Η ΑΠΟΔΙΔΟΜΕΝΗ
ΣΤΟΝ ΓΕΝΝΑΔΙΟ ΣΧΟΛΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΕΥΓΕΝΙΟ Δʹ
ΧΡ. ΑΘ.
ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ – Γ. Μ. ΠΙΤΣΙΝΕΛΗΣ – Θ. ΑΘ. ΧΟΥΒΑΡΔΑ
επιμέλεια κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)
Η επιστολή, το
περιεχόμενό της και οι μαρτυρίες των πηγών.
Η επιστολή είναι ένα σύντομο κείμενο μόλις 522
λέξεων και αυτό μας επιτρέπει να
εκθέσουμε περιληπτικά το ενδιαφέρον περιεχόμενό της που στην μεγαλύτερη έκτασή
του αποτελεί έπαινο της προσωπικότητας και του έργου του πάπα Ευγενίου Δʹ, αλλά
και του παπικού θεσμού:
Ο συντάκτης της απευθύνει την εγκωμιαστική
επιστολή στον πάπα αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του εκπροσώπου της Δυτικής
Εκκλησίας, μεταξύ των άλλων, αυτόν που διασώζει την «εικόνα Θεού και τύπον»
ανάμεσα στους ανθρώπους, τον αδιαφιλονίκητο «κοινό πατέρα και ποιμένα της
οικουμένης», μια «ευγενή ψυχή» που ευεργετεί τους πάντες. Ο ίδιος μάλιστα
αποκαλώντας τον «διάδοχον εκείνου (ενν. του Πέτρου) και ζηλωτήν», δηλώνει ότι
επιθυμεί να προσκυνήσει τους «αποστολικούς του πόδας», εύχεται να συγκαταλεχθεί
ανάμεσα στους «τροφίμους» του και δηλώνει «Εγώ, κανταύθα μένων έτι και της
πατρίδος εχόμενος, τη ση μακαριότητι τα των εύνων και δούλων εισφέρω και κήρυξ
ειμί των σων αρετών, ουδέν αληθέστερον τούτου και μάλιστα πρέπον έχων ποιείν,
και ταίς απάντων ψυχαίς τον σον ενιδρύω πόθον και των κατά σε πραγμάτων εύχομαι
την γαλήνην, κοινόν αγαθόν τι ταύτην ειδώς και πολλών καλών ανθρώποις αιτίαν».
Η επιστολή περιλαμβάνει μια έκκληση του
συντάκτη για βοήθεια και προστασία του φίλου του δομινικανού μοναχού που
υπηρετεί στο Πέραν, Λοδίζιου νδε Τραβύζιου, ο οποίος στο παρελθόν είχε υποστεί
αδικία. Ο ίδιος διαμεσολαβεί προκειμένου ο φίλος του μοναχός να τύχει της
δίκαιης μεταχειρίσεως του πάπα, ως ο συντάκτης να ήταν ένας οικείος και
προνομιακός συνομιλητής του πάπα.
Η επιστολή χρονολογείται, σύμφωνα με τους
ερευνητές, λίγο πριν την σύνοδο Φερράρας¬Φλωρεντίας ή, από κάποιους, πιο συγκεκριμένα τον
Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 14342 .
Αντιρρήσεις για
τον συγγραφέα της επιστολής.
Α. Το εύλογο
ερώτημα που προκύπτει, εφόσον ο συντάκτης της ταυτίζεται με τον Σχολάριο, είναι
γιατί αυτή η υπερβολικά εγκωμιαστική και δουλική προς τον πάπα επιστολή δεν
χρησιμοποιείται καθόλου από τους φιλολατίνους αντιπάλους του Σχολαρίου καθ’ όλη
την περίοδο από την σύνοδο Φερράρας¬Φλωρεντίας έως και τον θάνατό του. Και μόνο
το γεγονός ότι το κείμενο δεν έτυχε καμιάς χρήσεως από τους σύγχρονούς του
λατινόφρονες αντιπάλους, ούτε από την παπική κουρία, κατά και μετά την σύνοδο
Φερράρας¬Φλωρεντίας, αποδεικνύει ότι ουδεμία σχέση έχει με τον αυστηρό κατήγορο
της στάσεως των Λατίνων και του πάπα .
Β. Ουδέποτε ο
Γεννάδιος έγραψε η αναφέρθηκε με τέτοιο τρόπο στον πάπα. Όπως παραδέχεται ο
Jugie «το κείμενο αυτό θα μπορούσε να το υπογράψει ένας θερμός υποστηρικτής του
παπισμού», την εποχή μάλιστα που ο παπισμός βαλλόταν στην Ευρώπη. Αν μάλιστα
ληφθούν υπόψη τα γεγονότα της περιόδου και η πολεμική των αναθεωρητών της
Βασιλείας εναντίον του παπισμού (τα οποία ήταν εν γνώσει των Βυζαντινών, καθώς
αντιπροσωπείες έφθαναν από παντού προς ενημέρωση των Ορθοδόξων), τότε η σύνταξη
μιάς τέτοιας επιστολής προς την παπική κουρία είναι εντελώς παράλογη.
Γ. Στην «Ομολογία Πίστεώς» του ο Γεννάδιος διακηρύττει και καυχάται ότι καθ’ όλη την ζωή του αγωνίσθηκ υπέρ της πίστεως των Πατέρων της Εκκλησίας και αντιτάχθηκε στην λατινική κακοδοξία .
Δ. Επιπρόσθετα,
είναι απόλυτα ενδεικτικό της πλαστότητας του κειμένου το ότι δεν
συμπεριλαμβάνεται, μια τέτοια επιστολή στα παπικά αρχεία , γεγονός που σημαίνει
ότι ο Γεννάδιος ποτέ δεν απέστειλε ως περίπου 30ετής λαικός τέτοιου είδους
κείμενο, το οποίο ως προς την σύνταξη και το περιεχόμενό του μαρτυρεί συγγραφέα
ιερωμένο η ανώτατο εκκλησιαστικό αξιωματούχο με ιδιαίτερο κύρος και παρρησία
έναντι της παπικής κουρίας.
Δ. Όπως
απέδειξε η Blanchet, έχουν βρεθεί τα αφορώντα στην υπόθεση του (74χρονου)
Λοδίζιου, χωρίς όμως καμία αναφορά και εμπλοκή, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, του
νεαρού τότε Γενναδίου.
Ε. Εάν
αποδεχθούμε την άποψη όσων με βεβαιότητα υποστηρίζουν ότι η επιστολή συντάχθηκε
πριν την σύνοδο , κατά την λεγόμενη από τους Ουνίτες του 16ου αι.
φιλενωτική¬φιλολατινική περίοδο του Σχολαρίου, την οποία όμως αγνοούν οι
ελληνικές φιλολατινικές και αντιλατινικές πηγές του 15ου αι., τότε μπορούμε να
προβούμε στις εξής παρατηρήσεις που αφορούν στην γνησιότητά της.
1. Επί του
περιεχομένου: Στην επιστολή ο συντάκτης
αναφέρεται και σε προγενέστερη αυτής επιστολή αλλά και σε αναφορά του προς τον
πάπα: προσεδέξω με γεγραφότα καὶ λόγου την ἀναφοράν εκείνην ηξίωσας. Επιπλέον
όμως σημειώνει ότι έλαβε από τον πάπα απαντητικά γράμματα: ἀλλα καὶ γράμμασιν
ἀμοιβαίοις εὐεργετῆσαι καὶ τιμῆσαι προείλου. Αυτό σημαίνει ότι προϋπήρξε
της επιστολής αλληλογραφία μεταξύ Σχολαρίου και πάπα, την οποία ο Σχολάριος
επισήμανε ως σπουδαίο γεγονός, και μάλιστα ως ἀπόδειξιν της παπικής
φιλανθρωπίας καὶ τῆς πατρικῆς κηδεμονίας . Το περιεχόμενο της αλληλογραφίας
αφενός μας είναι άγνωστο και αμάρτυρο πανταχόθεν, αφετέρου η απαντητική
επιστολή του πάπα περιέργως δεν έχει διασωθεί . Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, αν
ισχύουν τα παραπάνω, γιατί ο Σχολάριος δεν συμπεριέλαβε αυτή την τόσο σημαντική
για εκείνον προγενέστερη αλληλογραφία του με τον πάπα στις επιστολές που
κατέγραψε ιδιοχείρως στους αποδεδειγμένα αυτόγραφους κώδικες; Περαιτέρω, γιατί
η αλληλογραφία αυτή δεν σώζεται και στους άλλους κώδικες, τους μη αυτόγραφους,
που περιέχουν επιστολές η άλλα έργα του; Ει μη μόνον σώζεται μεμονωμένα η
συγκεκριμένη επιστολή αποκλειστικά σε αυτόν τον κώδικα; Δεδομένου μάλιστα ότι
στην συνέχεια του κειμένου ο Σχολάριος, λησμονώντας το αριστοτελικό μέτρο του
οποίου είναι οπαδός, με ύφος ξένο προς το σύνηθες, όπως άλλωστε διακρίνεται από
το σύνολο των διασωθεισών επιστολών του, φθάνει αμέσως στην υπερβολή με την
χρήση φράσεων Τοῦτο πατρὸς ἀρίστου· τοῦτο Θεὸν μιμουμένου...
2. Ακολούθως ο
συντάκτης αναφέρει ότι και σε προγενέστερο χρόνο (τὸν έμπροσθεν χρόνον) υπήρξε
αφοσιωμένος στον πάπα ως τὸν κοινὸν πατέρα καὶ ποιμένα τῆς οικουμένης.
Πόθεν προκύπτει αυτό; Υπάρχουν γραπτές πηγές που να το επιβεβαιώνουν, είτε εκ
μέρους του Σχολαρίου είτε εκ μέρους του πάπα η των Ελλήνων που είχαν
προσχωρήσει στον καθολικισμό και γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα στην
Κωνσταντινούπολη του 1430;
3.Επίσης, για
ποιο λόγο δηλώνει, λαικός ων, την παλαιά αφοσίωσή του στον πάπα; Υπήρξε
αμφισβήτηση του πάπα και παλαιότερα, ώστε και τότε να χρειάζεται η δήλωση
αφοσιώσεως; Μάλιστα πάλι καθ’ υπερβολήν και έμπλεος συναισθήματος μη
προσήκοντος προς το οικείο ύφος του Σχολαρίου, σημειώνει ότι ποθούσε και
εξακολουθεί να ποθεί την ένταξή του στον κατάλογο των δικών του τροφίμων
(ποθείν εν τω καταλόγω των σων τροφίμων τετάχθαι), υπονοώντας ότι θα εισέλθει
στις υπηρεσίες του νέου πάπα. Τίθεται συνεπώς και στο σημείο αυτό το εύλογο
ερώτημα πότε άλλοτε εγγράφως εκδήλωσε παρόμοια πρόθεση η σε ποια παράλληλη πηγή
της εποχής αυτής (1430¬1435) μαρτυρείται κάτι τέτοιο, καθότι μάλιστα τότε
διατελούσε αυτοκρατορικός υψηλός αξιωματούχος και όχι ιερωμένος;
4. Κορυφώνοντας
την υπερβολή, σημειώνει ότι τώρα πλέον, προφανώς μετά την λήψη απαντητικών
επιστολών του πάπα (άγνωστων μέχρι σήμερα και αμάρτυρων) και την ικανοποίηση
αιτήματός του, γίνεται θερμότερος εραστής των αρετών του ων οὐδ’ ίσον έστιν
εὑρείν. Ποιες ήταν οι επιστολές και ποιο το ικανοποιηθέν αίτημα, άγνωστα.
Μάλιστα εκφράζει πρὸ πάσης εὐχῆς την επιθυμία να μεταβεί στην Πέτρου
καθέδραν και να προσκυνήσει εκείνον τὸν διάδοχον τοῦ Πέτρου. Χαρακτηριστική
είναι η ξένη προς την μεσότητα του Σχολαρίου υπερβολή να θεωρεί ότι και μόνη η
όψη και η προσκύνηση των αποστολικών ποδών του πάπα αρκεί για να αγιάσει το
σώμα και η ψυχή. Όμως, όπως γνωρίζουμε, την περίοδο εκείνη ο πάπας, λόγω των
προβλημάτων που αντιμετώπιζε με τους αντιπάλους επισκόπους της συνόδου της
Βασιλείας, δεν βρισκόταν στην Ρώμη. Την εγκατέλειψε στις 4 Ιουνίου 1434
καταφεύγοντας στην Φλωρεντία. Δεν το γνώριζε αυτό ο Σχολάριος όταν εξέφραζε την
επιθυμία του να μεταβεί στην Ρώμη προς προσκύνηση του πάπα; Μάλλον το γνώριζε,
διότι στην συνέχεια του εκφράζει την ευχή να γαληνεύσουν οι δικές του υποθέσεις
(καὶ των κατά σε πραγμάτων εύχομαι την γαλήνην).
5.. Αν η επιστολή συντάχθηκε την περίοδο του
1434, μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι ο δημιουργός της σκοπό είχε να ενισχύσει
την κλονισμένη θέση του πάπα έναντι των αντιπάλων του επισκόπων ¬ας μη
λησμονούμε ότι την περίοδο εκείνη είχε εκλεγεί και αντίπαπας¬ μέσω της δήθεν
εκφράσεως αναγνωρίσεως από ένα σημαίνον πρόσωπο προερχόμενο από την Αυλή της
Κωνσταντινουπόλεως, όπως ήταν ο Σχολάριος. Σημειώνεται ότι στο κείμενο
εκδηλώνεται ευθέως η πρόθεση του συντάκτη να φανεί ότι ο Σχολάριος υποστηρίζει
τον πάπα στην Κωνσταντινούπολη, προφανώς έναντι των αντιπάλων του, όταν
αναφέρει ότι κἀνταῦθα μένων έτι καὶ τῆς πατρίδος εχόμενος (ενν. στην
Κωνσταντινούπολη) καὶ κῆρύξ ειμι των σων ἀρετών. Στο σημείο αυτό προκαλεί
έκπληξη η ασυνήθιστη για τον Σχολάριο, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία, έπαρση και
οίηση ώστε να θεωρεί ότι ο πάπας τον είχε ανάγκη ως κήρυκα των αρετών του.
6. Η έπαρσή του αυτή κορυφώνεται, όταν διατείνεται πως διαθέτει την ικανότητα να ενιδρύει τὸν σὸν πόθον (ενν. του πάπα) ταίς απάντων ψυχαίς! Τέτοιου είδους έπαρση δεν έχει επιδείξει σε άλλο κείμενό του. Όμως καμία γραπτή πηγή δεν υπονοεί και πολύ περισσότερο δεν επιβεβαιώνει αυτή την υποτιθέμενη προσπάθειά του να υποστηρίξει τον πάπα στους κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως. Ποια ανάγκη εξυπηρετούσε ο Σχολάριος, ώστε να λειτουργεί ως κήρυκας των αρετών του πάπα στην πρωτεύουσα; Ίσως προκειμένου να λάβει το Παλάτι θέση υπέρ του πάπα και υπέρ της συμμετοχής στην σύνοδο της Φερράρας¬Φλωρεντίας, που διοργάνωνε ο ίδιος, έναντι της συνόδου της Βασιλείας; Όμως από τις πηγές δεν έχουμε αποδείξεις ότι η Κωνσταντινούπολη (εννοώντας την πολιτική εξουσία) ήταν αρνητικά διακείμενη προς τον πάπα, ώστε να χρειάζεται αυτή η δήθεν μεσολάβηση του Σχολαρίου για να υποστηριχθεί. Τουναντίον, ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ηʹ διέκειτο ευνοικά προς τον πάπα. Πιθανότερη είναι η ανάγκη να υποστηριχτεί στα μάτια των ίδιων των Δυτικών, και αυτή την ανάγκη ίσως εκπλήρωνε ο πραγματικός συντάκτης της επιστολής. Υπενθυμίζουμε, για άλλη μια φορά, ότι η επιστολή δεν υπάρχει στα παπικά αρχεία. 7.. Στο δεύτερο μέρος της αναφέρεται το πρόσωπο χάρη του οποίου γράφηκε η επιστολή. Πρόκειται για τον Λοδίζιο νδε Ταρβύζιο, για τον οποίο η ανάλυση των Blanchet¬Ganchou είναι ενδελεχής και τεκμηριωμένη . Προφανώς μετά την αρχική υποτιθέμενη παρέμβαση του Σχολαρίου, ο Λοδίζιος μεταβαίνει για πρώτη φορά στον πάπα και ο δεύτερος αναγνωρίζει το δίκαιο του πρώτου (Ούτος ήλθε μεν τότε πρὸς την σην μακαριότητα των δικαίων τευξόμενος, επανῆλθε δε μετά πλείονος ηδονῆς...). Πλέον παρίσταται εκ νέου ανάγκη και δεύτερης μεταβάσεως (δευτέρας ἀνόδου) του Λοδίζιου στον πάπα για τον ίδιο λόγο (Καὶ νῦν ... πρὸς τὸν κοινὸν πάλιν τρέχει πατέρα καὶ την ψῆφον τοῦ δικαστοῦ. Τούτω ... δίκαια ζητοῦντι...). Ο συντάκτης κατακλείει την επιστολή με την παράκληση υπέρ του Λοδίζιου (κἀγω δε τέως ὑπερ τούτου παρακαλώ). Για να ωθείται ο Σχολάριος στο σημείο να προβεί δύο φορές σε παρέμβαση υπέρ ενός προσώπου απευθείας στον ίδιο τον πάπα, εύλογα θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι μεταξύ Σχολαρίου και Λοδίζιου είχε αναπτυχθεί ισχυρός δεσμός, ο οποίος θα έπρεπε να αποδεικνύεται από τις πηγές. Όμως ούτε μεταξύ τους αλληλογραφία, με αφορμή το συγκεκριμένο πρόβλημα αλλά και γενικότερη, σώζεται ούτε άλλο κείμενο στο οποίο να γίνεται αναφορά στην σχέση τους ούτε άλλες μαρτυρίες υπάρχουν περί αυτής. Ας δεχτούμε όμως ότι υπήρξε αυτή η στενή φιλία. Από που αντλούσε το θάρρος ο Σχολάριος να απευθυνθεί, όχι άπαξ, στον ίδιο τον πάπα για να μεσολαβήσει υπέρ ενός φίλου του; Διέθετε από τόσο πρώιμη ηλικία το κύρος να απευθυνθεί σε εκείνον; Η μήπως από νωρίτερα είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους επικοινωνία, που να προλείανε το έδαφος για την παρέμβαση του Σχολαρίου υπέρ του Λοδίζιου; Όμως αλληλογραφία προγενέστερη, για οποιοδήποτε θέμα, επαναλαμβάνουμε, δεν υφίσταται.
Συμπέρασμα.
Η αποδιδόμενη στον Σχολάριο επιστολή προς τον
πάπα Ευγένιο Δʹ δεν έχει καμία σχέση με την γραφίδα, το ύφος και την προσωπι
κότητα του αγίου Γενναδίου Σχολαρίου. Απεναντίας πιστεύουμε πως αποτελεί εξ
ολοκλήρου κατασκεύασμα άλλης χειρός, που εντάχθηκε εμβόλιμα στην συλλογή των
επιστολών του Σχολαρίου1 , στο πλαίσιο των προσπαθειών των ρωμαιοκαθολικών
ερευνητών να υποστηρίξουν την ένωση των Εκκλησιών και στην συνέχεια την Ουνία
και την ιστορική της διαδρομή. Η εν γένει προσωπικότητα του Γενναδίου, αλλά και
η θεολογική του συγκρότηση, η μόρφωση και η παιδεία του, καθώς και η
συναναστροφή του με Λατίνους δεν συνηγορούν σε μια λατινίζουσα στάση και
συμπεριφορά, που αρμόζει αν όχι ταυτίζεται με αυτή των γνωστών υποστηρικτών του
Όρου ενώσεως της Φλω ρεντίας, Ιωάννη Πλουσιαδηνού, Γρηγορίου Μάμμα, Ισιδώρου
Κιέβου και καρδιναλίου Βησσαρίωνα.
ΧΡ. ΑΘ.
ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ – Γ. Μ. ΠΙΤΣΙΝΕΛΗΣ – Θ. ΑΘ. ΧΟΥΒΑΡΔ
ΠΗΓΗ. ΑΝΑΤΥΠΩΣΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΝΣΤ ʹ, 2020, ΤΟΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου