Σελίδες

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΧΙ ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΠΑΣΧΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ!

 


 

Μόνον μὲ τὴν ἐπιστροφὴν εἰς τὴν ἀλήθειαν  τῆς κοινῆς παραδόσεως τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων  ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα

 

ΟΧΙ ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΠΑΣΧΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ!

 

Τὸ Φανάρι εἶναι πρόθυμον νὰ ἐγκαταλείψη τὴν ὄντως ἀληθινὴν πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήση μὲ τοὺς μύθους τῶν Λατίνων, ὥστε νὰ ἔχη κάτι κοινὸν νὰ ἑορτάση μετ’ αὐτῶν;

 

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, Δρ. Θεολογίας

   Ἡ πρόσφατη Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ τῆς 1ης μέχρι καὶ τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 2024 ἀναφέρθηκε μεταξὺ τῶν ἄλλων στὸν προγραμματισμένο γιὰ τὰ τέλη Μαΐου 2025 ἑορτασμὸ τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας παρουσίᾳ τοῦ Πάπα Φραγκίσκου. Καὶ ἐφόσον οἱ θεοφόροι Πατέρες αὐτῆς τῆς Συνόδου ἀσχολήθηκαν καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ρύθμισης τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἡ ἀνακοίνωση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου ὑπογραμμίζει τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἐκφράζεται ὁμοθυμαδὸν ἡ εὐχὴ ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα κατὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος ὑπὸ τῆς Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νὰ μὴ ἀποτελέση μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλὰ τὴν ἀπαρχὴν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διὰ τὸν ἑορτασμὸν του κατ’ ἔτος, συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Αὐτὴ ἡ εὐχὴ γιὰ ἕνα κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἀπὸ τὸ 2025 καὶ στὸ ἑξῆς μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν δημιούργησε μία μεγάλη ἀναστάτωση σὲ πολλοὺς πιστούς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ πάμπολλες ἀναφορὲς σὲ συζητήσεις καὶ ἄρθρα μὲ τὸ θέμα αὐτό.

   Μία γρήγορη ἀνάγνωση αὐτῆς τῆς εὐχῆς ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο πείθει τὸν καλοπροαίρετο ἀναγνώστη, νὰ ἐκφράσει συγχαρητήρια στὰ μέλη αὐτῆς τῆς Συνόδου. Διότι προφανῶς μέσα στὸ πνεῦμα τῶν Θεοφόρων Πατέρων τῆς Νικαίας, οἱ ὁποῖοι εἰσήγαγαν μία κοινὴ  ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἐκεῖνα ἐπὶ τέλους ἐπιθυμοῦν νὰ θέσουν τέρμα στὴ διαίρεση καὶ νὰ προωθήσουν τὴν ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς χριστιανοσύνης στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Μόνο ἡ διατύπωση «συμφώνως πρὸς τὸ Πασχάλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» μειώνει κάπως αὐτὴ τὴν τόσο θετικὴ εἰκόνα. Παραξενεύεται καὶ ἀναρωτιέται κανείς, γιατί ἐδῶ ἡ ἐπιμονὴ στὸ Πασχάλιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Δυστυχῶς δὲν μᾶς τὸ ἐξηγεῖ ἡ ἀνακοίνωση.

Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη

   Ἐὰν βέβαια ἀναλύσει κανεὶς τὸ κείμενο μὲ κάπως μεγαλύτερη διεισδυτικὴ διάθεση, ἀπορεῖ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα μὲ τὶς διατυπώσεις ποὺ ἐπιλέγονται. Ἐντύπωση πρῶτα ἀπ’ ὅλα προκαλεῖ ὅτι ἐξισώνονται ἀπόλυτα ἡ Δυτικὴ καὶ ἡ Ἀνατολικὴ Χριστιανοσύνη. Σὰν νὰ μὴ ἀναπτύχθηκε ποτὲ μία οὐσιαστικὴ διαφοροποίηση στὴν πίστη (βλ. π.χ. Φιλιόκβε, θεώρηση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ὡς κτιστές, Πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ Ἀλάθητο τοῦ Πάπα, Μαριολατρία, Πάπας ὡς ἀρχηγὸς τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ), σὰν νὰ μὴ καταγράφηκε ποτὲ ἡ κατακτητικὴ διάθεση τῆς Δυτικῆς “Χριστιανοσύνης” ἐναντίον τῆς Ἀνατολικῆς μὲ στρατιωτικὰ μέσα (βλ. τὶς Σταυροφορίες, στὶς ὁποῖες ὁ Πάπας ἐκ τῶν προτέρων παρεῖχε στοὺς μετέχοντες γενικὴ ἄφεση ἁμαρτιῶν[1]), μὲ ἄλλα καταπιεστικὰ μέσα (βλ. τὶς Ἑνωτικὲς Συνόδους, ἰδίως τῆς Λυὼν καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας) καὶ πολλὰ ἐπὶ πλέον (βλ. π.χ. τὴν καθιέρωση τῆς Οὐνίας, τοῦ Δούρειου Ἵππου τῆς Παποσύνης ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ὑφίσταται καὶ βασιλεύει μέχρι σήμερα). Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ δεδομένα πῶς μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Χριστιανοσύνη, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ δύο ἰσόκυρες παραδόσεις ποὺ διασῴζουν καὶ οἱ δύο τὴν αὐθεντικὴ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὴ συνέχεια τῆς μίας Ἐκκλησίας Του;

Κοινὸς ἑορτασμὸς

  Τὸ ἑπόμενο σημεῖο, συναφὲς μὲ τὸ πρῶτο στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε, εἶναι ἡ ἐπισήμανση ὅτι τὸ 2025 εἶναι ἔτος κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιὰ Ὀρθόδοξους καὶ Παπικούς, ὅπως προφανῶς καὶ ὅλα τὰ προηγούμενα ἔτη ποὺ συνέπεσε ἡ ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα. Οἱ λέξεις «κοινὸς ἑορτασμὸς» εἶναι σαφῶς παραπλανητικές, ἐπειδὴ δὲν ἀποδίδουν τὴν πραγματικότητα. Οἱ συγκεκριμένες λέξεις παραπέμπουν στὸ δεδομένο, ὅτι ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν ἄλλο ἑορτάζουμε κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουμε τὴν ἴδια ἀντίληψη. Ναὶ μὲν καὶ στὶς δύο πλευρὲς ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας συνδέεται μὲ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀλλὰ στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ ἕνα διαφορετικὸ  Χριστό, γιὰ ἕνα διαφορετικὸ Θεό. Στὴν μία πλευρά, στοὺς Παπικούς, βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο ἡ Μεγάλη Παρασκευή, στὴν ὁποία μὲ τὴν Σταύρωση συντελεῖται ἡ σωτηρία, καὶ ἡ Ἀνάσταση εἶναι μόνο μία προέκταση τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχει ἤδη χαριστεῖ στὴν ἀνθρωπότητα. Ἐνῷ στὴν ἄλλη πλευρά, στὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, ποὺ μὲ μοναδικὸ τρόπο δηλώνεται μέσῳ τοῦ θριαμβευτικοῦ ὕμνου: «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωὴν χαρισάμενος». Αὐτὴ τὴ λύση τοῦ ἀνθρωπίνου δράματος φανερώνει ἀκριβῶς καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἀπεικόνιση τῆς Καθόδου στὸν Ἅδη. Ἐνῷ ἡ δυτικὴ εἰκόνα τοῦ ἰδίου γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως παρουσιάζει, ἀντίθετα μὲ ὅσα ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή, ἕνα Χριστὸ ποὺ θριαμβολογώντας μὲ λάβαρο στὸ χέρι ἐξέρχεται τοῦ τάφου, ἀφήνοντας τοὺς φύλακες ὡσὰν νεκρούς. Αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ἐπιτελεῖται μὲ φασαρία ἀλλὰ ἐν σιωπῇ, ὅπως καὶ ὅλα τὰ μυστήρια. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε,  ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε – μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει ἡ ὑμνολογία – ὅπως καὶ ἡ ἐνανθρώπηση: «Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπὸ τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». Ἴσως θὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος, ὅτι αὐτὰ εἶναι λεπτομέρειες. Ὄχι, δὲν εἶναι λεπτομέρειες. Ὅπως προφανῶς καὶ ὅλη ἡ κατανόηση τῆς σωτηρίας στοὺς Λατίνους δὲν εἶναι λεπτομέρεια.

Πῶς ὁ ἀλλοτριωμένος Θεὸς τῆς Δύσεως προσφέρει σωτηρίαν;

    Αὐτὸ τὸ «πῶς» ἀνέλυσε ἡ σχολαστική, ἡ μεσαιωνικὴ θεολογία τῆς Δύσης μὲ θεμελιωτὴ τὸν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, ζώντας μάλιστα στὴν ψευδαίσθηση, ὅτι ξεπερνοῦσε μὲ τὶς “πρωτότυπες” θέσεις της τὴν πατερικὴ θεολογία. Τόσο ἡ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὅσο καὶ ἡ σωτηρία του σ’ αὐτὴ τὴ δυτικὴ θεολογία δὲν ἀγγίζει βαθύτερα τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀλλὰ ἀφορᾶ μόνο στὴν ἠθικὴ σφαῖρα, δηλ. στὸ ζήτημα τῆς σωστῆς συμπεριφορᾶς, ἕνα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψή της, καθαρὰ ἐξωτερικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸν ἄνθρωπο εἶχε δοθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἡ δυνατότητα τῆς ἀθανασίας ὡς ἐπὶ πλέον δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχασαν οἱ πρωτόπλαστοι καὶ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ποὺ προέκυψε ἀπ’ αὐτοὺς μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ στὸν παράδεισο. Τὸ ἔχασαν, ἐπειδὴ μὲ τὴν μὴ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ τους Τὸν προσέβαλαν, Τὸν ἀτίμασαν. Καὶ ὁ Θεός, ἀνταποκρινόμενος στὴ δικαιοσύνη καὶ τάξη ποὺ ὀφείλει νὰ ρυθμίζει τὴ σχέση τῶν νοημόνων ὄντων, δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ τιμωρήσει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν ἀτίμωση ποὺ Τοῦ εἶχε προκαλέσει, στερώντας του τὸ ἐπὶ πλέον δῶρο τῆς ἀθανασίας. Ἑπομένως, προκειμένου νὰ παρέχει ἐκ νέου αὐτὸ τὸ δῶρο στὸν ἄνθρωπο, ἔπρεπε νὰ ζητήσει ἱκανοποίηση γιὰ τὴν τρωθεῖσα τιμή Του. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἰδίων δυνάμεων, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἦταν ἀδύνατο νὰ θεραπεύσει αὐτὴ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ, προέκυψε ὡς μόνη λύση, νὰ τὸ ἀναλάβει ἕνας «Θεὸς ἄνθρωπος», δηλ. στὸ ἴδιο πρόσωπο πλήρης Θεὸς καὶ πλήρης ἄνθρωπος. Χωρὶς νὰ χρεωστοῦσε θάνατο λόγῳ τῆς ἀναμαρτησίας του, μπόρεσε νὰ προσφέρει αὐτὴν τὴν ἱκανοποίηση στὸν Θεὸ γιὰ τὴν προσ­βληθεῖσα τιμή Του καὶ ἔτσι μέσῳ τῆς σταυρικῆς θυσίας νὰ ξεπληρώσει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.

   Ὅπως διακρίνει ὁ ἀναγνώστης εὔκολα, αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀνθρωπόμορφη. Πρόκειται γιὰ κακέκτυπο Θεοῦ, ὁ ὁποῖος στὴ σχέση μὲ τὸ δημιούργημά Του, τὸν ἄνθρωπο, λόγῳ τῆς ἀνυπακοῆς τῶν πρωτοπλάστων χάνει τὴν ψυχική Του ἰσορροπία. Πρῶτο μέλημά Του, προφανῶς, προκειμένου νὰ ἀνυψώσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχική του θέση, ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ἐξισορρόπησή Του μέσῳ τῆς ἀποκατάστασης τῆς τιμῆς Του. Ἔτσι στὴ Δύση ἡ σταυρικὴ θυσία ἀποβαίνει ἀπόλυτα κεντρική. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον μὲ τὴ σταυρική Του θυσία ἔχει δοθεῖ τὸ ἀπαραίτητο ἀντίτιμο καὶ ἔχει νικηθεῖ ὁ Διάβολος, ἀποτελεῖ, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄρσης τῆς τιμωρίας, ἁπλῶς μία φυσικὴ συνέχεια. Μάλιστα, ἐφόσον δόθηκε τὸ ἀντίτιμο μὲ τρόπο πού, λόγῳ τῆς θυσίας τοῦ Θεανθρώπου ὑπερβαίνει ἀσύγκριτα τὴν ἀρχικὴ προσβολή, ὁ Θεὸς τῶν Παπικῶν παρέχει τὴν Ἀνάσταση ὡς ἀμοιβὴ ὄχι μόνο στὸν Χριστὸ ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μέσῳ αὐτῆς τῆς μεσαιωνικῆς δυτικῆς θεμελίωσης τῆς σωτηρίας ὁ σταυρὸς μὲ τὸν ἔντονο τονισμὸ τῆς θυσίας ἔχασε προοδευτικὰ τὸν χαρακτῆρα του ὡς σύμβολο νίκης καὶ ζωῆς. Ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποὺ φέρει τὴν λυγισμένη ἀπὸ τὸν πόνο μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τονίζεται ἔτσι ἡ ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ πλήρης ἐξόφληση τοῦ χρέους τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὸν Θεὸ-Πατέρα.

Πῶς σῴζονται οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸ πλαίσιον αὐτό;

  Ἡ προσωπικὴ δικαίωση τοῦ κάθε πιστοῦ στὸν Παπισμὸ συλλαμβάνεται καὶ ἐκτίθεται φυσικὰ μέσα στὸ πλαίσιο ὅλων ἐκείνων τῶν δεδομένων ποὺ ἔχουν ἐπισημανθεῖ ὥς τώρα. Ἐφ’ ὅσον τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν ἀρχικὴ προσβολὴ τοῦ Θεοῦ ἔχει δοθεῖ στὸ ἀκέραιο, ἐφόσον ἡ θεία δικαιοσύνη ἔχει ἱκανοποιηθεῖ καὶ ἐφόσον ἡ διάθεση τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο, μένει τώρα στὸν κάθε πιστό, μετὰ τὴ βάπτισή του, ἡ εὐθύνη γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἀφοῦ πρόκειται γιὰ παραβάσεις τῆς ἠθικῆς τάξης ὀφείλει νὰ τιμωρηθεῖ γι’ αὐτές, νὰ προσφέρει δηλ. τὴν ἀνάλογη ἱκανοποίηση, ὥστε νὰ δικαιωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν πορεία ἔχει ἀνάγκη γιὰ πράξεις/ ἔργα, πράξεις ὡς ἐκδήλωση τῆς μετάνοιάς του, δηλ. πράξεις ἀσκητικές, ὅπως καὶ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως ποὺ στὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου αὐτὲς οἱ ἀσκητικὲς πράξεις καὶ τὰ καλὰ ἔργα δὲν ἀρκοῦσαν, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀντίστοιχες ποινὲς τῶν ἁμαρτιῶν του, δυτικοὶ θεολόγοι τοῦ 13ου αἰώνα ἀνέπτυξαν τὴ θεωρία, ὅτι ὁ Πάπας διαθέτει ἕνα θησαυρό, τὸ θησαυρὸ τῶν περισσευόντων ἀξιομισθιῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Αὐτὸν τὸν θησαυρὸ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ἐλεύθερα ὁ Ποντίφικας τῆς Ρώμης, γιὰ νὰ ἀναπληρωθοῦν οἱ ἐλλείψεις αὐτὲς μὲ ἀφέσεις ἤ λυσίποινα, ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πιστοῦ, ὅταν στὸ καθαρτήριο πῦρ, μετὰ τὴν ἀπαραίτητη ἐξιλέωση ἐκεῖ, περιμένει τὴν μετάβασή του στὸν παράδεισο.

  Μὲ τὶς πρακτικὲς αὐτὲς δημιουργεῖται ἡ ἀποτρόπαια εἰκόνα ἑνὸς Θεοῦ ποὺ ζυγίζει τὰ πάντα μέχρι τὴν τελευταία λεπτομέρεια στὴ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης Του. Τελικὰ προκύπτει ἕνας τερατώδης ἄτεγκτος Θεὸς ποὺ πάσῃ θυσίᾳ ἐπιμένει στὴν ἀπόλυτη τήρηση τῆς ἰσορροπίας τῆς ἁμαρτίας – προσβολῆς Του καὶ τῆς ποινῆς ποὺ ἁρμόζει ὡς ἱκανοποίηση γι’ αὐτήν.

  Οἱ Παπικοί, ὅπως γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ μὲ βάση τὰ παραπάνω, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νιώσουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης.  Ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν ὅτι μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου συναναστήθηκε στὸ πρόσωπό Του ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀρκεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ἐνταχθεῖ σὲ αὐτὴν τὴν ἀναστημένη φύση μὲ τὸ βάπτισμά του. Τὰ λόγια ποὺ ἐκφωνεῖ θριαμβευτικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στὸν Κατηχητικό του Λόγο, καὶ μαζί του τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὅλους τούς αἰῶνες τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τοὺς Παπικοὺς δὲν ἔχουν κανένα νόημα, ἀλλὰ μαρτυροῦν σύμφωνα μὲ τὰ δικά τους δεδομένα μία διαστρέβλωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Λόγος αὐτὸς φανερώνει τὸν θάνατο ὡς ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὴν ὁποία καταργεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στὴ νέκρωση τοῦ θανάτου διασαλπίζει:  «Ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς τοῦ Σωτῆρος ὁ θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὁ ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τὸν Ἅδην ὁ κατελθών εἰς τὸν Ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκὸς αὐτοῦ», γιὰ νὰ συνεχίσει λίγο παρακάτω: Ὁ Ἅδης «ἐπικράνθη. Καὶ γὰρ κατηργήθη … ἐνεπαίχθη … ἐνεκρώθη … καθηρέθη … ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα, καὶ Θεῷ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν, καὶ συνήντησεν οὐρανῷ. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καὶ πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, Ἅδη, τὸ νεῖκος; …». Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἐδῶ ἡ χρήση τῶν συγκεκριμένων ρημάτων. Ὅλα ἐκφράζουν πέρα γιὰ πέρα ὑπαρξιακὲς καταστάσεις. Καταστρέφεται, καταλύεται , ἐξαφανίζεται ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἠθικὲς κατηγορίες καὶ δικανικοὺς ὅρους. Δὲν ἀναιρεῖται ἁπλῶς μία τιμωρία. Κυριαρχεῖ ἀπόλυτα ἡ καινὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης ποὺ ἔχει ἀναδυθεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο».

   Κλείνοντας αὐτὸ τὸ ἄρθρο θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν εὐχή, ὁ παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ περὶ αὐτὸν Ἱερὰ Σύνοδος νὰ μπορέσουν νὰ ἀναπτύξουν μία θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία ἐνδεχομένως πιὸ πειστικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, Μεγάλου Φωτίου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Μάρκου Ἐφέσου κ.ἄ., ὥστε ἡ λεγόμενη Δυτικὴ “Χριστιανοσύνη” ἐπὶ τέλους νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια της καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὶς ψευδεῖς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχει δημιουργήσει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Διότι μόνο μὲ τὴν προϋπόθεση αὐτή, δηλ. τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς χριστιανικῆς παράδοσης τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μόνο μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς Δύσης στὸν ὄντως Τριαδικὸ Θεὸ μας ἔχει νόημα ἕνας κοινὸς ἑορτασμός. Ὅπως ἔχουν σήμερα τὰ πράγματα ὁ ὁρισμὸς μίας κοινῆς ἡμερομηνίας δὲν ἔχει νὰ προσ­φέρει ἀπολύτως τίποτε, ἀφοῦ πέρα ἀπὸ τὴν κοινὴ ἡμερομηνία στὴν οὐσία δὲν θὰ ὑπάρχει κάτι τὸ κοινό. Δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ὅτι ἡ Πατριαρχικὴ Ἱερὰ Σύνοδος εἶναι πρόθυμη νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ὄντως ἀληθινὴ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσει μὲ τὰ παραμύθια τῶν Λατίνων, ὥστε νὰ ἔχει κάτι κοινὸ νὰ ἑορτάσει μαζί τους. Ἀπόδειξη ἐδῶ εἶναι ἡ ἐπιμονὴ στὸ «Πασχάλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἀφοῦ μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων οἱ Δυτικοὶ ἔχουν ἀκυρώσει καὶ τὸν κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιὰ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, κοινὸ ἑορτασμὸ προφανῶς ὄχι μεταξὺ αἱρετικῶν καὶ ὀρθοδόξων, ἀλλὰ κοινὸ ἑορτασμὸ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων.

Σημείωσις:

  1. Μετὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἑδρῶν τῶν παλαιῶν ἀνατολικῶν Πατριαρχείων, τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀκολούθησε ἡ ἀντικατάσταση τοῦ Ὀρθόδοξου Πατριάρχη ἀπὸ Λατῖ­νο Πατριάρχη. Γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια ὁρίστηκε Λατῖνος Πατριάρχης ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν κατάκτηση τῆς πόλης. Καὶ αὐτοὶ οἱ Λατῖνοι Πατριάρχες παρέμειναν μέχρι καὶ τὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Λατῖνο Πατριάρχη τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ μέχρι σήμερα ὑπάρχει παράλληλα μὲ τὸν Ὀρθόδοξο.(OΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου