Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

ΑΥΤΟΑΝΑΣΤΑΣΙ

B΄

Γράφει ο κ. Ν. Ιω. Σωτηρόπουλος


Πολλά τα χωρία τής Γραφής για το ενδοξότερο θαύμα τής Χριστιανικής Πίστεως, την ανάστασι τού Χριστού. Τέσσαρα δε απ’ αυτά, όπως ήδη είπαμε, αναφέρονται στην ανάστασι τού Χριστού ως αυτοανάστασι, δύο στην Παλαιά Διαθήκη και δύο στην Καινή Διαθήκη.


Τα δύο τής Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύσαμε στο προηγούμενο άρθρο. Στο παρόν άρθρο ερμηνεύουμε το δύο τής Καινής Διαθήκης. Περιέχονται και τα δύο στο Ευαγγέλιο τού Ιωάννου.


Ο Ιησούς ο πάντοτε αόργητος και γλυκύτατος Ναζωραίος, όπως τον θέλουν και τον κηρύττουν οι Οικουμενισταί και οι λοιποί αγαπολόγοι, δεν ήταν πάντοτε αόργητος και γλυκύτατος.

Οι Οικουμενισταί και οι λοιποί αγαπολόγοι, οι οποίοι θέλουν το Χριστό ως Θεό με αγάπη μόνο, καταργούν μία ιδιότητα τού Θεού, τη δικαιοσύνη. Συγχέουν δε την απλή κρίσι και τον έλεγχο με την κατάκρισι, επίσης τον ζήλο και ζωηρές εκδηλώσεις τού ζήλου με τον φανατισμό.

Αλλ’ ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς ο Ναζωραίος, δεν ήταν πάντοτε αόργητος και γλυκύτατος.

Και αγανακτούσε (Μάρκ. ι΄ 14) και ωργιζόταν (Μάρκ. γ΄ 5), και θα έλθη ημέρα φοβερωτάτης οργής τού Αρνίου (Αποκ. στ΄ 16-17). Αρνίον ο Χριστός, Αρνίον άκακον, αλλ’ οργιζόμενον! Και αυστηροτάτη κριτική τών απίστων Ιουδαίων έκανε ο Ιησούς ονομάζοντας τόν Διάβολο πατέρα τους (Ιωάν. η΄ 38,44), και δριμύτατο έλεγχο τών υποκριτών γραμματέων και Φαρισαίων άσκησε με τα πολλαπλά εκείνα «Ουαί» και το πλήθος τών χαρακτηρισμών αυτών για την υποκρισία και τις ασέβειές τους (Ματθ. κγ΄ 13-33).


Αλλά και σε ζωηρές εκδηλώσεις από ζήλο προέβη ο Χριστός με το να υψώση επανειλημμένως φραγγέλλιο, μαστίγιο, και να εκδιώξη τούς εμπόρους από το ναό (Ιωάν. β΄ 14-17, Ματθ. κα΄ 12-13).


Το πρώτο χωρίο στο Ευαγγέλιο τού Ιωάννου για την αυτοανάστασι τού Χριστού περιέχεται στην περικοπή Ιωάν. β΄ 18-21 μετά την πρώτη ύψωσι τού φραγγελλίου.

Η περικοπή αρχίζει με ερώτησι τών Ιουδαίων προς τον Ιησού εξ αφορμής τής υψώσεως τού φραγγελλίου. Στη συνέχεια ερμηνεύουμε την περικοπή.


Ρώτησαν οι Ιουδαίοι τόν Ιησού: «Τι σημείον δεικνύεις ημίν, ότι ταύτα ποιείς;». Τι σημείο (θαύμα) μπορείς να μας δείξης για το ότι κάνεις αυτά; Με άλλα λόγια, ποιός είσαι συ, τι δύναμι έχεις, τι θαύμα μπορείς να κάνης, για ν’ αποδείξης, ότι είσαι μέγας και τρανός και έχεις το δικαίωμα να μας κυνηγάς με τα μαστίγια;


Ο Ιησούς απάντησε: «Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν». Γκρεμίσετε αυτό το ναό, και σε τρεις ημέρες θ’ ανεγείρω αυτόν.


Οι Ιουδαίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς μιλούσε για τον Ιουδαϊκό ναό και σαρκάζοντας είπαν στον Ιησού: «Τεσσαράκοντα και εξ έτεσιν ωκοδομήθη ο ναός ούτος, και συ εν τρισίν ημέραις εγερείς αυτόν;». Σε σαράντα και έξι έτη οικοδομήθηκε αυτός ο ναός, και συ θα τον ανεγείρης σε τρεις ημέρες;

«Εκείνος δε έλεγε περί του ναού τού σώματος αυτού». Αλλ’ εκείνος μιλούσε για το ναό τού σώματός του. Ναό δηλαδή ωνόμαζε το σώμα του.

Με άλλα λόγια, ο Χριστός είπε στους Ιουδαίους: Θέλετε να ιδήτε ποιός είμαι, τι δύναμι έχω, τι θαύμα μπορώ να κάνω; Θανατώσετε αυτό το σώμα, το οποίον είνε ναός, κατοικητήριο τής Θεότητος, και σε τρεις ημέρες «εγερώ» αυτό, θα αναστήσω αυτό.

Αυτό το «εγερώ», θα αναστήσω, θα αναστήσω εγώ ο ίδιος το σώμα μου, είνε λόγος παραδοξότατος, αδιανόητος και ανεπινόητος.

Άνθρωπος, και τρελλός εάν ήτο, δεν θα σκεπτόταν να ειπή, «Σκοτώστε με, και εγώ ο ίδιος θα αναστήσω το σώμα μου». Τέτοιο λόγο είπεν ο Χριστός, διότι είχε τη συνείδησι, ότι είνε Θεός.

Είνε σαν να έλεγε στους Ιουδαίους: Δεν είμαι απλώς άνθρωπος. Είμαι και Θεός. Ως άνθρωπο θα με θανατώσετε. Το προγνωρίζω και το προλέγω. Θανατώσετέ με. Αλλ’ ως Θεός δεν θανατώνομαι. Ως Θεός θα ζω, και την τρίτη ημέρα εγώ ο ίδιος με τη θεία δύναμί μου θα αναστήσω το σώμα μου.


Παραδοξότατος, αλλά και ωραιότατος ο λόγος, με τον οποίον ο Χριστός δήλωσε τη θεότητά του.

Αν στο ερώτημα τών Ιουδαίων απαντούσε «Εγώ είμαι ο Θεός», η απάντησι θα ήταν πολύ προκλητική και θα προκαλούσε την εξέγερσί τους, ενώ τώρα δεν κατάλαβαν το νόημα τού λόγου τού Χριστού και δεν εξεγέρθηκαν.

Αλλ’ ο λόγος δεν ελέχθη μόνο για τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν κατάλαβαν· ελέχθη για τους πιστούς όλων τών αιώνων, οι οποίοι καταλαβαίνουν.


Πρέπει να παρατηρηθή επίσης, ότι για τη θεότητά του ο Χριστός έκανε υπαινιγμό όνομάζοντας το σώμα του «ναόν», κατοικητήριο τής θεότητος (Πρβλ. Κολ. β΄ 9: «Εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς»· Μέσα στο Χριστό δηλαδή, μέσα στο σώμα τού Χριστού, κατοικεί όλος ο πλούτος τής θεότητος ουσιωδώς).



Ερχόμεθα στο δεύτερο χωρίο τής Καινής Διαθήκης για την αυτοανάστασι τού Χριστού:

«Δια τούτο ο Πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν. Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν» (Ιωάν. ι΄ 17-18).

Το «τίθημι» σημαίνει «θέτω, διαθέτω, θυσιάζω», «ψυχή» σημαίνει «ζωή», «αίρω» σημαίνει «αφαιρώ» και «εξουσία» σημαίνει «δύναμι». Το «θείναι» είνε απαρέμφατο αορίστου τού «τίθημι».


Μεταφράζουμε το χωρίο: «Γι’ αυτό ο Πατήρ με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, και θα την λάβω πάλι. Κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέση από μένα, αλλ’ εγώ τη θυσιάζω με τη θέλησί μου. Έχω τη δύναμι να την θυσιάσω, και έχω τη δύναμι να την λάβω πάλι».

Στο χωρίο τούτο ο Χριστός ομιλεί ως ο καλός ποιμήν, ο οποίος θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα. Ο λόγος του είνε προφητικός. Με τη φράσι, «Εγώ τίθημι την ψυχήν μου», Εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, προλέγει τη θυσία του, το θάνατό του υπέρ τού ποιμνίου. Και με τη φράσι, «ίνα πάλιν λάβω αυτήν», και θα λάβω πάλι αυτή, τη ζωή, προλέγει την ανάστασί του. Στη δε συνέχεια με τη φράσι, «Ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού», Κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέση από μένα, αλλ’ εγώ τη θυσιάζω με τη θέλησί μου, τονίζει, ότι οι εχθροί δεν έχουν τη δύναμι να τού αφαιρέσουν τη ζωή, αλλά θυσιάζεται εκουσίως. Με τη φράσι, «Εξουσίαν έχω θείναι αυτήν», Έχω τη δύναμι να θυσιάσω αυτή, τη ζωή μου, ο Κύριος θέλει να είπή: Έχω τον ηρωισμό να υποστώ το μαρτύριο τής σταυρώσεως, φρικτότατο μαρτύριο. Η μεγάλη και μοναδική δύναμι τού Χριστού και η εκουσιότης κατά το μαρτύριον αυτού φάνηκαν από το ότι ώρες μετά τη σταύρωσί του εξέβαλε κραυγή, φωνή μεγάλη, και μάλιστα επανειλημμένως (Ματθ. κζ΄ 46,50), ενώ κάθε άλλος εσταυρωμένος ώρες μετά τη σταύρωσί του δεν είχε τη δύναμι να φωνάξη, παρέδωσε δε το πνεύμα ο Χριστός την ώρα που θέλησε (Ιωάν. ιθ΄ 30), αποδεικνύοντας, ότι είνε κύριος τής ζωής και του θανάτου. Με τη φράσι, «Εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», Έχω τη δύναμι να λάβω πάλιν αυτή, τη ζωή, ο Χριστός προλέγει, ότι θ’ αναστηθή αυτεξουσίως, αυτοδυνάμως, με την ιδική του δύναμι. Η ανάστασι τού Χριστού είνε αυτοανάστασι. Και ερωτούμε:

Ποιός διανοήθηκε ποτέ να ειπή για τον εαυτό του, «Εγώ θα αναστήσω ο ίδιος τον εαυτό μου»; Τέτοιο λόγο για τον εαυτό του είπε μόνον ο Χριστός, διότι ο Χριστός είνε Θεός, και ως Θεός είνε παντοδύναμος.


Εορτάζοντας την ανάστασι τού Χριστού πρέπει προπάντων να αισθανώμεθα τη θεότητα τού Χριστού. Τότε θα εορτάζωμε αληθινά και οι καρδιές μας θα πλημμυρίζουν από άρρητη χαρά, αγαλλίασι και ευφροσύνη.


Aπό το περιοδικό ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ μηνός Ιουνίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου