Σελίδες

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Σύντομη απάντηση σε άρθρο Μητροπολίτη για το θέμα των ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΩΝ.

 





Εισαγωγικά

Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου, με αφορμή τα γεγονότα που συνέβησαν στην Νίκαια και στο Φανάρι 29 και 30 Νοεμβρίου 2025 δημοσίευσε το παρακάτω κείμενο για το θέμα των Συμπροσευχών. 

---------------------------------------------------------------------------------

Οι απόψεις του Μητροπολίτη.

Όρια και Διάκριση: Η Ορθόδοξη Θεώρηση των Κανόνων περί Συμπροσευχής

Το ζήτημα της συμπροσευχής μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων προκαλεί συχνά έντονο διάλογο εντός της Εκκλησίας. Κάθε φορά που σημειώνονται κοινές προσευχές ή συμμετοχές ιεραρχών σε εορταστικές εκδηλώσεις, επανέρχεται στο προσκήνιο η ερμηνεία των Κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι ο 45ος και ο 65ος των Αγίων Αποστόλων, ο 33ος της Τοπικής Συνόδου της Λαοδικείας και ο 10ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Οι κανόνες αυτοί, ωστόσο, δεν πρέπει να απομονώνονται από το ιστορικό τους πλαίσιο και το εκκλησιολογικό τους περιεχόμενο· διαμορφώθηκαν με σκοπό να διατηρήσουν την καθαρότητα της πίστεως και όχι να εκφράσουν πνεύμα μισαλλοδοξίας.

Οι Κανόνες που ήδη αναφέρθηκαν θεσπίστηκαν σε εποχή κατά την οποία η Εκκλησία βίωνε την διάρρηξη της ενότητάς της λόγω της δράσης αιρετικών κινημάτων, όπως των Γνωστικών και των Αρειανοφρόνων. Η «συμπροσευχή» τότε σήμαινε πλήρη λειτουργική κοινωνία, δηλαδή κοινή Λατρεία και Ευχαριστιακή μετοχή, γεγονός που δήλωνε ταύτιση πίστεως. Οι κανόνες, επομένως, απαγορεύουν τη συμμετοχή σε κοινή λατρεία με όσους δεν ομολογούν την αληθινή πίστη, προκειμένου να προστατευθεί το εκκλησιαστικό σώμα από δογματική σύγχυση. Στόχος τους δεν ήταν η ρήξη της επικοινωνίας ή η εχθρότητα, αλλά η διαφύλαξη των ορίων της Εκκλησίας.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας επιβεβαιώνουν αυτό το πνεύμα. Ο Μέγας Βασίλειος (Επιστολή 188) διακρίνει σαφώς μεταξύ αιρετικών, σχισματικών και παρανόμων· δεν αντιμετωπίζει όλους με τον ίδιο τρόπο, αλλά με βάση το πόσο απομακρύνθηκαν από την κοινή πίστη. Αντίστοιχα, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, σχολιάζοντας τους Κανόνες στο Πηδάλιον, επιμένει ότι πρέπει να εφαρμόζονται με διάκριση και εκκλησιαστικό φρόνημα, αποφεύγοντας την άκαμπτη αυστηρότητα. Αυτή η στάση αποτρέπει την αυθαιρεσία και τον φανατισμό, διότι ο νόμος υπάρχει για να υπηρετεί τη ζωή της Εκκλησίας και όχι να την δεσμεύει νομικά.

Το ιστορικό περιβάλλον λοιπόν συνέβαλε καθοριστικά στη διατύπωση αυτών των Κανόνων. Στους πρώτους αιώνες η ενότητα της πίστεως ταυτιζόταν άρρηκτα με την ενότητα της λατρείας. Η ευχαριστιακή συμμετοχή ήταν πράξη εκκλησιαστικής κοινωνίας – και συνεπώς η απαγόρευση λειτουργικής συμπροσευχής με αιρετικούς είχε αποσαφηνισμένο χαρακτήρα. Στους μεταγενέστερους αιώνες, όμως, καθώς διαμορφώθηκαν οι σύγχρονες σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, οι θεολόγοι και οι κανονολόγοι αναγνώρισαν την ανάγκη να ερμηνεύονται οι Κανόνες με βάση το πνεύμα τους, όχι εξαντλητικά και μονοδιάστατα κατά γράμμα.

Σήμερα η Εκκλησία συναντά ετεροδόξους στο πλαίσιο διαλόγου, μαρτυρίας και ειρηνικής συνύπαρξης, όχι ως έκφραση κοινής πίστεως ούτε με λειτουργική συμμετοχή. Η παρουσία Ορθοδόξου κληρικού σε μια τελετή μνήμης ή προσευχητική συγκέντρωση δεν μπορεί να εξισωθεί με τη λειτουργική συμπροσευχή που καταδικάζουν οι Κανόνες. Η ερμηνεία των Κανόνων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον σκοπό τους: τη διαφύλαξη της αλήθειας, όχι την απομόνωση της Εκκλησίας. Η απολυτότητα της απαγόρευσης, χωρίς εξέταση του συμφραζομένου, οδηγεί σε παρανόηση της κανονικής παράδοσης.

Η σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία, ιδίως μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης (2016), αποσαφηνίζει ότι ο διάλογος με τους ετεροδόξους δεν συνιστά προδοσία της πίστεως, αλλά άσκηση μαρτυρίας μέσα στον σεβασμό της αλήθειας. Η ακρίβεια της δογματικής πίστεως δεν αναιρεί την αγάπη ούτε την ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης. Οι Κανόνες, παρά τη δεσμευτική τους ισχύ, πρέπει να κατανοούνται υπό το πρίσμα της οικονομίας, δηλαδή της ευκαμψίας που επιτρέπει η ποιμαντική ευθύνη της Εκκλησίας.

Η ορθή σήμερα εφαρμογή τους απαιτεί θεολογική ωριμότητα. Η Εκκλησία δεν καλείται να απορρίψει τους Κανόνες, αλλά να τους ερμηνεύσει με ακρίβεια και πνεύμα διάκρισης. Πιστότητα στην Κανονική Παράδοση δεν σημαίνει απόσπαση από το εκκλησιολογικό της νόημα· σημαίνει κατανόηση του σκοπού τους μέσα στη ζωή του σώματος του Χριστού. Οι Κανόνες είναι όρια που προστατεύουν την πίστη, όχι φράγματα που αποκόπτουν τη μαρτυρία. Μόνο εντός του πνεύματος της αγάπης και της αλήθειας επιτελούν τον σκοπό τους, αναδεικνύοντας την Εκκλησία ως κοινότητα ζωής και σωτηρίας, όχι ως θεσμό αποκλεισμού και γκετοποίηση

Σύντομη απάντηση στις παραπάνω απόψεις

Ο  όρος «συνεύχεσθαι» στους Ιερούς Κανόνες δεν περιορίζεται μόνο στη συλλειτουργία κληρικών, όπως υποστηρίζουν οι Οικουμενιστές, αλλά έχει πολύ ευρύτερη έννοια.

1. Η γλωσσική – πατερική χρήση του ρήματος

Το «συνεύχομαι» σημαίνει γενικά προσεύχομαι μαζί, είτε σε ιερό χώρο είτε εκτός ναού. Δεν συνδέεται αποκλειστικά με τη θεία λειτουργία.

2. Στην Αγία Γραφή

Το ρήμα «εὔχεσθαι» αναφέρεται πάντα σε απλή προσευχή, όχι σε λειτουργική πράξη.

3. Στους Ιερούς Κανόνες

Οι Κανόνες χρησιμοποιούν τον όρο χωρίς να τον περιορίζουν στη Θεία Λειτουργία.

– Ορισμένοι Κανόνες αναφέρονται ρητά σε λαϊκούς, άρα αφορούν απλή συμπροσευχή.

– Ο ΞΕ΄ Αποστολικός απαγορεύει την είσοδο σε συναγωγές ή τόπους αιρετικών «προσεύξασθαι» — κάτι που δεν μπορεί να σημαίνει συλλείτουργο.

– Ο ΛΖ΄ Λαοδικείας απαγορεύει «συνεορτάζειν» με αιρετικούς και Ιουδαίους.

– Ο Β΄ Αντιοχείας απαγορεύει ακόμη και κατ’ οίκον συμπροσευχή.

– Ο Ι΄ Αποστολικός επιβάλλει αφορισμό για απλή προσευχή με «ἀκοινώνητον».

4. Ο Θ΄ Κανόνας Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας

Ο Κανόνας δεν επιτρέπει στους αιρετικούς να παρίστανται σε καμία φάση της Θείας Λειτουργίας, εκτός αν έχουν υποσχεθεί μετάνοια.

Στην συνέχεια παρατίθενται ιστορικές μαρτυρίες Πατριαρχών, Συνόδων και Αγίων, οι οποίες επιβεβαιώνουν την καθολική απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς, σχισματικούς ή λατινόφρονες.

________________________________________

Κύρια Σημεία με Βάση τα Παραδείγματα

α) Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής

Απαγορεύει:

την είσοδο σε ναούς αιρετικών,

ακόμη και «χάριν εὐχῆς καὶ ψαλμωδίας».

Διδάσκει ότι:

μόλις εισαχθεί αίρεση, η θεία χάρη απομακρύνεται,

ο χώρος καθίσταται «οἶκος κοινός» και όχι Εκκλησία.

β) Πατριάρχης Γερμανός Β΄ (1240)

Προτρέπει:

τους Ορθοδόξους να αποφεύγουν τους λατινόφρονες κληρικούς,

να μην συναθροίζονται σε εκκλησία μαζί τους,

να μην δέχονται ούτε την παραμικρή ευλογία τους.

Τονίζει ότι:

είναι προτιμότερο να προσεύχεται κανείς μόνος στο σπίτι

παρά να συνάγεται με λατινόφρονες, που δεν είναι καν Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά Ορθόδοξοι πεπτωκότες.

γ) Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ και Πατριαρχική Σύνοδος (1749)

Αποφασίζουν:

πλήρη αποχή των πιστών από «Φράγκους» και Λατίνους σε όλα τα μυστήρια,

καμιά συμμετοχή σε προσευχές, τελετές και ιερουργίες,

επιβολή καθαιρέσεως σε ιερέα που θα συνευχηθεί, θα δεχθεί προσφορές ή θα μνημονεύσει υπέρ αυτών.

δ) Σύνοδος των Πατριαρχείων (1848)

Δηλώνει:

ότι ο Παπισμός είναι αίρεση,

ότι κάθε σύναξη Παπικών είναι αιρετική,

ότι κάθε πνευματική κοινωνία Ορθοδόξων μαζί τους είναι αντικανονική,

επικαλείται τον ζ΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου για τεκμηρίωση.

ε) π. Ιουστίνος Πόποβιτς

Τονίζει ότι:

ο Ι΄ Αποστολικός Κανόνας απαγορεύει κάθε είδος κοινής προσευχής,

ακόμη και «κατ’ ιδίαν» συνεύχεσθαι,

οι οικουμενιστικές συμπροσευχές υπερβαίνουν κατά πολύ αυτά που οι Κανόνες απαγορεύουν.

Αποδοκιμάζει:

ευλογίες από αιρετικούς (π.χ. πάστορες, γυναίκες κ.λπ.).

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ολοκληρωμένη απάντηση αποτελεί το άρθρο

«ΤΟ  ΖΗΤΗΜΑ  ΤΗΣ  ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗΣ  ΜΕΤΑ  ΤΩΝ  ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ ΚΑΤΑ  ΤΟΥΣ   Ι. ΚΑΝΟΝΕΣ», που δημοσιεύεται στο link 

https://www.impantokratoros.gr/8F39CA64.el.aspx





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου