ΟΡΑΤΟΣ
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΒΑΤΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Τοῦ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Π
|
έρυσι τὸν Ἰούλιο ἔγραψα ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο «Οἱ ἀμφισβητήσεις τίτλων καὶ ἁρμοδιοτήτων καὶ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων» (δημοσιεύθηκε τὴν 1.9.2000 στὸν «Ο.Τ.» διότι ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε κλείσει ἡ ἐφημερίδα λόγῳ τοῦ θέρους), τὸ ὁποῖο ἀναφερόταν στὶς διαφαινόμενες ἀπὸ τότε ἀμφισβητήσεις τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ὡς Πάσης Ἑλλάδος.
Στὸ ἄρθρο μου ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο
ἔγραψα μὲ πολὺ σεβασμὸ πρὸς τὸν Πατριάρχη μας, ἐτόνισα ὅτι δὲν βλέπω οὔτε ἐξετάζω
τὸ θέμα ἐν σχέσει μὲ τὰ πρόσωπα —τὸ πρόσωπο τοῦ σημερινοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἢ τοῦ
σημερινοῦ Πρωτοθρόνου Πατριάρχου— ἀλλὰ μόνο θεσμικά, μὲ βάσι τὴ λογικὴ καὶ τὴ
θεολογία.
Οἱ «κάποιες» περυσινὲς ἀμφισβητήσεις
γιγαντώθηκαν κατὰ τὸ φετινὸ χρόνο, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν διχασμὸ τῆς Ἱεραρχίας μας
καὶ τὴ δημιουργία δύο στρατοπέδων: τῶν φιλοπατριαρχικῶν καὶ τῶν
φιλοαρχιεπισκοπικῶν. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι, πὼς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν μερικοὶ Ἱεράρχες
μας, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀντιστρατευθοῦν τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ὁδηγοῦνται
μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἀπεμπόλησι τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος ἐπ’ ὠφελείᾳ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἄλλοτε μὲ τὶς
μομφές τους ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν (ὄχι γιὰ τὶς θεολογικὲς ἢ τὶς
ποιμαντικές του ἐπιλογὲς ἀλλὰ ἀμφισβητώντας τὶς ἁρμοδιότητές τοῦ ὡς Ἀρχιεπισκόπου
Πάσης Ἑλλάδος), ἄλλοτε μὲ τὶς μομφές τους ἐναντίον τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ
ἄλλοτε μὲ ἔμμεσες ἀπειλὲς γιὰ ἐπανυπαγωγὴ τῶν «Νέων Χωρῶν» (δηλαδὴ Ἑλληνικῶν
Μητροπόλεων) στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στὴν περίπτωσι ποὺ θὰ ἄλλαζε τὸ
ὑφιστάμενο σήμερα καθεστώς, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ Συνοδικὴ Πρᾶξι τοῦ 1928. Ἕνα
καθεστὼς ἐπικίνδυνο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὁ οἱοσδήποτε
Πατριάρχης, γιὰ νὰ διχάση ἢ νὰ ἐπηρεάζη τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Βεβαίως, ἐξ ἀπόψεως
ποιμαντικῆς, δηλαδὴ πνευματικῆς ὠφελείας τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας, δὲν θὰ μᾶς ἐνοχλοῦσε
καθόλου ὁποιαδήποτε ἀπεμπόλησι διοικητικῶν δικαιωμάτων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ὑπὲρ
τοῦ Πατριαρχείου, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ὑπάρχει γιὰ τὴν
πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι γιατὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι εἶναι αὐτοσκοπός.
Ὅταν, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀπεμπόλησι τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δὲν
γίνεται μὲ σκοπὸ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἑλλήνων πιστῶν σὲ μιὰ πιὸ πνευματικὴ Ἐκκλησιαστικὴ
διοίκησι ἀλλὰ μὲ στόχο τὴν ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τότε τὸ πρᾶγμα
γίνεται σοβαρὸ καὶ ἐπικίνδυνο καὶ ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς προδοσίας.
Δὲν συκοφαντοῦμε τὸ
Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως γράφοντας αὐτά, διότι στηριζόμαστε στὴν ὅλη εἰκόνα,
ποὺ Αὐτὸ μᾶς ἔχει δώσει ἀλλὰ καὶ στὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Πατριάρχου. Ὁ
Πατριάρχης, πρόσφατα, ἀναφερόμενος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπεφάνθη ὅτι Αὐτὴ
μαστίζεται ἀπὸ ἐπαρχιωτισμό! Καὶ διερωτώμεθα: Ἀγνοεῖ, ἄραγε, ὁ Παναγιώτατος ὅτι
ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (παρ’ ὅλα μας τὰ χάλια) ἔχει τὸν ἠθικότερο καὶ ἱεροπρεπέστερο
κλῆρο ἀπ’ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὴ μεγαλύτερη πνευματικότητα; Ποιὰ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τῆς Εὐρώπης ἔχει Αὐτὸς νὰ μᾶς ἐπιδείξη ὡς πρότυπο; Ποιὰ ἀποτελεῖ γι’ αὐτὸν
τὸ μοντέλο, ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε, ὥστε νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε «ἐπαρχιῶτες»; Ἐάν,
Παναγιώτατε, θεωρεῖτε ἐπαρχιωτισμὸ τὴν ἀσυμφωνία μας στὴν κατάργησι τῶν Ἱ.
Κανόνων καὶ στὴν υἱοθέτησι κοσμικῶν ἐκδηλώσεων καὶ συμπεριφορῶν, τότε, ναί, εἴμαστε
καὶ θέλουμε νὰ παραμείνουμε «ἐπαρχιῶτες»!
Πρέπει κάποτε νὰ εἰποῦμε τὰ
πράγματα μὲ τ’ ὄνομά τους. Δὲν εἶναι σεβασμὸς τὸ νὰ καταπιέζουμε τὴν ἀγανάκτησί
μας καὶ νὰ μὴν ἀρθρώνουμε λέξι, ἐκφράζοντες τὴν ἀντίθεσί μας πρὸς τοὺς πατέρες
μας, ὅταν αὐτοὶ αὐθαιρετοῦν. Ὅταν αὐτοὶ καταπιέζουν, ὄχι μόνο τὴ θεολογία, ποὺ
μᾶς δίδαξε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁπλῆ λογική μας.
Ἡ ἁπλῆ λογική μας
διαμαρτύρεται, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ διαβάζουμε τὴν πρόσφατη δήλωσι τοῦ
Πατριάρχου πὼς ἡ Συνοδικὴ Πρᾶξι τοῦ 1928 «εἶναι κείμενο ἱερὸ καὶ ἀμετάβλητο» καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη διαβάζουμε τὰ λόγια τοῦ ἴδιου Πατριάρχου —μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο Του «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων»— νὰ διακηρύσσουν: «Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη
διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἐτεροδόξων καὶ τὴν μετ’
αὐτῶν συμπροσευχὴν καθ’ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ
κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ ἐλπίδι»(!)
καὶ γι’ αὐτὸ εἰσηγεῖται ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητον καὶ ἐπιβεβλημένον νὰ ἐγκριθῇ καὶ
ἐπικυρωθῇ ὑπὸ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Κῶδιξ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (σημ.: δηλαδὴ
μιὰ κωδικοποίησι=παραποίησι τῶν Ἱ. Κανόνων), ἐφ’ ὅσον οὗτος διὰ νὰ ἀνταποκριθῆ
εἰς τὸν προορισμὸν αὐτοῦ —ὅστις εἶναι νὰ ὑπρετήσῃ κυρίως πρακτικοὺς σκοποὺς— θὰ
τροποποιήσῃ καὶ θὰ καταργήσῃ ἀναποφεύκτως κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων»(!).
Διαμαρτύρεται ἡ λογική μας
γιατὶ ταξινομώντας ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ ἁπλοϊκὸ μυαλό μας διαπιστώνουμε ὅτι κατὰ τὸν
Πατριάρχη μας εἶναι ὄχι ἁπλῶς φυσικὸ ἀλλὰ καὶ «ἐπιβεβλημένον» νὰ τροποποιήση ἡ Ἐκκλησία ἢ καὶ νὰ καταργήση
Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο νὰ ἀκυρωθῇ μιὰ ἁπλῆ
Πατριαρχικὴ Πρᾶξι, ἡ ὁποία οὔτε οἰκουμενικὸ κῦρος ἔχει, οὔτε πρακτικὴ ἀξία ἔχει
σήμερα, μᾶλλον δὲ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱεραρχίας μας ἀλλὰ
καὶ ὅπλο στὰ χέρια τῶν Τούρκων εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος. Ἂν εἶναι αὐτὴ λογική,
τότε τί χρειάζεται νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἱστορία καὶ τὴ θεολογία;
Καὶ ὅμως! Χρειάζεται ἡ ἱστορικὴ
μνήμη καὶ ἡ λογικὴ κρίσι, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ υἱοθετήσουμε ὅλοι τὶς νεορθόδοξες
ρομαντικὲς ἀπόψεις περὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἔχουν γίνει
«λαυράκια» στὰ χέρια τῶν πολιτικῶν, ποὺ θέλουν νὰ ὑπαγάγουν τοὺς πιστοὺς σὲ ἐλεγχόμενα
ἀπὸ αὐτοὺς διοικητικὰ Ἐκκλησιαστικὰ Κέντρα.
Χρειάζεται, λοιπόν, νὰ
θυμηθοῦμε τὰ τῆς ἱδρύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Κορίνθου, τῆς
Θεσσαλονίκης, τῶν Πατρῶν, τῶν Φιλίππων καὶ ἄλλων Ἑλληνικῶν πόλεων ἤδη ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς
χρόνους, ὅπως, ἐπίσης, τὰ τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, αἰῶνες
μετά, καὶ τότε νὰ συζητήσουμε γιὰ τὸ ἐὰν καὶ κατὰ πόσον ἔπρεπε νὰ εἶναι σήμερα
Αὐτοκέφαλη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Νά θυμηθοῦμε ὅτι καὶ μετά τὴν
ἵδρυσι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἦταν Αὐτοκέφαλες,
διότι ἴσχυε τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἰσχύει σήμερα καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε μόνο τὴν Προεδρία στὶς Συνόδους.
Βεβαίως, κατὰ τοὺς χρόνους
τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς μετέπειτα Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἡ Ἑλλαδα ὑπέστη
τόσες ἐκκλησιαστικὲς μεταβολές, ὅσες περίπου καὶ πολιτικές. Τὶς μεταβολές, ὅμως,
αὐτὲς τῆς παρακμῆς εἶναι φρόνιμο νὰ τὶς θεωροῦμε ἱστορικὲς παραδόσεις, ποὺ
πρέπει νὰ τὶς συντηροῦμε μὲ εὐλάβεια, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους, ποὺ αὐτὲς
συνεπάγονται;
Ὡς πρὸς τὸ δικαίωμα «τῆς Ἐκκλήτου»
τῶν Ἑλλαδιτῶν κληρικῶν πρὸς τὸν Πατριάρχη, ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιχείρημα ὑπὲρ
τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ Αὐτόν, ἰσχύουν ὡς ἀπάντησι αὐτὰ ποὺ
διατυπώθηκαν πρὸς τὸν Πάπα Κελεστῖνον, ὅταν αὐτὸς τὸ ἐπεκαλέσθη στὴν περίπτωσι
τοῦ Ἀφρικανοῦ πρεσβυτέρου Ἐπτιαρίου ὑπὲρ τῆς ἐξουσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης
(τότε αὐτὴ ἦταν Πρωτόθρονη) καὶ τὰ ὁποῖα μπορεῖ κανεὶς νὰ διαβάση στὴ ἐπιστολὴ
τοῦ πρωτεύοντος τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπισκόπου Αὐρηλίου: «...ἅτινα δήποτε
πράγματα ἀναφυῶσι, ταῦτα ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφείλειν περατοῦσθαι τόποις, οὔτε γὰρ
μιᾷ καὶ ἑκάστῃ παροικίᾳ ἐλογίσαντο ἐλλείπειν τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δι’
ἧς ἡ δικαιοσύνη ἀπὸ τῶν τοῦ Χριστοῦ ἱερέων καὶ ὁρᾶται καὶ κατέχεται σταθερῶς·
μάλιστα ὅτι ἑνὶ ἑκάστῳ συγκεχώρηται, ἐὰν περὶ τῆς δίκης τῶν διαγνωστῶν
προΐσταται αὐτῷ, πρὸς τὰς συνόδους τῆς ἰδίας ἐπαρχίας, ἢ ἔτι μὴν εἰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐκκαλέσασθαι. Εἰ μή, ἄρά τὶς ἐστιν,
ὅστις πιστεύει, ἐνὶ ᾧτινι
δήποτε δύνασθαι τὸν Θεὸν ἡμῶν ἐμπνεῦσαι τὴν δικαιοσύνην, τοῖς δὲ ἀναριμθήτοις εἰς
σύνοδον συνηθροισμένοις ἀρνεῖσθαι;».
Ἡ «Ἔκκλητος», λοιπόν, εἶναι
ἁρμοδιότης ἢ τῆς Ἱεραρχίας κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ
ὄχι ἑνὸς Πατριάρχου ἢ μιᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου.
Αὐτὰ ἐπίστευε καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὰ διετράνωσε στὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐπιστολή Του πρὸς τὸν Πάπα Λέοντα ΙΓ΄, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1895: «Ἑκάστη κατὰ μέρος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἐν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων»· ὅπως δὲ οἱ Ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς –νατολῆς, οὕτω καὶ οἱ τῆς –φρικῆς, τῆς Ἰσπανίας, τῶν Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τὰ τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἕκαστος διὰ τῶν ἰδίων Τοπικῶν Συνόδων, οὐδὲν ἀναμείξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις. Ἐν σπουδαίοις δὲ ζητήμασι δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας
ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καὶ ἔστι τὸ ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησία κριτήριον».
Στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀποκλειστικὰ
ἀνήκει, ἐπίσης καὶ τὸ δικαίωμα τῆς χορηγήσεως τοῦ Αὐτοκεφάλου (σὲ Ἐκκλησίες,
βεβαίως, ποὺ ἀπὸ συστάσεώς τους δὲν ἦσαν Αὐτοκέφαλες) καὶ ὄχι σὲ ἕνα Πατριαρχεῖο,
τὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ὁποῖο χορηγεῖ τὸ «Αὐτοκέφαλον» κατ’ ἀνοχὴν τῶν ἄλλων
Ἐκκλησιῶν ὡς... τοποτηρητὴς τῆς Οἰκουμενικης Συνόδου!
* * * * *
Χρειάζεται, ἀκόμη, νὰ θυμηθοῦμε
ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ἐπιτάσσουν γιὰ τὴ διατήρησι καὶ τὴν αὔξησι τῆς συνοχῆς ἑνὸς κράτους
τὸ «συμμεταβάλλεσθαι τοῖς
πολιτικοῖς τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα». Μὲ βάσι τοὺς Ἱεροὺς αὐτοὺς Κανόνες ἔπαυσε ἡ Ρώμη νὰ
εἶναι πρωτόθρονη καὶ ἔγινε ἡ Κωνσταντινούπολι, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτὴν εἶχε μεταφερθεῖ
ἡ πολιτειακὴ ἐξουσία. Μὲ βάσι τοὺς Ἱερούς αὐτοὺς Κανόνες καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
ὄχι ἁπλῶς δικαιοῦται ἀλλὰ ὑποχρεοῦται
νὰ ἔχη αὐτοτέλεια καὶ αὐτοδιοίκησι
ἐν πᾶσι, χωρίς νὰ ἰσχύη τὸ «Ἐπιτροπικῶς» ἐπὶ τῶν «Νέων» λεγομένων «Χωρῶν» ἢ ἡ ἡμιαυτονομία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἢ ἡ τελεία ἀποξένωσι τῶν Μητροπόλεων τῆς Δωδεκανήσου, ἐφ’
ὅσον δὲν πρόκειται γιὰ ἄλλες χῶρες ἀλλὰ γιὰ περιοχὲς τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἑλλάδος.
Μὲ βάσι τοὺς Ἱερούς Κανόνες
ἀλλὰ καὶ τὴ λογική μας δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ λογικὴ κάποιων Ἱεραρχῶν τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ποὺ δείχνουν λατρεία γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ σχεδὸν ἀπέχθεια
πρὸς τὴν Ἑλλαδική Ἐκκλησία. Ἄραγε δὲν αἰσθάνονται Ἕλληνες; Ντρέπονται νὰ εἶναι ἑνωμένοι
ἐκκλησιαστικὰ μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα; Ὀνειρεύονται, μήπως, τὴν ἀπόσχισί τους ἀπὸ
τὴν Ἑλλάδα; Δὲν ἀναλογίζονται ὅτι ὑποσκάπτουν τὴν ἑνότητα τοῦ λαοῦ μας ὑπηρετοῦντες
ἕνα Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο διὰ τῆς γραφίδος καὶ τοῦ στόματος τοῦ Πατριάρχου Του ἔχει
ἤδη προδιαγράψει τὴν ἀνασκευὴ καὶ τὴν κατάργησι ὅσων Ἱ. Κανόνων δὲν ὑπηρετοῦν τὸ
συσχηματισμὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου;
Δὲν ὑποστηρίζω τὶς θέσεις αὐτὲς
ἀπὸ σωβινισμό. Κάθε ἄλλο. Θὰ μποροῦσα νὰ συμφωνήσω, μάλιστα, καὶ μὲ τὴν
κατάργησι τῶν πατρίδων ἐὰν ὅλοι οἱ λαοὶ πιστεύαμε καὶ λατρεύαμε τὸν Θεὸ «ἐν ἑνὶ
στόματι καὶ μιᾷ καρδία». Τὶς ὑποστηρίζω, γιατὶ αὐτὸ ὑπαγορεύει ἡ ποιμαντική μου
συνείδησι, ἡ ὁποία δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ θυσιάσω τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν ἀνθρώπων,
τὴν ὁποία, ἀναμφσβήτητα, αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὑπηρετεῖ καλύτερα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡ
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ τοὺς συνδέσω μὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι, ποὺ συνεχῶς
ἀποχρωματίζει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος τους. Ἂν τὸ ἔκανα αὐτό, θὰ ἦταν, ἴσως, ρομαντικὸ
ἀλλὰ ποιμαντικῶς ἐπιζήμιο. Ἡ Ἅγία Γραφὴ μᾶς εἰδοποιεῖ ὅτι δὲν ἔχουμε καιρὸ γιὰ
χάσιμο καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς ἐρωτᾶ: «Ἄρα ἐλθὼν ὁ Κύριος εὕρῃ τὴν πίστιν;» καὶ μεῖς ἔχουμε
μείνει στὴ διατήρησι κάποιων ἱστορικῶν σχημάτων, τὰ ὁποῖα, ἔτσι ὅπως λειτουργοῦν
σήμερα, μόνο μὲ τίτλους καὶ ὄχι μὲ οὐσία, καταστρέφουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, «ὑπὲρ
οὗ ὁ Χριστὸς (καὶ ὄχι ἐμεῖς) ἀπέθανε».
Ἔγραψα καὶ ἄλλοτε ὅτι κακῶς
ἔγινε Αὐτοκέφαλη ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τότε ποὺ ἔγινε, διότι στὸ ἐσωτερικό
της κυβερνοῦσαν οἱ Βαυαροὶ Προτεστάντες καὶ τὸ πνευματικὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ
βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολι. Τώρα, ὅμως, συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Εἶναι,
λοιπόν, τόσο δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τὰ ἱστορικὰ σχήματα ὑπάρχουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν
τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ὑποδουλώνεται στὰ ἱστορικὰ σχήματα; Ἐκτὸς
ἂν ὑπάρχουν κάποιοι, ποὺ διακρίνουν περισσότερη πνευματικότητα στὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ πρέπει νὰ
μᾶς πείσουν. Μὲ θεολογικὰ καὶ λογικὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα καὶ ὄχι μόνο μὲ ἱστορικὲς
άναφορές.
* * * * *
Θά μποροῦσα νὰ γράψω ὁλόκληρο
βιβλίο μὲ τὸ θέμα, ποὺ καταπιάστηκα. Προτίμησα, ὅμως, τὴ μορφὴ τοῦ pot-pourri ἄρθρου,
μὲ ὅλα τὰ μειονεκτήματα, ποὺ αὐτὸ συνεπάγεται, γιὰ νὰ φανοῦν μὲ συντομία, ὅσο τὸ
δυνατόν, περισσότερες παράμετροι τοῦ προβλήματος, ποὺ λέγεται κίνδυνος
Βατικανοποιήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ πρόσχημα τὴν τήρησι ἱστορικῶν
παραδόσεων ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν ἔχουν ἐρείσματα οὔτε στὸ
γράμμα ἀλλ’ οὔτε στὸ πνεῦμα τοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ποτὲ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἦταν
«ἑνὸς ἀνδρὸς ἀρχή», ὅπως ἔγινε σήμερα στὴ μισὴ ὑφήλιο. Ποτὲ στὰ ἐκκλησιαστικὰ
χρονικὰ μιὰ δωδεκὰς Ἱεραρχῶν, χωρίς ποίμνιο, διόριζαν Ἀρχιεπισκόπους καὶ
Μητροπολῖτες ὁλοκλήρων Ἠπείρων καθορίζοντες τὴν πνευματικὴ πορεία ἑκατομμυρίων
ψυχῶν.
Στίς ἀρχὲς τοῦ προηγουμένου
αἰῶνα, τὸ 1909, τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μὲ ταπείνωσι καὶ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον
εἶχε συνειδητοποιήσει τὴν ἀνεπάρκειά του νὰ ἐποπτεύη τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς
Διασπορᾶς (Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς) καὶ μὲ Συνοδικὸ Τόμο ἐκχώρησε στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος «τὸ κυριαρχικὸ τῆς πνευματικῆς προστασίας καὶ ἐποπτείας δικαίωμα» σὲ Εὐρώπη
καὶ Ἀμερική. Δυστυχῶς, μετὰ ἀπὸ λίγο ἡ Ἑλλαδικὴ Ἱεραρχία
ὑπέκυψε στὶς πιέσεις τοῦ
τότε Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καὶ μὲ Συνοδικὴ Πρᾶξι ἐκχώρησε τὸ δικαίωμα αὐτὸ καὶ
πάλι στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, πρὸς ἐνίσχυσί Του, ἐπειδὴ ἐπίστευσε τοὺς
πολιτικοὺς καὶ δὲν διέκρινε τὴ δολιότητα, ποὺ ἐκρύπτετο πίσω ἀπὸ τὶς πιέσεις. Ἡ
Ὀρθοδοξία τῆς Διασπορᾶς ἐγκατελείπετο σὲ μιὰ οὐσιαστικὰ ἀνενεργὸ Σύνοδο, δεσμία
τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἑλλήνων πολιτικῶν. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἐκχωρήσεως,
μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, εἶναι πλέον ὁρατά...
Σήμερα, τὸ Πατριαρχεῖο
Κωνσταντινουπόλεως εἶναι, φαίνεται, τόσο πολὺ εὐχαριστημένο ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιστατεῖ
καὶ κυβερνᾶ τόσες Ἐκκλησίες, ὥστε θεωρεῖ ἀδιανόητο καί... ἀνόσιο νὰ καταργήση τὴ
Συνοδικὴ Πρᾶξι τοῦ 1928, ποὺ διχάζει τὸ λαὸ καὶ τὴν Ἱεραρχία μας! Τά σχόλια,
νομίζω, περιττεύουν.
Εἶναι θλιβερὸ γιὰ ὅλους μας νὰ συγκρίνουμε τὴν παλαιότερη μὲ τὴ σημερινὴ συνείδησι τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τὶς παλαιότερες μὲ τὶς νεώτερες πεποιθήσεις καὶ πρακτικές Του, ἀλλ’ ὅμως, εἶναι σωτήριο τὸ νὰ διασώζουμε τὴν ἱστορική μας μνήμη. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ μὴ λησμονοῦμε τὴ διακήρυξι τοῦ Πατριάρχου Ἀνθίμου
καὶ τῆς περὶ Αὐτὸν Πατριαρχικῆς Συνόδου: «... Τοιοῦτον ὑπῆρχε τὸ ἀρχαῖον τῆς Ἐκκλησίας
πολίτευμα· οἱ δὲ Ἐπίσκοποι ἦσαν ἀνεξάρτητοι ἀπ’ ἀλλήλων καὶ ἐλεύθεροι ὅλως ἐν
τοῖς ἰδίοις ἕκαστος ὁρίοις, μόνον ταῖς συνοδικαῖς διατάξεσιν ὑπείκοντες καὶ
παρεκάθηντο ἴσοι πρὸς ἀλλήλους ἐν τοῖς συνόδοις· οὐδεὶς δὲ αὐτῶν διεξεδίκει ποτὲ
μοναρχικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας· εἰ δὲ ποτε φιλοδοξοῦντες τινες Ἐπίσκοποι
τῆς Ρώμης ἤγειρον ὑπερφιάλους, ἀξιώσεις ἀγνώστου ἐν τῇ Ἐκκλησία ἀπολυταρχίας,
οἱ τοιοῦτοι προσηκόντως ἠλέγχθησαν καὶ ἐπετιμήθησαν» (Αὔγουστος 1895).
* * * * *
Θά κλείσω τὸ ἄρθρο αὐτό, μὲ τὶς πολλὲς σκόρπιες σκέψεις, ἐξετάζοντας μιὰ τελευταία παράμετρο τοῦ θέματος, τὴ στάσι μερικῶν Ἑλλαδιτῶν ἱεραρχῶν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἑλλάδος καὶ ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου. Πρόκειται, κατὰ τὴν ἐκτίμησί μου, γιὰ καθαρὰ «ἀντιπολιτευτικὴ»
τακτική, ἡ ὁποία δὲν ὀφείλεται στὴν ξαφνικὴ ἀγάπη τους πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο ἀλλὰ
σὲ ἕνα φόβο καὶ μιὰ ἀπροσδιόριστη
ἀνασφάλεια, ποὺ τοὺς δημιουργεῖται ἀπὸ
τὶς δραστηριότητες (σωστὲς ἢ λάθος, ἄλλο θέμα) τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὸ
τὸ στηρίζω στὸ γεγονὸς ὅτι ἐπὶ Ἀρχιεπισκοπείας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπόλυτο τρόπο ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήση τὰ Πατριαρχικὰ αἰτήματα,
οὐδέποτε ἐξέφρασαν ἔστω καὶ ἕνα λόγο συμπαραστάσεως ἢ συμφωνίας μὲ τὸν
Πατριάρχη. Ἀλλ’ οὔτε ὁ Πατριάρχης εἶπε ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφεὶμ ἕνα λόγο αἰχμηρό,
ὁ ὁποῖος νὰ δημιουργήση ἔντασι, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ ὅσα πράττει καὶ λέγει ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου
Χριστοδούλου, ὁ Ὁποῖος καὶ τοῦ ἱκανοποίησε ὅλα Του τὰ αἰτήματα! Ἄρα ὁ λόγος εἶναι
ἡ δραστηριοποίησι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἀνασφάλεια καὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἐλλειμματικὸς ἐξοπλισμὸς μερικῶν ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι, ἂν ἐγνώριζαν
τὴ δύναμι τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, δὲν θὰ ἄφηναν νὰ τοὺς «ζέψουν».
Ἡ λύσι γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι
μιᾶς πληθωρικῆς προσωπικότητος, ὅταν αὐτὴ λόγῳ ἐλλείψεως ἄλλης παρουσίας ἔχει τὸν
κίνδυνο (κακῶς, βεβαίως) νὰ ξεπεράση κάποια ὅρια, δὲν εἶναι ἡ καταφυγή μας σὲ ἕνα
ἄλλο Ἐκκλησιαστικὸ Κέντρο, τὸ ὁποῖο στὴν πρᾶξι ἀλλὰ καὶ στὴν θεωρία εἶναι ὑπὲρ
τῆς «ἑνὸς ἀνδρὸς ἀρχῆς», ἀλλὰ ἡ καταφυγή μας στοὺς ἱεροὺς Κανόνες, βάσει τῶν ὁποίων
πρέπει νὰ τροποποιηθῆ καὶ ὁ Καταστατικὸς χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς πρὸς
τὶς δικαιοδοσίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Μητροπολιτῶν.
Ὁ Καταστατικὸς χάρτης, ποὺ ἰσχύει σήμερα, οὐσιαστικὰ ἀχρηστεύει τὴν
Ἱεραρχία μὲ μία καὶ μόνη διάταξί του. Γράφει ὅτι ἡ Ἱεραρχία συγκαλεῖται, ὅταν ἐγγράφως
τὸ ζητήσουν τὰ 2/3 τῶν Ἱεραρχῶν καὶ ἐδῶ σταματᾶ. Δὲν προβλέπει (σκοπίμως;) τὶς
κυρώσεις, ποὺ θὰ ἔχη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σὲ περίπτωσι, ποὺ δὲν συγκαλέση τὴν Ἱεραρχία.
Δὲν προβλέπει τὴ σύγκλησι τῆς Ἱεραρχίας ἀπὸ τὸν ἔχοντα τὰ πρεσβεῖα τῆς Ἀρχιερωσύνης
ἐκ τῶν αἰτούντων τὴ σύγκλησι μὲ πρῶτο θέμα τὴν εἰσαγωγὴ σὲ δίκη τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ἐκπτώσεως. Μὲ τὸν ἰσχύοντα Καταστατικὸ χάρτη, ἐὰν ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος
κωφεύση στὶς αἰτήσεις τῆς πλειονοψηφίας τῶν Ἱεραρχῶν, οὐδεμία κύρωσι ἔχει, ἡ δὲ
Ἱεραρχία ἀχρηστεύεται. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς ἐπὶ Ἀρχιεπισκοπείας Σεραφείμ ἀλλὰ
οὐδεὶς Ἱεράρχης, τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς πολεμίους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τὸν
κατηγόρησε γιὰ ἀπολυταρχικὴ συμπεριφορά.
Τὸ θέμα, λοιπόν, δὲν εἶναι
ζήτημα προσώπων. Τὰ πρόσωπα ἔρχονται καὶ παρέρχονται. Εἶναι θέμα θεσμῶν, οἱ ὁποῖοι
πρέπει νὰ συμβαδίζουν μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὥστε νὰ συγκροτοῦν κατὰ Θεὸν τὴν Ἐκκλησία.
Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Πρωτοπρεσβύτερος
(Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸν
«Ὀρθόδοξο Τύπο» στὶς 27/7/2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου