Τά τρία δάνεια
καί
ἡ ἀδικαίωτη σιωπή
του μητροπολιτου Αττικης και Μεγαριδος κ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
Μακάριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας Ἱερώνυμος. Ἀναπαύεται στό βαρύ, ἀλλά σιωπηλό θρόνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Ἤ, ἀκριβέστερα, ἐπικαλύπτει τό στερητικό σύνδρομο τῆς ἀφωνίας καί τῆς ἀπραξίας μέ τήν ἀνάρτηση καί ἐπίδειξη τῶν ἀρχιερατικῶν ἐγκολπίων του καί τῶν πρόσθετων τιμητικῶν διαδημάτων, πού τοῦ προσφέρθηκαν καί τόν συνόδεψαν κατά τή μακρά καί ἐναγώνια ἀναρρίχησή του στήν τιμητική καθέδρα τοῦ Προκαθήμενου τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Στίς ἀρχές τοῦ Ἰουνίου, φορτισμένος ἴσως ἀπό τά ἀπανωτά παράπονα τοῦ ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ πληρώματος, ἤ καί ἀπό τίς αἰχμές ἰδεολογικῶν ἀντιπάλων τῆς Ἐκκλησίας καί σκοτεινῶν κατηγόρων τοῦ ἱεραρχικοῦ σώματος, εἶχε τήν ἔμπνευση νά προβληθεῖ στή δημοσιότητα καί μέ ἄρθρο του στήν ἐφημερίδα Καθημερινή, νά ἐπικαλύψει τίς προσωπικές του εὐθῦνες καί τά λάθη ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας καί νά διατυπώσει καθοδήγηση πρός τό ποίμνιο θεμελιωμένη σέ ἀποστολικές διδαχές ἤ σέ ποιμαντικές συμβουλές διακεκριμένων Πατέρων τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας μας. Γράφει: «...Θά ἤθελα ὅμως νά ἐπισημάνω πώς οἱ προδιαγραφές γιά μιάν ὑγιέστερη κοινωνική ζωή εἶχαν διατυπωθεῖ αἰῶνες πρίν, μέσα ἀπό τήν θεολογική μας παράδοση».
Ἡ πρώτη του ἀναφορά ἐγγίζει τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν τοῦ Παύλου. Ὁ ἡρωϊκός ἀπόστολος θυσίαζε τήν προσωπική του ἄνεση καί περιόδευε σέ βουνά καί λαγκάδια, γιά νά φέρει τό εὐαγγελικό μήνυμα. Δέν τοῦ ἔλειπε ὡστόσο ἡ γενναιότητα καί τό θάρρος, ὅπου διέκρινε προσωπικές σκληρύνσεις καί ἐπίμονες ἀπαιτήσεις, νά ἀνταποκρίνεται μέ ἔντονες πατρικές συμβουλές καί μέ ὑπογραμμίσεις τοῦ χρέους. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἐπιλέγει μία ἀπό τίς ὑπομνήσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στούς Γαλάτες καί τή μεταφέρει στό σύγχρονο πανελλαδικό ποίμνιο. Ὑπογραμμίζει: «Γιά παράδειγμα ὡς πρός τήν ἀνάγκη ἑνότητος, τόσο σπάνιας γιά τό ἔθνος μας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε συμβουλεύσει: “Προσέξτε γιατί ἄν δαγκώνει ὁ ἔνας τόν ἄλλο θά ἀλληλοεξοντωθῆτε μεταξύ σας”».
Μέ τή δεύτερη διαφωτιστική καί ἐμπνευσμένη ἀναφορά του φωτίζει (ὅλως ἀσαφῶς) τήν ἁγιασμένη προσωπικότητα, τήν μαρτυρική ζωή καί τήν ἀκούραστη ποιμαντική προσφορά τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Μεγάλου Βασιλείου (4ος αἰώνας): «Ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἐπισημάνει ὅτι “κάθε τι στή φύση καί ὅλα τά ἀνθρώπινα πράγματα ἔχουν ὅρια καί τέλος ἐκτός ἀπό τόν τόκο (!)”, ὑποδεικνύοντας ἔτσι τήν οἱονεί μεταφυσική προέκταση πού λαμβάνει τό χρῆμα στίς συνειδήσεις, ὅταν κυριαρχεῖ ἡ ἀπληστία, μιά διάσταση πού φέρει πελώρια εὐθύνη γιά τίς σημερινές τρομακτικές ἀνισότητες».
Καί ἡ τρίτη ἀναφορά τοῦ μακαριωτάτου ἀρθρογράφου φέρει τόν μεγάλο πατέρα τῆς Ἐκκλησίας ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο κοντά στούς ἀνθρώπους τοῦ μόχθου. Μεταφέρουμε τό ἀπόσπασμα: «Ἐξ ἄλλου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ κάτι πού φαίνεται νά λησμονήσαμε: “Κανείς ἀπό ὅσους ἀσκοῦν χειρωνακτικό ἐπάγγελμα νά μήν ντρέπεται, ἀλλά νά ντρέπονται, ὅσοι τρέφονται ἄδικα καί μένουν ἀργοί” προσθέτοντας ὅτι “τά γνωρίσματα τοῦ ἀληθινά φιλοσοφημένου καί καλλιεργημένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ πλούτου καί τῆς δόξας, καθώς καί τό νά εἶναι ἀνώτερος ἀπό φθόνο καί κάθε πάθος”».
Οἱ ἀναφορές αὐτές στίς μεγάλες προσωπικότητες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου εἶναι ἀνεκτίμητες. Μεταφέρουν στήν ἰσχνή ἐποχή μας τό φῶς, τή δύναμη, καί τή ζωντάνια τῆς ἀποστολικῆς καί μεταποστολικῆς ἐποχῆς, πού ἀνέθρεψε ἁγίους καί ἄφησε κληρονομιά φωτισμένων ὁραμάτων γνησίου βίου στίς ἐποχές πού ἀκολούθησαν, ἴσαμε τή δική μας καί θά συνεχίσουν νά ἐμπνέουν στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.
Διαβάζοντάς τα ὅμως ὑψώνεται μπροστά μας ἕνα πρόβλημα. Γιατί ὁ Μακαριώτατος ταξίδεψε τόσο μακρυά στήν πρώϊμη ἐκκλησιαστική μας ἐμπειρία γιά νά ἀνασύρει ὑποδείγματα φωτισμένων πατέρων καί δασκάλων μας ἱκανῶν νά μᾶς χειραγωγήσουν στήν ὑπέρβαση τῆς σημερινῆς τραγικῆς πραγματικότητας; Ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα ἴσαμε τόν εἰκοστό πρῶτο γράφτηκε μιά μακρά ἱστορία δεκαεπτά ὁλόκληρων αἰώνων. Οἱ διακυμάνσεις τοῦ κοσμικοῦ χώρου ἦταν τραγικές καί ἐν πολλοῖς ἀκαταμάχητες. Μεσολάβησαν σοβαρές ἀντιπαλότητες, τραγικοί πόλεμοι, ἰδεολογικές ἀνακατατάξεις, ἀθεϊστικές ἐπιδρομές, πού ὅλα μαζί αὐτά ἔφεραν τήν ὑφήλιο σέ κατάσταση καταιγιστικῆς αὐτοκαταστροφῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως περπάτησε μέσα σ᾿ αὐτή τή θύελλα κρατώντας στό χέρι τό ματωμένο σταυρό τοῦ Γολγοθά καί τά φωτισμένα ὑποδείγματα καί τίς ἀτίμητες διδαχές τῶν μεγάλων Πατέρων καί διδασκάλων μας. Εἶναι ἡ ἴδια Ἐκκλησία πού ἔζησε τούς διωγμούς τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, τίς ἐπιδρομές τῶν βαρβάρων καί τῶν ἀλλοθρήσκων καί τίς κοσμογονικές ἀνακατατάξεις τοῦ αἰώνα τῆς παγκοσμιοποίησης.
Τό ἐρώτημα πού προκύπτει. Γιατί ὁ Μακαριώτατος δέν ἀναφέρθηκε σέ ἠγετικά πρόσωπα, σέ διδαχές καί σέ ποιμαντικό μόχθο παραγόντων τῆς ἐποχῆς μας γιά νά ἀντλήσει ἔμπνευση καί δυναμισμό πρός ἀντιμετώπιση τῆς χαώδους καταστάσεώς μας; Ἡ Ἐκκλησία μας δέν διαθέτει σήμερα ἀποστολικά ἀναστήματα ἀντίστοιχα τοῦ Παύλου, ἐργάτες τῆς ἀνθρωπιᾶς καί τῆς ἀγάπης, συνεχιστές τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συμπαραστάτες στήν κοινωνική περιπέτεια καί διδασκάλους τῆς εὐπρέπειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀδελφικῆς προσέγγισης, πού νά συνεχίζουν τήν παρουσία καί τό δυναμικό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου; Φτωχύναμε τόσο πολύ; Ξεπέσαμε τόσο πολύ; Ἐκτροχιαστήκαμε τόσο πολύ; Ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος , πού δέν βρίσκουμε ἀνάμεσά μας δεκατρεῖς δασκάλους (ὅσους κατέχουν τίς ἕδρες τῆς συνοδικῆς ἠγεσίας) γιά νά μᾶς διδάξουν, νά μᾶς φωτίσουν, νά μᾶς ἐμπνεύσουν καί νά μᾶς ἀνεβάσουν στό ἀνώγειο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, στό Γολγοθά τῆς θυσίας καί στό ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς, γιά νά βιώσουμε τήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀποστολικῆς καί μεταποστολικῆς πνοῆς καί, ξεπερνώντας τήν τραγική θύελλα τῆς ἐποχῆς μας, νά ζήσουμε τή δύναμη τῆς ἀλήθειας καί τό δυναμισμό τῆς ἀδελφοσύνης;
Μᾶς μάγεψε καί μᾶς αἰχμαλώτισε ἡ χλιδή τοῦ κοσμικοῦ βίου; Μᾶς διέστρεψε καί μᾶς κατέστρεψε ἡ ἀδυναμία μας, πού τήν ἐπισήμανε ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μέ τή θαρρετή ὁμολογία του, ὅτι στήν ἐπισκοπική ὁμήγυρη τῆς ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μας διατρέχουν οἱ σκοτεινοί πειρασμοί τῆς φιλοχρηματίας καί τῆς φιληδονίας;
Μᾶς ἐγκατέλειψε ἤ ἐγκαταλείψαμε ἐμεῖς τήν ὑπεύθυνη διακονία ὅπως τήν προσδιόρισε ὁ Κύριός μας κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο καί τήν νομοθέτησε μέ τό χαρακτηριστικό λόγο του: «εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε» (Ιωαν. ιγ~ 14-15); Μήπως προσχωρήσαμε στήν νοοτροπία τῶν κοσμικῶν πανηγύρεων πού καταλήγουν σέ συβαρητικά γεύματα. Καί ὄχι μόνο ἀλλά καί στήν ἐπί πλέον ἐπιβάρυνση τῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφίεσης μέ αὐτοκρατορικά ἐξαρτήματα, βαρύτιμους σάκους, ἀδαμαντοστόλιστες μίτρες καί μέ ὅσα ἄλλα ἐπιννόησε καί προσέθεσε ἡ μακροχρόνια ταύτιση τῆς ἐξουσίας μέ τόν ἀμύθητο πλοῦτο;
Ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερώνυμου στίς τρεῖς μεγάλες ἀποστολικές καί πατερικές φυσιογνωμίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπόλυτα δικαιωμένη, μᾶς φέρνει, θαυμαστές καί προσκυνητές μπροστά στούς τρεῖς ἁγίους μας καί μᾶς ἐμπνέει τήν ὑποχρέωση νά ἀναζητήσουμε περισσότερα στοιχεῖα προσδιοριστικά τῆς ἁγιότητάς τους, τῆς καθαρότητας τοῦ βίου τους καί τοῦ ἀνοίγματος τῆς ποιμαντικῆς τους δράσης.
Φυσικά δέν εἶναι εὔκολο στά πλαίσια ἑνός δημοσιεύματος νά δώσουμε πλήρη βιογραφία τοῦ καθενός. Θά προσπαθήσουμε ὅμως νά φέρουμε κοντά στούς ἀναγνῶστες μας, μέ λόγο σύντομο, τήν κοινή ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, πού τήν διέσωσαν οἱ πλησιέστατοι μαθητές τους καί μᾶς τήν κληροδότησαν ὡς ἐγγυημένη καί φωτισμένη παράδοση.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού ὑπογραμμίζει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας τό χρέος τῆς ἑνότητας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης καί τήν ἀποφυγή τῶν διαπληκτισμῶν καί τῆς σπαρακτικῆς ἀναμέτρησης, εἶναι ὁ ὑποδειγματικός δάσκαλος τῆς ἀδελφοσύνης καί τό ὑπόδειγμα τῆς θυσιαστικῆς διακονίας. Φυλλομετρώντας τίς ἐπιστολές του καί τίς ἐξομολογητικές ἀναφορές του, ἐντυπωσιαζόμαστε καί διδασκόμαστε ἀπό τό παράδειγμά του.
Ἐπιλέγουμε μιά ἀναφορά του πού περιέχεται στήν Β΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του: «λογίζομαι μηδέν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων» (ια΄ 5) ἦρθα κοντά σας «ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπό Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ἔλαβον, τρίς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρίς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καί γυμνότητι· χωρίς τῶν παρεκτός ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ’ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καί οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τά τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεός καί πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητός εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι» (Β΄ Κορινθ. ια΄23-31).
Ὁ Μέγας Βασίλειος ὁ φωτισμένος διδάσκαλος καί ἀτρόμητος μαχητής δέν λύγιζε οὔτε μπροστά στό διωγμό οὔτε μπροστά στό θάνατο ἀλλά τολμοῦσε νά ἀποκριθεῖ μέ παρρησία στή σκληρή ἐξουσία. Ὅταν ὁ βασιλιάς Οὐάλης θέλησε νά ἐπιβάλει τόν Ἀρειανισμό ἀσκώντας βία στούς ἐπισκόπους ἔστειλε καί στό Μέγα Βασίλειο τόν ὕπαρχο Μόδεστο. Ὁ Μόδεστος τόν ἀπείλησε μέ δήμευση, ἐξορίες, βασανιστήρια καί θάνατο ἄν ἐκεῖνος δέν ὑπέκυπτε στήν αὐτοκρατορική θέληση. Ἱστορική ἔμεινε ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Τήν διέσωσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν Λόγο του «Ἐπιτάφιος εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον». Ἀπάντησε ὁ γνήσιος διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στίς ἀπειλές τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἐκπροσώπου:
«ὅτι τοι δημεύσει μέν οὐχ ἁλωτός, ὁ μηδέν ἔχων, πλήν εἰ τούτων χρήσεις τῶν τρυχίνων μου ρακίων, καί βιβλίων ὁλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοί βίος. Ἐξορίαν δέ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενί τόπῳ περίγραπτος, καί μήτε ταύτην ἔχων ἐμήν, ἥν οἰκῶ νῦν, καί πάσαν ἐμήν εἰς ἥν ἄν ριφῶ, μᾶλλον δέ ,τοῦ Θεοῦ πάσαν οὗ πάροικος ἐγώ καί παρεπίδημος. Αἱ βάσανοι δέ, τί ἄν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος, πλήν εἰ τήν πρώτην λέγεις πληγήν; Ταύτης γάρ σύ μόνης κύριος. Ὁ δέ θάνατος εὐεργέτης. Καί γάρ θᾶττον πέμπει με πρός Θεόν, ὧ ζῶ, καί πολιτεύομαι, καί τῷ πλείστῳ, τέθνηκα, καί πρός ὅν ἐπείγομαι πόρρωθεν»(Γρηγ. Θεολόγου, ΕΠΕ, τ.6, σελ. 210-212)
(Διότι βέβαια τήν δήμευση δέν τήν φοβᾶται αὐτός πού δέν ἔχει τίποτα, ἐκτός ἄν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό αὐτά τά σκισμένα κουρέλια μου καί τά λίγα βιβλία πού ἀποτελοῦν ὅλη τήν περιουσία μου. Γιά τήν ἐξορία δέν καταλαβαίνω τί ἐννοεῖς, ἐγώ πού δέν περιορίζομαι σέ κανένα τόπο καί οὔτε εἶναι δικός μου αὐτός πού τώρα κατοικῶ, καί σέ ὅποιο μέ ρίψουν θά τόν θεωρήσω δικό μου, μᾶλλον κάθε τόπος εἶναι τοῦ Θεοῦ, καί σέ ὁποιονδήποτε ἐγώ θά εἶμαι ξένος καί περαστικός. Κι ἄν μέ βασανίσουν τί ἀποτέλεσμα θά ἔχουν, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει σῶμα, ἐκτός ἄν ἐννοεῖς τό πρῶτο κτύπημα. Αὐτό μόνο εἶναι στήν ἐξουσία σου. Ὁ θάνατος εἶναι εὐεργέτης. Γιατί πιό γρήγορα μέ στέλνει στό Θεό γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχω καί ζῶ . Κατά τό πλεῖστον νοιώθω νεκρός ὡς πρός τόν κόσμο καί πρός τό Θεό βιάζομαι νά φθάσω).
Ἡ ἀπάντηση αὐτή προκάλεσε τόν θαυμασμό καί τόν σεβασμό τοῦ Μοδέστου. Αἰφνιδιασμένος καί συγκλονισμένος ἀποκρίθηκε στόν ἥρωα ἐπίσκοπο: «Οὐδείς μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοί διείλεκται, μετά τοσαύτης τῆς παρρησίας» (Κανένας ἐπίσκοπος δέν μοῦ μίλησε μέχρι τώρα μέ τόσο θάρρος). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος τόν αἰφνιδίασε γιά δεύτερη φορά: «Οὐδέ γάρ ἐπισκόπῳ ἴσως ἐνέτυχες» (ἴσως γιατί δέ συνάντησες ἐπίσκοπο).
Καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στόν ὁποῖο ἐπίσης προστρέχει ὁ μακαριώτατός μας, ἀγωνιστής ἀτρόμητος, ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν πρώτη του ἐξορία, χαίρεται γιά τήν πιστότητα τοῦ ποιμνίου του στόν ἐξόριστο ποιμένα του, γιά τή συνέχιση καί καρποφορία τοῦ πνευματικοῦ του μόχθου καί ἐκφράζει τή βαθειά του συγκίνηση καί τόν ἐνθουσιασμό του γιά τήν ἀγάπη καί τήν θαρραλέα συμπεριφορά τοῦ ποιμνίου του, πού συνετέλεσε στήν ἄμεση καί θριαμβευτική ἐπιστροφή του:
«Γένοιτο ὑμᾶς ἀεί θλίβεσθαι. Οὕτω καί ποιμήν χαίρει ὑπό προβάτων καταπονούμενος. Τί λαλήσω; Ποῦ σπείρω; Οὐκ ἔχω χώραν ἔρημον. Ποῦ ἐργάσομαι; Οὐκ ἔχω ἄμπελον γεγυμνωμένην. Ποῦ οἰκοδομήσω; Ἀπήρτισται ὁ ναός, τά δίκτυά μου διαρρήγνυνται ὑπό τῶν ἰχθύων. Τί ποιήσω; Ἐργάσασθαι καιρόν οὐκ ἔχω. Διά τοῦτο παρακαλῶ, οὐχ ὡς δεομένων ὑμῶν διδασκαλίας, ἀλλ᾿ ἵνα δείξω τήν πρός ὑμᾶς ἀγάπην γνησίαν. Πανταχοῦ στάχυες κομῶσιν. Τοσαύτα πρόβατα καί οὐδαμοῦ λύκος, τοσοῦτοι στάχυες καί οὐδαμοῦ ἄκανθοι, τοσαῦται ἄμπελοι, καί οὐδαμοῦ ἀλώπηξ. Αἱ δάκες κατεποντίσθησαν, καί οἱ λύκοι ἔφυγον. Τίς αὐτούς ἐδίωξεν; Οὐχ ὁ ποιμήν ἐγώ, ἀλλ᾿ ὑμεῖς τά πρόβατα. Ὤ προβάτων εὐγένεια, ἀπόντος τοῦ ποιμένος τούς λύκους ἤλασαν. Ὤ κάλλος νύμφης, μᾶλλον δέ καί σωφροσύνη, μή παρόντος τοῦ ἀνδρός τούς μοιχούς ἀπήλασεν».
Σέ αὐτές τίς τρεῖς προσωπικότητες παραπέμπει ὁ Μακαριώτατος γιά νά ἀνακαλύψουμε τό μονοπάτι ὑπέρβασης τῆς σημερινῆς πνευματικῆς καί οἰκονομικῆς κρίσης. Ὡστόσο ὅμως πρέπει νά λάβει ὑπ’ ὄψη του ὅτι τό σημερινό πλήρωμα στρέφεται ἐναγώνια καί ἀναζητάει τό ἦθος, τήν πιστότητα καί τήν ἀγωνιστικότητα τῶν μεγάλων ἐκείνων Πατέρων βιωμένη καί ἐκφρασμένη ἀπό τούς σημερινούς ποιμένες πού εἶναι διάδοχοι καί μαθητές τῶν μεγάλων ἐκείνων ἀναστημάτων.
Ἆραγε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος πιστεύει ὅτι ἡ σύγχρονη χορεία τῶν ἐπισκόπων καί ποιμένων εἶναι πιστό ἀντίγραφο τῆς καθαρότητας καί τῆς δυναμικότητας ἐκείνων; Μᾶς ὑπογραμμίζει καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ στόχοι καί ἡ δυναμικότητα τῶν σημερινῶν ἐπισκόπων ἐκχέουν στόν ἐκκλησιαστικό περίβολο τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν ἀποστολικό ζῆλο καί τή διδαχή τῶν Πατέρων μας; Ἄν ναί, ἡ ὑπόμνηση τοῦ μακαριωτάτου ἔχει λόγο καί στήριγμα. Ἄν ὄχι, ἀποτελεῖ παραπλάνηση.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ διατρέχει τίς συμπεριφορές τῶν σημερινῶν πατέρων καί ἤ ἐμπνέεται καί στερεώνεται στήν πίστη ἤ κυριεύεται ἀπό ἀπόγνωση καί ἐντάσσεται στή στρατιά τῶν ἀντιπάλων. Ἄν τό σῶμα τῆς σημερινῆς Ἱεραρχίας εἶναι τό γνήσιο διάδοχο σῶμα τῶν Πατέρων, τά μηνύματά του εἶναι καί θά εἶναι δυναμικά καί σωστικά. Ἐάν δέν εἶναι, θά παραμένουν ἔπεα πτερόεντα καί ἀπόπειρα διδαχῆς, πού δέν συγκινεῖ καί δέν ἀνοίγει τή λεωφόρο τῆς ἀνάκαμψης.
Σέ παλαιότερο μήνυμα, πού διατύπωσε ὁλόκληρη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τόν τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ἀπέναντι στή σύγχρονη κρίση», (ΔΕΛΤΙΟ 44), περιέχεται καί ἡ ἑξῆς ἐξομολογητική καί ἀπολογητική ἀποστροφή:
«...Στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας ἐμεῖς, οἱ πνευματικοί σας πατέρες, κάναμε τήν αὐτοκριτική μας, θελήσαμε νά ἀναμετρηθοῦμε μέ τίς εὐθύνες μας καί νά ἀναζητήσουμε μέ τόλμη τό μερίδιο τῆς ἐνδεχομένης δικῆς μας ὑπαιτιότητας στήν παροῦσα κρίση. Ξέρουμε ὅτι κάποιες φορές σᾶς πικράναμε, σᾶς σκανδαλίσαμε ἴσως. Δέν ἀντιδράσαμε ἄμεσα καί καίρια σέ συμπεριφορές πού σᾶς πλήγωσαν.
Οἱ ἔμποροι τῆς κατεδάφισης τῆς σχέσης τοῦ λαοῦ μέ τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία του ἐκμεταλλεύτηκαν στό ἔπακρο καί πραγματικά ἤ κατασκευασμένα σκάνδαλα καί προσπάθησαν νά διαρρήξουν τήν ἐμπιστοσύνη σας στήν Ἐκκλησία...».
Ἡ διατύπωση αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἐνῶ θά περίμενε κανείς νά ἐκφράζει πόνο συντριβή καί μετάνοια δημιουργεῖ δύο σοβαρές ἀπορίες πού ἐμπνέουν ἀμφισβήτηση.
1) Ἡ Ἱεραρχία πληροφορεῖ ὅτι ἔκανε τήν αὐτοκριτική της καί θέλησε νά ἀναμετρηθεῖ μέ τίς εὐθύνες της. Ἆραγε ποιό ἦταν τό περιεχόμενο τῆς αὐτοκριτικῆς καί ποιές οἱ εὐθύνες της; Ἡ γενικευμένη καί ἀπροσδιόριστη διατύπωση δέν δίδει κανένα μήνυμα στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα. Μπορεῖ νά ἐκδηλώνει κάποια λύπη γιατί δέ στήθηκε μέ παρρησία μπροστά στήν κοσμική ἐξουσία, τήν ὑπεύθυνη γιά τήν σοβαρότατη οἰκονομική κρίση ἤ γιά ἄλλες συμπεριφορές τῆς ἐλάσσονος σημασίας καί νά μή ἐξομολογεῖται γιά σοβαρότατες ἐκτροπές τοῦ συνοδικοῦ σώματος, οἱ ὁποῖες κατασκανδάλισαν καί συνεχίζουν νά κατασκανδαλίζουν τό καταπονημένο πλήρωμα τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας.
2) Μετά τήν ὁμολογία αὐτή ποιά συγκεκριμένα μέτρα πῆρε ἡ Συνοδική διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά νά θεραπεύσει τίς πληγές καί νά ἀναστηλώσει τό κύρος της; Ἔκανε κάθαρση στό σῶμα της; Ἔβαλε καινούργιο αἷμα, ἱκανό νά ἀνεβάσει τά αἱμοπετάλια τῆς ἐντιμότητας καί τῆς ἁγιότητας. Ἐκήρυξε στροφή πρός τήν ἁγιότητα τοῦ βίου τῶν μεγάλων Πατέρων καί πρός τίς διατάξεις τῶν Ἱερῶν των Κανόνων;
Ἡ ὁμολογία-καταγγελία τοῦ μακαριστοῦ Χριστοδούλου ὅτι ὁ πειρασμός τῆς φιλοχρηματίας διακινεῖται στή συνοδική ὁμήγυρη παραμένει ἀναπάντητη. Ἐξακολουθεῖ νά δαγκώνει τό σῶμα καί νά εὐτελίζει τήν ἀξιοπρέπειά του. Καί ἡ δεύτερη ὁμολογία ὅτι ὁ πειρασμός τῆς φιληδονίας αἰχμαλωτίζει τίς καρδιές κυριολεκτικά ὄζει καί ἀποστασιοποιεῖ τό ποίμνιο ἀπό τούς ποιμένες.
Γιά τό βάρος καί τήν ποιότητα τοῦ σωροῦ τῶν σκανδάλων δέν κάνει καμιά ἀναφορά τό ἐπίσημο μήνυμα πού στέλλεται στό λαό.
Ἕνας μόνο μητροπολίτης, ὁ Ἰωαννίνων Θεόκλητος, βρῆκε τό θάρρος νά ἀπευθυνθεῖ στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί νά τοῦ ἱστορήσει τή βαρύτατη ἀσθένεια τοῦ ἱεραρχικοῦ σώματος καί τήν πικρία τοῦ λαοῦ. «Ἡ ἐπικράτησις του κοσμικοῦ πνεύματος, πέραν πάσης ἐκκλησιολογικῆς οἰκονομίας, καὶ ἡ συμπεριφορά τῶν ἀδελφῶν Ἀρχιερέων ἐν τῇ ἐνασκήσει τῶν Συνοδικῶν των καθηκόντων, μὲ ὡδήγησαν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἐπισκοπικὴ αὐθεντία χρησιμοποιεῖται εὐκαίρως-ἀκαίρως καὶ ὅλως ἀντιεκκλησιολογικῶς διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν κοσμικῶν καὶ προσωπικῶν σκοπιμοτήτων. Ὅπως πολλάκις ἔχω δηλώσει ἐν τῇ Συνόδῳ τῆς Ἱεραρχίας, δὲν ἔχομεν ἀποφασίσει νὰ θεσπίσωμεν συμπεριφοράς καὶ κανόνας, δυνάμει τῶν ὁποίων θὰ ἠδυνάμεθα νὰ πείσωμεν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἐπιδιώκομεν τὴν ἄνοδον τοῦ κόσμου πρὸς τὴν οὐράνιον τάξιν. Τουναντίον, καταβιβάζομεν τὴν τάξιν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ὑποδουλώνομεν εἰς τὴν τάξιν τοῦ κόσμου... ...Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ἀρνοῦμαι τὴν περαιτέρω παραμονήν μου εἰς τήν Διοικοῦσαν Ἐπιτροπήν τῆς Ε.Κ.Υ.Ο. καὶ παρακαλῶ ὅπως, ἅμα τῇ λήψει τῆς παρούσης, μὲ ἀπαλλάξητε τῶν καθηκόντων μου».
Ἡ αἰνιγματική σιωπή τοῦ μακαριωτάτου κ. Ἱερωνύμου γιά τήν ἐκτροπή τοῦ ὑπευθύνου σώματος τῆς Ἱεραρχίας στήν ἀπραξία, στήν φιλαργυρία καί στήν φιληδονία θλίβει καί ἀπογοητεύει τό πλήρωμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.
Θά ὑπάρξει ἆραγε διάγγελμα εἰλικρινοῦς μετανοίας; Θά γίνει σωστική ἐπάνοδος στήν ἀποστολικότητα καί στήν πατερική καθαρότητα; Αὐτά τά ἐρωτήματα παραμένουν μέχρι στιγμῆς ἀναπάντητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου