Με πολλή ανησυχία και θλίψη παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό μια καταιγιστική επέλαση του πάθους της ομοφυλοφιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για ένα γενικότερο παγκόσμιο κίνημα, που προωθείται από τους σχεδιαστές της Νέας Εποχής, το οποίο δραστηριοποιείται κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική και το οποίο έχει κάνει αισθητή την παρουσία του εδώ και αρκετές δεκαετίες με «παρελάσεις υπερηφάνειας», (Gay Pride), με φεστιβάλ και διακηρύξεις, με αιτήματα προς την πολιτεία για τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, για αναγνώριση και νομική κατοχύρωση του γάμου, ή της ελεύθερης συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων, υιοθεσίας παιδιών κλπ.
Σύμφωνα με την ιδεολογία του κινήματος, η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί μορφή σεξουαλικής διαστροφής, μια παρά φύσιν κατάσταση, όπως διδάσκει η Εκκλησία και όπως αυτό εθεωρείτο αυτονόητο και από όλους αποδεκτό, ακόμη και από την ιατρική επιστήμη και την ψυχολογία, πριν από 30-35 χρόνια, αλλά αποτελεί απλώς ένα διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, μια φυσική διαφορετικότητα. Η διαφορετικότητα αυτή προβάλλεται ως φυσιολογικός τρόπος ζωής, ο οποίος οφείλει να γίνει αποδεκτός από την ευρύτερη κοινωνία και να θεσμοθετηθεί από την πολιτεία με κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, ανεξαρτήτως των συνεπειών πάνω στην ευρύτερη κοινωνία, (οικογένεια, σχολείο, δομές κοινωνικές κλπ). Επίσης σύμφωνα με την καινούργια ιδεολογία και νοοτροπία, κάθε αντίδραση και κριτική προς την σεξουαλική αυτή «διαφορετικότητα» θεωρείται «ομοφοβία» και ρατσισμός, η οποία πρέπει να καταστέλλεται και να πατάσσεται μέσω του ποινικού δικαίου. Η καινούργια αυτή ιδεολογία έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί και έχει βρει την πλήρη νομική κατοχύρωσή της στην Απόφαση –Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 4 Φεβρουαρίου 2014.
Το ακόμη πιο τραγικό είναι το γεγονός, ότι η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως «φυσιολογική σεξουαλική επιλογή» έχει εισχωρήσει ακόμη και μέσα στον προτεσταντικό χώρο, όπως στην λεγόμενη «Αγγλικανική Εκκλησία», στην οποία έχουν καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες, χειροτονίες «κληρικών» όλων των βαθμίδων και των δύο φύλων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και δεδηλωμένοι ομοφυλόφιλοι και λεσβίες. Οι οπαδοί – μέλη αυτής της προτεσταντικής κοινότητος προσπάθησαν να αναπτύξουν διάφορα θεολογικά επιχειρήματα, για να αποδείξουν ότι το πάθος αυτό δεν έρχεται δήθεν σε αντίθεση με την διδασκαλία της αγίας Γραφής. Άλλοι εξ’ αυτών που ασπάστηκαν την Ορθοδοξία, εξακολουθούν να προβληματίζονται και να αμφιταλαντεύονται, ενώ το θέμα αυτό από Ορθοδόξου απόψεως είναι ξεκαθαρισμένο και λελυμένο, τόσο από την διδασκαλία της αγίας Γραφής, όσο και από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας.
Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψή μας μια σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Σύναξη» (τευχ. 153, 2020). Πρόκειται για άρθρο του π. Μπράντον Γκάλλαχερ, με τίτλο: «Ανταμώνοντας με την Ορθόδοξη παράδοση στη νεωτερική Δύση: Φυσικός νόμος, ομοφυλοφιλία και ζώσα παράδοση». Ο συγγραφέας, πρώην αγγλικανός πάστορας, έζησε επί χρόνια σε ομοφυλοφιλικό περιβάλλον, αφού ο αδελφός του, όπως εξομολογείται, ήταν ομοφυλόφιλος, ενώ ο ίδιος ως φοιτητής στο σεμινάριο του αγίου Βλαδίμηρου σπούδασε με πολλούς ομοφυλόφιλους υποψηφίους «ιερείς». Εν τέλει, κουρασμένος «από την ατέρμονη αντιπαράθεση σχετικά με την ομοφυλοφιλία και μιας αίσθησης ότι οι αλλαγές που γίνονταν τότε», στην εκκλησία του, «αποτελούσαν μια διολίσθηση εκτός της κλασικής Χριστιανοσύνης», ασπάστηκε την Ορθοδοξία, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να απαλλαγεί ολοσχερώς από ομοφυλοφιλικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Εμείς βέβαια δεν πρόκειται να σχολιάσουμε βήμα προς βήμα το εκτεταμένο άρθρο του. Θα περιοριστούμε μόνο να απαντήσουμε σε ένα καυτό ερώτημα, στο οποίο, απ’ ότι φαίνεται, δυσκολεύεται να δώσει απάντηση. Γράφει: «Για μένα το κεντρικό ερώτημα στην τωρινή διαμάχη σχετικά με την ομοφυλοφιλία είναι, αν μπορεί, ή όχι, η Ορθοδοξία να θεωρήσει ‘ευλογημένες’ τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, οι οποίες τελούν στο πλαίσιο δέσμευσης και πιστότητας». Το παρά πάνω ερώτημα αναλύει σε άλλη συνάφεια περισσότερο ως εξής: «Πρέπει με πίστη να επιχειρήσουμε να δώσουμε μια θεολογική απόκριση από τα βάθη της αγίας Ορθοδοξίας στον μαχητικό ισχυρισμό, ότι τα εν λόγω πρόσωπα είναι δημιουργημένα ‘φοβερά και θαυμαστα’ (πρβλ. Ψαλμ. 139,14), από τον Θεό ακριβώς ως τέτοια πρόσωπα και ότι, από τη στιγμή που έτσι έχουν φτιαχτεί από τον Θεό, ο οποίος ευλογεί τις επιθυμίες τους και την ταυτότητα που τα συνοδεύει, μπορούν να ζουν σε ομοφυλόφιλες σχέσεις αμοιβαίας δέσμευσης και πιστότητας, σχέσεις οι οποίες ευλογούνται από τον Θεό και συνεπώς δύνανται να ευλογηθούν και από την Εκκλησία».
Ας εξετάσουμε πρώτα τα εν λόγω ερωτήματα από την ιατρική τους πλευρά και στη συνέχεια από την θεολογική. Τι λέγει η ιατρική επιστήμη και η ψυχολογία σχετικά με την σεξουαλική αυτή διαστροφή; Ενοχοποιούνται γενετικοί και κληρονομικοί παράγοντες, ή αποδίδεται σε επίκτητα αίτια; Έγκυρες επιστημονικές μελέτες διαφόρων ψυχιάτρων επιστημόνων δηλώνουν ξεκάθαρα σε ψυχιατρικά εγχειρίδιά τους, ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι κάτι το έμφυτο, ή έστω κληρονομικό, (δεν υπάρχει δηλαδή ειδικό γονίδιο ομοφυλοφιλίας), αλλά ότι είναι μια επίκτητη σεξουαλική επιλογή, ένας επίκτητος σεξουαλικός προσανατολισμός, με την έννοια ότι αποκτάται κατά την διάρκεια της ζωής και δεν προέρχεται από φυσική, ή και γενετική προδιάθεση. Όταν ο διάσημος ερευνητής του «γκέι γονιδίου» Dean Hamer ρωτήθηκε εάν η ομοφυλοφιλία οφείλεται αποκλειστικά στη βιολογία, η απάντησή του ήταν: «Ξεκάθαρα όχι». Η Ελληνίδα ψυχίατρος κ. Καλλιόπη Προκοπάκη σε σχετική μελέτη της αναφέρει ότι «μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί κάποιος βιολογικός παράγοντας (ορμονικός, ανατομικός, χημικός, γεννητικός) που να προκαλεί άμεσα, ή έμμεσα, την ομοφυλοφιλία… Η ομοφυλοφιλία παγιώνεται ως σταθερή επιλογή συνήθως μετά το τέλος της εφηβείας». Σημαντικό ρόλο στην παγίωση αυτή παίζουν εξωτερικοί παράγοντες, που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον, από τα μηνύματα τα οποία δέχονται οι νέοι από τα ΜΜΕ, ότι δήθεν η ομοφυλοφιλία είναι μια φυσιολογική σεξουαλική επιλογή, από τις φιλίες και τις συναναστροφές των, από την έμφυτη τάση και επιθυμία των νέων να δοκιμάσουν τα πάντα, όπως επίσης και σε καταστάσεις στις οποίες υπάρχει μακροχρόνια έλλειψη του αντιθέτου φύλου.
Επίσης σχετικά με το ερώτημα, αν η ομοφυλοφιλία θεωρείται από την ψυχιατρική επιστήμη ως ψυχιατρική νόσος, η κ. Προκοπάκη στην ίδια αυτή μελέτη της αναφέρει ότι «η ομοφυλοφιλία συμπεριλήφθηκε ως ψυχιατρική διαταραχή, (κοινωνιοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας), στην πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχιατρικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, το 1952». Στη συνέχεια «από την δεκαετία του 1980, σταδιακά ‘αποϊατρικοποιήθηκε’, καθώς ο χαρακτηρισμός της ως ‘νόσου’ θεωρήθηκε από τα ομοφυλοφιλικά κινήματα ως νέο στίγμα». «To 1992 η κατηγορία ‘ομοφυλοφιλία’ αφαιρείται και από την Διεθνή Ταξινόμηση των Ασθενειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO)…. Η διεθνής σύγχρονη προσπάθεια νομιμοποίησης της ομοφυλοφιλίας ως φυσιολογικής πρακτικής δεν βασίζεται σε επιστημονικά ιατρικά δεδομένα, αλλά σε ‘φιλοσοφικά-κοινωνικά’ δεδομένα και ισχυρές πολιτικές πιέσεις. Τα αποτελέσματα της θεώρησης της ομοφυλοφιλίας ως φυσιολογικής και ισότιμης συμπεριφοράς και η νομοθέτηση πρακτικών όπως ο ‘γάμος’ μεταξύ ομοφυλοφίλων και η δυνατότητα υιοθέτησης παιδιών μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες στην δομή της κοινωνίας και στις ανθρώπινες σχέσεις». Τις ίδιες διαπιστώσεις κάνει και ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο κ. Στέλιος Στυλιανίδης, ο οποίος αναφέρει, ότι η ομοφυλοφιλία «καταργήθηκε από διακριτή ψυχιατρική διάγνωση που ανήκε στην ομάδα των παραφιλιών το 1987, (και στο Γαλλικό νοσογραφικό σύστημα το 1992), έπειτα από πίεση του κινήματος των ομοφυλοφίλων και των κινημάτων πολιτών για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Παρά το γεγονός η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται πλέον ψυχιατρική διαταραχή, ωστόσο πολλές πρόσφατες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει ότι πολλοί ομοφυλόφιλοι παρουσιάζουν πολύ συχνότερα κατάθλιψη, απόπειρες αυτοκτονίας, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, διαταραχή διαγωγής, χρήση ουσιών και αλκοολισμό. Επίσης παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως σύφιλη, γονόρροια, ηπατίτιδα B και C, έρπητα γεννητικών οργάνων και AIDS, καθώς και ορισμένους τύπους καρκινωμάτων. Οι πρώτες περιπτώσεις AIDS αναφέρθηκαν το 1981 σε νέους άνδρες ομοφυλοφίλους.
Ας δούμε τώρα, ποιά είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με το παρά πάνω ερώτημα. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά, ούτε στην αγία Γραφή, ούτε στους αγίους Πατέρες, (ούτε καν υπαινιγμός), που να δικαιώνει τον ισχυρισμό, ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο με δύο δυνατότητες σεξουαλικού προσανατολισμού, τον ετερόφιλο και τον ομόφιλο. Όπως είναι γνωστό από την βιβλική διήγηση της Γενέσεως, οι συζυγικές σχέσεις ανδρός και γυναικός αποτελούν τις μόνες κατά φύσιν ανθρώπινες σχέσεις, μέσα στους όρους της οικονομίας του Θεού και ως αντίδοτο, τρόπον τινά, του βιολογικού θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα του πνευματικού θανάτου, εξ’ αιτίας της αμαρτίας. Είναι προφανές λοιπόν, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις ανδρός με άλλον άνδρα, ή γυναικός με άλλην γυναίκα, αποτελούν μία παρά φύσιν κατάσταση, ένα είδος σεξουαλικής διαστροφής, ξένο και άγνωστο όχι μόνο στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας του ανθρώπου, αλλά και στο σχέδιο της οικονομίας του, μετά δηλαδή την πτώση των πρωτοπλάστων, αφού με μια τέτοιου είδους σχέση είναι αδύνατη η αναπαραγωγή του ανθρωπίνου γένους. Τούτο μαρτυρεί πέραν των άλλων η ίδια η οντολογία της κατασκευής του ανθρώπου. Η κατασκευή δηλαδή υπό του Θεού των γεννητικών οργάνων ανδρός και γυναικός αποτελούν τρόπον τινά ένα οδοδείκτη, που μας δείχνει, ποιά είναι η κατά φύσιν σχέση και ποιά η παρά φύσιν.
Δείγμα της αποστροφής του Θεού προς αυτό το πάθος είναι η καταστροφή του αρχαίου κόσμου με τον κατακλυσμό του Νώε. Αν ο Θεός είχε δημιουργήσει ανθρώπινα όντα με ομόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό, δεν θα έπρεπε να καταστρέψει τον αρχαίο κόσμο, διότι τότε θα ερχόταν σε αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό Του. Βλέποντας ο Θεός τους ανθρώπους της εποχής του Νώε να αθετούν τους σεξουαλικούς νόμους, που ο ίδιος έθεσε και όλη τους η ζωή να διέρχεται ζυμωμένη με την σεξουαλική αυτή διαστροφή, σαν να μεταμελήθηκε, που δημιούργησε τον άνθρωπο και αποφάσισε να τον καταστρέψει παιδαγωγικά, ενώ συγχρόνως με την εξαίρεση του Νώε από την καταστροφή, έδειχνε την φιλανθρωπία Του και την προοπτική της μελλοντικής σωτηρίας του από τον Θεάνθρωπο Σωτήρα Χριστό.
Το ίδιο αυτό πάθος υπήρξε η αιτία της καταστροφής των δύο αρχαίων πόλεων, των Σοδόμων και των Γομόρρων. Όπως διηγείται η Γραφή στο βιβλίο της Γενέσεως, οι κάτοικοι των δύο αυτών πόλεων είχαν επιδοθεί τόσο πολύ στο πάθος αυτό και είχαν φθάσει σε τέτοιο βάθος κακών, ώστε ο ίδιος o Θεός θέλησε να κατέβει προσωπικά, για να δει, αν πράγματι γίνεται μια τέτοιου είδους αμαρτία, σαν να μην πίστευε καλά, αν ήταν δυνατόν να βρεθεί επάνω στη γη μία τέτοια κακία: «Καταβὰς ουν όψομαι, ει κατὰ τὴν κραυγὴν αυτών τὴν ερχομένην πρός με συντελούνται, ει δὲ μή ίνα γνω» (Γέν.18,13), λέγει χαρακτηριστικά το βιβλικό κείμενο. Αν ο Θεός είχε δημιουργήσει ανθρώπινα όντα με ομόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό, θα ήταν πότε δυνατόν να θέσει στον εαυτό του ένα τέτοιο ερώτημα; Όχι βέβαια, διότι το ερώτημα αυτό θα ήταν τελείως παράλογο. Αργότερα, στη Μωσαϊκή Νομοθεσία, το πάθος αυτό χαρακτηρίζεται από τον Θεό ως βδέλυγμα: «Ος εάν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι. Θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοι εισίν» (Λευϊτ.20,13).
Στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος στιγματίζει με τα μελανότερα χρώματα στις επιστολές του το πάθος της ομοφυλοφιλίας: «αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι» (Ρωμ.1,26-28). Δηλαδή: Οι γυναίκες άλλαξαν την φυσικήν σχέσιν και χρήσιν με την παρά φύσιν. Όπως και οι άνδρες άφησαν την φυσική σχέση και χρήση της γυναικός και κάηκαν από την ασυγκράτητη φλόγα της επιθυμίας μεταξύ τους, διαπράττοντες άρρενες με άρρενες απαράδεκτες και άτιμες πράξεις. Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή προσθέτει: «μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, [εννοεί τους ομοφυλόφιλους], ούτε πλεονέκται, ούτε κλέπται, ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,9-11).
Ο μεγάλος Πατήρ της Εκκλησίας Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σχετικά με το πάθος αυτό: «Πάντα μὲν ουν άτιμα τὰ πάθη, μάλιστα δὲ η κατὰ των αρρένων μανία». Όλα τα πάθη είναι άτιμα, πάνω απ᾽ όλα όμως άτιμο, ατιμότατο, είναι η ομοφυλοφιλία. Και συνεχίζει: Οποιοδήποτε αμάρτημα και αν αναφέρεις, δεν είναι ίσο με αυτήν την παρανομία, η οποία ανατρέπει όχι μόνο τους θετούς ανθρώπινους νόμους, αλλά και τους νόμους της φύσεως: «Και όπερ αν είποις αμάρτημα, ουδέν ίσον ερείς της παρανομίας ταύτης… Ου γαρ οι θετοί μόνον, αλλά και αυτοί οι της φύσεως ανατρέπονται νόμοι». Σε άλλο σημείο ονομάζει την ομοφυλοφιλία «κολοφώνα των κακών και κεφάλαιον της συμφοράς». Επίσης ένας άλλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφει ότι «Ουδὲν γὰρ αληθώς μυσαρώτερον ή ακαθαρτώτερον των ούτω πορνευομένων τε καὶ πορνευόντων». Ο Μέγας Βασίλειος στον Ζ΄ Κανόνα του συγκαταριθμεί τους ομοφυλοφίλους με τους κτηνοβάτες, τους φονείς, τους φαρμακούς, τους μοιχούς και τους ειδωλολάτρες.
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλές ακόμη βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες, ωστόσο δεν θα θέλαμε να κουράσουμε περισσότερο. Νομίζουμε ότι όσα παρά πάνω αναφέραμε είναι αρκετά, αφ’ ενός μεν για να δώσουμε κάποια απάντηση στο καυτό ερώτημα, που έθεσε ο π. Γκάλλαχαν και αφ’ ετέρου προς ενημέρωση των αναγνωστών μας. Ελπίζουμε ότι ο κατά τα άλλα συμπαθέστατος π. Γκάλλαχαν, θα βοηθηθεί πνευματικά με όσα γράψαμε και θα ξεπεράσει τους προβληματισμούς του. Βέβαια αυτό δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι ακόμη και μέσα στην Ορθοδοξία ακούγονται αρκετές θεολογικές φωνές, που συνηγορούν υπέρ των ομοφυλοφιλικών σχέσεων, πράγμα το οποίο προκαλεί σ’ αυτόν σύγχυση. Το γεγονός ότι στο άρθρο του παραθέτει πολλές μαρτυρίες Ελλήνων Πατέρων, όπως και το γεγονός ότι δεν αμφισβητεί, ούτε απορρίπτει τους αγίους Πατέρες, αυτό δείχνει ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο. Έκανε ένα μεγάλο βήμα: Να ασπασθεί την Ορθοδοξία. Τώρα απομένει να κάνει και το δεύτερο μεγάλο βήμα: Να ξεπεράσει τα ομοφυλοφιλικά κατάλοιπα του προτεσταντικού παρελθόντος, πράγμα το οποίο ευχόμαστε από καρδίας.
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου