ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (Ι)
Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (Ι)
Μιά πρόσφατη ανταλλαγή αναρτήσεων μεταξύ του Αντιαιρετικού Γραφείου της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς και του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Νάξου, Πάρου, Τήνου, Άνδρου, Μυκόνου κ. Νικολάου στο aktines.blogspot.com έγινε αφορμή να παρουσιαστεί το παρόν κείμενο που συντάχθηκε πριν 18 χρόνια με άλλη αφορμή. Συγκεκριμένα, η αφορμή εκείνη ήταν η προσφώνηση Ορθοδόξου Επισκόπου προς τον τότε Πάπα Βενέδικτο 16ο, κατά την επίσκεψη στη Ρώμη, των υποτρόφων του Θεολογικού Οικοτροφείου της Αποστολικής Διακονίας στις 24 Φεβρουαρίου 2006: “Ο ομιλών… πρωτάκουσε γιά Σας… τον διαπρεπή θεολόγο, τον άνθρωπο που ζούσε μόνος με τον Θεό, τον φίλο της Ορθοδοξίας…”! (Περιοδικό “Εκκλησία”, Μάρτιος 2006, σελ. 193)
Επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία γιά τις επικείμενες, προγραμματιζόμενες κοινές εκδηλώσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (δεν χρησιμοποιώ τον όρο “Παπικών” αφού διαμαρτύρεται ο Αρχιεπίσκοπος κ. Νικόλαος κι εγώ δεν επιθυμώ να ξεκινήσω επιθετικά) το επόμενο έτος (2025) επί τη ευκαιρία των 1.700 ετών από την σύγκληση στη Νίκαια της Βιθυνίας, της Α Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., και πολλά γράφονται περί κοινού εορτασμού του Πάσχα, περί του “Κοινού Ποτηρίου”, περί “Αδελφών Εκκλησιών” και περί “Οικουμενισμού” με τη χάρη του Χριστού μας επιθυμώ να καταθέσω την Αλήθεια έτσι όπως την διδάχθηκα από τον μακαριστό Πνευματικό μου Πατέρα, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κυρό Κοσμά, τον μακαριστό εν σαρκί Πατέρα μου Αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο Ηλία Στεφόπουλο, τον επίσης μακαριστό αρχιμανδρίτη π. Νεκτάριο Κοτζιά, Σχολάρχη της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και μετέπειτα Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Αμπελοκήπων όπου και υπηρέτησα επί 15ετία, τους μακαριστούς, τέλος, καθηγητές μου στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, του π. Γεωργίου Μεταλληνού και του Ιωάννη Κορναράκη.
Αυτοί με δίδαξαν μεταφέροντάς μου τις διδασκαλίες πρωτίστως του Ευαγγελίου, των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και την δική τους εμπειρία στην ασφαλή γνώση της Αλήθειας, αφού κι αυτοί πριν από εμένα έμειναν πιστοί στην Αλήθεια, την Ιερά Παράδοση κατά το αποστολικό : ” ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι…” (Α’ Τιμ. δ’ 15).
Ανέφερα τα παραπάνω γιά να τονίσω πως ό, τι θα γράψω εδώ δεν είναι δική μου “σοφία” ή γνώμη αλλά ό, τι μου εμπιστεύθηκε και παρέδωσε προς διαφύλαξη και διάδοση η Εκκλησία. Συνεπώς, σ’ Αυτήν υπακούω και τη δική της Αλήθεια υπερασπίζομαι.
Δεν έχω σκοπό να θίξω πρόσωπα, να προσβάλλω ανθρώπους ή να αυθαδιάσω σε σεβαστούς Αρχιερείς, ούτε καν σ’ αυτόν τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο κ. Νικόλαο. Με παρρησία, όμως, θα ακολουθήσω τους Πατέρες της Εκκλησίας κι αν κάπου συγκρουστεί η Αλήθεια με τις προσωπικές γνώμες και επιθυμίες και φιλοδοξίες Αρχιερέων και άλλων θεολόγων θα παραμείνω μέσα στο “σκάφος” της Εκκλησίας, με τη βοήθεια του Κυρίου, αφού ως γνωστόν κάποτε, κατά τας Γραφάς, και οι εκλεκτοί θα πλανηθούν.
Μιά τελευταία επισήμανση πρέπει να γίνει λόγω της επικείμενης παράθεσης της Πνευματοφώτιστης διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας και προκειμένου να θέσουμε σωστές βάσεις διαλόγου. Ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος κ. Νικόλαος πολύ λανθασμένα, κατά την άποψή μου, σημειώνει στην τελευταία του παρέμβαση πως δεν πρέπει εμείς οι Ορθόδοξοι να αναφερόμαστε σε Ιερούς Κανόνες (άρα και Πατερικά χωρία) διότι τα λεγόμενά τους έχουν καιρική ισχύ!!!
“Τους Ιερούς Κανόνες τους συνέταξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή με τις δικές της καταστάσεις με σκοπό να την βοηθήσουν να ξεπεράσει τα όποια προβλήματα. Όμως η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι ένα απολίθωμα του χθες, αλλά ένας διαχρονικός ζωντανός οργανισμός, το Μυστικό Σώμα του Χριστού του οποίου κεφαλή είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός”.
Και συνεχίζει :
“Και σήμερα υπάρχουν Μεγάλοι Πατέρες στην Εκκλησία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Όσοι αμφισβητούν ότι και αυτοί φωτίζονται από το Άγιο Πνεύμα θα πρέπει να προσέξουν μη τυχόν βλασφημούν εναντίον του Αγίου Πνεύματος”!
Να ξεκαθαρίσουμε στο σημείο αυτό πως ούτε οι Ιεροί Κανόνες, ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας και το Άγιο Πνεύμα που τους καθοδηγούσε “εις πάσαν την αλήθειαν” θεωρούνται από εμάς, όπως λέτε “απολίθωμα του χτες” αφού μιά τέτοια τοποθέτηση δεν ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της βλασφημίας του Αγ. Πνεύματος (Ματθ. ιδ’ 31-32).
Έτσι όπως το διατυπώνει ο κ. Νικόλαος εννοεί ότι ο φωτισμός των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων είναι απολίθωμα με ιστορική μόνο αξία ενώ οι σημερινοί “Μεγάλοι Πατέρες της Ανατολής και Δύσης”, δηλαδή οι σύγχρονοι θεολόγοι και κυρίως όσοι εμπλέκονται στον μεταξύ μας θεολογικό διάλογο, φέρουν κατ’ αυτόν τον φωτισμό “προοδευτικότητας” μέσα στην Εκλλησία και συνιστούν – φεύ – όρους “αληθείας”.
Υποθέτω ότι όταν αναφέρεται σε Ιερούς Κανόνες, μάλλον ενοχλείται πιό πολύ απ’ αυτούς που δεν μας σπρώχνουν σε μιά αλλόκοτη άνευ μετανοίας των (των Ρωμαιοκαθολικών εννοώ) ψευδοένωση.
Το γράφω αυτό για να προϊδεάσω γιά την συγκλονιστική συνέχεια.
Χωρίς την παρακαταθήκη, όμως, της Ιεράς Παραδόσεως που συμπεριλαμβάνει κι αυτά που αυτοί αποκαλούν αδιακρίτως ως “απολιθώματα”, διάλογος εν αληθεία και αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί, όπως πολύ καλύτερα από μένα καταλαβαίνετε, τότε διολισθαίνουμε στις κακοδοξίες του Προτεσταντισμού και του επάρατου “Οικουμενισμού” που κακώς και βλασφήμως ορίζει ως “προφητευμένη πρωτοβουλία εμπνευσμένη από το Άγιο Πνεύμα”. Προφανώς έμπλεξε τον όρο “Οικουμενισμός” μ’ αυτόν της “Οικουμενικότητας” της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
Προκλητική, αληθινά, η στάση του απέναντι στους Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας. Φυσικά και η Εκκλησία πορεύεται στους αιώνες και το Άγιο Πνεύμα καθοδηγεί και φωτίζει και αναδεικνύει Αγίους αλλά ο υπαινιγμός περί απόδοσης σε σημερινούς θεολόγους της ιδιότητας του Πατρός και Διδασκάλου στην Ανατολή και τη Δύση με τον παράλληλο βλάσφημο χαρακτηρισμό του Αγίου Πνεύματος ως ιστορικό “απολίθωμα“, μας οδηγεί εκ του ασφαλούς στο συμπέρασμα ότι δεν έχει καταλάβει ούτε το τι ακριβώς σημαίνει αγάπη με όρους αληθείας!
Αμφισβητεί αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, Τοπικών Συνόδων, πνευματοφώτιστων Αγίων της Εκκλησίας μας και μάλιστα ακόμη κι αυτής της αδιαίρετης προσχισματικής Εκκλησίας!!!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, όμως, ψάλλει στην δ’ ωδή του κανόνος της 18ης Ιανουαρίου προς τον Μ. Αθανάσιο : “Όλη εν σοι πνεύσασα η ζωηφόρος πνοή, η εξ ύψους πριν επιφοιτήσασα θεοπρεπώς, πνεύματος Χριστού, εν τω υπερώω και μαθηταίς εμφορήσασα, απόστολον δεικνύει τρισκαιδέκατον πάτερ”!
Απολίθωμα και ο Μ. Αθανάσιος;
Είχε πολύ δίκιο, τελικά, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Στυλιανός Παπαδόπουλος, ότι σήμερα” παρά το έντονο ενδιαφέρον για τους Πατέρες, οι μεγάλοι αυτοί άνδρες αντιμετωπίζονται συνήθως σαν εξαιρετικοί συγγραφείς και σπάνια σαν όργανα του Πνεύματος προς ευρύτερη και πληρέστερη φανέρωση της θείας αλήθειας”. (Στυλιανού Παπαδόπουλου, “Πατρολογία Α” Αθήναι 1994, σελ. 42).
Είναι εξαιρετικά κρίσιμο να διευκρινιστεί πως οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας ακόμη κι αν πρόσφεραν τη σοφία τους σε κάποια συγκεκριμένη κρίση της, όμως στα συγγράμματά τους διαπραγματεύονται πολύ περισσότερα θέματα της Παραδόσεως την οποία, φυσικά, ζούσαν και όχι απλά γνώριζαν. Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος εύστοχα επισημαίνει πως “η προσωπική αυτή προσφορά των Πατέρων, υιοθετημένη από την Εκκλησία, αποτέλεσε νέο κρίκο στην αλυσίδα της Παραδόσεως κι έτσι στην περίπτωση κάθε Πατρός έχουμε το φαινόμενο της αυξήσεως της Παραδόσεως που είναι αύξηση της ιδίας της Εκκλησίας” ( ε.α. σελ. 48).
Οι Πατέρες εισέδυσαν στα κεκρυμμένα νοήματα της Γραφής, στο “απόθετον κάλλος”, δηλαδή στην” άπειρη πραγματικότητα της αληθείας, κάτι που αποτελεί κατ εξοχήν επίτευγμα των Πατέρων και Διδασκάλων και είναι ακριβώς εκείνο που κάνει έναν θεολόγο Πατέρα και Διδάσκαλο” (ε.α. σελ. 38-39).
Είναι ακριβώς αυτό που η Εκκλησία μας ψάλλει στην δ’ ωδή του κανόνος στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ” Την χάριν δεδεγμένος του Πνεύματος, το ευτελές του νομικού διείλες ένδυμα γράμματος και το κρυπτόμενον κάλλος ημίν των εννοιών απεκάλυψας”!
Η διείσδυση αυτή των Πατέρων και Διδασκάλων στο κεκρυμμένο γίνεται με τη χάρη του Θεού, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος αλλά προσέξτε. Ο Πατήρ και Διδάσκαλος δεν υπαινίσσεται, όπως θαρρώ πως κάνει ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος την πρόσθεση, την αύξηση της Παράδοσης διά της δικής του ανθρωποπαθούς σοφίας, αλλά πιστεύει το αντίθετο.
Επιβεβαιώνει τα παραπάνω ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής που δέχεται πως “εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς, ό δε παρά πάντων των Πατέρων εδιδάχθην, φημί” γιά να συμπληρώσει δε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός “πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου και Προφητών και Αποστόλων και Ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες… “.
Τέλος, πρέπει να διευκρινιστούν δύο ακόμη στοιχεία σημαντικά και είναι : α) η εξέλιξη ή μη της αληθείας. Ο Παύλος Ευδοκίμωφ υποστηρίζει πως : “Η αλήθεια δεν εξελίσσεται, αλλά διαρκώς εκφράζεται σαφέστερον και όταν μία φορά εκφρασθή σαφώς, θέτει τον τόνον της αιωνιότητος επί της μορφής της”.
Πολύ κατατοπιστική στο ζήτημα αυτό η συμβολή του μακαριστού καθηγητού π. Ιωάννη Ρωμανίδη ο οποίος έγραφε σχετικά : “οσάκις άγιοι τινές ως ο Απόστολος Παύλος, ο πρωτομάρτυς Στέφανος, κ.α. έφθαναν εις την θέωσιν ή θεοπτίαν, οδηγούντο οι θεούμενοι αυτοί εις την ιδίαν ακριβώς αλήθειαν εις ην οδηγήθησαν οι Απόστολοι την ημέραν της Πεντηκοστής”.
Αναρωτιέται, δε, ο μακαριστός αν δεν υπάρχει πρόοδος μετά την Πεντηκοστήν γιά να απαντήσει ο ίδιος πως “Όχι. Υπάρχει, αλλά ουχί εις την οδήγησιν της Εκκλησίας εις πάσαν την αλήθειαν ή εις την βαθυτέραν κατανόησιν αυτής, αλλά εις την εν τοις Πατράσι και Οικουμενικαίς και Τοπικαίς Συνόδοις διατύπωσιν της αληθείας ταύτης υπό την καθοδήγησιν του Αγίου Πνεύματος προς αντιμετώπισιν εξαιρέτων αναγκών και εις την υπό της Εκκλησίας οδήγησίν των εις μέθεξιν την ήδη και πλήρως αποκαλυφθείσης την Πεντηκοστήν αληθείας, διά της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως”.
Και να κλείσω το θέμα αυτό με την διευκρίνηση του π. Ρωμανίδη που μάλλον δε θα χαροποιήσει τους Ρωμαιοκαθολικούς, ότι “ο ισχυρισμός ότι το Άγιο Πνεύμα οδηγεί την Εκκλησίαν εις βαθυτέραν κατανόησιν και εναργέστερον σύλληψιν των μυστηρίων της διά του Ιησού Χριστού επιτελεσθείσης σωτηριώδους οικονομίας είναι δόγμα της φραγκοπαπικής αυγουστινείου παραδόσεως, βάσει του οποίου οι Φράγκοι εδογμάτισαν το 809 μ.Χ. το αιρετικόν περί filioque δόγμα…το οποίον δόγμα επί αιώνας καταδικάζει η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Όθεν δεν οδηγείται η Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν ή εις βαθυτέραν κατανόησιν αυτής, αλλά απλώς οι πιστοί οδηγούνται εις βαθυτέραν αυτής κατανόησιν διά της καθάρσεως, του φωτισμού και της υπερβαινούσης την κατανόησιν θεώσεως”!!!
Και β) η απόδοση του χαρακτηρισμού του “απολιθώματος” αδιακρίτως στις Πατερικές συμβολές και τους Ιερούς Κανόνες και την παράλληλη στήριξη της θέσης ότι και η σημερινή εποχή αναδεικνύει “Πατέρες” φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα, υποκρύπτει αφενός μεν την επιλογή αποδοχής των αληθειών όπερ συνιστά απόρριψη της χάριτος του Θεού, δηλαδή βλασφημία, αφετέρου δε συνιστά ιδεολογική ψευδοθεολογική βάση γιά να στηριχθεί ο λεγόμενος “Διάλογος” ο οποίος τελικά δεν αποφέρει καρπούς αφού γίνεται με ανάρμοστο για την εν αληθεία αγάπη και το γνήσιο ενδιαφέρον για την επίλυση των όποιων δογματικών διαφορών.
Αυτό φαίνεται έντονα και στις εκατέρωθεν εξωφρενικές, συχνά, φιλοφρονήσεις και την απόδοση ιδιαίτερης βαρύτητας από θεολογικής απόψεως σε πρόσωπα – κληρικούς και λαϊκούς – που εμφορούνται από πνεύμα “προόδου” και “αγάπης”. Θα αποδειχθούν όλα τα παραπάνω με τη βοήθεια του Θεού.
Τέλος, ο παραπάνω θεολογικός ακροβατισμός της επιλογής μεταξύ “απολιθωμάτων” και “Πατέρων” προφανώς – και διαψεύστε με σας παρακαλώ – σημαίνει και την απόρριψη της συμβολής του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά στην οξύτατη κρίση κατά τις “ησυχαστικές έριδες” που ταλάνισε για δεκαετίες την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σωστά; Πως άλλωστε να εναντιωθεί ένας Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος σε Λατίνο Πάπα Ρώμης και έναν επιφανή, γι’ αυτούς, μοναχό Καλαβρό;
Όμως, ο Τόμος της Συνόδου του 1347 μ.Χ. γράφει γιά την αξία και το κύρος του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον χαρακτηρίζει “τιμιώτατον”!
Και αφού αναθεματίζει όσους δεν δέχονται την διδασκαλία του και τον πολεμούν, ορίζει : “τα αυτά ποτε φωραθείη ή φρονών ή λέγων ή συγγραφόμενος κατά του ειρημένου τιμιωτάτου ιερομονάχου κυρού Γρηγορίου του Παλαμά… κατ’ αυτού ψηφιζόμεθα και τη αυτή καταδίκη καθυποβάλλωμεν, είτε των ιερωμένων είη τις, είτε των λαϊκών” (Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου Βλάχου “Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Φρόνημα”, σελ. 273).
Μη βιαστεί δε κανείς να διευκρινίσει πως μετά το Σχίσμα του 1054 οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνο στους Ορθοδόξους γιατί θα απαντήσω πως το κείμενο αυτό δεν απευθύνεται στους Ρωμαιοκαθολικούς μόνο αλλά και στους διαρκώς υποχωρούντας στους θεολογικούς διαλόγους οικουμενιστές “αγαπολόγους” Ορθοδόξους οι οποίοι απορρίπτουν ή έστω σχετικοποιούν την ησυχαστική θεολογία του Αγίου.
………………………………………..
(ΙΙ) – Σχίσμα ή αίρεσις οι Ρωμαιοκαθολικοί; Έχουν ή όχι την Θεία Χάρη;
Πρωτ. Στέφανος Στεφόπουλος
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ (ΙΙ)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Μετά τις παραπάνω αναγκαίες διευκρινίσεις, ας δούμε πιό αναλυτικά τα κρίσιμα σημεία στον μεταξύ μας διάλογο.
Σημείο 1ο.
Σχίσμα ή αίρεσις οι Ρωμαιοκαθολικοί;
Έχουν ή όχι την Θεία Χάρη;
Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης διακηρύσσει πως “δεν υπάρχει χάρις, δεν υπάρχει σωτηρία εκτός της Εκκλησίας. Καμμία άλλη χριστιανική ομολογία, εκτός της Ορθοδόξου, δεν μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στην τελειότητα της χριστιανικής ζωής, στον αγιασμό, στην αιωνιότητα διότι οι άλλες κατέχουν ‘την αλήθειαν εν αδικία’ (Ρωμ. 1, 18), ενόθευσαν την αλήθεια με τη σοφιστεία και το ψεύδος, και έτσι δεν κατέχουν τα μέσα της χάριτος γιά την ανακαίνιση του ανθρώπου. Αυτά τα έχει μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, η μόνη αγία και άμωμος (Εφεσ. 5, 27)… Είναι πλάνη να θεωρούμε συγκαταβατικά όλες αυτές τις ομολογίες σαν αληθινά χριστιανικές. Γιατί αυτό αποτελεί περιφρόνηση της αυθεντικής πίστεως και δεν είναι μικρότερο κακό από την απόλυτη απιστία” (“Ο ουρανός στη γη”, Εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου 2004, σελ. 31).
Ακόμη πιό καθαρά ο άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, σημειώνει πως “οι Λατίνοι προσθέσαντες στο Σύμβολο τη φράση γιά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, προξένησαν στην Εκκλησία τη μεγαλύτερη βλάβη από όλους τους εχθρούς της, γιατί διήρεσαν τα μέλη του Χριστού…η έκπτωσις στην πίστη και η εξ αιτίας αυτής απώλεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, είχε σαν συνέπεια να προχωρήσουν οι Λατίνοι σε πλήθος καινοτομιών… Η εναντίον του Αγίου Πνεύματος βλασφημία των Λατίνων συνετέλεσε ώστε να χάσουν τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος και όλα σ αυτούς να είναι αχαρίτωτα” (Δ. Κ. Κυρατσού, Μητροπολίτου Δράμας, “Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και η Δύση – Η λατινική Εκκλησία και οι καινοτομίες της”, Διατριβή επί διδακτορία Τμήματος Ποιμαντικής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 30 κ.εξ.).
Όλα αχαρίτωτα, λοιπόν, στους Λατίνους!
Ουδέν αληθέστερον αφού το αυτό βεβαιώνει με ένα κατά Νικόλαον “απολίθωμα” ο Μ. Βασίλειος με τον α’ κανόνα του “οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την Χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ εαυτούς. Επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν…οι δε απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε τω χειροτονείν είχον εξουσίαν. Ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν… “!
Όσον αφορά τώρα στο αν οι Ρωμαιοκαθολικοί είναι σχισματικοί ή αιρετικοί, θα επικαλεστώ κατ’ αρχήν τη μαρτυρία του λογίου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ.κ. Ιεροθέου ο οποίος εμφαντικά συνοψίζει πως “α) οι Παπικοί είναι αιρετικοί και όχι σχισματικοί, β) δεν έχουν ιερωσύνη, γ) δεν έχουν αποστολική διαδοχή, δ) δεν έχουν Θεία Χάρη, ε) το filioque έχει καταδικαστεί ως αίρεση από την Η’ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Φωτίου, στ) οι Παπικοί έχουν καταδικασθεί ως αιρετικοί από τις Συνόδους του 15ου αιώνα επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά“.
Αλλά και ο αείμνηστος καθηγητής της δογματικής Χρ. Ανδρούτσος υπερθεμάτιζε υποστηρίζοντας πως “πάσα θεωρητική παρέκκλισις από της διδασκαλίας της Εκκλησίας είναι αίρεσις… Οι ετερόδοξοι, οι επί μέρους αληθείας αρνούμενοι, είναι εξ ίσου αιρετικοί, ει και ίστανται εγγύτερον τη Ορθοδοξία” (Περιοδικό “Θεοδρομία”, τευχ Η3 Ιουλ. – Σεπτ. 2006, σελ. 364).
Στο ίδιο περιοδικό, σελ. 366-369, ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως κυρός Αμβρόσιος παρέθεσε ιστορικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο Παπισμός είναι αίρεση. Σύμφωνα μ’ αυτά:
” – Η Ορθόδοξη Εκκλησία διά της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 867 κατεδίκασε τας λατινικάς ετεροδιδασκαλίας και καινοτομίας, κατά δε του Πάπα Νικολάου Α’ και των συμφρονούντων αυτώ και των απεσταλμένων αυτού εις Βουλγαρίαν απήγγειλε καθαίρεσιν, ανάθεμα και αφορισμόν…
– Η μεγάλη Σύνοδος του 879 εν Κ/πόλει, η υπό πολλών θεωρουμένη ως Ογδόη Οικουμενική, δεχθείσα το Σύμβολον άνευ της προσθήκης του Φιλιόκβε, εδογμάτισε: “Πάντες ούτω φρονούμεν… Τους ετέρως παρά ταύτα φρονούντας… τω αναθέματι καθυποβάλλωμεν…κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος…και ανάθεμα έστω”.
– Ότε ο Πάπας Ρώμης Σέργιος ο Δ’ εχρησιμοποίησεν το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε (1009), ο Πατριάρχης Κπόλεως Σέργιος…, μετ απόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς.
– Τας λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασε και η εν Κπόλει Σύνοδος του 1054, αποκαλέσασα το Φιλιόκβε, όχι τοπικόν έθιμον αλλά βλάσφημον δόγμα…
– Τας λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασαν και αι με τον Ησυχασμό ασχοληθείσαι Σύνοδοι του 1341, 1347, 1351.
– Οι Σύνοδοι του 1440 εν Κπόλει, του 1441 εν Ρωσία, του 1443 εν Ιεροσολύμοις, του 1450 εν Κπόλει και του 1484 κατεδίκασαν και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδον της Φλωρεντίας.
– Η Σύνοδος του 1722 εν Κπόλει καταδίκασε “της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα” και απεφάνθη ότι οι Λατίνοι δι’ αυτών “εξαπατώσι τους απλουστέρους, ευγάνοντές τους από τα ευσεβή δόγματα της του Χριστού Εκκλησίας και σύραντές τους αθλίως εις τον βυθόν της απωλείας”.
– Η Σύνοδος του 1727 εν Κπόλει αποκαλεί τας λατινικάς κακοδοξίας “λήρον μακρόν και κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα”.
– Η Σύνοδος του 1838 εν Κπόλει καταδικάζει δριμύτατα τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού ως” βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας, βλασφημίας καιρίας κατά της Υπερθέου Τριάδος, εωσφορικήν πλάνην, απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού”.
– Η Σύνοδος του 1848 εν Κπόλει καταδικάζει τον Παπισμόν ως αίρεσιν “τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ην ποτέ ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός”, ον χαρακτηρίζει ως ανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς Συνόδους διά των πλανών του.
– Η Σύνοδος του 1895 εν Κπόλει χαρακτηρίζει τα παπικά φρονήματα” φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς, ουσιώδεις διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως δόγματα, σπουδαίας και ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς”, ενώ αποκαλεί τον Παπισμόν “Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων, και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των Όρων των Αγίων Συνόδων… Διό και ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού”.
Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη μας την σημερινή κατάσταση και τα δεδομένα από τις ημέρες και τα πεπραγμένα των Ρωμαιοκαθολικών, δεν θα ήταν υπερβολή να συμφωνήσουμε με τον δικαστικό και έμπειρο αναλυτή των αιρετικών δογμάτων κ. Ν. Σταυριανίδη ότι ο Παπισμός όχι μόνο αίρεση μπορεί να χαρακτηρισθεί αλλά και σέκτα, καθώς όπως υποστηρίζει “ο παπισμός είναι ολοκληρωτική σέκτα στο κέντρο του, σέκτα υπό την τεχνική έννοια του όρου, ένα είδος γκουρουϊσμού, με χαλαρότητα στη μεταχείριση των εξωτερικών κύκλων αλλά και με εμπειρία αιώνων στο χειρισμό προσώπων και καταστάσεων όσο πλησιάζει κανείς στο κέντρο του, στο σκληρό πυρήνα εξουσίας που ασκείται επί των εκατομμυρίων πλανεμένων οπαδών.
Ο Παπισμός δεν παρακαλεί την Ορθοδοξία να παράσχη πνευματική νομιμοποίηση στον πάπα, αλλά εργάζεται γιά την επικράτησή του επί της Ορθοδοξίας. Τα δε άλλα αφορούν τις εντυπώσεις, το “ίματζ” της δήθεν αγάπης του παπισμού γιά όλον τον κόσμο…αυτήν την πολιτικο-θρησκευτική νομομοποίηση του πάπα προσφέρουμε οι ορθόδοξοι χριστιανοί όταν καθ οιονδήποτε τρόπο τιμούμε τον προκαθήμενό του”! (Περ.” Θεοδρομία”, τεύχος Γ’ 3, Ιουλ. – Σεπτ. 2001, σελ. 79-90 του (τότε) Πρωτοδίκη DEA Δημοσίου Δικαίου και DEA Φιλοσοφίας του Δικαίου Ν. Σταυριανίδη).
Και βέβαια η παραπάνω τοποθέτηση απλά επιβεβαιώνει τον μακαριστό καθηγητή Κ. Μουρατίδη ο οποίος πριν περίπου 45 χρόνια υπογράμμιζε ότι “ο δήθεν θεολογικός διάλογος είναι παπική πλεκτάνη διά τον αποπροσανατολισμόν και την εξαπάτησιν του Ορθοδόξου λαού με τον απώτερον σκοπόν την δημιουργίαν σχίσματος μεταξύ του πληρώματος της Ορθοδοξίας διά της υποταγής όσον το δυνατόν μεγαλυτέρου μέρους αυτού εις τον αιρετικόν Πάπα”.
Μέγα όπλο προς επίτευξιν των παραπάνω στόχων η επάρατη Ουνία. Αλήθεια, αφού ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος κ. Νικόλαος διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι μας αγαπάει τόσο πολύ και μας νιώθει ως “αδελφή Εκκλησία”, ποιός ο λόγος ύπαρξης και δράσης στην Ελλάδα των Ουνιτών;
Ένα τελευταίο σημείο που οφείλω να τονίσω πριν κλείσω την ενότητα αυτή είναι το ότι δεν υπάρχουν ετερόδοξες “Αδελφές Εκκλησίες”. Γιατί δεν είμαστε εμείς διαιρεμένοι. Οι Ρωμαιοκαθολικοί απεσχίσθησαν από την Μία, Ορθόδοξη Εκκλησία. Προς επίρρωσιν τούτου ας προσέξουμε όσα βαρυσήμαντα λέει ο άγιος Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης:
“Η Εκκλησία δεν χάνει την ενότητά της, διότι η ύπαρξή της δεν περιορίζεται χρονικά και τοπικά στα στενά όρια των ζώντων σε κάποια εποχή. Είναι διαχρονική και υπερτοπική η ενότης της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι δεν είμαστε χωρισμένοι με την Εκκλησία της Ρώμης. Είμαστε ενωμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρώμης, την προ του σχίσματος. Οι ίδιοι οι πάπες διήρεσαν την δική τους τοπική εκκλησία και έπαυσαν πλέον να είναι διάδοχοι του Πέτρου. Η διαδοχή του Πέτρου εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία όπου υπάρχει και η διαδοχή της πίστεως του Πέτρου”.
Ώρα, λοιπόν, να επιστρέψει ο Ρωμαιοκαθολικισμός από την αίρεση στην αληθινή πίστη εν μετανοία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου