Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011


Η΄Λκ 10,25-37 (Καλού Σαμαρείτου)



Αληθινή και ψεύτικη αγάπη



του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη



Ένας Ιουδαίος νομικός, που είχε ως επάγγελμα να διαβάζει το νόμο του Μωϋσέως και να τον διδάσκει στους απλούς συμπολίτες του, την ώρα που ο Χριστός δίδασκε στους μαθητάς του, σηκώθηκε και με πειρακτική διάθεση τον ρώτησε· Διδάσκαλε, τί πρέπει να κάνω, για να έχω ζωή αιώνια; Άσχετα προς την κακή διάθεσή του, πάντως ο νομικός, βλέποντας ότι ο θάνατος δεν κάνει χατίρια σε κανέναν, κι ότι η παρούσα ζωή είναι σύντομη, δείχνει ότι στο βάθος ήταν προβληματισμένος, και ενδιαφερόταν για μια απάντηση από υπεύθυνο στόμα στο θέμα, που τον έκαιγε. Έχοντας υπ’ όψη του δε ότι για το θέμα αυτό στο Νόμο δεν γίνεται σαφής λόγος, τόλμησε και ρώτησε, για να διαπιστώσει αν ο Χριστός θα μπορέσει ν’ απαντήσει ή θα πιαστεί «αδιάβαστος». Στο βάθος ήθελε να κάνει κόντρα με το Χριστό στις γνώσεις και να βγει ανώτερός του.


Του απαντά ο Χριστός· Εσύ που διαβάζεις το νόμο και τον διδάσκεις στους ανθρώπους, τί έχεις να μας πεις; τί λέει ο νόμος πάνω στο ζήτημα αυτό; Έτσι ο νομικός αυτομάτως από ερωτών έγινε ερωτώμενος και από δάσκαλος μαθητής. Και σαν μαθητής εξεταζόμενος απαντά· Ο Νόμος λέει ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλη τη σκέψη σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Του λέει ο Χριστός· Σωστά απάντησες. Αυτό να κάνεις, και θα ζήσεις αιωνίως. Θ’ αποκτήσεις αυτό που λαχταρά η ψυχή σου.


Ας σημειωθεί όμως ότι αυτή η σύσταση του Χριστού εμμέσως ήταν μια αμφισβήτηση της αγάπης του νομικού προς το Θεό. Διότι αν αγαπούσε αληθινά το Θεό, θα είχε βρει την αιώνια ζωή και δεν θ’ αναγκαζόταν να ρωτήσει το Χριστό. Ο νομικός αισθάνθηκε μειονεκτικά για την αμφισβήτηση αλλά και διότι ο Χριστός τον έκανε μαθητούδι, και αντέδρασε με μια νέα ερώτησή του, μήπως και μπορέσει ν’ αναστρέψει το κλίμα του διαλόγου υπέρ αυτού και επανακτήσει το γόητρό του. Λέει· Και ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου;


Εδώ ήθελε να οδηγήσει τη συζήτηση ο Χριστός, και την οδήγησε. Και για να μην απαντήσει με πολλά και θολά λόγια, όπως οι νομικοί της εποχής του, αλλά να δώσει σαφή περιγραφή του ποιος είναι ο πλησίον, του μίλησε με σαφέστατο παράδειγμα που το έπλασε εκείνη τη στιγμή ο λογοπλάστης Κύριος. Του μίλησε με παραβολή, η οποία, εκτός του ότι έχει βάθος νοημάτων, αφήνει και αιχμηρούς υπαινιγμούς εναντίον των νομικών, των πρεσβυτέρων, και όλης της άσπλαχνης άρχουσας θρησκευτικής καμόρας, στην οποία ανήκε και ο συνομιλητής του, ότι μιλούν για αγάπη προς τον πλησίον αλλά μόνο με λόγια. Στην πράξη η αγάπη τους είναι μηδέν και κάτω από το μηδέν. Η αγάπη τους περιορίζεται μόνο στο τομάρι τους. Λέει λοιπόν ο Λόγος με μια καταπληκτική ευχέρεια λόγου·


Κάποιος άνθρωπος κατεβαίνοντας από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι δεν έφτασε ότι τον έγδυσαν και του πήραν τα ρούχα, που τότε ήταν πολύτιμα, τον χτύπησαν και προκάλεσαν στο σώμα του σοβαρές πληγές, ώστε ο άνθρωπος έμεινε σχεδόν πεθαμένος. Κατά σύμπτωση ένας ιερεύς κατέβαινε το δρόμο εκείνο και είδε τον πληγωμένο και τον προσπέρασε και έφυγε. Το ίδιο και ένας λευΐτης, περνώντας από το μέρος εκείνο, όπου ήταν ξαπλωμένος ο δυστυχισμένος άνθρωπος, τον είδε, και, αδιαφορώντας για τον πόνο του, πέρασε από την άλλη μεριά του δρόμου. Έκανε πως δεν τον είδε και τον εγκατέλειψε και αυτός.


Στο μεταξύ ένας Σαμαρείτης (τους Σαμαρείτες σημειωτέον δεν τους χώνευαν οι Ιουδαίοι, και ο συνομιλητής του Χριστού ήταν Ιουδαίος) που περνούσε από εκεί, κατευθύνθηκε προς το μέρος του, κι όταν τον είδε, τον πόνεσε πολύ. Πλησίασε, του έπλυνε τις πληγές με λάδι και κρασί, που είχε μαζί του, τις έδεσε, και αφού με δυσκολία τον ανέβασε πάνω στο ζώο του, τον πήγε σ’ ένα χάνι, όπου τον περιποιήθηκε ακόμη πιο πολύ. Την άλλη μέρα βγάζει δυο δηνάρια, δηλαδή χρήματα αξίας δύο ημερομισθίων, και έδωσε στον ξενοδόχο και του είπε· Φρόντισέ τον, σε παρακαλώ, κι αν ξοδέψεις κάτι παραπάνω, επιστρέφοντας από τη δουλειά μου, θα σου τα πληρώσω.


Τέλειωσε το πετυχημένο παράδειγμα ο Χριστός, και στρέφεται τώρα στο συνομιλητή του νομικό και τον ρωτάει· Από τους τρεις, που πέρασαν δίπλα από τον πληγωμένο, ποιος, νομίζεις, αποδείχτηκε αληθινός πλησίον του; Κι εκείνος, που κατάλαβε πού το πήγαινε ο Χριστός, αλλά δεν μπορούσε να δώσει άλλη απάντηση, ταπεινωμένος είπε· Αυτός που του έδειξε συμπόνια. Και ο Κύριος κλείνει το διάλογο νικητής, κάνοντάς τον άλλη μια φορά μαθητούδι και βγάζοντάς τον ελλιπή·


Πήγαινε, του λέει, και κάνε και συ έτσι. Γιατί μέχρι τώρα δεν έκανες έτσι. Δείχνε την αγάπη σου όχι με άπιαστες θεωρίες και λόγια παχιά, αλλά με έμπρακτη αγάπη, με θυσία για το συνάνθρωπο. Τότε θ’ αποδείξεις ότι αγαπάς το Θεό, όταν αποδείξεις ότι αγαπάς το συνάνθρωπο. Αν το συνάνθρωπο, που τον βλέπεις, δεν τον αγαπάς, πως θα πιστέψω ότι αγαπάς το Θεό, που δεν τον βλέπεις; Πήγαινε στο καλό και φρόντισε να είσαι ειλικρινής και να έχεις αληθινή αγάπη προς τους συνανθρώπους σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου