Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

ΟΙ ΑΛΙΩΤΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΛΙΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ

 


Επιμέλεια κειμένων: π.Δ.Α

Eισαγωγικά

 Μητροπολίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Μητρόπολη του εξωτερικού,  προσπάθησε να αποδομήσει ιστορικά τις παραδόσεις περί των άλιωτων αφορισμένων μοναχών του Αγίου Όρους,  που είχαν συλλειτουργήσει με τους παπικούς και γενικά να παρουσιάσει ως αβάσιμες και ατεκμηριώτες τις αφηγήσεις περι θείας τιμωρίας των φιλοπαπικών στα χρόνια της Λατινοκρατίας. 

Αρχικά  υποστήριξε ότι αυτές οι ιστορίες δεν είναι τεκμηριωμένες ιστορικά, άρα δεν αποτελούν και ιστορικά γεγονότα. Φυσικά κάτι τέτοιο αποτελεί ξεκαθάρα μία λογική πλάνη αφού σύμφωνα με τις αρχές της Λογικής η ανυπαρξία αποδείξεων δεν είναι απόδειξη ανυπαρξίας!  Με άλλα λόγια, το οτι για ένα γεγονός μπορεί να μην υπάρχουν σύγχρονες ιστορικές πηγές που να το τεκμηριώνουν, δεν σημαίνει οτι αυτό δεν έλαβε χώρα! 

 

Τι έγραψε ο Μητοπολίτης



Κάθε φορά που συμβαίνει μία συνάντηση του Πάπα Ρώμης με τον Οικουμενικό Πατριάρχη εμφανίζεται στα social media η αφήγηση για τους αφορισμένους άλιωτους μοναχούς που συλλειτούργησαν με τον Πατριάρχη Βέκκο, συνοδευόμενη από μία φωτογραφία που απεικονίζει δύο τερατόμορφες φιγούρες.

Δυστυχώς για αυτούς που δημοσιεύουν και πιστεύουν αυτή την αφήγηση, η ιστορία και η φωτογραφία είναι πλαστές.

Ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος (1260–1289) υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης των Εκκλησιών που προωθήθηκε στη Σύνοδο της Λυών (1274) υπό τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Στόχος του ήταν η εξασφάλιση πολιτικής και στρατιωτικής συμμαχίας με τη Δύση, για να αποφευχθεί νέα σταυροφορία κατά της Κωνσταντινουπόλεως και να σταθεροποιηθεί η βυζαντινή επιρροή στα Βαλκάνια. Η πολιτική αυτή προκάλεσε έντονη αντίδραση από τους Ανθενωτικούς, κυρίως μοναχούς του Αγίου Όρους, που υπερασπίζονταν τη δογματική καθαρότητα και θεωρούσαν την ένωση προδοσία της πίστης. Στο πλαίσιο αυτό, ο Βέκκος προχώρησε σε διοικητικές διώξεις — καθαιρέσεις, απομακρύνσεις και εγκλεισμούς μοναχών· ορισμένες φορές, με την υποστήριξη της αυτοκρατορικής εξουσίας, σημειώθηκαν και βίαιες επεμβάσεις σε μονές. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η΄, ο Βέκκος φυλακίστηκε και παραιτήθηκε από τον θρόνο.

Στους μεταγενέστερους αιώνες δημιουργήθηκαν λαϊκές και φανταστικές διηγήσεις, όπως εκείνη των «αφορισμένων άλιωτων μοναχών» ή άλλες ιστορίες «θείας τιμωρίας» των Ενωτικών, οι οποίες δεν διαθέτουν καμία ιστορική τεκμηρίωση. Τέτοιοι θρύλοι εξυπηρέτησαν την ανάγκη των Ανθενωτικών να ενισχύσουν τη συλλογική τους ταυτότητα και να αποδώσουν συμβολικά την ηθική τους νίκη, όμως αποτελούν δημιουργήματα μεταγενέστερης προφορικής παράδοσης, όχι πραγματικά γεγονότα.

Η αφήγηση για τους άλιωτους μοναχούς δεν έχει κάποια αυθεντική τεκμηρίωση και μαζί με την φωτογραφία εμφανίσθηκαν την δεκαετία του 1970 με τον ισχυρισμό πως το όλο θέμα είχε γίνει γνωστό την δεκαετία του 1930.

Ενδιαφέρον είναι ότι η ίδια εικόνα, ή παραλλαγές της, έχουν εντοπιστεί σε παλαιές ευρωπαϊκές λαϊκές εκδόσεις. Συγκεκριμένα:

Αναφέρεται σε ορισμένα γιουγκοσλαβικά περιοδικά τέχνης της δεκαετίας του 1950 ως "σκαρίφημα από σπηλαιογραφία στη Δαλματία".

Κυκλοφορεί σε μερικά αγγλόφωνα αρχεία ως εικόνα «παράξενων μορφών μέσα σε σπήλαιο στη Βοημία», πιθανότατα φωτογραφία βράχου ή αλλοιωμένη εκτύπωση.

Σε φόρουμ μεταφυσικών θεμάτων εμφανίζεται από τη δεκαετία του 1990 ως "εικόνα παραφυσικών οντοτήτων".

Η απεικόνιση των δύο τερατόμορφων μορφών προέρχεται, όπως φαίνεται, από φωτογραφία αρνητικού που υπέστη υπερέκθεση ή από σχεδίαση με κιμωλία επάνω σε βράχο, δημιουργώντας έτσι τις χαρακτηριστικές «αλλόκοτες» σιλουέτες.

Η φωτογραφία πιθανότατα δεν απεικονίζει τίποτα πέραν ενός σκιτσαρισμένου μοτίβου ή ενός φωτογραφικού πειράματος. Στη συνέχεια αναδημοσιεύτηκε χωρίς πηγή σε έντυπα λαϊκής θρησκευτικότητας, και κάποιος την «έντυσε» με την ιστορία των αφορισμένων μοναχών για εντυπωσιασμό ή ηθικό δίδαγμα. Έτσι, γεννήθηκε ένας σύγχρονος θρησκευτικός αστικός θρύλος.

Απάντηση στα γραφόμενα του Μητροπολίτη.

Πολλά γεγονότα περνούν μέσα από την προφορική παράδοση και επιβιώνουν για αιώνες χωρίς αναγκαστικά να υπάρχει από πίσω πάντοτε ενας ιστορικός να τα καταγράφει. Αλλά ακόμη και να υπήρχε σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός, πάλι οι αμφισβητίες θα τον θεωρούσαν αναξιόπιστο και προκατειλημμένο, κάτι που έχει γίνει αμέτρητες φορές μέσα στην ιστορία. 

Ακόμη δηλαδή και να υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες που να κατέγραφαν π.χ μία άνωθεν τιμωρία εναντίον των φιλοπαπικών στα χρόνια της Λατινοκρατίας, οι οικουμενιστές σήμερα θα την χαρακτήριζαν ως αναξιόπιστη και ως προϊόν φαντασίας των Ανθενωτικών. Οπότε για ποιόν λόγο γίνεται όλη αυτή η συζήτηση; Για να μας δείξουν οι οικουμενιστές ότι αμφισβητούν επιλεκτικά τις πηγές που δεν τους συμφέρουν; Αυτό το γνωρίζουμε εδώ και χρόνια. Ξεχνούν όμως ότι εαν εισάγουμε στην ορθόδοξη πνευματικότητα την πλάνη του ιστορικισμού- της αντίληψης δηλαδή πως πρέπει να δεχόμαστε μόνο ο,τι τεκμηριώνεται ιστορικά- τότε αναγκαστικά θα πρέπει να καταργήσουμε και μεγάλο μέρος της ιεράς μας παραδόσεως, όπως την εικονογράφηση της Θεοτόκου από τον Ευαγγελιστή Λουκά, το Άγιο Μανδήλιο, την Αγία Ζώνη, το μαρτύριο του Αγίου Φανουρίου, του Αγίου Εφραίμ κλπ κλπ. 

Μπροστά σε όλα αυτά τα γεγονότα δεν υπήρχε κάποιος ιστορικός να τα καταγράφει την στιγμή που εκτυλίσσονταν αλλά διασώθηκαν προφορικά μέσω της Ιεράς Παράδοσης και της Θείας Πρόνοιας (το Πνεύμα το Άγιον φρόντισε ώστε να μην χαθούν στον διάβα των αιώνων) ενώ κάποια εξ αυτών φανερώθηκαν μέσω ΘΑΥΜΑΤΩΝ των ίδιων των Αγίων! Φανταστείτε δηλαδή να εμφανίζεται ένας Άγιος στους ανθρώπους, να τους λέει για τα μαρτύρια που πέρασε, να τους προφητεύει τα μέλλοντα, να θεραπεύει αρρώστους, να ανασταίνει νεκρούς και εμείς να του λέμε "Καλά τα λες χρυσέ μου αλλά δεν έχουμε ιστορικές πηγές, σόρρυ αλλά χάρηκα που τα είπαμε". Αυτά είναι προφανώς αστειότητες και δείχνουν ότι το δυτικό ορθολογιστικό και σχολαστικιστικό πνεύμα έχει διεισδύσει για τα καλά σε πολλούς Ιεράρχες...

Όσο για τους άλιωτους αποστάτες μοναχούς του Αγ. Όρους, ο Μητροπολίτης στην προσπάθεια του να εμφανίσει ώς μύθευμα την εν λόγω παράδοση, αναφέρει ότι η συγκεκριμένη φήμη ξεκίνησε την δεκαετία του '70 και οτι η γνωστή αποτροπιαστική φωτογραφία των αφορισμένων είναι πλαστή. 

Κατ' αρχάς η παράδοση αυτή δεν ξεκινάει την δεκαετία του '70.  Το 1964 υπάρχει επιστολή Αγιορείτη μοναχού ο οποίος υπήρξε ΑΥΤΟΠΤΗΣ μάρτυρας καθώς τη δεκαετία του 1880 είδε με τα ίδια του τα μάτια τους άλιωτους και τυμπανιαίους μοναχούς σε απομακρυσμένο και δύσβατο μέρος της ερήμου του Όρους, καθ' υπόδειξιν μάλιστα του πνευματικού του ο οποίος τον οδήγησε σε εκείνο το σημείο όπου είχαν μεταφερθεί τα πτώματα λόγω του φόβου που προκαλούσαν στους υπόλοιπους μοναχούς και προσκυνητές. Δηλαδή ο πνευματικός του ήδη από τον 19ο αιώνα και ασφαλώς οι παλιότεροι από εκείνον Αγιορείτες ήξεραν την παράδοση αυτή όπως επίσης και το μέρος που είχαν αρχικά θαφτεί (στον νάρθηκα του κοιμητηρίου της Λαύρας). 

Ασφαλώς οι φιλοπαπικοί θα ισχυριστούν οτι ο μοναχός λέει ψεύδη όμως εάν το κάνουν θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα! Γιατί προηγούμενως μας έλεγαν ότι δεν δέχονται τις παραδόσεις επειδή δεν έχουν σύγχρονες ιστορικές πηγές από αυτόπτες μάρτυρες. Τώρα όμως που έχουν ιστορική πηγή και μάλιστα με αυτόπτη μάρτυρα τι μπορούν να πουν; Ότι δεν την δέχονται! Μα ασφαλώς αυτό τους λέμε και εμείς ότι δηλαδή και αυτόπτες να υπήρχαν στο παρελθόν και πάλι δεν θα δεχόσασταν τις μαρτυρίες τους! Οπότε τι μας το παίζετε ιστορικοί και αρχαιολόγοι; Όπως βλέπετε, αγαπητοί μου, ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, γι αυτό και ξέρει να ελίσσεται όπως τον συμφέρει κάθε φορά...

Τέλος, περί της γνησιότητας της φωτογραφίας των αφορισμένων δεν έχω να προσθέσω πολλά καθώς η γνησιότητα ή η πλαστότητά της δεν σημαίνει απολύτως τίποτα από την στιγμή που έχουμε αυτόπτες μάρτυρες και μία παράδοση αιώνων σχετικά με το γεγονός. Ακόμη και πλαστή να είναι λοιπόν, τίποτα δεν αλλάζει. Εκτός και εαν αρχίσουμε να ισχυριζόμαστε οτι επειδή π.χ υπήρχαν πολλές πλαστές φωτογραφίες για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τότε αυτό σημαίνει οτι ο Β' Παγκόσμιος δεν έγινε ποτέ και ήταν ένα παραμύθι των παλιότερων για να το παίζουν ήρωες.

✒Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω μια ειλικρινή μου απορία σχετικά με τις προθέσεις του Μητροπολίτη. Αλήθεια γιατί ενόψει της συνάντησης Πατριάρχη και Πάπα επέλεξε να ασχοληθεί μόνο με μια ορθόδοξη παράδοση ώστε να την ανατρέψει και δεν ασχολήθηκε με το να ανατρέψει διάφορες παπικές παραδόσεις που δεν έμειναν απλές παραδόσεις αλλά ανακηρύχθηκαν ως επίσημα ΔΟΓΜΑΤΑ του παπισμού; 

-Γιατί δεν αποδόμησε την ψευδέστατη παράδοση περί της δήθεν Κωνσταντινείου δωρεάς; 

-Γιατί δεν αποδόμησε την ψευδέστατη παράδοση περί των δήθεν Ισιδωρείων διατάξεων; 

-Γιατί δεν αποδόμησε όλες τις παπικές πλαστογραφίες που έγιναν στον διάβα των αιώνων ώστε να στηρίξουν την πλάνη του παπικού πρωτείου; 

-Γιατί δεν αποδόμησε τις φανταστικές ιστοριούλες που περιέχονται στο επίσημο βιβλίο του Παπισμού, το Liber Pontificalis, ένα βιβλίο γραμμένο αιώνες μετά τα όσα υποτίθεται ότι περιγράφει και σύμφωνα με το οποίο ο Απόστολος Πέτρος ήταν δήθεν ο πρώτος Πάπας της Ρώμης και όρισε ώς μόνους διαδόχους του τους Πάπες; 

Εύλογα τα ερωτήματα. Και η απάντηση μάλλον αυτονόητη...

ΠΗΓΗ. Ν.Γ.Αστεριάδης fb

 

Το ιστορικό των αφορισμένων και άλιωτων μοναχών




Ο αφορισμός είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε χριστιανό, τόσο Ορθόδοξο όσο και Ρωμαιοκαθολικό. Διαβάζοντας την ερμηνεία που δίνουν οι εκκλησιαστικοί κανόνες, βλέπουμε ότι αποτελεί στην ουσία την αποκοπή κάθε σχέσης και επαφής της εκκλησίας με τον αφορισμένο και την παράδοση του στον ίδιο τον Σατανά.

 Επιβάλλεται μόνο σε πολύ σοβαρά αμαρτήματα, τυπικά ασυγχώρητα, όπως σε πολέμιους της χριστιανικής πίστης ή σε μοναχούς και κληρικούς οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με αιρετικούς ή αιρετικά δόγματα, προσχωρώντας σε αυτά ή τελώντας κοινές λατρευτικές τελετές , ή έχουν περιπέσει σε σαρκικά αμαρτήματα προσβάλλοντας την πίστη και το λειτούργημα τους. Το πηδάλιο της εκκλησίας, το οποίο κανονίζει τις ποινές ανάλογα με το παράπτωμα που διεπράχθη, επισείει την ποινή του αφορισμού για τοιούτου είδους αμαρτήματα. Στους προηγούμενους αιώνες αυτή η ποινή αποτελούσε όχι και τόσο σπάνια τιμωρία, αφού ο Χριστιανισμός γνώρισε πολλούς διώκτες και αιρετικούς που ταλάνιζαν τα πιστεύω του απλοϊκού λαού.

Μετά το σχίσμα Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, απαγορευόταν (και ακόμη απαγορεύεται) σε ορθοδόξους κληρικούς και μοναχούς να συλλειτουργήσουν με τους καθολικούς ιερείς ή ακόμη χειρότερα, να κοινωνήσουνε από κοινό ποτήριο. Και αν στις μέρες μας βλέπουμε τις δύο εκκλησίες να έχουν έρθει πιο κοντά και να επιτρέπουν, έστω άτυπα, τα μεταξύ τους συλλείτουργα, μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες αυτό θα αποτελούσε σίγουρη αφορμή για αφορισμό.

Από γραπτές πηγές που μιλούν για αφορισμένους, γνωρίζουμε ότι το σώμα τους μετά τον θάνατο παραμένει άλυτο. Δηλαδή δεν αποσυντίθεται όπως συμβαίνει με όλα τα έμβια όντα . Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είδαν τέτοια σώματα και βεβαιώνουν αυτό το φαινόμενο. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το ίδιο συμβαίνει και με αρκετά λείψανα αγίων τα οποία τιμά και σέβεται η εκκλησία. Η αλήθεια όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα τους. Το σώμα του αφορισμένου παρουσιάζεται με σατανικά χαρακτηριστικά, δηλαδή δύσμορφο, τυμπανισμένο και μαυρισμένο, με ανάκατα μαλλιά και μεγάλα νύχια που μεγαλώνουν συνέχεια. Η όψη του τρομοκρατεί ακόμη και τον πιο θαρραλέο και η οσμή που αναδύει θυμίζει κατά πολλούς το θειάφι. Τα λείψανα τον αγίων όμως όσο δύσμορφα και αν είναι, αναδύουν θεϊκή ευωδία, και γαληνεύουν την ψυχή του προσκυνητή παρά τον φοβίζουν. Επίσης, κατά μυστήριο τρόπο, διατηρούν ακόμη την φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου σε αντίθεση με αυτά των αφορισμένων.

Ένα περιστατικό αφορισμού έλαβε χώρα στο άγιο όρος στα χρόνια που τελούσε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ιωάννης Βέκκος ΙΑ΄(1276-1282). Αυτός παρακινούμενος από τον Λατινόφρονα αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, διακήρυξε πως συμφωνεί με την ένωση των δύο εκκλησιών και πως θα θέσει την ορθόδοξη εκκλησία κάτω από την εξουσία του πάπα. Όπως ήταν φυσικό, θύελλα αντιδράσεων ξέσπασε στους κόλπους της εκκλησίας. Ιερείς και μοναχοί καταριόταν τον πατριάρχη και σχεδόν σε καμία εκκλησία δεν μνημονευόταν το όνομα του. Αυτός για να καταστείλει τον επαναστατημένο κλήρο μετέβη με συνοδεία στρατού και λατίνων ιερέων στο άγιο όρος. Εκεί αφού δεν έγινε δεκτός σχεδόν από καμία μονή, για να τρομοκρατήσει την μοναστική κοινότητα, διέταξε τους στρατιώτες να βασανίζουν και να θανατώνουν όσους δεν υπάκουαν στις εντολές του. Έτσι περνώντας από την μονή Ζωγράφου έκαψαν σε έναν πύργο τους μοναχούς που αρνούνταν να δεχτούν τον αιρετικό πατριάρχη, στην μονή Βατοπεδίου απαγχόνισαν 12 μοναχούς και καταπόντισαν στη θάλασσα αλυσοδεμένο τον ηγούμενο, στη μονή Ιβήρων επίσης έπνιξαν τους μοναχούς βυθίζοντας τους στη θάλασσα μαζί με το πλοίο μεταφοράς τους.

Φτάνοντας όμως στη Μεγίστη Λαύρα οι εκεί μοναχοί τους υποδέχτηκαν επίσημα και με κωδωνοκρουσίες. Ακολούθησε συλλείτουργο στο καθολικό της μονής χοροστατώντας ο πατριάρχης βοηθούμενος από έναν Λαυριώτη ιεροδιάκονο και 7 μοναχούς, καθώς και από τους Λατίνους ιερείς που τον συνόδευαν. Μετά την αποπομπή του Ιωάννη Βέκκου από τον πατριαρχικό θρόνο, το 1282, και αφού ματαιώθηκαν τα σχέδια του για ένωση των δύο εκκλησιών, οι μοναχοί και ο ιεροδιάκονος της μονής της Μεγίστης Λαύρας που συλλειτούργησαν μαζί του και με τους Λατίνους, αφορίστηκαν από την ιερά σύνοδο του αγίου όρους. Ο ιεροδιάκονος μετά από σύντομο χρονικό διάστημα νόσησε και σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες της μονή έλιωσε σε λίγες μέρες με τρόπο παρόμοιο που λειώνει ένα κερί. Οι δε μοναχοί, αφού πέθαναν και τάφηκαν έξω από το κοιμητήριο της μονής, κατά την εκταφή τους βρέθηκαν άλιωτοι και τυμπανισμένοι, με πραγματικά τρομακτικά χαρακτηριστικά. Τα τρία από τα επτά σώματα των μοναχών μεταφέρθηκαν στον νάρθηκα του κοιμητηρίου των αγίων Αποστόλων, όπου και έμειναν εκεί σε κοινή θέα μέχρι και τον 19ο αιώνα. Κατά τα τελευταία χρόνια της παραμονή τους εκεί κάποιος προσκυνητής αντικρίζοντας τα έπαθε ανακοπή καρδιά από το σοκ και πέθανε. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα μετέφεραν σε μία σπηλιά, στην παραλία της Ρουμανικής σκήτης, που αφού τα τοποθέτησαν μέσα, έχτισαν την είσοδο με λιθάρια για να μην μπορεί να τους δει κανείς. Τα υπόλοιπα 4 σώματα (και τα πιο τρομακτικά) μεταφέρθηκαν αμέσως μετά την εκταφή τους σε μία δύσβατη σπηλιά κοντά στη μονή της Μεγίστης Λαύρας όπου και παραμένουν εκεί ακόμη και σήμερα.

Παρακάτω δημοσιεύεται το αντίγραφο της ιδιοχείρου επιστολής του Ιερομονάχου Γαβριήλ που πιστοποιεί το γεγονός.

«Εις αδελφός ήκουε διά τους αφωρισμένους όπου είναι εις την Λαύραν του Άθωνος, καί οι όποιοι έδέχθησαν καί συνελλειτούργησαν με τόν Ίωάννην Βέκκον, τόν τότε Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Είχε άμφιβολίαν όμως αν είναι πράγματι αληθινά όλα αυτά, καί πάντοτε ερευνούσε και ερωτούσε αν ευρίσκεται κανείς νά τους είδεν, ιδίοις όμμασιν ώς αυτόπτης μάρτυς διά νά πεισθεί από την αμφιβολίαν οπού είχε…

Καί από τους πολλούς οπού ερώτησε τού είπαν ότι ό Πνευματικός τούς έχει ιδεί, καί ήρθε καί με έρώτησε έάν γνωρίζω καί εάν τους είδα ιδίοις όμμασι, καί τον έπληροφόρησα ότι τους είδα καί είναι βεβαιότατα, επειδή εγώ ήρθα εις το Αγιον Ορος, εις τα 1885, ετών είκοσι…

Μετά δύο έτη, επειδή έτυχε νά πάρουμε σιτάρι από την Μονήν Κωνσταμονίτου 1200 οκάδες, πηγαίναμε διά θαλάσσης με την βάρκα την ιδικήν μας νά τό περιλάβομε, όπου ήμουν 22 ετών καί ήτο τόν Σεπτέμβριον μήνα δύο ημέρας μετά του Τιμίου Σταυρού.

Επήγαμε τό εσπέρας καί έμείναμε εις τόν άρσανάν της Μεγ. Λαύρας, όπως τό πρωΐ έξακολουθήσωμε τό ταξίδιόν μας, καθώς καί έγινε.

Μόλις όμως εξακολουθήσαμε ολίγον διάστημα, από τήν Λαύραν, ακούω καί μου λέγει ό Γέροντας μου, Μελέτιος Μοναχός,

«παιδί μου Γαβριήλ εδώ παρεμπρός υπάρχουν οι αφωρισμένοι, οι οποίοι έδέχθησαν τους Λατινόφρονας εις την Μεγίστην Λαύραν, καί συλλειτούργησαν με τόν Ίωάννην Βέκκον καί τους μετ' αύτού, τους οποίους εγώ τους έχω ιδεί καί άλλοτε, αλλά επειδή είσαι νέος καί ίσως νά γίνει κάποτε λόγος καί νά λέγουν μερικοί οτι ψέματα είναι όλα αυτά, και ότι δεν υπάρχουν τίποτα, ούτε άφωρισμένοι, αλλά τά λέγουν διά φοβέρα εις τους ανθρώπους, δι αυτό νά πάμε, νά τους ίδης ιδίοις όμμασι, νά μή πιστεύεις ότι καί αν σου λέγουν μετά, διότι καί ή Αγία Γραφή λέει, ό οφθαλμός είναι πιστότερος της ακοής…

Και λέγοντας ο Γέροντας τα τοιαύτα, φθάσαμε εις ενα άπότομον γκρεμνόν, όπου μόνον να τόν ιδεί ό άνθρωπος τρομάζει, καί μού λέγει,

«εδώ είναι »,

Εγώ δέ περιεργαζόμουν νά τους ιδώ καί τόν λέγω

«με κοροϊδεύεις;»

Λοιπόν γέλασε καί μού λέγει,

«τί νομίζεις, μήπως είναι κανένας Σταυρός ή τίποτα Εικόνες για νά τους βλέπουν οι άνθρωποι και νά κάμνουν τόν Σταυρόν τους; ενώ έχουν του διαβόλου την μορφήν, την οποίαν θά ίδης και τότε θά πιστέψεις...»

Τότε λοιπόν προσεγγίσαμεν εις την απότομον έκείνην χαράδραν καί μετά κόπου πολλού, βγήκαμε έξω, καί μέ τά είκοσι νύχια πού λέει ο λόγος, ανεβήκαμε πέντε-έξι μέτρα καί έπειτα είδα ένα σπήλαιον καί εισήλθαμε, καί βλέπω εκεί μέσα ένα ελεεινόν θέαμα:

Τρεις ανθρώπους ακουμπισμένους εις τόν βράχον, όρθιοι, μέ τά ρούχα, ράσα καί ζωστικά, οι οφθαλμοί ανοικτοί, τά μαλλιά καί τό γένειον καί των τριών μακρύ καί κατάλευκον, τά πρόσωπα των όπως είναι τό χρώμα της φούμας ( μαύρο ), ομοίως καί αι χείρες προς τά κάτω, οι δάκτυλοι ολίγον έστραμμένοι προς τά μέσα, οι όνυχες των χειρών εως 2-4 πόντους μεγάλοι, των δε ποδών δεν έφαίνοντο, επειδή ήσαν καλυμμένα με τις κάλτσες και τα παπούτσια…

Μάλιστα θέλησα νά τους ψηλαφήσω νά ιδώ αν πραγματικά τό σώμα ήτο μαλακό, ή μόνον ξηρό δέρμα καί οστά, αλλά δέν μου άφησε ό Γέρων και μου λέγει,

«μή βάλεις εσύ χέρι επί την οργήν του Θεού…»

Είς όλα όμως τα άλλα έβαλα μεγάλην επιμέλειαν, μόνον χέρι δέν έβαλα. Καί τότε διόλου δεν εδειλίασα, τώρα όμως, όταν τους ενθυμηθώ, ταράττεται ή ψυχή μου καί δεν ημπορώ ούτε νά κοιμηθώ ήμερόνυκτα ολόκληρα, ούτε νά φάγω δύο καί τρεις ημέρας, ενώ τότε όπου τους είδα ούτε έβαλα τίποτε εις τόν νουν μου…

Γράφω το παρόν, ίδια χειρί εις τάς 2 Μαρτίου 1964 εν τη Ιερά Μονή Ξενοφώντος, Γαβριήλ Ιερομόναχος Πνευματικός, από τό Ιβηριτικό Κελί «Γεννέσιον του Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστού Ιωάννου», του επιλεγομένου «Μαλλάκι».

Σημ: Το χειρόγραφο έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο “Φιλήματα Ιούδα” της ιεράς μονής Εσφιγμένου το έτος 1993. Η φωτογραφία στην αρχή του άρθρου είναι τραβηγμένη στο σπήλαιο των αφορισμένων το έτος 1932 και εικονίζει τα σώματα δύο αφορισμένων μοναχών που συλλειτούργησαν με τον αιρεσιάρχη πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το έτος 1932 στο περιοδικό “Κήρυξ των Ορθοδόξων”, αριθ. Φύλ. 132 του έτους 1932 και στη συνέχεια στο περιοδικό “Δίστομον ρομφαίαν” το έτος 1934.

(Άγιορειτικόν Έγκόλπιον – Ήμερολόγιον τού έτους 2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου