Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011



ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ —ΑΤΟΜΟ,

ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΠΟ— ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ


Κάθε εποχή πρέπει κατ’ αρχήν να κρίνεται καθ’ εαυτή με τη δική της δομή και τις δικές της συνθήκες. Άνθρωποι του 20ου αιώνα συνήθως χαρακτηρίζουν βάρβαρο το «δυτικό» ή τον «ανατολικό» Μεσαίωνα επικαλούμενοι μάλιστα με έμφαση τις αρνητικές πλευρές των πολιτισμών εκείνων. Αλλά τι θα μπορούσε να πει για το δικό μας αιώνα ένας άνθρωπος του Μεσαίωνα;1


Αμφισβήτηση, θυμός και αγανάκτηση! Μήπως δεν πρόκειται για τα ίδια συναισθήματα που κυριαρχούσαν στο θρησκευόμενο χώρο της Δύσης κατά τη διάρκεια των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, που έγιναν πραγματι­κότητα, την περίοδο του Ανθρωπισμού και της Αναγέννησης; Μήπως όμως η «μόδα» έρχεται και παρέρχεται, ή παρέρχεται αλλά επιστρέφει δριμύτερη;


Το Ευαγγέλιο βιώνεται σ’ ένα δαιμονοκρατούμενο κόσμο. Η φωνή του Θεού δεν ακούεται από τους ανθρώπους πάντοτε σωστά. Έτσι, πολύ εύκολα μία οργανωμένη εκκλησιαστική κοινότητα μπορεί να σταματήσει να ακούει τη φωνή του Θεού, υπακούοντας σε ανθρώπινες εντολές και σε ανθρώπινα κατασκευάσματα.2


Θεός ή άνθρωπος, θεοσοφία ή ψυχολογία, θεοκεντρική ή ανθρωπο­κεντρική θεώρηση της ζωής; Τα ερωτήματα τίθενται αδυσώπητα ενώπιόν μας, και η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε παρέρχονται. Όλοι μας καλούμαστε να τ’ αντιμετωπίσουμε! Ποιος είναι όμως ο πλέον κατάλληλος τρόπος; Το να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο προοπτικές, ανάμεσα σε δύο πραγματικό­τητες, ανάμεσα σε δύο υποθέσεις; Ή μήπως να σκεφτούμε λίγο καλύτερα; Ενδέχεται να υπάρχει μία επιλογή, που να μην έχουμε ακόμη αντιληφθεί!


Από τα πρώτα της βήματα η Μεταρρύθμιση ενδιαφέρθηκε με έντονο τρόπο για τη σχέση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας. Εδώ έγκειται μία από τις βασικές αρχές του Προτεσταντισμού, σύμφωνα με την οποία η εκκλησιαστική και η κοσμική εξουσία είναι δύο ριζικά διαφορετικές εξουσίες και δεν είναι δυνατό και επιτρεπτό να έχουν στενή ή ουσιαστική σχέση μεταξύ των.3


Αν διαχωρίσουμε την Εκκλησία από την Πολιτεία, οδηγούμεθα στο σταυροδρόμι της επιλογής: «Εκκλησία δίχως Πολιτεία ή Πολιτεία άνευ της Εκκλησίας»; Αν αφαιρέσουμε από έναν άνθρωπο την εκκλησιαστική του συνείδηση, είναι ακριβώς σαν να ξεχωρίζουμε το σώμα από την ψυχή του. Αν απομονώσουμε έναν πολίτη από την υπόλοιπη κοινωνία, είναι σαν να ακρωτηριάζουμε τα μέλη από ένα σώμα. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, η Πολιτεία δεν δικαιούται να διεκδικεί μερίδιο στη Βασιλεία των Ουρανών;


Ο Προτεσταντισμός στις μέρες μας, όπως και κατά την περίοδο των αρχών του καλλιεργεί την τάση να καθίσταται η ζωή μας ατομοκρατική, δηλαδή μία προσωπική υπόθεση. Το ηθικό και πουριτανικό ιδεώδες, που καλλιεργήθηκε σε πολλούς προτεσταντικούς κύκλους, ένας απόλυτος προορισμός για τη σωτηρία ενός ορισμένου αριθμού ανθρώπων, μας δείχνει ότι δεσπόζει σε αρκετές πτυχές της εκκλησιαστικής, της πολιτικής και της κοινωνικής μας ζωής, και σε καίρια σημεία, η αρχή της ατομο­κρατίας.4


Η θλιβερή, όμως, αλήθεια είναι ότι η Προτεσταντική νοοτροπία έχει αγγίξει κι’ εμάς. Πολλές φορές, ακόμη και μέσα στις ομάδες που συγκαταλεγόμαστε και συνεργαζόμαστε, νοιώθουμε και λειτουργούμε ως άτομα και όχι ως πρόσωπα. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό; Μάλλον επειδή εκ φύσεως χρειαζόμαστε «ενέσεις» αυτοπεποίθησης. Όλο και περισσότερο στρεφόμαστε γύρω από τον εαυτό μας και δεν στεκόμαστε με ειλικρίνεια απέναντι στους συνανθρώπους μας, δεν τους νοιώθουμε δικούς μας. Έτσι όμως αφαιρούμε την ευκαιρία αυτή και από τους άλλους: Το να τους προσφέρουμε την αδελφική και όχι μόνο την συναδελφική μας παρουσία.


Ο Χριστός ενήργησε και ενεργεί αντίθετα από εμάς. Φιλάνθρωπα, όχι απάνθρωπα. Συνθλίβει τα δεσμά του θανάτου και ξεπερνάει κάθε περιορισμό, αλλά και εμπόδιο, για να γίνει «δικός» μας, και συγχρόνως να μας κάνει «δικούς» Του: «Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν· ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους».5 Πόσο χρόνο χρειάζεται ο άνθρωπος για να ανοίξει επιτέλους τα μάτια και τ’ αυτιά του; Η «αλήθεια», το «φως», η όντως «ζωή», δηλ. ο Χριστός, ίσταται ενώπιον της θύρας της καρδιάς μας.


Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο,
«εκ του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι» για να ζει ως θηρίο στις ερημιές και στις πόλεις αλλά για να ζει με αδελφοσύνη και αγάπη προς όλους. Διαπέρασε ο ίδιος τον χρόνο, γενόμενος διαχρονικός, για να κάνει και εμάς «υπέρ-χρονους» και «υπέρ-ανθρώπους»· όχι όμως τόσο ως προς τις δυνάμεις του σώματος, αλλά της πίστης, που εκπορεύεται από τα βάθη της καρδιάς μας, και μας χαρίζει τη δυνατότητα, κατά το εφικτόν, να πραγματώνουμε το πρότυπο της Τριαδικής κοινωνίας αναμεταξύ μας.


Προς τι λοιπόν ο θυμός, προς τι η αγανάκτηση, προς τι μία επιλογή, αν αυτά δεν απορρέουν και εκβάλλουν κάπου, προς κάτι ή προς κάποιον;
Ο Χριστός απευθύνεται ξεχωριστά στον κάθε άνθρωπο και του απευθύνει ιδιαίτερη πρόσκληση. Από τον καθένα μας όμως εξαρτάται αν θα επιλέξει ελεύθερα τον Χριστό, γεγονός που συνεπάγεται ότι συγχρόνως επιλέγει να βλέπει στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του, τον ίδιο τον Χριστό.

Βασίλης Γοριδάρης

Θεολόγος

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου

Αριθμ. Τεύχους 110-111

1. Ν. Α. Ματσούκα, Προτεσταντισμός, έκδοσις γ΄ , Θεσσαλονίκη 2007, σ. 28.

2. Ματσούκα, Προτεσταντισμός, σ. 29.

3. Ματσούκα, Προτεσταντισμός, σ. 31.

4. Ματσούκα, Προτεσταντισμός, σ. 38.

5. Κατά Ιωάννην, ιε΄ , 14-15.

3 σχόλια:

  1. Ναι, αλλά από το ένα άκρο του Προτεσταντισμού έχουμε πέσει στο άλλο άκρο της δικής μας Ορθοδοξίας, όπου η Εξουσία είναι μία, αυτή του Κράτους, μέσα στην οποίαν η Εκκλησία είναι απλά μια θεραπαινίδα της, είναι ένα ΝΠΔΔ, όπως πολλά άλλα και είναι ταγμένη απλά να θεραπεύει τις θρησκευτικές ανησυχίες των μελών της.

    Υπάρχει ως Εκκλησία, Σώμα Χριστού, μια Εκκλησία, που υφίσταται με νόμο του Κράτους και που αυτός ο νόμος καθορίζει τα της λειτουργίας της; Πριν απαντήσουμε, ας δούμε τι μας λέει αυτή η Εκκλησία-Σώμα Χριστού, δια των Συνόδων και των Πατέρων της:

    Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «Ει δε τις μαχόμενον τύπον τοις νυν ωρισμένοις προσκομίσοι, άκυρον τούτον είναι έδοξε τη αγία πάση και οικουμενική συνόδω».
    Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος: «οι ενδοξώτατοι άρχοντες είπον. Τω θειωτάυω Δεσπότη πάσης οικουμένης Μαρκιανώ, ήρεσε, μη κατά τα θεία γράμματα ή πραγματικούς τύπους τα των οσιωτάτων επισκόπων προβαίνειν, αλλά κατά τους Κανόνες τους παρά των αγίων Πατέρων νομοθετηθέντας. Η σύνοδος είπε. Κατά των Κανόνων, πραγματικόν μηδέν ισχύσει. Οι Κανόνες των πατέρων κρατείτωσαν. Και πάλιν δεόμεθα, ώστε αργήσαι αναντιρρήτως τα επί βλάβη των Κανόνων πραγματικά, πραχθέντα τισίν εν πάση επαρχία, κρατήσαι δε τους Κανόνας δια πάντων….. πάντες τα αυτά λέγομεν. Όλα τα πραγματικά αργήσει. Οι Κανόνες κρατείτωσαν….. Κατά την ψήφον της αγίας συνόδου και εν ταις άλλαις επαρχίαις απάσαις τα των Κανόνων κρατείτω».
    Μ. Φώτιος: «Οι τοις Κανόσιν εναντιούμενοι πραγματικοί τύποι, άκυροι εισι». Και «Οι μεν γαρ, ήγουν οι Κανόνες, παρά βασιλέων και των αγίων Πατέρων εκτεθέντες και στηριχθέντες, ως αι θείαι Γραφαί δέχονται. Οι δε νόμοι, παρά βασιλέων μόνον εδέχθησαν ή συνετέθησαν και δια τούτο ου κατισχύσουσι των θείων Γραφών, ουδέ των Κανόνων».
    Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας λοιπόν υπέρκεινται των πολιτικών νόμων και επομένως αφού υπέρκεινται αυτών των τελευταίων είναι αδύνατον να συμβαίνει το αντίθετο, που αποτελεί κραυγαλέα αντίφαση, δηλ. η Εκκλησία να διοικείται από πολιτικούς νόμους. Τούτο σαφέστατα προσδιορίζεται από τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ι. Δαμασκηνό: «Δεν δέχομαι η Εκκλησία να διοικείται με βασιλικά διατάγματα, αλλά με τις παραδόσεις των πατέρων, τις προερχόμενες από τις άγιες Γραφές, καθώς και τις προφορικές».

    Άραγε, συμβαίνουν αυτά στη δική μας Εκκλησία ή όχι;

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα μου επιτρέψετε να πω πως 1) οι έννοιες "άτομο" και "πρόσωπο" ταυτίζονται για τους Πατέρες και 2) ναι, η Εκκλησία υπακούει την κοσμική εξουσία στα θέματα κοσμικού χαρακτήρα. Πάντα έτσι ήταν.

    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δυστυχώς δεν ήταν πάντα έτσι.

    Η Κοσμική εξουσία έβγαζε τα διάφορα χριστολογικά δόγματα, επί αυτοκρατόρων (π.χ. Ζήνωνα, Αναστάσιου, Ιουστινιανού, Ηράκλειου, κ.ά.) και πολλές φορές η Εκκλησία υπάκουε στην κοσμική εξουσία. Παράδειγμα:

    Ο Ωριγένης, ο οποίος είχε διατυπώσει ορισμένες αντορθόδοξες θέσεις, αλλά που υπήρξε δάσκαλος των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου και ο οποίος πέθανε το 254, δεν αφορίσθηκε για τις θέσεις του αυτές, ούτε από την Α΄ Οικουμενική το 325, ούτε από την Β΄ το 381, ούτε από την Γ΄ το 431, ούτε από την Δ΄ το 451, αλλά βρέθηκε η Ε΄ το 553, 300 χρόνια μετά το θάνατό του να τον αφορίσει, αφού προηγουμένως τον είχε αφορίσει ο Ιουστινιανός με το διάταγμα του 543.

    Οι Μοψουεστίας Θεόδωρος, Κύρου Θεοδώρητος και Εδέσσης Ίβας είχαν αποκατασταθεί στην Δ΄ Οικουμενική και είχαν αποθάνει σε κοινωνία με την Εκκλησία. Όμως, ο Ιουστινιανός με διάταγμα του 544 τους αφόρισε, αυτό δε έκανε και η Ε΄ το 553, ερχόμενη σε αντίθεση με την Δ΄ του 451, που τους είχε αποκαταστήσει.

    Στο μόνο, που δεν ενέδωσε η Εκκλησία ήταν η παραδοχή του δόγματος του αφθαρτοδοκητισμού, που προσπάθησε να περάσει ο Ιουστινιανός.

    Και όλα αυτά, ως δώρα στους Μονοφυσίτες, τους οποίους δεν κατάφερε τελικά να φέρει πίσω στην Εκκλησία.

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου