Από 21 Ιουνίου μέχρι 4 Ιουλίου του 406 ο αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρέμεινε σε κάποιο χωριό μεταξύ Βοσπόρου και Νικαίας και στην ίδια την Νίκαια. Η Επιστολή του 221, της 4ης Ioυλίoυ, αφήνει περιθώριο για ολιγοήμερη ακόμα παραμονή στην Νίκαια («μέλλων ... διεξορμάν»). Ως τόπος εξορίας ορίστηκε η μικρή πόλη Κουκουσός της Αρμενίας, στην σημερινή τουρκική πόλη Goksun, εκατόν εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα από τα Άδανα, στους πρόποδες των βουνών της Ισαυρίας. Προτιμούσε την περιοχή αυτή, από εκείνες που ψιθυρίζονταν ως πιθανοί τόποι εξορίας του, όπως η Σκυθία και η Σεβάστεια (Επιστ. 13: PG 52, 611).
Ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών εβδομήντα ημερών
Ο,τι γνωρίζουμε για το ταξίδι του από την Νίκαια (Isnik) έως την Κουκουσό (Goksun) οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις Επιστoλες του της περιόδου αυτής και δη στις 17, που έστειλε στην διακόνισσα Ολυμπιάδα (PG 52, 549-623). Αυτές γρα- φηκαν από το τέλος Ιουνίου του 404 ως τις αρχές του 407.
Στην Νίκαια ο Χρυσόστομος συνήλθε από τις έντονες συγκινήσεις, ανέκτησε κάπως τις δυνάμεις του, που είχαν μειωθεί πολύ από την υπερένταση των δραματικών στην ΚΠολη γεγονότων, ηρέμησε και μάλιστα βρήκε χρόνο να ενδιαφερθεί για την ιεραποστολή (στην Φοινίκη, την Αραβία και την Κύπρο), την οποία ενίσχυσε με χρη- ματα και περισσότερο με δοκιμασμένους ιερομονάχους (Επιστ. 221· 53 και 123). Αργότερα, θα ενδιαφερθεί και γι᾽ άλλες ιεραποστολές, όπως της μακρυνής Περσίας, ενώ θα εντείνει τις προσπάθειές του για τον εκχριστιανισμό των Γότθων η της επι- στροφής τους στην Ορθόδοξη πίστη (Επιστ. 14: PG 52, 618).
Το πολύπλευρο αυτό έργο είχε αρχίσει ενωρίτερα και τώρα το προωθούσε με ιεραποστόλους και χρήματα. Η δραστηριότητα αυτή προϋποθέτει κάποια ελευθερία του δέσμιου Χρυσοστόμου να δέχεται επισκέψεις ακόμα και δώρα.
Ο δέσμιος Χρυσόστομος θ᾽ ακολουθούσε τον επίσημο ελληνορωμαικό δρόμο (Ο. Cuntz, Itineraria Τomana: Itinerarium Antonianum, Leipzig 1929). Από τα δυτικά, την Νίκαια, θα βάδιζε ανατολικά, θα διέσχιζε όλη την κεντρική και σκληροτράχηλη Μι- κρασία. Θα περνούσε από την Άγκυρα και θα συνέχιζε ως την Καισάρεια. Μετά θα κατέβαινε προς τα βουνά της Ισαυρίας, για να σταματήσει στην Κουκουσό.
Το ταξίδι τoυτo είχε στιγμές θριάμβου και στιγμές πόνου, εξαντλήσεως και περιφρονήσεων.
Σε πολλά σημεία της πορείας κληρικοί και λαικοί υποδέχονταν τον Ιερό δέσμιο με τιμές ήρωα, μάρτυρα και αγίου. Προσφέρονταν με πολλούς τρόπους να τον ανακουφίσουν και το γεγονός αποτελούσε υψίστη παρηγορία για τον Χρυσό- στομο. Πολλές φορές, γράφοντας προς την Ολυμπιάδα, μιλάει για εξαιρετική ευεξία του. Νομίζουμε όμως ότι ως ένα βαθμό τούτο συνιστά προσποίηση και υπερβολή, για να παρηγορεί την Ολυμπιάδα, που είχε περιπέσει ένεκα των γεγονότων και δη του εναντίον της διωγμού σε μελαγχολία («αθυμία» ).
Όσο απομακρυνόταν από τα παράλια - και αυτό έγινε πολύ σύντομα- το ταξίδι γινόταν δυσκολότερο. Εναλλαγές έντονες κλιματολογικών συνθηκών κι έλλειψη των αναγκαίων. Πονοκέφαλοι, προβλήματα στομάχου, άλλοτε καύσωνας και άλλοτε — τις νυκτερινές ώρες— πολύ ψύχος και υπερβολική κούραση από την πεζοπορία.
Φθάνοντας στην Άγκυρα δοκίμασε απέραντη πικρία, διότι ο επίσκοπός της Λεόντιος του συμπεριφέρθηκε πολύ εχθρικά. Μέχρι την Καισάρεια (έφθασε στις αρχές Αυγούστου) έζησε τις πιο ποικίλες κι έντονες απογοητεύσεις, ένεκα των δυσκολιών του ταξιδιού και των ασθενειών, ιδίως του υψηλού πυρετού.
Πριν ακόμα φθάσει διαδιδόταν ότι ο εκεί επίσκοπος Φαρέτριος ανέμενε με χαρά τον Χρυσοστομο. Συνέβη το αντίθετο. Ο Φαρέτριος δεν εμφανίσθηκε στην άφιξη του αγίου στην Καισάρεια, όπου έφθασε σχεδόν ημιθανής (Επιστ. 9 και 12). Ευτυχώς όμως, παρουσιάστηκαν κληρικοί και λαικοί, επισημοι και απλοί, που τον υποδέχθηκαν με πολύ σεβασμό και μεγάλη αγάπη. Η συμπεριφορά του Φαρετρίου ανάγκασε τον Χρυσόστομο να καταλύσει, στο άκρο της πόλεως, σε σπίτι που του προσέφεραν. Στην Επιστoλη του 14 (προς Ολυμπιάδα) διηγείται λεπτομερώς τα σχετικά γεγονότα (ΡG 52, 612-615). Τον φρόντισαν σπουδαίοι γιατροί και ανέλαβε κάπως δυνάμεις (PG 52, 609).
Παρά ταύτα δεν έπαυε να είναι κλινήρης. Στην κατάσταση αυτή ευρισκόμενος εντάθηκαν οι επιθέσεις ληστοσυμμοριών άξεστων ισαύρων, που λυμαίνονταν την περιοχή και την ίδια την Καισάρεια. Έτσι, ο κίνδυνος για την ζωή του Χρυσοστόμου ήταν μεγάλος κι έγινε μεγαλύτερος, διότι ομάδα φανατικών μοναχών εισέβαλε στο κατάλυμα του αγίου και τον εξεβίαζαν με απειλές να εγκαταλείψει την περιοχή. Αυτοί υποκινούνταν από τον επίσκοπο Φαρέτριο, που απειλούσε και όσους κληρικούς επισκέπτονταν τον άγιο. Γι᾽αυτό, στο τέλος της σύντομης εκεί παραμονής του δεν έβλεπε κληρικούς και σκεπτόταν τι να επιλέξει. Την αναχώρηση, που είχε τον κίνδυνο να τον προλάβουν οι απειλητικοί ίσαυροι, η την παραμονή, κατά την οποία θα τοv κακοποιούσαν οι μοναχοί. Προτίμησε τον κίνδυνο των ισαύρων.
Τον έβαλαν στο φορείο («λεκτίκιον»), γιατί δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, και αναχώρησαν από την Καισάρεια. Πείσθηκε όμως να μείνει για λίγο σ᾽ ένα οικισμό, σε απόσταση «πέντε μιλίων» από την πόλη. Εκεί, θαυμαστές του έκαμαν ο,τι μπο- ρούσανε να τον ασφαλίσουν από τους ισαύρους. Δεν ησύχασε όμως ο Φαρέτριος. Έστειλε ανθρώπους και δη τον άξεστο πρεσβύτερο Ευήθιο, που νύχτα μπήκε στο κατάλυμα του Χρυσοστόμου και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την περιοχή την ίδια ώρα, μεσάνυχτα, χωρίς σελήνη, δήθεν ένεκα επικειμένης επιθέσεως των ισαύρων. Ο άγιος κατάλαβε τον απειλητικό εκβιασμό του Φαρετρίου. Αv και δεν υπήρχαν δίπλα του άνθρωποι να βοηθήσουν, αποφάσισε την άμεση αναχώρηση, μολονότι κιν- δύνευε κυριολεκτικά να πεθάνει —σε τέτοιο χάλι βρισκόταν ο οργανισμός του.
Έφθασε στην Κουκουσό ημιθανής.
Με πολλή δυσκολία σηκώθηκε. Τον υποβάσταζαν και άρχισε η φοβερή πεζο- πορία σε δρόμο ανώμαλο, στον δύσβατο και τρομερό Ταύρο. Η πορεία του υπήρξε μαρτυρική, αλλά κάποτε, στις 20 Σεπτεμβρίου, έφθασε στην Κουκουσό. Στην Επιστoλη του 234 μιλάει για ταξίδι εβδομήντα ημερών, κάτι που εξηγείται, αν έφυγε δύο - τρεις ημέρες μετά την 4η Ιουλίου από την Νίκαια.
Στην τότε αρμενική Κουκουσό τον φρόντισαν με ιδιαίτερη αγάπη πολλοί παράγοντες και μάλιστα, ο ευγενής γαιοκτήμονας Διόσκορος, που προσέφερε και το κάπως άνετο σπίτι του για διαμονή του Χρυσοστόμου. Εδώ αισθανόταν τόσο καλά, ώστε, ενθυμούμενος το ταξίδι του, έγραφε ότι προτιμάει χίλιες εξορίες από την πεζοπορία που έκαμε (Επιστ. 13: PG 52, 61J). Το έγραψε αυτό, διότι καταβάλλονταν στην ΚΠολη προσπάθειες αλλαγής του τόπου εξορίας. Δεν προτιμούσε, λοιπόν, άλλον τόπο, εκτός αν επρόκειτο για παραθαλάσσιο μέρος, όπως η Κύζικος και η Νικομήδεια, που ήταν ευνοικότερες για την άθλια κατάσταση της υγείας του (αυτόθι: ΡG 52, 612). Την ίδια εποχή, έφθασε στην Κουκουσό και η Σαβινιανή, διακόνισσα ηλικιωμένη, μάλλον θεία του αγίου, τον οποίο βοήθησε πολύ.
Εδώ είχε πολλές υποχρεώσεις ο Χρυσόστομος, διότι τον επισκέπτονταν πολλοί, κληρικοί και λαικοί, επίσημοι και απλοί, από διάφορα μέρη γειτονικά και μακρυσμένα, ιδιαίτερα από την Αντιόχεια. Όφειλε ακόμη να παρακολουθεί τις ιεραποστολικές δραστηριότητες, που ανθρωποί του ενεργούσαν, να στέλνει εκεί χρήματα και ανθρώπους, να πληρώνει λύτρα σε ισαύρους γι᾽ απελευθέρωση αιχμαλώτων, να παρηγορεί όσους διώκονταν στην ΚΠολη και αλλού ως φίλοι του, να συμβουλεύει και να κατευθύνει παλαιούς και νέους συνεργάτες του. Για όλα αυτά είχε αρκετά χρη- ματα, που του έστελναν φίλοι και πνευματικά τέκνα με πρώτη την Ολυμπιάδα.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε με την πρώιμη έλευση του χειμώνα (404-405). Οι αρρώστιες επανήλθαν. Πυρετοί, εμετοί, στομαχόπονοι, κεφαλαλγίες και αϋπνίες, ένεκα των οποίων δεν μπορούσε αρχικά να γράφει (Επιστ. 6).
Η έξαρση των ασθε- νειών του εμφανίστηκε περισσότερο από το φθινόπωρο του 405. Στις αρχές του 406 αναγκάστηκε να μεταφερθεί στην Αραβισσό ένεκα επιθέσεων των Ισαύρων.
Εδώ η απουσία χρειωδών και δη φαρμάκων ήταν μεγάλη, αλλά η απειλή των ισαύρων μεγαλύτερη (Επιστ. 146). Γι᾽αυτό και οδήγησαν τον άγιο προς το πλησιέστερο αυτό φρούριο, την Αραβισσό (Επιστ. 69), τέσσερα περίπου χιλιόμετρα από την Κουκουσό, αφού περιπλανήθηκαν κρυπτόμενοι από τους Ισαύρους. Παρά την άθλια κατάσταση της υγείας του, άρχισε πάλι να γράφει Επιστoλες, και μάλιστα στον Ρώμης Ιννοκέντιο και σε δυτικούς επισκόπους, αναφορικά με την γενική Συνοδο, από την όποια ανέμενε κρίση της όλης καταστάσεως. Στην Κουκουσό η κάπου πλησίον επανήλθε ο άγιος μάλλον το καλοκαίρι του 406. Φαίνεται όμως ότι, έστω για λίγο, κατέφυγε σε περιοχή μεταξύ Κουκουσού και Αραβισσού και από εκεί πάλι στην Κουκουσό.
Στο διάστημα της εξορίας του, ακριβέστερα από την εποχή της αφίξεώς του στην Νίκαια μέχρι το καλοκαίρι του 407, έγραψε τις περίπου 240 Επιστoλες του, παρά τις αντίξοες, ως επί το πλείστον, συνθήκες στις οποίες ζούσε. Τις έγραψε για πρακτικούς λόγους, για να κατευθύνει, να συμβουλεύσει και να παρηγορεί διάφορα πρόσωπα. Γράφοντας όμως, διηγούμενος, άλλοτε λεπτομερώς και άλλοτε αδρομερώς, τις όσες μαρτυρικές ταλαιπωρίες υφίστατο, ένιωθε και ο ίδιος κάποια παρηγορία, σε κάποιο βαθμό ανακουφιζόταν και κάθε τόσο έλεγε κι έγραφε το «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Στην Κουκουσό και δη μεταξύ 406 και 407 συνέταξε και δύο πολυσυζητημένα εργίδια, σε τύπο διατριβής. Έχουν και τα δύο ως θέμα τις κακοπάθειες και τα βα- σανα των ανθρώπων, οι οποίοι δεν πρέπει ν᾽ αποθαρρύνονται, αλλά ν᾽ αντιμετωπίζουν όλες τις δυσκολίες ως δοκιμασίες του Θεού προς όφελός τους πνευματικό. Πρόκειται για τα έργα «Ότι τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται» (ΡG 52, 460-480) και «Προς τους σκανδαλισθέντας επί ταίς δυσημερίαις ... » (ΡG 52, 479- 528).
Νέος τόπος εξορίας η Πιτυούντα στον Καύκασο
Ενώ αυτά υπέφερε κι έτσι ενεργούσε στην αρμενική χώρα ο Χρυσόστομος, παν- του οι εχθροί του και ιδιαίτερα στην ΚΠολη ανησυχούσαν. Η τιμή και ο σεβασμός, που με κάθε ευκαιρία του έδειχναν κληρικοί και λαικοί σε Ανατολή και Δύση, ιδιαί- τερα από την γειτονική Αντιόχεια, ηύξανε την φήμη του και κρατούσε ανοιχτό το θέμα αναθεωρήσεως των αποφάσεων της συνόδου στην Δρυ. Πολλοί φίλοι του Χρυ- σοστόμου αρνούνταν να κοινωνήσουν με τους διαδόχους τoυ Αρσάκιο και Αττικό, παρά την παλαιά εντολή που τους είχε αφήσει, αναχωρώντας για την εξορία, και παρά τους απηνείς διωγμούς που υφίσταντο για την στάση τους αυτή. Για το θέμα τούτο εκδόθηκε, ήδη στις 18 Νοεμβρίου του 404, διάταγμα του Αρκαδίου, που επέ- βαλε την κοινωνία όλων με τον διάδοχο του Χρυσοστόμου στην ΚΠολη, τον Θεόφιλο, και τον Πορφύριο (Αντιοχείας).
Στην Δύση, επίσης, ο Ιννοκέντιος επέμενε για Οικουμενική σύνοδο, η οποία θα επανεξέταζε το θέμα, αλλά την οποία φοβόνταν οι αντιχρυσοστομικοί και ο Αρκάδιος. Έτσι, μολονότι τώρα δεν υπήρχε η Ευδοξία να πιέζει τον Αρκάδιο -αυτή πέθανε στις 6 Οκτωβρίου του 404 - εκείνος δέχθηκε εισηγήσεις εχθρών του Χρυσοστόμου και υπέγραψε διάταγμα για μεταφορά του σε περισσότερο απρόσιτη και άγρια περιοχή. Πρόκειται για την Πιτυούντα, χώρα των βαρβάρων Τζάνων, στους πρόποδες του Καυ- κάσου, στ᾽ ανατολικά παράλια του Ευξείνου Πόντου (Σωζομενού, Εκκλησ. Ιστορία Η´ 28,6). Εκεί δεν θα τον εύρισκαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του. Προπαντός , η ελπίδα των εχθρών ήτανε μεγάλη να πεθάνει ο καχεκτικός Χρυσόστομος η από τις κακουχίες του νέου ταξιδιού χιλίων πεντακοσίων χιλιομέτρων περίπου, η από τις πρωτόγονες συνθήκες της διαμονής.
Η διαταγή έφθασε στην Κουκουσό το καλοκαίρι του 407 και η θλιβερή συνοδεία ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου. Ο άγιος και δύο φρουροί στρατιώτες.Ο ένας φρουρός μάλιστα φερόταν με περισσή σκληρότητα, αφού, αν ο κρατούμενρς πέθαινε στον δρόμο, θα είχε μεγαλύτερη αμοιβή (Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ´: PG 47, 38).
Από το σημείο τούτο δεν έχουμε πληροφορίες για την ζωή του Χρυσοστόμου από τον ίδιο, διότι, πορευόμενος την οδό του μαρτυρίου του, δεν έγραψε επιστολή και, αν έγραψε, δεν σώθηκε. Έτσι, για το τελευταίο εικοσαήμερο της ζωής του γνω- ρίζουμε όσα λίγα διέσωσαν οι ιστορικοί και μάλιστα ο Παλλάδιος (μνημ. εργ. PG 47, 38-39).
Το άγιο τέλος του πανίερου άνδρα
Τώρα, έπρεπε ν᾽ ακολουθήσει τον ήδη γνωστό του και μαρτυρικό ελληνορωμαικό δρόμο, από τον οπoιo τόσο είχε υποφέρει. Φαίνεται όμως ότι δεν κατευθύνθηκε προς την Καισάρεια. Προτιμήθηκε, για συντομία, η Σεβάστεια (Sivas) και από κεί, μέσω Κομάνων και Αμασείας (Amasya) θα φθάνανε στην Αμισό (Samsun - Σαμψούντα), στην Μαύρη Θάλασσα. Εκεί με καράβι θα συνέχιζαν για την Πιτυούντα.
Οι κακουχίες του νέου ταξιδιού σχετίζονταν όχι μόνο με τον ανώμαλο δρόμο και την πολύ κλονισμένη υγεία του Χρυσοστόμου, αλλά και με τις απότομες κλιματολογικές εναλλαγές. Μολονότι τόσο εξαντλημένος, όφειλε να βαδίζει περίπου 20 - η λίγο λιγότερα- χιλιόμετρα την ημέρα, πότε με αφόρητη ζέστη και πότε με πολλή βροχή. Όντας ακάλυπτος, το νερό της βροχής κυλούσε παντού σε ολo το άρρωστο σώμα του και άρχιζαν ρίγη, πυρετοί και πονοκέφαλοι.
Εντολή εκτελώντας οι δύο συνοδοί στρατιώτες δεν άφηναν δυνατότητα διανυκτερεύσεως, όπου υπήρχε υποφερτό κατάλυμα για στοιχειώδη ανάπαυση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Βαδίζοντας με όσες ασθενικές δυνάμεις είχε ο Χρυσόστομος, φθάσανε, στις 12 Σεπτεμβρίου, στην Δαζιμώνα (σήμερα Κaz Ova), κοντά στην σημερινή μεγάλη πόλη Τοkat. Την επομένη ξεκίνησαν για τα πoλυάνθρωπα τότε Κόμανα (σήμερα το χωριό Gomenek), αλλά τα παρέκαμψαν, για να κερδίσουν χρόνο και να μην ανακουφιστεί ο Χρυσόστομος. Από Κόμανα πορεύτηκαν δυτικά και πολύ πριν φθάσουνε στην ση- μερινή πόλη Turhal, διανυκτέρευσαν στον προσκυνηματικό ναό του μάρτυρα Βασι- λίσκου, (τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται Bizeri), οκτώ περίπου χιλιόμετρα μετά τα Κόμανα. Ο άγιος Βασιλίσκος, επίσκοπος της πολίχνης αυτής, μαρτύρησε (311) στα χρόνια του Μαξιμιανού και τον τιμούσαν εξαιρετικά στην περιοχή, όπου έκτισαν προς τιμήν του ναό. Εδώ ευδόκησαν οι συνοδοί να διανυκτερεύσει ο άγιος. Η κατάσταση πλέον του ιερού άνδρα ήταν απελπιστική. Προσπάθησε να κοιμηθεί. Τότε του εμφανίστηκε ο μάρτυρας Βασιλίσκος να τον ενθαρρύνει, του είπε ότι αύριο θα είναι μαζί, ότι άρα τελειώνει και το μαρτύριό του: «Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη· αύριοv γαρ άμα εσόμεθα» (Παλλαδίου, Διάλογος ΙΑ´: ΡG 47, 38).
Το πρωί ο άγιος, γνωρίζοντας ότι πλέον δεν είχε δυνάμεις για περαιτέρω πορεία κι έχοντας εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του μάρτυρα Βασιλίσκου, παρακάλεσε τους φρουρούς του να μη ξεκινήσουν. Ζήτησε τουλάχιστον να μείνουν εκεί μέχρι την «πεμ- πτην ώραν», δηλαδή μέχρι τις 11 η 12 το μεσημέρι. Μάταια. Τον έσυραν έξω από τον ναό και τον υποχρέωσαν να βαδίσει. Στον δρόμο προς την Νεοκαισάρεια, όπου η σημερινή πόλη Niksar. Βάδιζε τώρα ο άγιος στην γη του Πόντου υφιστάμενος φοβερότατο μαρτύριο. Αλλά μόνο για λίγο. Είχανε βαδίσει πεντέμισι περίπου χιλιόμετρα («ως τριάκοντα σταδίους»), όταν πλέον και οι συνοδοί στρατιώτες πείστηκαν ότι ο άγιος βρισκότανε στο τέλος του. Αναγκαστήκανε να επιστρέψουν, βαστάζοντάς τον, και να επανέλθουν στον ναό του μάρτυρα Βασιλίσκου.
Εδώ, ζήτησε από τον πρεσβύτερο του ναού να του φορέσει καινούργια ενδύματα και μοίρασε στους παρόντες τα λίγα του υπάρχοντα. Έπειτα, κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων, προσευχήθηκε για τελευταία φορά ενώπιον όλων και είπε την συνήθη του δοξολογική προσευχή «δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Προσέθεσε το «αμήν», άπλωσε τους ιερούς πόδας του και παρέδωσε το πνεύμα (Παλλαδίου, Διά- λογος ΙΑ: ΡG 47, 38-39). Ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 407.
Η είδηση της κοιμήσεως του ιερού άνδρα συγκλόνισε την οικουμένη, εκτός από τoυς αμετανόητους εχθρούς του. Συνάχθηκαν πολλοί πιστοί και ιδιαίτερα μοναχοί και τον ενταφίασαν στον ναό του μάρτυρα Βασιλίσκου.
Ἀπόσπασμα ἀπο το βιβλίο του ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΛΟΥ, Καθηγ. Πανεπιστημίου «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ»
Ἔκδ. «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ», τ. Α´, Ἀθῆναι 1999, σελ. 80-88

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου