Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011


Οι διεκδικήσεις της Κωνσταντινουπόλεως διαψεύδονται από την ιστορία


Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΩΣ


(ΧΩΡΙΣ) ΦΑΝΑΡΙ!


του πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασίλειου Βολουδάκη


Οι σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα μπορούσαν να παρομοιασθούν με μια παμπάλαια χιλιομπαλωμένη ηλεκτρική εγκατάσταση, στην οποία, μέσα στο διάβα του χρόνου, κάθε χρήστης, ανάλογα με τις ανάγκες του, προσέθεσε όσα καλώδια (γράφε Πράξεις και Διατάξεις) του ήσαν απαραίτητα για να κάνη τη δουλειά του, με αποτέλεσμα, κάθε λίγο και λιγάκι “να πέφτη η ασφάλεια”, δηλαδή να δημιουργείται συσκότιση και ταραχή στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.


Δεν θα ήθελα να θεωρηθή ασεβής αυτός μου ο Πρόλογος διότι ο Σεβασμός μου προς την Εκκλησία και τους Ποιμένες της είναι δεδομένος και ιδιαιτέρως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προσωπικά δε σε κάθε Θ. Λειτουργία μνημονεύω το όνομα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στην αγία Πρόθεση. Όμως η αλήθεια πρέπει να λέγεται και πολλές φορές πικραίνει στην αρχή, αλλά στο τέλος πάντοτε ειρηνοποιεί.


Η λύση, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν είναι η προσθήκη και άλλων καλωδίων στην άθλια εγκατάσταση αλλά η ριζική αλλαγή της με γνώμονα το πνεύμα των Ιερών Κανόνων και το “γράμμα”, δηλαδή την πρακτική που ωφελεί να ακολουθήσουμε με βάση τις εδαφικές ανακατατάξεις στο χώρο της πατρίδος μας και τις ιστορικές συγκυρίες.


Είναι πια πασιφανές ότι πρέπει να γίνη ένας επαναπροσδιορισμός των σχέσεων των δύο Εκκλησιών, αρχίζοντας από το άλφα γιατί, φαίνεται, πως κάποιοι μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας νόθευσαν τη θεολογική και ιστορική αλφάβητο.


Το μικρό περιοδικό μας είχε προγραμματίσει να ασχοληθή με το θέμα αυτό στο τεύχος του Νοεμβρίου. Όμως, οι ραγδαίες εξελίξεις του ζητήματος και οι φοβερισμοί από εκκλησιαστικούς κύκλους περί τάχα επαπειλουμένου σχίσματος, σε συνδυασμό με την ορισθείσα για τις 4 Νοεμβρίου σύγκληση της Ιεραρχίας, μας ώθησαν στην παρούσα έκτακτη έκδοση.



ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Γνωρίζω ότι είναι δύσκολο να ακουσθή η φωνή μου, όμως με ενισχύει και με παροτρύνει το κοινό περί λογικής και δικαιοσύνης αίσθημα των συγχρόνων ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν απαντήσεις αληθινές και ουσιαστικές στα ερωτήματά τους για το υπό συζήτηση θέμα, και δεν πείθονται με τα κατεβατά των δήθεν εκκλησιολογικών και κανονικών επιχειρημάτων που αραδιάζονται ένθεν κακείθεν για να παρακάμψουν την ουσία του προβλήματος.


Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να καταπιαστώ για άλλη μια φορά (τρίτη τον αριθμόν) με αυτό το θέμα, καταθέτοντας τη μαρτυρία μου, γιατί πιστεύω πως η κατά Θεόν λύση αυτού του ζητήματος θα έχη αγαθές επιπτώσεις στην ήδη αρκετά βραχυκυκλωμένη Ορθοδοξία μας.


Με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχα ασχοληθεί για πρώτη φορά ακριβώς πριν δέκα χρόνια και συγκεκριμένα με το βιβλίο του νυν Πατριάρχου, «Περί την κωδικοποίησιν των Ιερών Κανόνων», που έγραψε ως Αρχιμανδρίτης, χαρακτηρίζοντάς το «απειλή για την Ορθοδοξία», γιατί αποστάζει βατικάνεια ολοκληρωτική νοοτροπία και έντονα εκκοσμικευμένο πνεύμα. Η νοοτροπία αυτή έγινε τώρα πια εξόφθαλμη!


Αποσπάσματα του βιβλίου αυτού μαζί με άλλα επιχειρήματα χρησιμοποίησα πριν δύο χρόνια σε σχετικό άρθρο μου για το θέμα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για να καταδείξω, συν τοις άλλοις, και την κατάφωρη αντίφαση ότι ο νυν Πατριάρχης στο μεν βιβλίο του υποστηρίζει ότι μπορούν να τροποποιηθούν αποφάσεις και Οικουμενικών Συνόδων στην δε διένεξή του με την Εκκλησία της Ελλάδος ισχυρίζεται ότι η Πατριαρχική Πράξη του 1928 είναι «Ιερό κείμενο και αμετάτρεπτο»(!) και, συνεπώς, οι Μητροπόλεις που κατά το κείμενο αυτό προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους είναι εδάφη Πατριαρχικά και πρέπει να μείνουν τέτοια και εις τους αιώνας των αιώνων!


Σήμερα θα ήθελα να φωτίσω το θέμα από μια άλλη σκοπιά, χρησιμοποιώντας και πάλι τη λογική και την ιστορία, γιατί έγινε φανερό πως η συζήτησή του από τους υποτιθεμένους ειδικούς (σχεδόν αποκλειστικά από ακαδημαϊκούς θεολόγους), οδηγεί τα πράγματα σε μια ατέρμονη φλυαρία, που ζαλίζει και αηδιάζει τον πολύ κόσμο και αποπροσανατολίζει τον ερευνητή της αλήθειας.


Φαίνεται, πως η λογομαγειρική, ιδίως όταν σαν βάση έχει τη θεολογία, ασκεί μια απέραντη γοητεία στα πλήθη, που εύκολα απολαμβάνουν την “εντύπωση” και βαριούνται την πραγματικότητα!


Σε πείσμα, λοιπόν, του γενικού ρεύματος, θα μου επιτρέψετε να μην πιω από το «τρελό νερό» παρασυρόμενος σε μια στείρα και με περιορισμένο ορίζοντα θεολογική συζήτηση, γιατί, όσο κι’ αν σας φαίνεται παράξενο, το θέμα δεν είναι θεολογικό αλλά κυρίως και πρωτίστως λογικό. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να διατυπώσω, όσο πιο επιγραμματικά μπορώ και υπό τύπον ερωτήσεων τις απορίες μου.


Δικαιούται άραγε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να προτάσση τους Ιερούς Κανόνες για να μας πείση περί του δικαίου του, όταν η όλη σημερινή δομή, Ιεραρχίας και πολιτείας του προς τις υπ’ αυτό υπαγόμενες Εκκλησίες δεν στηρίζεται στο Κανονικό δίκαιο;


Σε ποιο Κανονικό Δίκαιο αλλά και σε ποιά λογική στηρίζεται Σύνοδος εμπεριστάτων και αιχμαλώτων Επισκόπων, χωρίς ποίμνιο, όπως είναι η Πατριαρχική Σύνοδος, με ανελεύθερη φωνή, να κατευθύνη και να ελέγχη ελεύθερες από Κρατικές επεμβάσεις και δεσμεύσεις μητροπόλεις σε όλα, σχεδόν, τα μήκη και πλάτη της γης;


Σε ποιο Κανονικό Δίκαιο στηρίζεται η Πατριαρχική Σύνοδος όταν απολύη μητροπολίτες και Αρχιεπισκόπους χωρίς δίκη και απολογία, σαν να πρόκειται για απλούς διοικητικούς υπαλλήλους, όταν οι Ιεροί Κανόνες ρητώς υπαγορεύουν (οδ΄ Αποστολικός και α΄ Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας) ότι ο Επίσκοπος στερείται της Επισκοπής του μόνον κατόπιν νομίμου και κανονικής δίκης και καταδίκης του;


Σε ποιο Κανονικό Δίκαιο στηρίζεται ο διορισμός Τιτουλαρίου Επισκόπου, δηλαδή Επισκόπου χωρίς πλήρη Επισκοπικά δικαιώματα, σε Εκκλησίες με έκταση «ηπείρου», όπως η εκκλησία της Κορέας, της οποίας ο τιτουλάριος επίσκοπος είναι εξαρτημένος και εκτελεί τις εντολές του Μητροπολίτου... Ν. Ζηλανδίας(!), ο οποίος με τη σειρά του είναι εντολοδόχος του Πατριαρχείου;


Τελικά οι Ιεροί Κανόνες είναι αμετάτρεπτοι μόνο όταν καθορίζουν τη σειρά και την τάξη των Πατριαρχείων και των Επισκόπων, δηλαδή το «άνηθον και το κύμινον» και είναι περιττοί και διορθώσιμοι όταν αναφέρονται στα «βαρύτερα του Νόμου»;


Η «Σιών η Αγία» είναι «η Μήτηρ των Εκκλησιών»



Ποιός αμφιβάλλει για το ότι το πρώτο στην ιστορία Πατριαρχείο της Οικουμένης, η «Σιών η Αγία, η Μήτηρ των Εκκλησιών», (όπως την υμνεί η Ιερά Παρακλητική), το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, αριθμείται πέμπτο στην τάξη των Πατριαρχείων λόγω του ότι έγινε εμπερίστατο μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων και δεν είχε καμμία πολιτειακή συνδρομή ώστε να ενισχύη τις νεοσύστατες Εκκλησίες;


Εάν, λοιπόν, ο Πρώτος Θρόνος, ο τόπος της επιγείου αναστροφής του Κυρίου και Θεού μας έχασε το προνόμοιο της πρωτοκαθεδρίας, επειδή η Εκκλησία έκρινε ότι το πνευματικό συμφέρον της Ορθοδοξίας δεν μπορεί να θυσιασθή για ρομαντισμούς και εθιμοτυπίες, ποιο είναι το ασάλευτο δόγμα που αναγκάζει την Ορθοδοξία να θεωρή το εμπερίστατο και αιχμάλωτο και άνευ ποιμνίου Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διοικητή και ρυθμιστή αιώνιο του σύμπαντος κόσμου;


Εάν σήμερα το Πατριαρχείο δεν έχει την πολιτειακή και πνευματική δύναμη να ανοίξη τη Σχολή της Χάλκης, ποιά προσδοκία μπορούν να έχουν τα Ορθόδοξα έθνη για την υποστήριξη των δικαίων τους από αυτό; Μήπως επειδή κάποια πολιτικά “σαλόνια” υποδέχονται τον Πατριάρχη ως αρχηγό Κράτους;


Εάν, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 40 χρόνια, το Πατριαρχείο δεν έχει να επιδείξη ιδιαίτερο πνευματικό έργο, πλην κάποιων εγκυκλίων και μάλιστα και αυτών με κοσμικές και κοινωνικές αναφορές στους πολέμους, στην πείνα, στην προστασία του περιβάλλοντος, σαν να είναι η Ορθοδοξία η ηχώ των Αρχόντων του κόσμου τούτου, τότε τι μπορεί να περιμένη η Ορθοδοξία από αυτό, εκτός από τα συνήθη κατά καιρούς ακούσματα και θεάματα, που σκανδαλίζουν τους πιστούς, δηλαδή βραβεύσεις και απονομές εκκλησιαστικών οφφικίων σε εφοπλιστές, μεγιστάνες, πολιτικούς και παραστάσεις σε εκκλησιαστικά μυστήρια διασήμων ανθρώπων κοσμικού επιπέδου;


Ως πότε ο ρομαντισμός θα κυριαρχή στις αποφάσεις μας; Ή μήπως περιμένουμε τη λύση από τους Πανεπιστημιακούς, οι οποίοι, για ευνοήτους λόγους, βρίσκονται με το ένα πόδι στο Πατριαρχείο και με το άλλο στην Εκκλησία της Ελλάδος και ερμηνεύουν τους Ιερούς Κανόνες σύμφωνα με τις κατά καιρούς περιστάσεις;


Οι Μητροπόλεις της Ελλάδος ήσαν ανέκαθεν Αυτοκέφαλες



Άραγε «αμαρτάνομεν αν ζητήσωμεν ταπεινώς (παρά της Κωνσταντινουπόλεως) τους τίτλους, καθ’ ους κέκτηται κανονικώς η αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία το δικαίωμα του πρυτανεύειν ένθα, και ότε, και κατά δει; ...», ερωτά από το 1852 ο Αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης χωρίς να έχη λάβει ακόμη απάντηση, επειδή έχει το ιστορικό στίγμα ότι αυτός υπηρετούσε τα συμφέροντα της τότε Πολιτείας και όχι της Εκκλησίας. Όμως, η ιστορία δεν είναι μόνο άσπρο-μαύρο. Έχει και αποχρώσεις του γκρι και όποιος μελετάει προσεκτικά και απροκατάληπτα, βρίσκει αλήθειες και στον μεγαλύτερο “ψεύτη”.


Το ερώτημα, συνεπώς, έχει μείνει αναπάντητο σχετικά με το πως η Κωνσταντινούπολη θεωρεί εξαρτώμενη από εκείνην την Ελλαδική Εκκλησία, ενώ ποτέ οι πόλεις της Ελλάδος δεν είχαν εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την σημερινή έννοια και πρακτική της εξαρτήσεως, αλλά μόνο πνευματική σχέση και σύνδεσμο;


Ο Φαρμακίδης με βαθύ σεβασμό προς τους Ιερούς Κανόνες παραπέμπει τους Πατριαρχικούς να τους διαβάσουν: «Ας αναγνωσθώσιν (οι Ι. Κανόνες) ορθότερον –άν ποτε ανέγνωσαν– οι την αγίαν και μεγάλην σύνοδον συγκροτήσαντες, τον κη΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον β΄ της Β΄ και τον η΄ της Γ΄», διότι «ημείς διϊσχυριζόμεθα, ότι αι απαρτίζουσαι, το γε νυν έχον, το Βασίλειον της Ελλάδος Κράτος, μητροπόλεις, αρχιεπισκοπαί και επισκοπαί ΟΥΔΕΠΟΤΕ εξήρτηντο κανονικώς του αγιωτάτου Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, και κανονικώς έπραξαν αύται, απολυθείσαι εξ εαυτών της εξ αυτού εξαρτήσεως».


Αυτά που ισχυρίζεται ο Φαρμακίδης τα επιβεβαιώνει και η Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, η οποία μας πληροφορεί ότι όχι μόνο η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν ανέκαθεν αυτοκέφαλη αλλά και κάθε, σχεδόν, πόλη του Ελλαδικού χώρου!


Η Εκκλησιαστική ιστορία, μάλιστα, γράφει ότι όχι μόνον ήσαν αυτοκέφαλες έως προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως οι σημερινές Ελληνικές πόλεις - Μητρο­πόλεις, αλλά ότι ήταν Ελληνική και Αυτοκέφαλη και η Αρχιεπισκοπή Αχριδών, στην οποία από τις αρχές του ια΄ αιώνος(!) «υπήχθησαν αι επισκοπαί Χιμάρας (η Χιμάρα και το Βουθρωτό ανήκουν σήμερα στην Εκκλησία της Αλβανίας), Αδριανουπόλεως (ή Δρυϊνουπόλεως) Βουθρωτού και Ιωαννίνων, ίσως δε και Φωτικής, ενώ μεταγενεστέρως υπό του αυτού Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, υπήχθησαν αι επισκοπαί Βερροίας και Σταγών»! (Γ. Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Τόμος Β, Αθήναι 1970).


Παραθέτουμε ενδεικτικά, ως ενίσχυση των θέσεών μας, ένα επιλεγμένο από μας ιστορικό μνημόνιο από το μνημονευθέν βιβλίο του αειμνήστου καθηγητού Γερ. Κονιδάρη:


«Εν αρχή του Ι΄ αιώνος υπήρχον εν Ελλάδι επίσης αι αυτοκέφαλοι αρχιεπισκοπαί Αιγίνης και Θηβών, ως και η Σερρών, Λήμνου, Λευκάδος, Κερκύρας»...... Ο Θηβών προ των μέσων του ιβ΄ αιώνος είχε επί Μανουήλ του Κομνηνού τας επισκοπάς Κανάλων, Ζαρατόβων, Καϊστορίου, Τριχίων και Πλατάνων.» (ό.αν., σελ. 38).


Αναφέρει στη συνέχεια και πολλές άλλες αυτοκέφαλες Ελλαδικές Μητροπόλεις και καταλήγει:


«Περί του ακριβούς αριθμού των αυτοκεφάλων αρχιεπισκοπών της Ελλάδος δεν έχομεν ακριβείς ειδήσεις.» (ό.αν., σελ. 177).


Περιγράφοντας, επίσης, την οργάνωση της Ελλαδικής Εκκλησίας κατά τις παραμονές της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ο αείμνηστος ερευνητής-καθηγητής, ομολογεί την ανεπάρκεια ιστορικών στοιχείων λόγω των πολλών γεγονότων και ανακατατάξεων και παραδέχεται ότι «η λεπτομερής της πραγματικότητος έκθεσις είναι δυσχερής διότι η χώρα ήτο διηρημένη εις κρατίδια ανήκοντα είτε εις τους Βυζαντινούς είτε εις τους ξένους.» (ό.αν., σελ. 154).


Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα; Που, άραγε, βρήκε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τις ιστορικές πληροφορίες περί των δικαίων του, αφού αυτές οι πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν από την ιστορική έρευνα;


Η απάντηση είναι πολύ απλή. Τις βρήκε σε ασχέτους Ι. Κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, παρακάμπτοντας και αδιαφορώντας για τις ιστορικές εξελίξεις, για τις εδαφικές ανακατατάξεις, για τις ανατροπές καθεστώτων και τις αλλαγές των ισορροπιών της οικουμένης γης, αλλά και χωρίς να λαμβάνη υπ’ όψη του τις θέσεις - δόγματα αληθείας αγιωτάτων Πατριαρχών, όπως του αγίου και Μεγάλου Φωτίου, ο οποίος υπενθύμισε στον πάπα Νικόλαο, που είχε και αυτός ρομαντικές διεκδικήσεις, ότι είναι πια συνήθεια στην εκκλησία (ήδη από τον θ΄ αιώνα!) νά συμμεταβάλλονται τα εκκλησιαστικά πράγματα με τις πολιτειακές εξελίξεις!


Ακολουθούν τα χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, όταν ο κατακτητής είχε νεκρώσει κάθε αυτοκέφαλη εκκλησιαστική λειτουργία στον Ελλαδικό χώρο δίνοντας όλα τα προνόμια στον Πατριάρχη.


Ήταν τυχαίο αυτό; Πιστεύουμε πως όχι και η ιστορία συνηγορεί σ’ αυτό.

Ο Σουλτάνος ήξερε καλά πως δεν μπορεί να υποτάξη πολλά αρχιερατικά κεφάλια και προέκρινε να ελέγχη ένα. Γι’ αυτό έδωσε στον Πατριάρχη όλα τα προνόμια. Για να τον προσεταιρισθή, να τον ελέγχη και να τον χρησιμοποιή για να ενορχηστρώνη τους υπολοίπους.


Αυτό κράτησε όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και ίσως βοήθησε κάποιες φορές, αν και πολλοί άγιοι ταλαιπωρήθηκαν από τις Φαναριώτικες αγκυλώσεις, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης με τις εκδόσεις των βιβλίων του.


Ο καθηγητής Κονιδάρης, ερευνώντας την περίοδο της Τουρκοκρατίας εκφράζει κάποιον αγνωστικισμό, καθ’ ότι η περίοδος αυτή «συμπίπτει προς τους λεγομένους σκοτεινούς αιώνας της ιστορίας της Ελληνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, περί των οποίων στερούμεθα πολλάκις ακριβών ειδήσεων.» (ό.αν., σελ. 31).


Δεν πρέπει, λοιπόν, τις μεταβολές της παρακμής να τις θεωρούμε «αιωνόβιες εκκλησιαστικές παραδόσεις» και ιστορικά ντοκουμέντα, που πρέπει να καθορίζουν τη ζωή της Εκκλησίας, αδιαφορώντας για το πραγματικό συμφέρον των πιστών και αψηφώντας τους κινδύνους που αυτές συνεπάγονται.


Είναι αξιομνημόνευτη η Συνοδική επιστολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προς τον Πάπα Λέοντα τον ΙΓ΄ , με την οποία διατρανώνεται η διαχρονική ανεξαρτησία και το αυτοδιοίκητο των αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Οικουμένης: «Εκάστη κατά μέρος Αυτοκέφαλος Εκκλησία εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει ην όλως ανεξάρτητος και αυτοδιοίκητος κατά τους χρόνους των επτά Οικουμενικών Συνόδων$ όπως δε οι Επίσκοποι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Ανατολής, ούτω και οι της Αφρικής, της Ισπανίας, των Γαλλιών, της Γερμανίας και της Βρεττανίας εκυβέρνων τα των Εκκλησιών αυτών έκαστος δια των ιδίων Τοπικών Συνόδων, ουδέν αναμείξεως δικαίωμα έχοντος του Επισκόπου Ρώμης, όστις και αυτός επίσης υπήγετο και υπείκεν εις τας συνοδικάς αποφάσεις. Εν σπουδαίοις δε ζητήμασι δεομένοις του κύρους της καθόλου Εκκλησίας εγίνετο έκκλησις εις Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτις μόνη ήν και έστι το ανώτατον εν τη καθόλου Εκκλησία κριτήριον».


Η ιστορική αυτή επιστολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να αποτελέση και τον οδοδείκτη για την επίλυση της διενέξεως των δύο αυτοκεφάλων Εκκλησιών (Κωνσταντινουπόλεως και Ελλάδος) καθ’ όσον εκφράζει το Ορθόδοξο φρόνημα ότι «ανώτατον εν τη καθόλου Εκκλησία κριτήριον» είναι η Οικουμενική Σύνοδος και όχι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.


Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ 1850 ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ 1928



Οι συζητηταί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας της Ελλάδος και Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρασύρονται ως επί το πλείστον σε μια μονοδιάστατη αξιολόγηση της ακανθώδους για τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών Πατριαρχικής Πράξεως του 1928.


Βεβαίως και με τη μονοδιάστατη αξιολόγηση της περί ου ο λόγος Πράξεως έχουν διατυπωθεί πολλά και αξιόλογα επιχειρήματα, τα οποία αποδυναμώνουν τις αξιώσεις του Πατριαρχείου.


Όμως, ένας συσχετισμός της Πράξεως αυτής με αυτόν καθ’ εαυτόν τον Συνοδικό Τόμο του 1850, ο οποίος προηγήθηκε και ο οποίος εκφράζει με κάθε λεπτομέρεια τις διαθέσεις και το φρόνημα της Κωνσταντινουπόλεως, κυριολεκτικά αχρηστεύει την Πατριαρχική Πράξη του 1928 και αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτή η Πράξη δεν θα είχε ποτέ εκδοθεί αν επρυτάνευε η λογική και η θεολογική οξυδέρκεια στους τότε εκκλησιαστικώς υπευθύνους.


Αρκεί η παράθεση μιας και μόνης παραγράφου του Συνοδικού Τόμου για να καταπέση η ισχύς της Πατριαρχικής Πράξεως. Την αντιγράφουμε:

«... ωρίσαμεν τη δυνάμει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα η Καθολική και Ορθόδοξος Εκκλησία, τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος ...επιγινώσκομεν αυτήν και ανακηρύσσομεν πνευματικήν ημών αδελφήν ...και ως τοιαύτην του λοιπού αναγνωρίζεσθαι και μνημονεύεσθαι τω ονόματι «Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος» δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα, τα τη ανωτάτη Εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα...»!

Ποιός, άραγε, μετά την παράγραφο αυτή, και ιδιαιτέρως μετά τις τελευταίες φράσεις της, «δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα, τα τη ανωτάτη Εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα», μπορεί να στηρίξη κυριαρχικά δικαιώματα της Κωνσταντινουπόλεως επί των μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, έστω και αν οι λεγόμενες «Νέες Χώρες», οι μητροπόλεις της Ηπείρου, της Θράκης κλπ., δόθηκαν πολιτειακά εκ των υστέρων στο «Βασίλειον της Ελλάδος»;


Για να μην υπάρξη αμφισβήτηση ως προς αυτό που εννοεί ο Πατριαρχικός Τόμος για τα δαψιλευθέντα κυριαρχικά δικαιώματα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, εφρόντισε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος (Ο Πατριάρχης του Συνοδικού Τόμου) να διευκρινήση σε συνοδευτική του Τόμου Συνοδική Επιστολή, ότι «του λοιπού την κατά τον ημέτερον Συνοδικόν Τόμον καθεστηκυίαν ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος απαξάπαντες αναγνωρίσητε ανωτάτην Εκκλησιαστικήν αρχήν, περιβεβλημένην άπαντα τα δικαιώματα επί των εν Ελλάδι Εκκλησιών, όσα περ εκέκτητο πρότερον ο καθ’ ημάς Αποστολικός Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος».


Τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της Κωνσταντινουπόλεως δόθηκαν, λοιπόν, στην «Εκκλησία της Ελλάδος», όχι σε συγκεκριμένες Μητροπόλεις. Και απ’ ότι γνωρίζουμε, κανείς μέχρι σήμερα, ούτε Έλληνας άλλ’ ούτε Κωνσταντινουπολίτης Ιεράρχης δεν έχει αρνηθεί ότι και οι «Νέες Χώρες» ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος.

Αυτό αποδεικνύεται στην Πράξη, δεδομένου ότι οι «Νεοχωρίτες» Μητροπολίτες μετέχουν στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, πράγμα το οποίο δεν είναι εφικτό στους Έλληνες Μητροπολίτες, που υπάγονται απ’ ευθείας στο Πατριαρχείο, δηλαδή οι Ιεράρχες της Κρήτης και της Δωδεκανήσου.


Το αυτονόητο συμπέρασμα, ότι με το Συνοδικό Τόμο παρέχεται άπαξ δια παντός το κυριαρχικό δικαίωμα στην Εκκλησία της Ελλάδος να εντάσση στην Ιεραρχία της όσες Μητροπόλεις προσαρτώνται κατά καιρούς στην Ελληνική Επικράτεια, είχε εξάγει και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, πολέμιος μεν του Συνοδικού Τόμου αλλά και ο πλέον λεπτολόγος ερμηνευτής του. Γράφει: «Μένουσι δε έτι υπό την Εκκλησιαστικήν κυριαρχίαν του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως εκ των αποτελουσών άλλοτε την επαρχίαν της Ανατολικής Ιλλυρίας επαρχιών η Θεσσαλία, η Μακεδονία, αι δυο Ήπειροι κλπ. διότι μένουσιν έτι υπό την δεσποτείαν των αλλοφύλων. Αν αύριον απελευθερωθώσιν εξ αυτής και αυτοί οι τόποι, απελευθερούνται ευθύς και αι Εκκλησίαι αυτών εξ εκείνης, ο εστιν απολαμβάνουσι πάλιν, α εστερήθησαν και κατά τούτο δίκαια. Διότι ούτε νόμος, ούτε κανών, ούτε έθιμον αρχαίον, ούτε χρόνος εμποδίζουσιν αυτάς από του να απολαύσωσι τα οικεία δίκαια». Αυτά τα γράφει ο Φαρμακίδης το 1852 και βεβαίως δεν διανοείται, όπως και κάθε λογικός άνθρωπος, ότι μπορούσε να υπάρξη εκ των υστέρων η τραγελαφική και αντικανονική Πράξη του 1928.


Δυστυχώς ο επινοητής της, αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, στην προσπάθειά του να ανταποκριθή στην τεχνητή κρίση, που παρουσιάσθηκε επί των ημερών της ποιμαντορίας του, θεώρησε πως αυτή η Πράξη θα ήταν συμβιβαστική λύση (παρ’ ότι και ο ίδιος την θεώρησε «παρά τους Ιερούς Κανόνας» και ως λύση “οικονομίας”), έκαμε τα εύκολα, δύσκολα, δεν αξιοποίησε τα «κυριαρχικά δικαιώματα» που του παρέχει ο Συνοδικός Τόμος και ενέπλεξε την Εκκλησία της Ελλάδος σε δεινή περιπέτεια.


Την περιπέτεια αυτή αναβιώνουμε σήμερα με την ένταση στις σχέσεις μας με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά ότι ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος μπορεί μεν να ήταν αξιόλογος συγγραφεύς αλλά, με τους άστοχους χειρισμούς του, “χρέωσε” στην Εκκλησία μας, και το Παλαιοημερολογητικό Σχίσμα και την Κρίση με την Κωνσταντινούπολη!


Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ



Μερικοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα υπέρ του Πατριαρχείου το γεγονός ότι ο Συνοδικός Τόμος και η Πατριαρχική Πράξη του 1928 κατοχυρώνονται στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος. Δεν έκαμαν, όμως, τον κόπο να σκεφθούν λίγο περισσότερο πάνω στο επιχείρημα αυτό και γι’ αυτό λησμόνησαν το σπουδαιότερο. Λησμόνησαν πως ο Συνοδικός Τόμος ρητώς ορίζει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος όχι μόνο αναγνωρίζεται αυτοκέφαλος αλλά και διοικεί «τα της Εκκλησίας κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως»!


Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι, αφ’ ενός μεν η Πολιτεία δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα να ελέγξη την Εκκλησία, για το εάν και κατά πόσον τηρεί τον Πατριαρχικό Τόμο και την Πατριαρχική Πράξη (εφ’ όσον αυτό το απαγορεύει ο προστατευόμενος από το Σύνταγμα Συνοδικός Τόμος), αφ’ ετέρου δε ότι η Εκκλησία δια της Συνταγματικής κατοχυρώσεως των ανωτέρω έχει τη δυνατότητα να υποχρεώνη την Πολιτεία να επικυρώνη τις Εκκλησιαστικές αποφάσεις της ώστε να έχουν αυτές και νομική ισχύ.


Αυτά τα έχει ξεκαθαρίσει ο πολιτειοκράτης αλλά και απίστευτα λογικός άνθρωπος, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Γράφοντας τότε:


«Αν ο Συνοδικός Τόμος γενή δεκτός, και κατασταθή νόμος της επικρατείας, τίνος άλλου καταστατικού νόμου υπάρχει χρεία; Αρχή αυτοσύστατος, αυθύπαρκτος, αυθυπόστατος, όλως ανεξάρτητος από της πολιτείας. Άλλο Κράτος εν Κράτει, ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης Κοσμικής Επεμβάσεως διοικούσα τα της Εκκλησίας καθόλου... Πας λοιπόν άλλος νόμος είναι όχι μόνον περιττός, αλλά και γελοίος!»


Πρέπει να καταλάβουν οι πολέμιοι του Ελλαδικού αυτοκεφάλου ότι το Σύνταγμα της Ελλάδος κατοχυρώνει Πολιτειακά μόνο την Εκκλησία της Ελλάδος και μόνον αυτήν.


Την προστατεύει, φερ’ ειπείν, από ληστρικές επεμβάσεις της Πολιτείας, όπως κατά το παρελθόν ο νόμος Τρίτση έπεσε στο κενό γιατί προσέκρουσε στο «ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».


Εξ άλλου, το Σύνταγμα της Ελλάδος, όπως και κάθε Σύνταγμα, ψηφίζεται για να κατοχυρώνη τα δικαιώματα των πολιτών της χώρας και όχι τα συμφέροντα των αλλοδαπών. Πόσο μάλλον όταν οι αλλότριες διεκδικήσεις διασπούν την αρμονία των Ελληνικών πόλεων και ταράσσουν την ειρήνη των Ελλήνων πολιτών.


Το θέμα, λοιπόν, δεν θα το λύση η Πολιτεία. Δεν έχει κανένα δικαίωμα αναμίξεως, παρ’ εκτός του να υπενθυμίση στο Φανάρι ότι το Σύνταγμα της χώρας αποσκοπεί στο να διατηρή την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και να προστατεύη τα νομικά συμφέροντα και δικαιώματα των πολιτών και υπηκόων της.


Η Πράξη του 1928 και ...οι δανεικοί παίκτες


ΠΩΣ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ



Αν, παρακάμπτοντας την ιστορία, που βοά ότι οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος ήσαν ανέκαθεν αυτοκέφαλες και δεχθούμε ότι ο Συνοδικός Τόμος έπρεπε απαραιτήτως να μας χορηγηθή από την Κωνσταντινούπολη και πάλι δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε ότι και αυτός αλλά και η Πράξη του 1928 προσφέρονται για τη συγγραφή θεολογικής διατριβής ως προς την καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων. Παρά ταύτα, οι Πατριαρχικοί έχουν το κουράγιο να ομιλούν συνεχώς περί σεβασμού των Ιερών Κανόνων. Φαίνεται, πως μερικοί νομίζουν ότι όλες οι Συνοδικές αποφάσεις, ασχέτως της λογικής και της θεολογίας του περιεχομένου τους, αναγορεύονται αυτοδικαίως σε Ιερούς Κανόνες!


Θα αρκεσθούμε σε μια δειγματοληπτική αναφορά:

Ο Συνοδικός Τόμος εγκαθιστά ως υπερτάτη Εκκλησιαστική Αρχή Σύνοδο Διαρκή και όχι τη Σύνοδο της Ιεραρχίας. Δηλαδή ορίζει ότι 12 Αρχιερείς θα διοικούν την Εκκλησία της Ελλάδος. Ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος στην Ανατολική αλλά και στη Δυτική Εκκλησία, μπορεί δε να τον συναντήση κανείς μόνο στις Προτεσταντικές Εκκλησίες, που διοικούνται από διαρκή Συνέδρια.


Τον Συνοδικό Τόμο συνυπογράφουν πέντε πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (Κωνστάντιος Α΄, Κωνστάντιος Β΄, Γρηγόριος, Γερμανός, Άνθιμος) και ο εν ενεργεία Άνθιμος Β΄! Άραγε με ποιά ιδιότητα υπογράφουν οι πρώην Πατριάρχες; Πως συμβαίνει, ενώ έχουν απομακρυνθεί από το θρόνο τους και είναι σχολάζοντες, χωρίς εξουσία, να υπογράφουν το αυτοκέφαλο μιας Εκκλησίας; Βεβαίως η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθή στους Ιερούς Κανόνες γιατί, απλούστατα, τέτοιοι Ιεροί Κανόνες δεν υπάρχουν!


Το πιο εξωφρενικό, όμως, ορίζεται στην Πατριαρχική Πράξη του 1928. Ορίζεται ότι παραχωρούνται «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών»!


Τι θα πεί «επιτροπικώς»; Ότι οι Μητροπολίτες των «Νέων Χωρών», παρ’ ότι οι «Νέες Χώρες» είναι πόλεις του Ελληνικού Κράτους, ανήκουν στην... Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως(!) αλλά διοικούν και επισκοπούν Μητροπόλεις, που ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και έχει, σύμφωνα με το Συνοδικό Τόμο, όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κωνσταντινουπόλεως επί των Ελληνικών Πόλεων! Βρίσκετε εσείς λογική σ’ όλα αυτά; Βεβαίως όχι!


Τέτοιο καθεστώς, σίγουρα δεν συναντά κανείς στους Ιερούς Κανόνες. Το συναντά, όμως, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, όπου μια ομάδα, π.χ. ο Παναθηναϊκός, έχει ποδοσφαιριστάς, που του ανήκουν, αλλά κάποιους από αυτούς μπορεί, σύμφωνα με την ποδοσφαιρική νομοθεσία να τους δίνη δανεικούς σε άλλη ομάδα, π.χ. στον Ο.Φ.Η., για ένα χρονικό διάστημα και όταν πάλι τους χρειασθή, σύμφωνα με τη σχετική Πράξη που έχουν οι δύο ομάδες υπογράψει, τους παίρνει πίσω!


Έτσι, δυστυχώς, σαν το ποδόσφαιρο, δηλαδή σε «κλωτσοσκούφι» έχουμε μετατρέψει τα Ιερά της Εκκλησίας μας!



ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ



Οσα ήδη εκθέσαμε, πιστεύω, μας πείθουν ότι η ιστορία και η θεολογία δεν είναι με το μέρος του Πατριαρχείου, αλλά και πάλι αυτό είναι δευτερεύον. Το πρωτεύον είναι το τι συμφέρει πνευματικά την Εκκλησία μας σήμερα.


Είναι αυτό που γράψαμε τον Ιούλιο του 2001 και δημοσιεύθηκε στην Εκκλησιαστική εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», με τίτλο «Ορατός ο κίνδυνος Βατικανοποιήσεως της Ορθοδοξίας».


Το επαναλαμβάνουμε:

«Βεβαίως, εξ επόψεως ποιμαντικής, δηλαδή πνευματικής ωφελείας του Oρθοδόξου λαού μας, δεν θα μας ενοχλούσε καθόλου οποιαδήποτε απεμπόληση διοικητικών δικαιωμάτων της Ελλαδικής Εκκλησίας υπέρ του Πατριαρχείου, δεδομένου ότι η Εκκλησιαστική διοίκηση υπάρχει για την πνευματική ωφέλεια του λαού και όχι γιατί η εκκλησιαστική διοίκηση είναι αυτοσκοπός. Όταν, όμως, αυτή η απεμπόλησι των δικαιωμάτων της Ελλαδικής Εκκλησίας δεν γίνεται με σκοπό την υπαγωγή των Ελλήνων πιστών σε μια πιό πνευματική Εκκλησιαστική διοίκηση αλλά με στόχο την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας της Ελλάδος, τότε το πράγμα γίνεται σοβαρό και επικίνδυνο και αγγίζει τα όρια της προδοσίας».



«Το άνηθον και το κύμινον»



Με θλίψη μας διαπιστώνουμε ότι το Πατριαρχείο λεπτολογεί «το άνηθον και το κύμινον», δηλαδή τις διατάξεις που του ενισχύουν την εξουσίαν πάνω σε τοπικές Εκκλησίες και Μητροπόλεις, φανερώνοντας έτσι μια πνευματική ένδεια και μια ανασφάλεια, ωσάν να αντλή το κύρος του από το πλήθος των εξουσιαζομένων, ενώ αφήνει τα «βαρύτερα του Νόμου» και υιοθετεί συμπροσευχές με αιρετικούς, όπως διαβάζουμε στα γραπτά του νυν Πατριάρχου, ότι, δηλαδή, «δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν»!


Το Πατριαρχείο με πολλή ευκολία διορθώνει τις Οικουμενικές Συνόδους στα θέματα της πίστεως, αλλά υψώνει σαν τρόπαια τις Διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων, που κατά τους Πατριαρχικούς φαίνεται ότι ενισχύουν την εξουσία του.


Είναι άραγε πνευματική αυτή η αντιμετώπιση ώστε να διεκδική το σεβασμό και τη συμφωνία μας;


Η Αγία Γραφή μας διδάσκει ότι πρέπει να υπακούομε στους πνευματικούς μας Πατέρες αλλά η ίδια Αγία Γραφή διδάσκει ότι και οι Πατέρες δεν πρέπει να παροργίζουν τα τέκνα τους!


Ιδίως εμείς οι κληρικοί όχι μόνο νομιμοποιούμεθα, αλλά έχουμε και υποχρέωση να καταθέτουμε τη μαρτυρία μας, γιατί λόγω της θέσεως και αποστολής μας αποτελούμε, κατά το θεοφόρο Άγιο Ιγνάτιο, «το συνέδριον του Επισκόπου».


Μας θλίβει το γεγονός ότι με την παρούσα Εκκλησιαστική διένεξη αποδεικνύεται ότι δεν τηρείται ο βασικός κανών της ποιμαντικής διακρίσεως, σύμφωνα με τον οποίον, κάθε πνευματικός πατέρας επιβάλλεται να δίνη ελευθερία κινήσεων στα πνευματικά του παιδιά, που έχουν έντονη προσωπικότητα και εκδηλώνουν ιδιαίτερη δραστηριότητα και διάθεση για δράση. Αυτό, φαίνεται, πως δεν το αντιλαμβάνεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο και θέλει να διατηρή καθηλωμένη, περιορισμένη και έκθετη σε εσωτερικές τριβές την ανθηρή και πνευματικά πολύκαρπη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία, κατά πανορθόδοξη ομολογία, είναι η πιο ιεροπρεπής, ενάρετη, δραστήρια και ελεύθερη Ορθόδοξη Εκκλησία.


Αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θέλη να αναγνωρίση τα πνευματικά πρωτεία της Ορθοδόξου Ελλαδικής Εκκλησίας, ας την αντιμετωπίση τουλάχιστον σαν τον άσωτο υιό και ας την αφήση επιτέλους ελεύθερη, δίνοντάς της, όπως ο Ουράνιος Πατέρας μας, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας».

Τα κείμενα του παρόντος τεύχους συνέταξε

ο Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Ε. Βολουδάκης.

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»

Ετος Β΄ - 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003 – Αριθ. Φύλλου 15

1 σχόλιο:

  1. Πολύ σημαντικό κείμενο-κόλαφος για τους παπίσκους του Βοσπόρου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου