Θωμά Ιω 20,19-31
Η «απιστία» του Θωμά
του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη
Η ανάσταση του Χριστού δεν είναι ένα γεγονός που το πίστεψαν αφελείς και ευκολόπιστοι μαθηταί του και το διέδωσαν, και στη συνέχεια το πιστέψαμε όλοι εμείς οι αφελείς.
Είναι ένα γεγονός που το πίστεψαν δύσπιστοι μεν, αλλά φερέγγυοι και αξιόπιστοι άνθρωποι.
Τέτοιοι ήταν οι μαθηταί οι μαθήτριες και ο Θωμάς.
Ας δούμε πως έχει το πράγμα.
Μαθηταί μαθήτριες και Θωμάς ήταν όλοι εξ ίσου «άπιστοι» ή καλύτερα δύσπιστοι.
Ο Χριστός πριν να πεθάνει πάνω στο σταυρό, τους το είχε πει καθαρά και ξάστερα και πολλές φορές, ότι πρόκειται να τον σταυρώσουν και την τρίτη ημέρα ν’ αναστηθεί.
Άρα ήταν ενήμεροι για την ανάστασή του, αλλά η φρίκη της σταυρώσεως προφανώς τους έκανε να την ξεχάσουν.
Ο αναστημένος Κύριος τους είχε ορίσει και συνάντηση στη Γαλιλαία, αλλ’ αυτοί δεν πήγαν, γιατί δεν είχαν πιστέψει ότι αναστήθηκε.
Μέσω του αγγέλου και των Μυροφόρων τους είχε υπενθυμίσει τη συνάντηση, αλλά ματαίως.
Οπότε «αναγκάστηκε», ας πούμε έτσι, ο Κύριος να τους συναντήσει στα Ιεροσόλυμα.
Δύσπιστοι οι μαθηταί·
Δύσπιστες όμως και οι μαθήτριες.
Διότι πήγαν πρωί πρωί με μύρα στον τάφο, για να κάνουν τα νεκρικά έθιμα.
Ούτε καν υποψιάστηκαν ότι θ’ αναστηθεί.
Όταν οι μαθήτριες πήγαν στον τάφο και ο άγγελος τις είπε ότι ο Χριστός αναστήθηκε, και γυρίζοντας, είδαν αυτοπροσώπως τον Κύριο, οι μαθηταί δεν πίστεψαν στις γυναίκες· και χαρακτήρισαν την είδηση ως γυναικεία φλυαρία.
Οι δύο προς Εμμαούς αποφάσισαν απογοητευμένοι να εγκαταλείψουν τη μαθητεία τους στο Χριστό και να γυρίσουν στα χωριά τους, «να το διαλύσουν» που λέμε.
Στο δρόμο έλεγαν στον «άγνωστο» συνοδοιπόρο ότι ήλπιζαν πολλά από τον Ιησού, αλλά διαψεύστηκαν.
Του έλεγαν ακόμη ότι ο Ιησούς είναι τώρα στον τάφο και ότι οι γυναίκες, που λένε ότι τον είδαν, σάλεψαν.
Την ίδια δυσπιστία έδειξε και ο Θωμάς, που του συνέβη να λείπει και να μη δει τον αναστημένο Χριστό, όταν εμφανίστηκε στους δέκα.
Συμπερασματικά, από τους μαθητάς του Χριστού ούτε γυναίκα ούτε άντρας είχε πιστέψει στην ανάσταση του Χριστού προτού να τον δουν αναστημένο αυτοπροσώπως, έστω και αν τη διαβεβαίωναν όλοι οι άλλοι, που τον είδαν.
Αλλά να πούμε και το άλλο, ότι μετά την αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον αναστημένο, κανένας απ’ αυτούς δεν αμφέβαλλε ποτέ πια για την ανάσταση.
Και όλη αυτή η απιστία έδωσε αιώνιο κύρος στη μαρτυρία ότι η ανάσταση είναι αληθινή, και ότι αυτοί που την μαρτυρούν και την κηρύττουν είναι αξιόπιστοι αυτόπτες και αυτήκοοι.
Αυτό ήθελε ο Χριστός·
Να τον κηρύττουν όχι κάποιοι που άκουσαν από άλλους κάτι κάποτε, αλλά κάποιοι που τον είδαν με τα μάτια τους αναστημένο και τον άκουσαν με τα αυτιά τους.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι η δυσπιστία αυτή δεν έχει σχέση με την αμαρτία.
Ούτε με τη συνηθισμένη απιστία των ανθρώπων στα θεία πράγματα. Επίσης η πίστη του Θωμά μετά την αυτοψία δεν έχει καμμιά σχέση με τη μετάνοια του αμαρτωλού, διότι η απιστία του Θωμά δεν ήταν αμαρτωλή απιστία, ούτε βέβαια και των άλλων μαθητών και μαθητριών.
Ο αναστημένος Χριστός την άλλη βδομάδα, όταν ξαναεμφανίστηκε, είπε στο Θωμά·
«Πίστεψες επειδή με είδες· μακάριοι είναι όμως αυτοί που θα πιστέψουν χωρίς να με δουν».
Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν μειώνουν την πίστη των ένδεκα μαθητών και των άλλων αυτοπτών.
Οι αυτόπτες στην περίπτωση αυτή ούτε για την πίστη τους στην ανάσταση είναι αξιέπαινοι ούτε για την απιστία τους είναι αξιοκατάκριτοι.
Για τον αναστημένο Κύριο προέχει η κεντρική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, η ανάσταση, να θεμελιωθεί σε στέρεη βάση.
Παράξενο, αλλ’ αληθινό.
Ο Χριστός θεμελιώνει την αλήθεια της αναστάσεώς του πρώτα ιστορικώς και έπειτα πνευματικώς.
Αδιαφορεί αν οι μαθηταί εμφανιστούν στην αρχή στενοκέφαλοι και άπιστοι, και ύστερα πιστοί.
Θα ήταν πολύ ωραίο για τους μαθητάς να είχαν πιστέψει στο γεγονός της αναστάσεως από την αρχή, κατ’ ευθείαν από τις προρρήσεις του Χριστού, να μη λυπηθούν καθόλου για το θάνατό του.
Να μη φοβηθούν.
Να τρέξουν στη Γαλιλαία και να τον περιμένουν να έρθει αναστημένος και θριαμβευτής.
Τότε οι μαθηταί θα αποδείκνυαν μια πίστη μνημειώδη σαν εκείνην του γενάρχου Αβραάμ.
Αυτό κατ’ ουσία δεν θα μείωνε την αξιοπιστία της αναστάσεως.
Όμως ο Κύριος προέβλεψε την απιστία των ανθρώπων στο μέλλον και χρειαζόταν ιστορικά θεμέλια.
Και αποδείχτηκε χρησιμότατη όλη εκείνη η αθλιότητα των μαθητών, που τόσο τους μειώνει στη συνείδηση των επιπόλαιων, που δεν μπορούν να προσεγγίσουν το βαθύτερο νόημα της συμπεριφοράς των.
Όσο σίγουρος είναι ο Χριστιανός για την ανάσταση δεν είναι κανένας ιστορικός για τα ιστορούμενα, κανένας αστρονόμος για την κίνηση των άστρων, κανένας φυσικός για τις δυνάμεις της φύσεως, κανένας γιατρός για την υγεία του σώματος.
Τα ντοκουμέντα των επιστημόνων είναι λίγα και κατά καιρούς διαφοροποιούμενα.
Αλλά τα ντοκουμέντα για την ανάσταση είναι και πολλά και ισχυρά και σταθερά και ακαταγώνιστα.
Πολλά "ευχαριστώ" στον π.Αθανάσιο, για τα άρθρα του που σχεδόν πάντα κάτι καινούργιο έχουν να μας μάθουν... π.χ. ότι οι πορευόμενοι προς Εμμαούς πήγαιναν να "το διαλύσουν" και τα περί αξιοπιστίας των μαρτυριών μετά τις αμφιβολίες. Δεν είμαστε "πίστευε και μη ερεύνα".
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτα:
"Αλλά να πούμε και το άλλο, ότι μετά την αυτοπρόσωπη συνάντηση με τον αναστημένο, κανένας απ’ αυτούς δεν αμφέβαλλε ποτέ πια για την ανάσταση.
Και όλη αυτή η απιστία έδωσε αιώνιο κύρος στη μαρτυρία ότι η ανάσταση είναι αληθινή, και ότι αυτοί που την μαρτυρούν και την κηρύττουν είναι αξιόπιστοι αυτόπτες και αυτήκοοι.
Αυτό ήθελε ο Χριστός·
Να τον κηρύττουν όχι κάποιοι που άκουσαν από άλλους κάτι κάποτε, αλλά κάποιοι που τον είδαν με τα μάτια τους αναστημένο και τον άκουσαν με τα αυτιά τους".
αν επιτρέπει ο π. Αθανάσιος, ας προστεθή, ότι τελική επικύρωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων για την ανάσταση, παρέχει το μαρτυρικό τέλος τους διότι δεν αρνήθηκαν τον Αναστάντα Χριστό και την αλήθεια ότι αναστήθηκε.
Αλλά και εμείς, εκτός από την Πίστη έχουμε στη ζωή μας εμπειρίες και σημεία, που βεβαιώνουν ότι ζη ο Χριστός. Κάποτε, κάποιοι, τα ξεχνάμε ή δειλιάζουμε να το φωνάξουμε δυνατά στους άλλους, είτε γιατί οι προσωπικές μας αμαρτίες και η ζωή μας, τα έργα που οι άλλοι βλέπουν, είναι ανακόλουθες με την πίστη μας, είτε, σε όσους ευλογημένους δεν συμβαίνει αυτό, διότι δειλιάζουν να μιλήσουν στον κόσμο για την Εκκλησία, γιατί θα πρέπει έπειτα, να τον οδηγήσουν στην Εκκλησία. Πού όμως; Όταν οι ίδιοι είναι απογοητευμένοι;