους ορμάς, ουδ’ ει μυριάκις επαναλάβοις τον Φινεές
και τον Ηλίαν˙ ταύτα γαρ ακούοντα τον Ιησούν ουκ ήρεσκον οι του πραέος τότε και
αγαθού πνεύματος αμέτοχοι μαθηταί. και γαρ και ο θειότατος ημών ιεροθέτης εν
πραότητι διδάσκειν τους αντιδιατιθεμένους τη διδασκαλία του θεού˙ διδάσκεσθαι
γαρ ου τιμωρείσθαι χρη τους αγνοούντας. ενωτίσμεθα ουν, ω μάκαρ, α λέλεχεν και
ο ιερός Παύλος. ο ήλιος της υπ’ ουρανόν. Λέγει τοίνυν και ο θεοφόρος Ιγνάτιος˙
τους μισούντας ουν τον θεόν μισείν χρη και επί τοις εχθροίς αυτού εκτετηκέναι,
ου μην δε διώκειν ημάς αυτούς η τύπτειν, καθάπερ και τα έθνη τα μη ειδότα τον
θεόν˙ ει δε ου τύπτειν δει, σχολή γ’ αν αυτούς κτένειν. επειδή δε και τον άγιον
Συμεών τον του θαυμαστού όρους είληφας, δέσποτα, συνάδειν σοι, μη τούτο οίου,
ιερέ, ως μάχεται Χριστώ η τοις υπέρ αυτόν διδασκάλοις, αλλά τι; επί έθνει
τραυματίζοντι το χριστιανικόν φύλον ο λόγος αυτώ της προς τον τηνικαύτα βασιλέα
παρακλήσεως, ως αν μη πορθούνται υπό Σαμαρειτών οι χριστιανοί. και ευ γε έχει,
και νυν το αυτό τούτο παρακαλούμεν, και Σκύθας και Άραβας θανατούντας τον λαόν
του θεού πολεμείν και μη φείδεσθαι τους βασιλέας. άλλο τούτο κακείνο έτερον, το
μεν επί τους πολεμίους, το δε επί τους υπό χείρα αιρετικούς˙ το γαρ τοι περί
του Νηστευτού Ιωάννου, του της Κωνσταντινουπόλεως προέδρου, ου μοι φαίνεται
αληθές, επιτρέψαι ανασκολοπισθήναι τους γόητας, αλλά παρακεχωρηκέναι˙ φονείς
γαρ καυτοί, εφ’ ους ου κωλυτέον τοις κρατούσι τα των Ρωμαϊκών νόμων δραν˙ ου
γαρ εική, φησί, την μάχαιραν φορούσιν, έκδικοί εισι τω το κακόν πράσσοντι. ου
μην εφ’ ους ο Κύριος εκώλυσεν αλόντας εξόν αυτοίς κολάζειν, ουχί τους εν τοις
κατά ψυχήν˙ των γαρ ψυχών αρχόντων τούτο, ων τα κολαστήρια αφορισμοί και αι
λοιπαί επιτιμίαι.
Ούτως ουν, ω
δέσποτα, ημείς οι ευτελείς φρονούμεν˙ και γε, ίνα εν αφροσύνη είποιμι, και
παρρησία λελαλήκαμεν τω μεν μακαριωτάτω ημών πατριάρχη ότι, μαχαίρα η εκκλησία
ουκ εκδικεί (και κατεύνευσεν), τοις δε την σφαγήν δράσασι βασιλεύσι, τω μεν
πρώτω ότι, ουκ ηρέσθη θεός επί τη τοιαύτη αναιρέσει, τω δε δευτέρω, απαιτούντι
την συνηγορίαν της αναιρέσεως, ότι, πρότερον η κεφαλή μου αίρεται ήπερ
συνθέσθαι με τούτω. ταύτα δη παρ’ ημών των αμαρτωλών˙ υμείς δε, αγιώτατοι, ει
έτερον ευαγγέλιον ανέγνωτε, όπερ ημείς ουκ ίσμεν, ευ αν έχοι˙ ει δε μη,
σκοπήσατε τι ο απόστολος αποφαίνηται.
(Οσ. Θεοδώρου
Στουδίτου, Θεοφίλω της Έφέσου, Επιστ. 455, Φατούρος σελ. 644).
4. Οι δυτικοί όλοι, μη εξαιρουμένου του
Σλόσσερ, αποθαυμάζουσι το θάρρος και την καρτερίαν του Θεοδώρου επί του
προκειμένου. Τούτο δε διότι ορμώνται από της δοξασίας ότι ο κλήρος ημών υπήρξε
τυφλόν όργανον της πολιτικής αρχής και κατ’ ακολουθίαν πρεσβεύουσιν ότι ο Θεόδωρος
διετέλεσεν εις εκ των ολίγων όσοι ενέμειναν πιστοί εις την υγιά αρχήν της
ανεξαρτησίας της Εκκλησίας.
(Κ.
Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,τόμος 4ος, σελ. 536).
Ο καρδασης ειναι 50% πλανεμενος και 50% βαρεμενος οικουμενιστης.
ΑπάντησηΔιαγραφή