Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τη θρησκευτικότητα των αρχαίων Ελλήνων στη Χίο και την εξάπλωση του Χριστιανισμού


Βασίλειος Γ. Βοξάκης, Θεολόγος καθηγητής

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναγνωρίζεται απ’ όλους ως ο πλέον απαράμιλλος εκκλησιαστικός ομιλητής, αλλά και ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής. Στις 700 και πλέον ερμηνευτικές ομιλίες του ο χρυσορρήμων Πατήρ της Εκκλησίας, όπως είχε επισημάνει ο αείμνηστος καθηγητής Πατρολογίας Παναγιώτης Χρήστου: «αναλύει διεισδυτικώς τα ερμηνευόμενα χωρία και βρίσκει πάντοτε τρόπον εις εποικοδομητικάς αποστροφάς»1.

Αφορμή, για να μιλήσει ο ιερός Χρυσόστομος για τη θρησκευτικότητα των αρχαίων Ελλήνων του νησιού της Χίου, του δόθηκε από τον υπομνηματισμό χωρίων του Παλαιοδιαθηκικού βιβλίου του Προφήτου Ιερεμία. Στο δεύτερο κεφάλαιό του ο Προφήτης Ιερεμίας απευθύνει προφητικούς και ελεγκτικούς λόγους προς τους Ιουδαίους για την αποστασία τους από τον Θεό και την απόκλισή τους προς την ειδωλολατρία. Στην προσπάθειά του ο Ιερεμίας να τους νουθετήσει και να τους παρακινήσει σε σταθερή πίστη στον αληθινό Θεό, δεν διστάζει να φέρει ως υπόδειγμα προς μίμηση ακόμη και τους ειδωλολάτρες. Αυτοί, αν και προσκυνούν ανύπαρκτους θεούς, κάποιες φορές φαίνονται πιστότεροι στις ειδωλικές θεότητές τους από τον Ισραήλ, ο οποίος αξιώθηκε να γνωρίσει την ύπαρξη του μόνου αληθινού Θεού. Ας παραθέσουμε λοιπόν τους δυο στίχους του Προφήτη Ιερεμία, που αφορούν την περίπτωση της Χίου: «διότι διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε καὶ νοήσατε σφόδρα, καὶ ἴδετε εἰ γέγονε τοιαῦτα. εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη θεοὺς αὐτῶν· καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί. ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται»2. Δηλαδή : «Επισκεφθείτε τα νησιά Χεττιεὶμ, και μάθετε και στείλτε ανθρώπους στην Κηδάρ, προσέξτε και δείτε, αν εκεί έγιναν τέτοια γεγονότα, σαν αυτά που συνέβησαν στην Ιουδαία. Εάν δηλαδή, τα ειδωλολατρικά έθνη άλλαξαν τους θεούς τους με άλλους θεούς· και όμως οι θεοί τους δεν είναι αληθινοί θεοί αλλά ψεύτικα είδωλα. Ο λαός μου όμως άλλαξε τη δόξα του, δηλαδή τον αληθινό Θεό, με ψεύτικους θεούς από τους οποίους τίποτε δεν θα ωφεληθεί».

Ερμηνεύοντας τους παραπάνω στίχους ο Χρυσόστομος επαναλαμβάνει τα προαναφερθέντα, πλουτίζοντάς τα όμως με περισσότερες πληροφορίες, που αφορούν τη θρησκευτικότητα των Ελλήνων στη Χίο στην προ Χριστού εποχή. Αλλά, ας παραθέσουμε το Χρυσοστομικό κείμενο σε ελεύθερη δική μας απόδοση στη νεοελληνική: «Λέγεται ότι στη Χίο υπάρχουν πολλές βροχοπτώσεις, ενώ αυτές είναι σπάνιες στους Σαρακηνούς. Επειδή λοιπόν γίνεται εύφορη η γη στη Χίο από τις πολλές βροχές, πίστεψαν οι κάτοικοι της Κηδάρ, μιας πόλεως των Σαρακηνών, ότι η βροχή οφείλεται στην προστασία που παρέχει ο τοπικός θεός. Έτσι μετέφεραν το είδωλο του δικού τους θεού στους Χίους. Αυτό το είδωλο κατά άλλους μεν ήταν κατασκευασμένο από χρυσό κατά άλλους δε από χρυσό και μαργαριτάρια. Οι Χίοι είχαν είδωλο θεότητος ξύλινο ή κατά άλλη εκδοχή πήλινο. Οι Σαρακηνοί ζήτησαν από τους Χίους να ανταλλάξουν μεταξύ τους τα είδωλα, όπως κάποιοι ισχυρίζονται. Όμως οι Χίοι καθόλου δεν ενδιαφέρθηκαν για το πολύτιμο της ύλης του ειδώλου των Σαρακηνών. Τόσο πολύ σέβονταν τον δικό τους θεό που αρνήθηκαν να τον αλλάξουν. Αυτό λοιπόν μαρτυρεί ότι τα υπόλοιπα έθνη – σε σύγκριση με τον αρχαίο Ισραήλ – τόσο μεγάλο σεβασμό είχαν στον δικό τους θεό, ώστε να μην δέχονται να πάρουν είδωλο από πολύτιμη ύλη ανταλλάσσοντάς το με είδωλο ευτελούς αξίας. Ενώ ο λαός μου – παραπονείται ο Θεός για τον Ισραήλ – αν και απόλαυσε τόση φροντίδα από εμένα και έτυχε τέτοιας δόξας, ώστε και όλοι οι λαοί να διαδίδουν τα τόσα θαύματα που έγιναν σ’ αυτόν τον λαό, χωρίς να τα υπολογίσει όλα αυτά, κατήντησε στη λατρεία των ειδώλων, και ας μην έχει κανένα κέρδος από αυτά. Ενώ τα ειδωλολατρικά έθνη δεν αλλάζουν τους θεούς τους, διότι τόση ευσυνειδησία επιδεικνύουν, προκειμένου να μην διαπράξουν αυτή την αμαρτία»3.

Ο Χρυσόστομος διακρινόταν για την εξαιρετική του μόρφωση. Είχε πλούσια και σε βάθος γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και συχνά τη χρησιμοποιούσε σε έργα του, άμεσα ή έμμεσα. Συνεπώς δεν πρέπει να μας ξενίζει η παράθεση των παραπάνω πληροφοριών, τις οποίες ο Άγιος Ιωάννης άντλησε από άγνωστη σε εμάς πηγή της προχριστιανικής αρχαιότητος, γραπτή ή προφορική. Συμπεριλαμβάνει λοιπόν την προαναφερθείσα διήγηση στην ερμηνεία του, προκειμένου να κάνει πιο σαφή τα λεγόμενα του Προφήτου. Αλλά και να καταδείξει τη βαρύτητα της αποστασίας του Ισραήλ από τον αληθινό Θεό, σε σύγκριση ακόμα και με ειδωλολάτρες, όπως ήταν τότε οι κάτοικοι της Χίου, που έμεναν προσκολλημένοι στον δικό τους ψεύτικο θεό. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πατρολογίας πατήρ Θεόδωρος Ζήσης: «Ακολουθεί ο Χρυσόστομος την κοινή των Πατέρων γραμμή. Απορρίπτει και καταδικάζει τα θρησκευτικώς και ηθικώς επιλήψιμα στοιχεία του εθνισμού. Για παιδαγωγικούς και ποιμαντικούς όμως λόγους πρέπει, λέγει, η Εκκλησία να συγκαταβαίνει στις δεκτικές ικανότητες των ανθρώπων, όπως πράττει και ο Θεός στο έργο της Θείας Οικονομίας χρησιμοποιώντας οικεία και συνήθη μέσα. Δεν διστάζει γι’ αυτό ο Χρυσόστομος ζώντας σ’ ένα κόσμο κυριαρχούμενο από την ελληνική σκέψη να χρησιμοποιήσει παραδείγματα και ιδέες από την ελληνική γραμματεία και να επαινέσει τα θετικά στοιχεία της ζωής των»4.

Αρχικά φαίνεται ότι την ονομασία Χεττιείμ είχε στην εβραϊκή γλώσσα το νησί της Κύπρου. Αλλά κατόπιν η ονομασία αυτή επεκτάθηκε ως γενικός χαρακτηρισμός για όλα τα νησιά της Μεσογείου5. Γι’ αυτό και το κείμενο δεν αναφέρει η νήσος, αλλά οι νήσοι. Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο «Χεττιείμ τινές έφασαν Κυπρίους, τινές δε Χίους»6, δηλαδή Χεττιείμ άλλοι υποστηρίζουν ότι ονομάζονται οι Κύπριοι, ενώ άλλοι οι Χίοι. Ο Άγιος Ιωάννης από τις δύο εκδοχές προκρίνει ξεκάθαρα τη δεύτερη, τουλάχιστον για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό είναι σαφές, αφού συνεχίζει το κείμενό του αναφέροντας: «Φασί δε εν μεν τη Χίω πολυομβρίας είναι» και «ανεκόμισαν προς τους Χίους»7. Οι μνημονευόμενοι στον Ιερεμία ως κάτοικοι της Κηδάρ ήταν αρχαίος νομαδικός λαός της ερήμου, που κατοικούσε στη βόρεια Αραβία. Ονομάζονταν έτσι γιατί ήταν απόγονοι του Κηδάρ, του δεύτερου υιού του Ισμαήλ και εγγονού του Αβραάμ και της δούλης του Άγαρ. Υπήρξαν εχθρικοί προς τον Ισραηλιτικό λαό και διακρίνονταν για την βαρβαρότητά τους. Ο Χρυσόστομος τους αναφέρει ως Σαρακηνούς9, μια ονομασία που χρησιμοποιείται ήδη στην εποχή του για να δηλώσει γενικά όλους τους νομαδικούς λαούς της βορειοδυτικής Αραβίας.

Τα προαναφερθέντα περί Χίου από τον ιερό Χρυσόστομο τον 4ο αιώνα μ. Χ. δεν επαναλαμβάνονται  σε μεταγενέστερες πηγές, όμως με έμμεσο τρόπο επιβεβαιώνονται. Αν θέλαμε να χρονολογήσουμε το περιστατικό, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας δυο βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η δράση του Προφήτη Ιερεμία, ο όποιος πρώτος το αναφέρει. Αυτή εκτείνεται από το 627 π.Χ. , οπότε και δέχεται την κλήση του Θεού στο προφητικό αξίωμα, και φθάνει τουλάχιστον έως το 586 π. Χ.. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι τα παλαιά ξύλινα είδωλα, που ονομάζονταν ξόανα, από τον 7ο π. Χ. αιώνα άρχισαν σταδιακά να αντικαθίστανται με λίθινα αγάλματα και αργότερα με μαρμάρινα. Συνεπώς, αν συνδυάσουμε αυτά τα στοιχεία, πιθανώς δεν θα σφάλαμε αν τοποθετούσαμε το περιστατικό στον 7ο π. Χ. αιώνα και παλαιότερα. Δυστυχώς στο κείμενο δεν κατονομάζεται από τον ιερό Πατέρα το όνομα του θεού, προφανώς γιατί η πηγή που χρησιμοποιεί δεν το είχε διασώσει. Πάντως στην Χίο κατά την αρχαιότητα μεταξύ των θεών που λατρεύονταν ιδιαιτέρως ήταν ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Ποσειδών, ο Ηρακλής κ.ά.

Είναι γενικώς αποδεκτό από τους ιστορικούς ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν μετακινούσαν τα ιερά τους. Όπως παρατηρεί ο Χίος ιστορικός Γεώργιος Ζολώτας: «Οι θεοί των αρχαίων δεν ηρέσκοντο ως γνωστόν να μετοικώσιν, αι κατοικίαι των ήσαν μόνιμοι»10. Και πολύ περισσότερο δεν αποχωρίζονταν τα είδωλα των θεοτήτων τους. Σύμφωνα πάλι με τον Ζολώτα, ο οποίος επικαλείται τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα «οι Χίοι κατείχον εν των παλαιοτάτων της Αθηνάς ξοάνων, εκ των καθημένων, και εφύλασσαν αυτό εν τη Ακροπόλει των εν τω ναώ της Πολιάδος»11. Εδώ να παρατηρήσουμε ότι, αφού πρόκειται για ξύλινο ξόανο, αυτό θα ήταν παλαιότερο του 7ου αιώνα π.Χ.. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν ότι οι Χίοι, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, διατηρούσαν με σεβασμό τα ξύλινα ξόανα των θεών τους, ακόμα και όταν αυτά πάλιωναν και φθείρονταν από το πέρασμα του χρόνου. Ως γνωστόν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, επεδείκνυαν τέτοιο σεβασμό προς τα είδωλα των θεών τους και τα άλλα ιερά αφιερώματα των ναών τους, που, ακόμη και αν αυτά καταστρέφονταν και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη λατρεία, δεν τα απέρριπταν ως άχρηστα αντικείμενα. Αλλά έσκαβαν στη γη και τα έθαβαν με σεβασμό σε χώρους που ονομάζονται αποθέτες. Τέτοιοι εντοπίσθηκαν και στη Χίο, όπως ο αποθέτης του ναού της Αθηνάς στο Εμπορειό και ο αποθέτης της θεάς Δήμητρας στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων στην πόλη της Χίου.

Η ιδέα αποχωρισμού και ανταλλαγής θεοτήτων και μάλιστα με ένα «βάρβαρο» έθνος ήταν κάτι αδιανόητο. Η αφοσίωση προς τους προγονικούς θεούς αποτελούσε αρετή για όλους τους αρχαίους Έλληνες. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Γεράσιμος Κονιδάρης, η αρχαία ελληνική θρησκεία υπήρξε «συνδεδεμένη εξ αρχής προς την οικογένειαν, τα γένη και την πολιτείαν, δι’ ο και διεπότιζε τον οικογενειακόν, αστικόν και δημόσιον βίον των Ελλήνων»12. Ας μην λησμονούμε ακόμη ένα στοιχείο. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία η θεοσέβεια συνδέεται άμεσα με την επίγεια ευδαιμονία του ανθρώπου13. Στην περίπτωση της Χίου η ανταλλαγή ενός ειδώλου με ένα πολυτιμότερο θα αποτελούσε ύβρη έναντι και του συγκεκριμένου θεού, αλλά και γενικότερα όλων των λατρευομένων θεοτήτων και θα προκαλούσε τη μήνη τους. Και ως γνωστό μετά την ύβρη ακολουθούσε η Νέμεσις, δηλαδή η τιμωρία των ανθρώπων από τους θεούς.

Ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα του Θεού, δεν έπαυσε σε όλες τις εποχές να τον αναζητεί με αγωνία και να επιθυμεί διακαώς να τον γνωρίσει και να σχετισθεί μ’ Αυτόν, γεγονός που επιτυγχάνεται μόνο στην Εκκλησία. Κατά τον Άγιο Αυγουστίνο, η ανθρώπινη ψυχή ποτέ δεν ησυχάζει, παρά μόνο όταν συναντηθεί με τον αληθινό Θεό. Μετά την Πτώση, το ανθρώπινο γένος απομακρυνόμενο συνεχώς από τον Θεό, με το μυαλό και την ψυχή του σκοτισμένα από την αμαρτία, προσπάθησε να ξεδιψάσει την έμφυτη θρησκευτικότητά του με την ειδωλολατρία και την πολυθεΐα. Το ίδιο συνέβη και με τους αρχαίους μας προγόνους. Όταν εμφανίσθηκε ο Χριστιανισμός, η αρχαία ελληνική θρησκεία είχε ήδη επηρεασθεί βαθύτατα από το πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, που εκδηλώθηκε από τους Ελληνιστικούς χρόνους και έπειτα. Παρόλα αυτά διατηρούνταν σε υπολογίσιμο βαθμό η προσήλωση των Ελλήνων στην πάτρια θρησκεία των προγόνων τους. Η λατρεία των θεοτήτων, αλλά και η πεποίθησή τους για τη νομιζόμενη βοήθεια, που αντλούσαν από αυτές, έστω κι αν είχαν καταντήσει τυπολατρικές και καθαρά ωφελιμιστικές, διατηρούνταν ακόμα ζωντανές.

Όμως ο Χριστιανισμός στην ειρηνική πάλη του με την ειδωλολατρία επικράτησε ολοκληρωτικά. Και όπως πολύ παραστατικά αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε εγκώμιό του για τον Απόστολο Παύλο, ο Ευαγγελικός λόγος εξαφάνισε τη δαιμονική και ανήθικη λατρεία των ειδώλων «…καθάπερ κηρός υπό πυρός τηκόμενα, καθάπερ άχυρα υπό φλογός δαπανώμενα. η δε λαμπρά της αληθείας φλοξ ανήει φαιδρά και υψηλή προς αυτόν τον ουρανόν»14. Δηλαδή, έτσι υποχωρούσαν οι ειδωλικές λατρείες μπροστά στον Χριστιανισμό, «αφού έλιωναν, όπως ακριβώς το κερί στη φωτιά και καίγονταν όπως ακριβώς τα άχυρα από τη φλόγα. η λαμπρή όμως φλόγα της αλήθειας ανέβαινε ολοφώτεινη ψηλά στα ουράνια»15. Όλα αυτά αποδεικνύουν την πνευματική δύναμη του Χριστιανισμού, η οποία αντλείται από την εξ Αποκαλύψεως αλήθειά του. Η ανωτερότητα και η αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, που κήρυξε στον ελλαδικό χώρο ο Απόστολος Παύλος και άλλοι Απόστολοι, όπως ο Ανδρέας και ο Ιωάννης, σαγήνευσαν τις ψυχές των Ελλήνων. Αλλά, ας αφήσουμε τον απαράμιλλο Χρυσοστομικό λόγο να μας παρουσιάσει τη θαυμαστή εξάπλωση του Χριστιανισμού κατά τους αποστολικούς χρόνους: «Ο Δημιουργός του παντός με τους έντεκα, τους ψαράδες, τους αγράμματους, τους απλοϊκούς, που δεν τολμούσαν ούτε το στόμα τους να ανοίξουν, προσέλκυσε ολόκληρη την οικουμένη. Και αυτοί οι αγράμματοι, οι απλοϊκοί και οι ψαράδες έφραξαν τα στόματα των φιλοσόφων και σαν να είχαν φτερά, με αυτό τον τρόπο, έτρεξαν σε ολόκληρη την οικουμένη, σπέρνοντας το λόγο της ευσέβειας, κόβοντας τα αγκάθια, ξεριζώνοντας τις παλιές συνήθειες, παντού φυτεύοντας πυκνά τους νόμους του Χριστού. Και ούτε το γεγονός ότι ήταν λίγοι, ούτε η απλοϊκότητα, ούτε η αυστηρότητα των χριστιανικών εντολών, ούτε το γεγονός ότι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος τούς φερόταν εχθρικά, εξαιτίας της παλιάς τους συνήθειας, μπόρεσαν να σταθούν εμπόδιο σ’ αυτούς, αλλά η θεία Χάρη, που άνοιγε μπροστά το δρόμο, έβγαζε όλα αυτά από τη μέση»16.

Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Χίο, ίσως ήδη και από τον 1ο αιώνα, έστω και σε περιορισμένη αρχικά κλίμακα, από τη γειτονική Μικρά Ασία, δηλαδή από Χριστιανούς που αποτελούσαν πνευματικά παιδιά και καρπούς της ιεραποστολικής προσπάθειας του Αποστόλου Παύλου. Συνεπώς πολύ δικαίως πρέπει να απονέμεται η τιμή του ιδρυτού της Εκκλησίας της Χίου στον Απόστολο Παύλο και λόγω της αναφοράς σ' αυτόν του χωρίου Πρξ. 20,15, αλλά και λόγω της προέλευσης των εκχριστιανιστών της Χίου από την πνευματική ρίζα που φύτεψε ο Απόστολος Παύλος17. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με μοναδικό τρόπο περιγράφει τη δύναμη του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος  μόχθησε πνευματικά για να φέρει στην Ελλάδα το χριστιανικό φως της αλήθειας και της σωτηρίας και να μας ελευθερώσει από τις δουλικές αλυσίδες του σκότους της ειδωλολατρίας και της δεισιδαιμονίας. Γράφει λοιπόν ο «διδάσκαλος της Εκκλησίας» Χρυσόστομος: «Και όπως, όταν πιάσει φωτιά σ’ ένα χωράφι, τα αγκάθια λίγο λίγο καίγονται και παραμερίζουν και κάνουν τόπο στη φλόγα και καθαρίζουν έτσι τα χωράφια, έτσι ακριβώς και όταν η γλώσσα του Παύλου λαλούσε … τα πάντα παραμέριζαν»18.

Η χάρη όλων των αγίων και ιδιαιτέρως του σήμερον εορταζομένου Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ας σκεπάζουν το νησί της Χίου και ολόκληρη την Ελλάδα μας.

            ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Χρήστου Παναγιώτου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1991,τ. Α΄, σελ.214.   

2. Ιερ. 2,10 – 11.   

3. Του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου Εξηγήσεις εις τον Ιερεμίαν Προφήτην τα σωζόμενα, P.G.64,761. Το απόσπασμα που παραθέσαμε προέρχεται από τεμάχια ερμηνειών σε χωρία του Ιερεμία, που περιέχονταν σε ερμηνευτικές σειρές (Catenae). Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, είναι δύσκολο να διαλευκανθεί αν αυτά προέρχονται από ερμηνευτικές ομιλίες στο βιβλίο του Ιερεμία ή από άλλα έργα του Χρυσοστόμου. Βλέπε : Χρήστου Παναγιώτου, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ΘΗΕ, Αθήναι 1965, τ. 6, στ. 1184. Επίσης στον Χρυσόστομο αποδίδει αυτά τα ερμηνευτικά τεμάχια ο πατήρ Κωνσταντίνος Φούσκας. Βλέπε : Θεήγοροι οπλίται, Οι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς από του 325 – 750 μ.Χ., Αθήναι 1975, σελ.17.    Αντιθέτως ο καθηγητής Πατρολογίας Στυλιανός Παπαδόπουλος πιστεύει ότι μερικά από αυτά μπορεί να ανήκουν στον Χρυσόστομο, αλλά ίσως όχι όλα. Βλέπε: Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η ζωή του, η δράση του, οι συγγραφές του, τ. Α΄.

4. Ζήση Θεοδώρου π., Ο Απόστολος Παύλος, Πατερική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2004, σελ.26.

5. «την νήσον έσχε, Κύπρω αύτη νυν καλείται και από αυτής νήσοι τε πάσαι, και τα πλείω των παρά θάλασσαν, Χεθίμ υπό Εβραίων ονομάζεται». Απόδειξις του κύρους των της Νέας και Παλαιάς Διαθήκης βιβλίων και της εν αυτοίς αληθείας υπεράσπισις, ή ανασκευή της του Βολτέρου βίβλου της καλουμένης τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης, Βιέννη 1794, σελ.553.             

6. Του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου Εξηγήσεις εις τον Ιερεμίαν Προφήτην τα σωζόμενα, P.G.64,761.        

7. Του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου Εξηγήσεις εις τον Ιερεμίαν Προφήτην τα σωζόμενα, P.G.64,761.    

8. Γεν. 25, 12 - 18.

9. Εκτός από τον Άγιο Ιωάννη  τον Χρυσόστομο και ο  Άγιος Αθανάσιος, αναφερόμενος στην περιοχή της Κηδάρ ονομάζει τους κατοίκους της ως Σαρακηνούς (Εις Ψαλμούς PG 27, 509C) .  

10. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Αθήναι 1921, τόμος Α΄1, σελ.325.    

11. Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου, Χίος 1924, τόμος Β΄,σελ.72-73.   

12. Κονιδάρη Γερασίμου, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1954, τ. Α΄, σελ.219.   

13. Ζήση Θεοδώρου π., Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.8.  

14. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, 4η Ομιλία προς τον Απόστολο Παύλο, P.G. 50,495.     

15. Θεοδώρου Ευαγγέλου, Ανθολόγιο Πατερικών κειμένων, Αθήναι 1985, σελ.15.      

16. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, 28η Ομιλία στη Γένεση, P.G. 53,258. Για την απόδοση στη νεοελληνική βλέπε Θεοδώρου Ευαγγέλου, Ανθολόγιο Πατερικών κειμένων, Αθήναι 1985, σελ.17-19. 

17.  Βοξάκη Βασιλείου, Ο Απόστολος Παύλος και η Χίος , άρθρο που αναρτήθηκε στο ιστολόγιο Ακτίνες στις 28 Ιουνίου 2018.           

18. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου4η Ομιλία στον Απόστολο Παύλο, PG 50, 494  495.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου