MEΡΟΣ-Α
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.Τί εἶναι οἰκονομία. Ποῦ ἀσκεῖται. Γιὰ
πόσο ἀσκεῖται. Ἀπό
ποιοὺς ἀσκεῖται.
2.
Ποιὲς οἱ προϋποθέσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀσκεῖται.
Τί εἶναι οἰκονομία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία
εἶναι ἀπόφαση
καὶ πράξη τῶν ἁρμοδίων
ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων.
Οἰκονομία εἶναι
ἡ μετὰ
τὴν συνοδικὴ συνδιάσκεψη, κρίση (καὶ ἀπόφαση)
ἐκκλησιαστικὴ πράξη ὑπὸ
τῶν ἀρμοδίων.
Τοῦτο καταδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὶς
οἰκονομίες ποὺ ἀκολουθοῦν.
2) Ποῦ ἀσκεῖται.
Ἀσκεῖται
στὰ πρόσωπα. «Πρὸς τὴν
τῶν δεχομένων ἀσθένειαν», στὰ πρόσωπα ποὺ γίνονται ἀποδέκτες τῆς οἰκονομίας.
Ἡ οἰκονομία
βεβαίως ἐντὸς
τῆς Ἐκκλησίας
ἔχει εὐρύτερη
ἐφαρμογή. «Κατὰ τὸν
Φώτιον ὁ Εὐλόγιος
διέκρινε τρία εἴδη
ἐκκλησιαστῆς οἰκονομίας,
οἰκονομίαν ἐπὶ
πραγμάτων, ἐπὶ λέξεων, ἐπὶ
προσώπων». Θα περιορισθοῦμε
μόνον στὴν οἰκονομία
ὡς πρὸς
τὰ πρόσωπα ποὺ αἱρετίζουν
ἢ κοινωνοῦν μὲ
αἱρετικὸ
(δηλαδὴ μ’ αὐτὸν ποὺ
αἱρετίζει, τὸν ἀκατάκριτο).
3) Γιὰ πόσο ἀσκεῖται.
Ἀσκεῖται γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, « Ἐπί τινα χρόνον». Οἱ οἰκονομίες
στὰ πρόσωπα δὲν εἶναι
ἄνευ τέλους. Τὸ ἴδιο
λέγει καὶ ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Καὶ κάτι ἀκόμη, ἡ οἰκονομία
δὲν ἀναιρεῖ τὴν
ἀκρίβεια. Ἡ ἀκρίβεια
ἰσχύει ἐσαεί, ἡ οἰκονομία
εἶναι πρόσκαιρη. Ὁ Βαλσαμὼν λέγει ὅτι: «καὶ οὐ
χρὴ τὸ
κατ’ οἰκονομίαν διά τι χρήσιμον εἰσενεχθέν,εις υπόδεθγμα ἕλκεσθαι,
καὶ ὡς
κανόνα κρατεῖν
εἰς τὸ
ἑξῆς».
Ὁ δὲ
ὅσιος Νικόδη- μος ὁ Ἁγιορείτης
λέγει: «ἀλλ’ ὅμως,
τὸ μερικὸν καὶ
σπάνιον, καὶ
ἐν καιρῷ ἀνάγκης
γινόμενον, νόμος καθολικὸς
εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν δὲν γίνεται...»
4]Ἀπό ποιοὺς ἀσκεῖται.
Ἀσκεῖται ἀπὸ τοὺς
Ἀρχιερεῖς, «Ὅπως
ὁ νομοθέτης διοικονομεῖ τὸ
πρόσταγμα». Τὸ
ἴδιο λέγει καὶ ὁ
ἅγιος Εὐλόγιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (579-607).Ἐὰν ὅμως
ἀσκεῖται
μόνον ἀπὸ
τοὺς Ἀρχιερεῖς πῶς
ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης ἄσκησε
τὴν οἰκονομία
ὄντας ὁ
ἴδιος Ἱερεύς;
Ὁ Ὅσιος
μεταξὺ ἄλλων
ἐρωτᾶ.
Ἀπὸ
ποιούς ἀσκεῖται
ἡ οἰκονομία
καὶ ἀπὸ πόσους; Μόνον ἀπὸ
τοὺς Ἱεράρχες
ἢ καὶ
ἀπὸ
τοὺς Ἱερεῖς; Καὶ
συνοδικῶς; Συνεπῶς, οἱ
μή, Ἱεράρχες καὶ Ἱερεῖς, ἀποκλείονται.
Ἀλλὰ
καὶ γιὰ
τοὺς δύο αὐτοὺς
ὁ Ὅσιος
δὲν ἀπαντᾶ. Γιὰ
τοὺς Ἀρχιερεῖς βεβαίως οὐδεὶς
λόγος. Τὸ συνοδικῶς ἰσχύει
γιὰ ὅλες
τὶς οἰκονομίες
ποὺ ἐξετάζονται
στὴν συνέχεια ἐξ αἰτίας
τῆς σοβαρότητος τοῦ θέματος. Τί γίνεται ὅμως ὡς
πρὸς τοὺς
Ἱερεῖς;
Ἡ ἀπάντηση
δὲν δίδεται ρητῶς ὑπὸ τοῦ
ὁσίου Πατρός, ἀλλ’ ἡ
καθόλου πράξη του ἐν
προκειμένῳ
ἀπαντᾶ
σ’ αὐτὸ
τὸ ἐρώτημα.
Ὅ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης ἄσκησε
τὴν οἰκονομία
καὶ στὶς
δύο αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του (μοιχειανική και εικονομαχία)
, σὲ πολὺ
περιορισμένα ὅρια
ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους
Πατέρες. Τὰ
ὁποῖα
εἶναι: ὡς
πρὸς Ὀρθοδόξους
κληρικούς: νὰ
μὴ μνημονεύουν αἱρετικὸ
Ἐπίσκοπο, νὰ μὴ
συλλειτουργοῦν
μὲ αἱρετικὸ κληρικὸ καὶ
νὰ μὴ
μεταδίδουν τὰ
ἅγια μυστήρια σὲ αἱρετικό.
Ὡς πρὸς
Ὀρθοδόξους μὴ κληρι- κούς: νὰ μὴ
κοινωνοῦν ἀπὸ τὸ
ποτήριο τοῦ
αἱρετικοῦ. Ἡ
οἰκονομία, λοιπόν, ὡς πρὸς
τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν
πλήρη ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν
αἱρετικὸ
καὶ μάλιστα ὡς ἤδη
ἐλέχθη, ἐπειδὴ
εἶναι πολὺ σοβαρὸ θέμα, ἀσκεῖται
μόνον ἀπὸ
Ἀρχιερεῖς. Καὶ
ὡς φαίνεται ἀπὸ
τὶς οἰκονομίες
ποὺ ἀκολουθοῦν, μόνον διὰ συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Ὁ ὅσιος
Θεόδωρος δὲν
διαφωνεῖ σ’ αὐτὸ μιᾶς
καὶ τὴν
οἰκονομία τὴν ἄσκησε
σὲ πολὺ
περιορισμένα ὅρια,
γιὰ τὴν
θεραπεία τῆς
ἀσθενείας τῶν οἰκονομουμένων,
διότι δὲν εἶχε
τὴν ἁρμοδιότητα
ὡς Ἱερεὺς νὰ
τὰ ξεπεράσει, ποὺ ἄλλωστε
καὶ οὔτε
Ἐπίσκοπος μεμονωμένα δὲν μπορεῖ. Ἡ
ὑπέρβαση αὐτῶν
τῶν ὁρίων,
γιὰ τὸν
Ὅσιο, σημαίνει «ἐν παρανομίᾳ καὶ
ψεύδει τὸ καθόλου».
5]
Ποιὲς
οἱ προϋποθέσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ἀσκεῖται.
Α.
Πρέπει νὰ
ὑπάρχει
ἱερὸς Κανόνας ποὺ νὰ
προστάζει, νὰ
ἐντέλλεται
τὴν
τήρησή του καὶ
τοῦτο
νὰ
ἀποτελεῖ τὴν
ἀκρίβεια.
Καὶ
ἡ
ἀπόκλιση
ἐξ
αὐτῆς, ἐὰν
δὲν
μεσολαβήσει ἡ
οἰκονομία
(ὡς ἀπόφαση
καὶ πράξη τοῦ ἁρμοδίου
ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου)
, συνιστᾶ
παρανομία καὶ
αὐθαιρεσία.
«τῶν
ἀκριβεστέρων
νόμων ἡ
ἐπί
τινα χρόνον ὑποστολὴ ἢ
σχολὴ...»,
πρέπει νὰ
ὑπάρχουν
αὐτοὶ οἱ
ἀκριβέστεροι
νόμοι. «...πρέπει νὰ
ὑπάρχῃ ἤδη
καθωρισμένος ἐκκλησιαστικὸς κανὼν δικαίου, δηλαδὴ ἡ
"ἀκρίβεια",
ἡ
ἀπὸ τῆς
ὁποίας
ἄνευ
μεσολαβήσεως τῆς
"ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας"
ἀπόκλισις
θὰ
ἀπετέλει
παρανομίαν καὶ
αὐθαιρεσίαν.
Πρέπει,
δηλαδή, ἡ κανονικὴ "ἀκρίβεια", νὰ ἔχῃ ἤδη
σαφῶς καθορισθῆ καὶ
νὰ ἐξακολουθῇ εἰσέτι
θεωρουμένη ἐν
ἰσχύϊ, ἵνα ἐν
συνεχείᾳ εἶναι
δυνατὸν νὰ
ληφθῇ μέτρον τι "κατ᾿ ἐκκλησιαστικὴν οἰκονομίαν"».
«Διότι τὸ χαρακτηριστικὸν τῆς
οἰκονομίας, ὡς ἐξετέθη
ἀνωτέρω εἰς τὸ
περὶ τῶν
προϋποθέσεων αὐτῆς κεφάλαιον, εἶναι ἡ
προΰπαρξις θεσμοῦ τινος ἀπαγορεύοντος τὸ κατ᾿
οἰκονομίαν ἐπιτρεπόμενον». Ὡς πρὸς
τὸ θέμα μας αὐτὸ
σημαίνει ὅτι
οἱ ἱεροὶ Κανόνες: 15ος τῆς ΑΒ’, 31ος Ἀποστολικὸς καὶ
11ος Καρθαγένης (στὶς
ἐξαιρέσεις τους), 33ος Ἀποστολικός, 33ος Λαοδικείας, 5ος Μ.
Βασιλείου, 9ος Τιμοθέου (βλ.σσ. 226-227). (Εἶναι
περισσότεροι οἱ
ἱεροὶ
Κανόνες ποὺ
ἀναφέρονται στὸ ἐν
λόγῳ θέμα, ἐδῶ
μόνον ἐνδεικτικῶς κάναμε ἀναφορά,).Πρέπει νὰ εἶναι
ὑποχρεωτικοί, νὰ ἀπαγορεύουν
τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν ἀκαταγνώστων
αἱρετικῶν,
νὰ ἐντέλλονται
τὴν ἀπομάκρυνση
ἐκ τῆς
κοινωνίας των καὶ
νὰ ἀποτελοῦν τὴν
ἀκρίβεια. Καὶ τότε, διὰ τῆς
μεσολαβήσεως τῆς
οἰκονομίας, ὡς ἐλέχθη
ἀνωτέρω, ἡ ἀπόκλιση
τῆς ἀκριβείας
νὰ μὴν
ἀποτελεῖ παρανομία. Διότι διαφορετικά, ἐὰν καθ’ ὑπόθεσιν εἶναι δυνητικοὶ (=προαιρετικοὶ) δὲν
χρειαζόταν ἡ
ἄσκηση τῆς οἰκονομίας
διότι οἱ ἴδιοι
οἱ ἱεροὶ Κανόνες θὰ ἔδιδαν
τὴν νόμιμη, κανονικὴ διέξοδο τῆς μὴ
διακοπῆς κοινωνίας ἀπὸ
τοὺς τοιούτους αἱρετικοὺς καὶ
δὲν θὰ
χρειαζόταν ἡ
ἄσκησή της. Ὅλοι οἱ
Πατέρες ὅμως καὶ οἱ
Σύνοδοι, ὁμιλοῦν γιὰ
οἰκονομία. Τοῦτο ἀποδεικνύει
ὅτι ἐκλαμβάνουν
τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τοῦ αἱρετικοῦ καὶ
τοὺς σχετικοὺς ἱεροὺς Κανόνες ὡς ὑποχρεωτικούς.
Συνεχίζοντας,
προσθέτεται ὅτι,
ὁ ὁρισμὸς τῆς
οἰκονομίας ποὺ καταχωρήθηκε ἀνωτέρω, τοῦ Μ. Φωτίου, ἂν καὶ
πληρέστερος τῶν
ὑπολοίπων ἁγίων Πατέρων, ὡστόσο, δὲν καλύπτει τὸ ὅλο
θέμα. Κάνουμε χρήση στὸ
ἑξῆς
(ἤδη τὸ
ἔχουμε κάνει βοηθητικὰ) τῆς
ἐργασίας τοῦ Ἀρχιεπ.
Ἱερωνύμου Κοτσώνη «Προβλήματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας»
ὡς πρὸς
τὶς προϋποθέσεις ἐξασκήσεως τῆς οἰκονομίας
ποὺ ἤδη
ἐξετάζουμε. Τοῦτο εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ γίνει διότι καταδεικνύεται, μαζὶ μὲ
τὰ προηγούμενα, πότε καὶ γιατὶ
ἀσκεῖται
ἡ οἰκονομία
κατὰ τοὺς
Πατέρες. Συνεχίζουμε λοιπόν: Λέγει ὁ
ἐν λόγῳ
συγγραφεύς: «Τέλος, ἐν
περιπτώσει ἐφαρμογῆς τῆς
"ἐκκλ. οἰκονομίας" ἐπὶ
ποινῶν, χρειάζεται νὰ συντρέχῃ καὶ
μία ἄλλη προϋπόθεσις, ἡ ὁποία
εἶναι ὡσαύτως
αὐτονόητος. Πρέπει, δηλαδή, εἴτε νὰ
ἔχῃ
ἤδη μεσολαβήσει παράβασις ἐκκλησιαστικοῦ τινος θεσμίου ἢ ἔθους,
ἢ νὰ
εἶναι ἀδύνατος
ἡ πνευματικὴ περίθαλψις τοῦ πιστοῦ ἢ
τῶν πιστῶν, διὰ
τῆς ἐφαρμογῆς τῆς
"ἀκριβείας". Ἄλλως, δὲν θὰ
συνέτρεχε περίπτωσις ἐφαρμογῆς τῆς
"ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας".
Τὰ ἀνωτέρω
συναντῶνται στὴν οἰκονομία
τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου, ὅπου
συνυπάρχουν παράβαση, οἰκονομία,
ἐπιτίμιο καὶ πνευματικὴ περίθαλψη ἀπὸ
τὸν Ὅσιο
καὶ τοὺς
Ὀρθοδόξους. Ὁ δὲ
συγγραφεὺς κάνει στὴν συνέχεια μία πολὺ σημαντικὴ διευκρίνηση: «Ἀλλ’ αἱ
προϋποθέσεις αὗται
δὲν θέτουν τρόπον τινὰ αὐτομάτως
εἰς κίνησιν τὸν μηχανισμὸν τῆς
"ἐκκλησιαστικῆ οἰκονομίας". Δὲν σημαίνει, δηλαδή, ὅτι θὰ πρέπῃ νὰ θεωρηθῇ ὡς
"ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία" πᾶσα τυχὸν παράβασις τῶν ἱερῶν Κανόνων. Τοῦτο
θὰ ἀπετέλει ὄχι μόνον κατάφωρον παραβίασιν τοῦ πνεύματος τῆς "οἰκονομίας",
ἀλλὰ καὶ ἀναμφισβήτητον καταστροφὴν τῶν πιστῶν καὶ κατάλυσιν ἀσφαλῆ πάσης ἐκκλησιαστικῆς
πειθαρχίας». Ὁ συγγραφεὺς θέτει καὶ τρεῖς ἀκόμη εἰδικὲς προϋποθέσεις πρὸς ἐνάσκηση
τῆς οἰκονομίας οἱ ὁποῖες ἀπαντοῦν καὶ στὴν ἐρώτηση γιατὶ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία.
Πρώτη εἰδικὴ προϋπόθεση εἶναι νὰ ὑπάρχει κατάσταση ἀπολύτου
ἀνάγκης. Ὡς τέτοιες θεωρεῖ: Τὴν ἀνθρωπίνη ἀδυναμία καὶ
ἀσθένεια. Αὐτὸ συναντᾶται στὴν οἰκονομία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας πρὸς
τοὺς Ἀνατολικοὺς ποὺ μνημόνευαν τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας στὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν
Στουδίτη ἀλλὰ καὶ ἤδη τὸ συναντήσαμε στὸν ὁρισμὸ τῆς οἰκονομίας τοῦ Μ. Φωτίου
ποὺ παρατέθηκε ἀνωτέρω: «Πρὸς τὴν τῶν δεχομένων ἀσθένειαν...».
Τὴν ἀνωτέρα βία. Δηλαδή: οἱ πόλεμοι, οἱ ἐπιδημίες, οἱ καιρικὲς συνθῆκες, ἡ κρατικὴ ἐπιβολὴ
κ.ἄ. Αὐτὴ ἡ ἀνωτέρα βία βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν οἰκονομία ὡς πρὸς τοὺς Φράγκους.
Τὴν χαλεπότητα τῶν καιρῶν.
Μεταξὺ τῶν
ὁποίων συμπερι λαμβάνει ὁ συγγραφεὺς καὶ
τὶς ἀναστατώσεις
ποὺ προέρχονται ἐκ τῆς
διαδόσεως τῶν
αἱρέσεων.
Δευτέρα
εἰδικὴ προϋπόθεση εἶναι, ὅτι πρέπει ἐκ τῆς μὴ ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας νὰ ἐπικρέμανται φοβερὰ καὶ ὀλέθρια δεινὰ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν τέκνων της.
Ἐδῶ
συνειρμικῶς
πρέπει νὰ λεχθεῖ περὶ
τοῦ σκοποῦ τῆς
οἰκονομίας, ὁ ὁποῖος εἶναι
ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν.
Ὅταν αὐτὸ δὲν
ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς
ἀκριβείας τότε οἱ ἁρμόδιοι
μετέρχονται τὴν
οἰκονομία. Λέγει ὁ ἅγιος
Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης:
«Οἰκονομία ἐστὶν
ἑκούσιος μεγέθους συ-γκατάβασις πρὸς σωτηρίαν τινῶν ἐπιτελουμένη».
Τρίτη
εἰδικὴ προϋπόθεση εἶναι «Τέλος,
εἰς τὴν
περίπτωσιν κατὰ
τὴν ὁποίαν
ἡ "ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία"
συνίσταται εἰς
συγχώρησιν ἢ
ἐπιεικῆ
κρίσιν διαπραχθείσης παραβάσεως, ἀπαιτεῖται νὰ
ὑπάρχῃ
παρὰ τῷ
πταίσαντι διάθεσις μετανοίας». Καὶ
κατωτέρω: «Ἡ
προϋπόθεσις τῆς
μετανοίας τοῦ
πταίσαντος καὶ
παραβάντος ἐκκλησιαστικόν
τινα Κανόνα ἢ
Διάταξιν θεωρεῖται
τόσον ἀπαραίτητος πρὸς ἐνάσκησιν
τῆς "ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας",
ὥστε ἂν
ἤθελεν ὑποτεθῇ,
ὅτι, παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι
ὁ παραβάτης δὲν ἔχει
ἐπιδείξει μετάνοιαν, εὑρίσκεται ἐκκλησιαστικὸν ὄργανον,
τὸ ὁποῖον νὰ
λάβῃ ὑπὲρ τοῦ
παραβάτου ἐπιεικές
τι μέ- τρον, τοῦτο
δὲν θὰ
ἔπρεπε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς
"ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία",
ἀλλὰ
ὡς αὐθαιρεσία,
ὡς θέλει δειχθῇ κατωτέρω».
Πρέπει
νὰ συμπληρωθοῦν καὶ δύο ἀκόμη τελευταῖες ἀπαραίτητες προσθῆκες ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία.
1)
Τὸν
τελευταῖο λόγο τὸν ἔχει
τὸ σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδὴ ὁ
ὀρθόδοξος λαὸς πρέπει νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν
οἰκονομία ὡς οἰκονομία
καὶ ὄχι
ὡς παρανομία. Λέγεται ἐν προκειμένῳ: «Τέλος, εἶναι ἀπολύτως
ἀπαραίτητο, ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας
νὰ ἀποδέχεται
τὴν ἀπόκλιση
ἀπὸ
τὴν ἀκρίβεια
ὡς κατ’ οἰκονομία γενομένη. Διότι τελικὸς κριτὴς ἐπὶ τῆς
γῆς ὅλων
τῶν ἀποφάσεων
τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων
εἶναι "Η ΚΟΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ" - κλήρου καὶ
λαοῦ. Κατὰ
τὸν Μ. Βασίλειο "αἱ περὶ
τὰς Ἐκκλησίας
οἰκονομίαι γίνονται μὲν παρὰ
τῶν πεπιστευμέ- νων τὴν προστασίαν αὐτῶν,
βεβαιοῦνται δὲ παρὰ
τῶν λαῶν"
(PG32, 860)».
Καὶ στὴν
συνέχεια προσθέτεται ἕνα
περιστατικὸ
ποὺ ἀποδεικνύει
τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
«Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἐν
προκειμένῳ
τὸ περιστατικὸ ποὺ
συνέβη ἐπὶ
Πατριαρχίας τοῦ
Κπόλεως Γερμανοῦ
Β’ (1222-1240), ὅταν
ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος θέλησε νὰ φανεῖ
πρὸς στιγμὴν ἐπιεικὴς καὶ
νὰ ἐπιτρέψει
τὴν Κυπριακὴ Ἱεραρχία
"κατ’ οἰκονομίαν"
νὰ συμμορφωθεῖ μὲ
ὁρισμένους ὅρους ποὺ ἔθεσαν
οἱ Λατίνοι κατακτητές. Μόλις ἔγινε γνωστὴ ἡ
ἀπόφαση ἐξοργισμένα πλήθη κληρικῶν, μοναχῶν καὶ
λαϊκῶν εἰσόρμησαν
στὴν αἴθουσα
τῆς συνεδριαζούσης Συνόδου καί, ἀφοῦ
δήλωσαν ὅτι τὴ
συμμόρφωση αὐτὴ τὴ
θεωροῦν ἄρνηση
τῆς πίστεως, ἀπαίτησαν ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη τὴν ἀνάκληση
τῆς ἀποφάσεως.
Ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος, σεβομένη τὴ συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ,
ἀνακάλεσε τὴν κατ’ οἰκονομία ληφθεῖσα ἀπόφασή
της (ΚΟΤΣΩΝΗ Ι, Intercommun- io, σ. 75)».
2]Ἡ οἱκονομία
δὲν ἀσκεῖται στὸ δόγμα. Ὁ ἅγιος
Μᾶρκος ὁ
Εὐγενικὸς
στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας στὴν ψευδένωση μὲ τοὺς
Παπικοὺς ἀντέταξε
τὸ «οὐ
συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ
τῆς πίστεως». Τὸ ἴδιο
λέγει καὶ ὁ
ἅγιος Εὐλόγιος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας: «Ἔπειτα δὲ τότε τὰς οἰκονομίας
ὁ ὀρθὸς λόγος μεταχειρίζεται, ὅτε τὸ
δόγμα τῆς εὐσεβείας
οὐδὲν
παραβλάπτεται».
Καὶ κλείνοντας τὰ εἰσαγωγικὰ ὡς
πρὸς τὴν
ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία
τὸ μόνον ποὺ ἀπομένει
νὰ λεχθεῖ εἶναι
ὅτι ὅταν
δὲν ὑπάρχουν
οἱ ἀνωτέρω
προϋποθέσεις τότε δὲν
ἀποτελεῖ οἰκονομία
- ἡ τότε λεγομένη μόνον κατ’ ἐπίφασιν οἰκονομία - ἀλλὰ
παρανομία.
(Ιερομονάχου
Ευγενίου. Η έννοια του μολυσμού)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου