Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Η ορολογία του «Ομοουσίου» και οι μεταφραστικές της μετατοπίσεις - Μαρίνα Κολοβοπούλου.

 



----------------------------------------------------------

Παρέμβαση της Καθηγήτριας στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ Μαρίνας Κολοβοπούλου για μεταφραστικές επιλογές στο Σύμβολο της Πίστεως, που απειλούν να αλλοιώσουν την πατερική θεολογία.

Κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΔ´ στήν ἱστορική πόλη τῆς Νικαίας, με ἀφορμή τόν κοινό χριστιανικό ἑορτασμό τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τή σύγκληση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ἐνδιαφέρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἐπικεντρώθηκε στή δημόσια ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τοῦ filioque, γεγονός πού προκάλεσε θετική ἀντίδραση στόν ὀρθόδοξο κόσμο.

Ἐν τούτοις τόσο ἀπό τήν προφορική ἀπαγγελία του στήν ἀγγλική γλῶσσα, ὅπως μεταδόθηκε ἀπό τά ΜΜΕ, ὅσο καί ἀπό τήν δημοσίευση τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο μοιράστηκε στούς παρευρισκομένους, διαπιστώνονται δύο σημεῖα ἀπόκλισης ἀπό τό ἑλληνικό πρωτότυπο, τά ὁποῖα προκαλοῦν προβληματισμό ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς ἐπιστήμης καί ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως:

1. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τοῦ Υἱοῦ ὡς «ὁμοουσίου τῷ Πατρί» ἀποτελεῖ θεμελιώδη πυλώνα τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογίας καί ὄχι μόνο. Ὁ ὅρος «ὁμοούσιος» ἦταν καί ἡ αἰχμή τοῦ δόρατος τοῦ θεολογικοῦ ἀγῶνα τῶν Πατέρων γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἀρειανικῆς κακοδοξίας. Ἡ παραδοσιακή ἀγγλική ἀπόδοση τοῦ ὅρου ὡς consubstantial, πού λειτουργεῖ ὡς τεχνικός ὅρος στό θεολογικό λεξιλόγιο ἤ ἡ πιό ἁπλουστευμένη ἐκφορά of one essence ἀποδίδουν μέ δογματική ἀκρίβεια τό πατερικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Ἰδιαίτερα δέ ὁ πρῶτος, ὡς τεχνικός ὅρος εἶναι ἑδραιωμένος στή θεολογική παράδοση τῆς Δύσεως καί δέν ἐπιδέχεται παρερμηνεῖες καθώς δηλώνει ξεκάθαρα τήν κοινότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων. 

Ἐν τούτοις, στό ἀγγλικό κείμενο τοῦ Συμβόλου, τό ὁποῖο ἀναγνώσθηκε καί μοιράστηκε, γιά τήν μεταφραστική ἀπόδοση τοῦ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί» δέν ἐπιλέχθηκε οὔτε ὁ ὅρος consubstantial οὔτε ἡ ἁπλούστερη ἐκδοχή of one essence ἀλλά ἡ νεότερη ἀπόδοση «of one being with the Father». Ὡστόσο ἡ ἐν λόγῳ ἐπιλογή εἶναι δυνητικά παραπλανητική, καθότι ὁ ὅρος being στήν ἀγγλοσαξωνική φιλοσοφική παράδοση δύναται νά δηλώσει ὄχι τήν οὐσία ἀλλά τήν ὑπόσταση/ὕπαρξη.

 

Εἰσάγεται ἑπομένως μία σημασιολογική ἀσάφεια ἀφοῦ ἡ θεία ἑνότητα μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτή ὄχι ὡς ὀντολογική κοινότητα οὐσίας ἀλλά ὡς σχεσιακή κοινωνία μεταξύ τῶν θείων προσώπων. Ἡ ἐννοιολογική αὐτή μετατόπιση δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή θεολογία τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ ὁμοουσίου, ἔστω καί ἄν δέν γίνεται πάντα συνειδητά, καί εὐνοεῖ ἑρμηνεῖες πού προσεγγίζουν τήν τριαδολογία μέσα ἀπό συγκεκριμένες ἐκκλησιολογικές ἀναγνώσεις καί τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσα ἀπό κατηγορίες ἀνθρωποκεντρικῆς φιλοσοφίας (ὑπαρξισμό, περσοναλισμό), ὁδηγώντας σέ μεθοδολογική ἀσυνέχεια μέ τήν πατερική παράδοση.

2. Ἡ προσθήκη τοῦ ρήματος πιστεύω στό σχετικό μέ τήν Ἐκκλησία ἄρθρο τοῦ Συμβόλου καθώς αὐτό ἀπουσιάζει ἀπό τό ἑλληνικό πρωτότυπο κείμενο. Ὅσο καί ἄν προκαλεῖ ἐντύπωση, στή δυτική θεολογική παράδοση μέχρι καί τή σύγχρονη Ρωμαιοκαθολική Κατήχηση δέν συναντᾶται τό ἐν λόγῳ ἄρθρο ὡς «πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» ἀλλά «πιστεύω μίαν ἁγίαν καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου ἀλλά καί δυτικῆς, τό διόλου ἁπλό αὐτό ζήτημα, ἔχει μελετηθεῖ καί ἑρμηνευτικά ἐξηγηθεῖ γιά τήν ἀποφυγή συγχύσεων στό περιεχόμενο τῆς πίστεως.

Αὐτό πού θά πρέπει νά σημειωθεῖ εἶναι ὅτι ἡ προσθήκη τοῦ ρήματος πιστεύω στό σχετικό ἄρθρο μέ τήν Ἐκκλησία, στόν ὀρθόδοξο χῶρο τουλάχιστον, ὀφείλεται στούς Βαρλαάμ Καλαβρό καί Γεώργιο Τραπεζούντιο πού ἦσαν καί οἱ δύο ἐκλατινισθέντες ὀρθόδοξοι. Ἐπομένως, καθίσταται σαφές ὅτι ἡ ἀκριβολόγος χρήση τῶν δογματικῶν ὅρων δέν ἀποτελεῖ ἔξαρση φιλολογικοῦ ἐκλεπτυσμοῦ, ἀλλά ἔκφραση θεολογικῆς εὐθύνης. 

Ἡ ὁρολογία τοῦ Συμβόλου δέν ἀνήκει στήν διακριτική εὐχέρεια ἑκάστου μεταφραστοῦ, ἐπειδή ἡ παραμικρή μετάθεση ἑνός νοηματικοῦ κέντρου – ὅπως ἡ ἀντικατάσταση τοῦ «ὁμοουσίου» ἀπό τόν ἀμφίσημο ὅρο τοῦ «being» ἤ ἡ ἐπαναδιατύπωση τοῦ ἄρθρου περί τῆς Ἐκκλησίας – δύναται νά ὁδηγήσει σέ ἀναπλαισίωση τῆς πίστεως καί νά ἀλλοιώσει τήν πατερική κατανόηση τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Ἡ Ἐκκλησία, ἐκ παραδόσεως, φυλάσσει ὄχι μόνο τό «τί» πιστεύει, ἀλλά καί τό «πῶς» τό λέγει, διότι τό ὀρθῶς λέγειν ἀποτελεῖ ἀνάκλαση τοῦ ὀρθῶς πιστεύειν.

ΠΗΓΗ.ΕΟΔ

2 σχόλια:

  1. Ἔχει ἀπόλυτον δίκαιον ἡ Κα Κολοβοπούλου, κυρίως ὡς πρός τήν 1ην ἐπισήμανσίν της. Ἡ φράσις "One Being with the Father" δέν εἶναι συνώνυμος τῆς λέξεως «ὁμοούσιος»! Μπορεῖ εὐκόλως νά παρερμηνευθῇ ὡς «Μία Ὀντότης ὁμοῦ μέ τόν Πατέρα», δηλαδή πού συνυπάρχει πάντοτε μέ τόν Πατέρα, πού ὅμως ΔΕΝ σημαίνει καί ὅτι ἔχει τήν αὐτήν οὐσίαν μέ τόν Πατέρα, ὅτι δηλαδή καί Αὐτή ἡ Ὀντότης εἶναι Θεός. Ἑπομένως, ἡ ὡς ἄνω φράσις εἶναι χιλιαστική. Εἶναι δέ προφανές ὅτι δέν πρόκειται διά μεταφραστικόν λάθος, ἀλλά διά σκόπιμον ἀλλοίωσιν τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως εἰς τά πλαίσια τῆς προωθήσεως τῆς νέας αἱρέσεως (χιλιαστικῆς καί αὐτῆς, ὅπως εἶναι καί ὁ Οἰκουμενισμός) τοῦ Βαρθολομαίου, ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι δῆθεν «πρῶτος ἄνευ ἴσων» εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα, πού ὑπονοεῖ ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κατώτεροι τοῦ Πατρός! Ὡς πρός τήν 2αν ἐπισήμανσιν τῆς Κας Κολοβοπούλου, ἄς σημειωθῆ ὅτι τό ἀλλοιωθέν Σύμβολον προσθέτει τό “We believe” εἰς δύο ἐπιπλέον σημεῖα, πρῶτον, ὅταν ἀναφέρεται εἰς τόν Υἱόν, καί, δεύτερον, ὅταν ἀναφέρεται εἰς τόν Ἅγιον Πνεῦμα. Εἰς τό πρωτότυπον, δέν ὑπάρχει ἡ λέξις «Πιστεύω» εἰς τά ἀντίστοιχα σημεῖα, ἀλλά ὑπονοεῖται. Ὑπάρχει ὁ συμπλεκτικός σύνδεσμος «καί», ὁ ὁποῖος προσδίδει συνοχήν εἰς τό κείμενον. Ἑπομένως, καί εἰς τό Ἀγγλικόν «Πιστεύω» (Creed), θά ἔπρεπε οἱ ὡς ἄνω προτάσεις (ἄρθρα του Συμβόλου) νά συνδέωνται μέ ἕν ἁπλοῦν “And.” Ἔτσι, δέν θά παρεβιάζετο καί ὁ Ζ’ Κανών τῆς Γ’ Οἰκ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναθεματίζει ὅποιον συγγράφει ἑτέραν πίστιν. Οἱ ὡς ἄνω ἀλλοιώσεις ἴσως νά μήν φαίνωνται οὐσιώδεις εἰς τούς ἀδαεῖς, ἀλλά εἶναι, δεδομένου μάλιστα ὅτι γίνονται ὑπό Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ὑπούλως διά τήν σταδιακήν κατεδάφισιν τῆς Πίστεως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Περαιτέρω, ἔχουν ἀλλάξει τό «Πιστεύω» (I believe) εἰς «Πιστεύομεν» (We believe). Ἀπό πότε μπορεῖ κάποιος νά ὁμολογήσῃ τήν πίστιν κάποιου ἄλλου; Εἶναι καί αὐτή ἡ ἀλλαγή σκόπιμος, πρός ὑποβάθμισιν τοῦ θέματος τῆς πίστεως. Ἔτσι, ὁμολογεῖται ὅτι τό συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν καί ἀλλοθρήσκων πού συμπροσεύχονται μέ τόν Βαρθολομαῖον πιστεύουν εἰς τόν αὐτόν «θεόν», ὅπως κηρύττουν εὐθαρσῶς οἱ Οἰκουμενισταί ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες, ὁ ὁποῖος βεβαίως «θεός» δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Διάβολον! Τέλος, ἄς σημειωθῆ καί τοῦτο: Εἰς μίαν οἰκουμενιστικήν «θείαν λειτουργίαν» πού ἔγινε στά Γερμανικά τό 1996 εἰς τήν Γερμανίαν, χοροστατοῦντος τοῦ «μητροπολίτου» Γερμανίας Αὐγουστίνου, εἰς τήν ὁποίαν συμμετεῖχον παπισταί, «παλαιοκαθολικοί» καί διάφορες προτεσταντικές ὁμολογίες, τό Σύμβολον τῆς Πίστεως καί πάλι κακοποιήθηκε βαναύσως. Π.χ. παρελείφθησαν τά ἑξῆς: (1) «πρό πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ Φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί», (2) «ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», (3) «ὁμολογῶ ἕν βάπτισμα» κ.ἄ. Βλ. ἄρθρον τοῦ ἀειμνήστου ἀγωνιστοῦ Νικολάου Ψαρουδάκη, «Ὀρθόδοξος Τύπος», 17 Ἰανουαρίου 1997, ἀρ. φύλλου 1207, σελ. 1.
    Δημήτριος Χατζηνικολάου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου