Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

9 σχόλια:

  1. papas kai asxoleitai me idrysh kommatos trella

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αν καταλάβαμε καλά, "οι θέλοντες άρχειν επί των εθνών", πρέπει να είναι άνθρωποι της Εκκλησίας; Μα, εξ ορισμού, αυτοί είναι δούλοι του Αντιχρίστου, πως μπορεί να είναι δούλοι ΚΑΙ του Χριστού; Σε ποιό αγιογραφικό ή αγιοπατερικό κείμενο αναγράφονται αυτά; Και εξηγούμεθα:

    Α/

    Από την εμφάνιση της Εκκλησίας παρουσιάσθηκε το πρόβλημα της σχέσης της με την Πολιτεία. Αλλά και οι χριστιανοί πολίτες έπρεπε να πάρουν μια θέση στις σχέσεις τους, όχι μόνο με τους άλλους πολίτες, αλλά και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Η Αποστολική περίοδος ξεκινάει με την ίδρυση της Εκκλησίας επί της γης κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες τελειώνει δε με το τέλος του 3ου αιώνα, όπου κατά το διάστημα αυτό η Εκκλησία ήτανε τελείως χωρισμένη από την Πολιτική εξουσία.
    Στον ίδιο το Χριστό έθεσαν το πρόβλημα οι Σαδδουκαίοι. Πως το αντιμετώπισε; Δεν το αγνόησε, αλλά έφτασε στη ρίζα του και το έλυσε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22. 21). Ο Ωριγένης το ερμηνεύει αλληγορικά. Πρώτα θα παραδώσουμε το κακό στον Καίσαρα κι έπειτα το καλό στο Θεό.
    Άλλη μια φορά ασχολήθηκε με το θέμα του φόρου. Στην απαίτηση του φορατζή να πληρώσει φόρο, αντέτεινε ότι δεν υποχρεούται, αλλά τελικά τον πλήρωσε για να μη σκανδαλίσει (Ματθ. 17. 24-27).
    Σε μια άλλη περίπτωση αποσαφήνισε τη θέση της πολιτικής εξουσίας έναντι της θεϊκής. Στον Πιλάτο απαντάει: «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιω. 19. 11). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία προέρχεται από το Θεό.
    Σχετική είναι και αναφορά περί της «βασιλείας των ουρανών». Στέλνει τους Αποστόλους με την εντολή: «πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 10. 7). Αλλού συνιστά: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 33). Αλλά και στην Κυριακή προσευχή το πρώτο μας αίτημα είναι: «ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6. 9-13). Όταν δε ρωτήθηκε για τη βασιλεία του Θεού απάντησε: «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17. 21). Κι ο ληστής στο σταυρό παρακάλεσε: «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23. 42).
    Ως προς την επίγεια βασιλεία, ο Χριστός αρνήθηκε δυο φορές να γίνει επίγειος βασιλιάς. Την πρώτη φορά, όταν ο διάβολος, θεωρώντας τον άνθρωπο, άρχισε να τον πειράζει: «σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα». Έλαβε όμως την αποστομωτική απάντηση: «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 6-8). Τη δεύτερη φορά αρνήθηκε την επίγεια βασιλεία που του προσφέρθηκε από τον όχλο μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων: «Ιησούς ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» (Ιω. 6. 15).
    Αλλά και για την πολιτική εξουσία το ξεκαθάρισε: «οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10. 42). Τον Ηρώδη, που ήταν φορέας της πολιτικής εξουσίας τον χαρακτήρισε αλεπού, δηλ. κατεργάρη: «πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» (Λουκ. 13. 32). Στις τρεις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάζεται ο Κύριος να χαρακτηρίζει την εξουσία καταπιεστική, πονηρή και δούλη του Σατανά.
    Στη συνομιλία του με τον Πιλάτο κάνει σαφή διάκριση μεταξύ ουράνιας και κοσμικής εξουσίας. Έτσι, όταν ρωτήθηκε από αυτόν, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Κύριος απαντάει: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18. 36). Ο ίδιος δε ανέχεται τη χρήση βίας από την πολιτική εξουσία. Αυτό φαίνεται στην αποστροφή προς τον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι στη θήκη: «ή δοκείς ότι ου δύναμαι άρτι παρακαλέσαι τον πατέρα μου, και παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;» (Ματθ. 26. 53).

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Β/

    Συμπερασματικά συνοψίζεται η διδασκαλία του Κυρίου πάνω στις εξουσίες:
    1.- Ο Χριστός είναι βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού, την Εκκλησία, αυτή δε η εξουσία είναι διαφορετική από την πολιτική εξουσία.
    2.- Οι χριστιανοί είναι πολίτες της βασιλείας του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας και επιδιώκουν την εγκαθίδρυση της βασιλείας αυτής στη γη.
    3.- Η επίγεια εξουσία είναι δοσμένη άνωθεν.
    4.- Οι χριστιανοί έχουν υποχρεώσεις έναντι της κοσμικής εξουσίας, τις οποίες οφείλουν να εκπληρώνουν.
    5.- Ο Χριστός απέφυγε την ανάληψη πολιτικής εξουσίας, πράγμα που σηματοδοτεί την μη ανάληψη τέτοιας εξουσίας από τους ευρισκόμενους εις «τύπον και τόπον Χριστού», δηλ. τους επισκόπους.
    6.- Επισημαίνονται οι καταδυναστεύσεις, οι καταπιέσεις και οι πονηριές της κοσμικής εξουσίας.
    7.- Ανέχεται την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ακόμη και εάν φθάνει μέχρι τη βία.
    Αξιοσημείωτη ακόμη είναι η προτροπή του Ιωάννη Προδρόμου για την μη κατάχρηση εξουσίας από τους εκφραστές της: «μηδένα διασείσητε μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών» (Λουκ. 3. 14). Ο ίδιος ελέγχει δημόσια την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του βασιλιά Ηρώδη: «Ο δε Ηρώδης ο τετράρχης, ελεγχόμενος υπ’ αυτού περί Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού αυτού και περί πάντων ων εποίησε πονηρών ο Ηρώδης, προσέθηκε και τούτο επί πάσι και κατέκλεισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή» (Λουκ. 3. 19-20).
    Στην Αποστολική εποχή οι χριστιανοί αδιαφόρησαν για την υπάρχουσα εγκόσμια κατάσταση και επομένως και με τις σχέσεις τους με την Πολιτεία. Αντίθετα από ότι έκανε ο Χριστός, οι πρώτοι χριστιανοί δεν πήραν θέση στα πολιτικά θέματα. Προσπαθούσαν να ζήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο του Αντιχρίστου, γιατί από στιγμή σε στιγμή θα έρθει ο Κύριος εν δυνάμει. Δηλαδή πίστευαν ότι σύντομα θα έρθει η Β’ παρουσία. Αυτή η σκέψη επηρέασε τους χριστιανούς και στις σχέσεις τους με την Πολιτεία: «ο Κύριος εγγύς. μηδέν μεριμνάτε, αλλ’ εν παντί τη προσευχή και τη δεήσει μετά ευχαριστίας τα αιτήματα υμών γνωριζέσθω προς τον Θεόν» (Φιλιπ. 4. 6). Αλλά και αλλού αναφέρεται η «εγγύτητα»: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθίαν εν δυνάμει» (Μάρκ. 9. 1) και «αμήν λέγω υμίν ότι ου μη παρέλθη η γενεά αύτη μέχρις ου πάντα ταύτα γένηται» (Μάρκ. 13. 30).
    Αποτέλεσμα των ανωτέρω εσχατολογικών επισημάνσεων είναι η σχηματισθείσα την αποστολική εποχή αντίληψη, ότι οι χριστιανοί πρέπει να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ’ αυτή τη γη. Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος είναι σαφέστατοι: «αγαπητοί, παρακαλώ ως παροίκους και παρεπιδήμους, απέχεσθαι των σαρκικών επιθυμιών, αίτινες στρατεύονται κατά της ψυχής, την αναστροφήν υμών εν τοις έθνεσιν έχοντες καλήν, ίνα εν ω καταλαλούσιν υμών ως κακοποιών, εκ των καλών έργων εποπτεύσαντες δοξάσωσι τον Θεόν εν ημέρα επισκοπής» (Πέτρ. Α΄ 2. 11-12). «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13. 14). Και ενώ στην επίγεια πολιτεία είναι σαν ξένοι, είναι συμπολίτες με τους αγίους. «άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. 2. 19). Έτσι οι χριστιανοί αποτελούν το εκλεκτό γένος: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Πέτρ. Α΄ 2. 9) και θα βασιλεύσουν επί της γης: «και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Αποκ. 5. 10), οπότε θα δημιουργηθεί μια καινούρια κατάσταση: «και είδον ουρανόν καινόν και γην καινήν» (Αποκ. 21. 1).

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γ/

    Ειδικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς να καταργεί τις ιδιαίτερες Πατρίδες, κινείται πάνω και πέρα από αυτές, γιατί προσδιορίζεται από την «μέλλουσαν» και όχι την «μένουσαν πόλιν» (Εβρ. 13. 14). Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιω, Χρυσόστομου, ότι όλος ο παρών βίος είναι «αποδημία» και ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς «πολίτης», αλλά «οδίτης». Γι’ αυτό συνιστά: «Μη είπης έχω τήνδε την πόλιν, και έχω τήνδε. Ουκ έχει ουδείς πόλιν. Η πόλις άνω εστί. Τα παρόντα οδός εστιν».
    Προς τούτο οι χριστιανοί είχαν δημιουργήσει μια κοινωνία με οικογενειακή αγάπη. Γι’ αυτό οι τακτικές συνεστιάσεις ονομάστηκαν «Αγάπες». Στα Ιεροσόλυμα έφθασαν να ζουν με κοινοκτημοσύνη: «του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (Πράξ. 4. 32). Η αγάπη λοιπόν είναι το νέο στοιχείο, που έφερε ο χριστιανισμός στις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Πολιτείας. Σ’ αυτές τις σχέσεις δεν πρέπει να υπάρχει συμμόρφωση με το πνεύμα του κόσμου, αλλά με το θέλημα του Θεού: «και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12. 2). Γι’ αυτό, όταν ο ανθύπατος Σέργιος Παύλος έγινε χριστιανός, δεν του είπε ο Παύλος να εγκαταλείψει το αξίωμά του, αλλά να ανακαινιστεί πνευματικά (Πράξ. 13. 7-12). Το θέλημα του Θεού προσδιορίζεται σαφώς από τον ίδιο τον Κύριο: «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού» (Ιω. 17. 15), δηλ. «δεν σου ζητώ να τους πάρεις (τους χριστιανούς) από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις από τον πονηρό».
    Για την υποταγή των χριστιανών στην κοσμική εξουσία (στον Καίσαρα) έχουμε πάμπολλες αναφορές. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Παύλου και του Πέτρου: «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται. οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονός εστί σοι εις το αγαθόν. εάν δε το κακόν ποιής, φοβού. ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονός εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι. διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν. δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. λειτουργοί γαρ Θεού εισιν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν» (Ρωμ. 13. 1-7). «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον. είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών….. πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε» (Πέτρ. Α΄ 2. 13-17). «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε. αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσαντες» (Εβρ. 13. 17).

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δ/

    Τα τρία τελευταία κείμενα, είναι κείμενα «πολιτικής θεολογίας» και διδάσκουν τα εξής:
    1.- Υποταγή στους πολιτικούς άρχοντες. Το ίδιο διδάσκει και η Π. Διαθήκη: «Γιέ μου, να σέβεσαι τον Κύριο και το βασιλιά και με τους ταραξίες να μην ανακατεύεσαι. Γιατί άξαφνα η συμφορά τους θα φανεί και ποιος να ξέρει τι καταστροφές θα προκληθούν από τον ένα κι απ’ τον άλλο» (Παροιμ. 24. 21-22).
    2.- Ο χριστιανός πρέπει να υποτάσσεται στους άρχοντες για λόγους συνειδήσεως και όχι από φόβο.
    3.- Η κοσμική εξουσία είναι εκ Θεού. Το ίδιο καταγράφεται και στην Π. Διαθήκη: «Η εξουσία της γης είναι στα χέρια του Κυρίου, κι αυτός τον άνθρωπο που πρέπει θ’ αναδείξει πάνω της, όταν θα ‘ρθεί η στιγμή» (Σοφ. Σειρ. 10. 4).
    4.- Σκοπός της εξουσίας είναι να κρίνει με δικαιοσύνη τους πολίτες.
    5.- Η πολιτική εξουσία είναι όργανο του Θεού και υπηρετεί το θείο σχέδιο για τον κόσμο και η πληρωμή των φόρων είναι θεμιτή.
    6.- Ο αντίθετος στην πολιτική εξουσία είναι αντίθετος στη βουλή του Θεού
    7.- Ο άρχοντας εκτελεί τα καθήκοντά του με χαρά και όχι με γογγυσμό.
    8.- Δεν υπάρχει φόβος στην πολιτική εξουσία από τους υπάκουους πολίτες.
    9.- Η χρήση βίας από την πολιτική εξουσία είναι ανεκτή.
    Την περίοδο αυτή των τριών πρώτων αιώνων, δηλ. κατά την περίοδο πριν από τη σύζευξη εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι Πατέρες προσθέτουν:
    1.- Οι άρχοντες τιμώνται, αλλά δεν προσκυνούνται.
    2.- Προσευχόμαστε για όλους εχθρούς και φίλους και επομένως και για τους άρχοντες: «Παρακαλώ ουν πρώτον πάντων ποιείσθαι δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις, ευχαριστίας, υπέρ πάντων ανθρώπων, υπέρ βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι» (Τιμ. Α΄ 2. 1-2).
    3.- Να μην εφαρμόζεται ο πολιτικός νόμος, εάν συγκρούεται με τον νόμο του Θεού. Προέχει λοιπόν ο νόμος του Θεού: «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5. 29).

    Επομένως, άλλη η κοσμική εξουσία, που είναι απότοκος της μεταπτωτικής κατάστασης, δηλ. είναι το "αναγκαίο κακό" και άλλο η εκ Θεού εξουσία, που είναι μια παραδείσια κατάσταση και είναι το "αναγκαίο καλό" και επομένως οι δυο αυτές εξουσίες δεν μπορούν να συμπλέκονται.

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Κι ο Οθωμανός Σουλτάνος δια της Εκκλησίας ασκούσε την εξουσία του επί Τουρκοκρατίας?
    Η δε Εκκλησία πως ασκούσε τη δικιά της? Δια του Σουλτάνου?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΤΡΕΛΛΑ ΝΑ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΡΕΛΛΑ ΤΟ ΝΑ ΕΥΛΟΓΟΥΝ ΟΠΛΑ ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΠΑΡΟΥΤΑΠΟΘΗΚΕΣ ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ, ΟΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΤΟ 1821; ΄Η ΜΗΠΩΣ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΚΑΚΟ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. - Ποιος πολίτης της Αυτοκρατορίας του Μ.Αλεξάνδρου ή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καταλάβαινε ότι αυτές εξυπηρετούσαν το σχέδιο του Θεού, με την παγκόσμια διάδοση της Ελληνικής γλώσσας, την κατάργηση των κρατικών συνόρων, την εύκολη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών, ώστε να διαδοθεί ο Λόγος του Θεού;

    - Πολύ σωστά και ωραία, πλην ελαχίστων επιφυλάξεων, όσα παραθέτει ο ΙΚ. Ο Θεός πάντοτε είναι ο κυρίαρχος και η κοσμική εξουσία κατ'επιλογή, κατά παραχώρηση, κατ΄οικονομίαν, ή με την ανοχή Του κ.λπ. προφανώς εξυπηρετεί το Σχέδιό Του για τη σωτηρία μας.

    Επιφυλάξεις: α. Η "Σοφία Σειράχ" κακώς περιλαμβάνεται στην Π.Δ. σαν γνήσιο θεόπνευστο βιβλίο της ενώ δεν είναι, για το λόγο αυτό το χωρίο από τη Σοφία Σειράχ δεν το δεχόμαστε.

    β. Το ξαναδιατυπώσαμε ότι: Άλλα ίσχυαν στην τότε εποχή, άλλα στην σημερινή, ως προς τις Αρχές και συνεπώς ως προς την υπακοή. Πάντοτε επιβάλλεται για τους Χριστιανούς υπακοή στους Νόμους του Κράτους, στις Αρχές και Εξουσίες.
    Με τη διαφορά ότι στην εποχή του Ευαγγελίου και των Πατέρων, υπέρτατη αρχή και εξουσία ήτο ο Αυτοκράτορας, ο Δεσπότης (Δεσποτάτο της Ηπείρου), ο Βασιλιάς, ενώ στην εποχή μας στα δημοκρατικά καθεστώτα, οι "υπερέχουσες εξουσίες", οι πρωθυπουργοί, οι πρόεδροι, οι διοικητές, κ.λπ. δεν είναι αυτόφωτες εξουσίες αλλά ετερόφωτες, υποτασσόμενες στα Συντάγματα, στους Νόμους, υπηρέτες στην λαϊκή βούληση και ετυμηγορία. Οι άρχοντες που εμείς επιλέγουμε με την ψήφο μας εξασκούν την εξουσία λόγω της ΕΝΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, είναι εντολοδόχοι του λαού, είναι υπηρέτες του λαού, ΟΡΚΙΖΟΝΤΑΙ στην αγία Τριάδα όχι να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά να υπακούουν στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ και τους ΝΟΜΟΥΣ και όχι δικαίωμα αλλά υποχρέωση των πολιτών είναι ο έλεγχος των εκτρεπόμενων υπηρετών του λαού (Τί άλλωστε σημαίνει η λέξη υπουργός, πρωθ-υπουργός;)
    Υπέρτατος Νόμος είναι το Σύνταγμα και το ακροτελεύτιο άρθρο του και όχι δικαίωμα αλλά Συνταγματική Υποχρέωση του κάθε Πολίτη είναι η τήρηση του Συντάγματος.

    Επίσης, τίποτε δεν είναι ξεοκομμένο και απομονωμένο, ΑΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ οφείλουμε να διατυπώνουμε την αντίθεσή μας, έστω λεκτικά, ἐστω εναντίον της πράξεως, αν όχι εναντίον του βασανιστή, όταν βλέπουμε τον αδελφό μας, το ορφανό, τη χήρα, τον άνεργο, να υποφέρει, να αδικείται, να βασανίζεται με βασανιστήρια χειρότερα από των κατακτητών της κατοχής, να απολύεται, να είναι οικογενειάρχης και να μην έχει να θρέψει τα παιδιά του, που λιποθυμούν από την ασιτία στο σχολείο, αφού ο μισθός του απομυζείται με αποφάσεις άδικων κυβερνητών που δεν θίγουν το εισόδημα όσων "τα έφαγαν", αντιδρούν στον έλεγχο καταθέσεων βουλευτών στην Ελβετία, αλλά βάζουν φόρους και φόρους και φόρους και χαράτσια και χαράτσια και χαράτσια και αυξήσεις και ΦΠΑ και και Τέλη και τέλη, ΚΑΙ ΤΕΛΗ και μειώσεις μισθών στα φτωχαδάκια, στους συνταξιούχους, στους άνεργους, για να πληρώσουν τα τοκογλυφικά χρέη στους δανειστές μας τοκογλύφους.

    Να τα διαβάζουμε όλα στο ευαγγέλιο, που καταδικάζει την αδικία, την τοκογλυφία, τους άδικους φοροεισπράκτορες, τους κυβερνήτες "που καταδυναστεύουν" το λαό, και την αδιαφορία του λαού για το αδελφό μας φτωχό, τον άνεργο, τον ασθενή, το φυλακισμένο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Κάποιες παρατηρήσεις, για τη "Σοφία Σειράχ":

    Το ανωτέρω βιβλίο υπάρχει στον πε΄ Αποτολικό κανόνα, ενώ απουσιάζει από τον λβ΄ κανόνα της Συνόδου της Καρθαγένης.

    Όσον αφορά τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων και τη Σοφία Σειράχ, που αναφέρει ο κανόνας των Αγίων Αποστόλων, δεν τα αφαιρεί από το σύνολο της Αγίας Γραφής, αλλ’ απλώς δεν τα συμπεριλαμβάνει στα Θεία βιβλία. Μάλιστα δεν απαγορεύει την ανάγνωση των βιβλίων στην Εκκλησία, αλλά απαγορεύει να διαβάζονται τα εν λόγω βιβλία "ως Θείες Γραφές" ("επ’ ονόματι Θείων Γραφών").
    Το κείμενο της Συνόδου μιλάει για "Σολομώντος βίβλοι πέντε". Αν βέβαια προσθέσουμε
    τα βιβλία του Σολομώντος, δηλ. τις Παροιμίες, Άσμα ασμάτων, Σοφία και Εκκλησιαστή έχουμε 4 και όχι 5. Πιθανολογείται λοιπόν, ότι ούτε το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ εξαιρείται, αλλ’ έχει αποδοθεί κατά συνήθεια στο Σολομώντα. Βέβαια ήμαστε υποχρεωμένοι να εξαιρέσουμε και αυτό το βιβλίο από τα "Θεία και αναγινωσκόμενα" βιβλία, όχι όμως από την Αγία Γραφή.

    Η διαφορά των δυο συνοδικών κανόνων (της Καρθαγένης και της Λαοδίκειας) οφείλεται στο λόγο, ότι δεν είχε τελειώσει η επιλογή των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Ο αρχαιότερος κανόνας της Λαοδίκειας λέει: "Όσα δει βιβλία αναγινώσκεσθαι της Παλαιάς Διαθήκης" χωρίς να εξαιρεί άλλα βιβλία που τυχόν θα προσέθετε η Εκκλησία σε μετέπειτα Σύνοδο. Ενώ η Σύνοδος της Καρθαγένης μετά από 60 χρόνια είναι κατηγορηματική, ότι η επιλογή είχε ήδη τελειώσει: "Ομοίως ήρεσεν ίνα εκτός των κανονικών Γραφών μηδέν εν τη Εκκλησία αναγιγνώσκηται επ’ ονόματι Θείων Γραφών. Εισί δε αι Κανονικαί Γραφαί αύται:.....".

    Τελικά ο ΞΗ΄ Κανόνας της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου (691) παρουσιάζει την τελική και επικυρωμένη απόφαση με οικουμενικό κύρος. Δέχεται όλους τους παραπάνω κανόνες ως ορθούς.

    Σημειώνεται, ότι στα περί της κανονικότητας των βιβλίων θα πρέπει γίνουν απαραίτητες διευκρινίσεις ως προς τους χαρακτηρισμούς των βιβλίων αυτών. Έτσι:

    Σεβάσμιο είναι ένα βιβλίο που οφείλουν να σέβονται οι Χριστιανοί.
    Αναγνωστέο είναι αυτό που μπορεί να διαβάζεται.
    Αναγινωσκόμενο στην Εκκλησία είναι αυτό που μπορεί να διαβάζεται στην Εκκλησία.
    Αναγινωσκόμενο από τους προσερχόμενους είναι το χρήσιμο για τους κατηχούμενους.
    Κανονιζόμενο είναι αυτό που αν και ανήκει στον κανόνα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η επιλογή του οριστικά.
    Κανονικό είναι αυτό που ανήκει στον κανόνα.
    Άγιο είναι ένα βιβλίο ωφέλιμο, όχι κατ’ ανάγκην αλάθητο ή θείο ή θεόπνευστο.
    Θείο είναι το βιβλίο που γράφτηκε από την ανθρώπινη σοφία με τη βοήθεια του Αγ. Πνεύματος.
    Θεόπνευστο είναι ένα βιβλίο που περιέχει ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ του Αγ. Πνεύματος. Είναι θείο και αλάθητο ως προς την αποκάλυψη σε θέματα σωτηρίας.

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου