Σελίδες

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Ό,τι δεν δημοσιεύεται για τον Τίμιο Σταυρό και τον Εσταυρωμένο.

 



Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)

Εισαγωγικά

Τον τελευταίο χρόνο, με αφορμή το θέμα του Εσταυρωμένου, γράφτηκαν πολλά, που δημιουργούν σύγχυση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ΔΕΝ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΤΑΙ  ΜΕ ΣΑΦΗΝΕΙΑ ΣΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. Προκειμένου να κωδικοποιήσουμε τις απαραίτητες γνώσεις στους ενδιαφερομένους, δημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο, το οποίο αφορά στη ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.

Η λειτουργική χρήση του Σταυρού είναι αποτέλεσμα της Ορθόδοξης Θεολογίας του Σταυρού, όπως έχει διατυπωθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία διαχρονικά και όπως τα τυπικά της Ορθόδοξης λατρείας και της ναοδομίας αποτυπώνουν με τις οδηγίες που δίνουν στη λατρευτική εκκλησιαστική  πρακτική. Οι συντάκτες των τυπικών  έλαβαν σοβαρά υπόψη όλες τις παραμέτρους της Θεολογίας του Σταυρού και τις προσάρμοσαν στην Ορθόδοξη λατρεία. Αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό και σεβαστό. Σε διαφορετική περίπτωση δημιουργούμε καινούργιο τυπικό και οδεύουμε στη δημιουργία ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

Μερικές απαραίτητες διευκρινίσεις

Ο Μητροπολίτης Περγαμου Ι.Ζηζιούλας(+2023)  διατύπωσε μια προβληματική άποψη για τα έσχατα ισχυριζόμενος ότι ««η Ευχαριστία στην ανατολική παράδοση είναι φορτισμένη με χαρά και φως, γιατί δεν βασίζεται στον Σταυρό ως εξιδανίκευση του πάθους, αλλά στην Ανάσταση ως υπέρβαση του πάθους του Σταυρού» (Εκκλησιολογικά Μελετήματα, σελ. 513). Ο διδάκτωρ της θεολογικής σχολής του ΕΚΠΑ Β.Τουλουμτσής αντικρούει ως εξής την παραπάνω άποψη.

«Από την εν λόγω θεώρηση προκύπτει η διάσπαση και η διάσταση μεταξύ Σταυρού και Ανάστασης, κατά την οποία ο Τίμιος Σταυρός αποτελεί απλώς το μέσον που οδηγεί στην Ανάσταση και όχι κεφάλαιο σωτηρίας αρραγώς ενταγμένο στο ενιαίο της θείας Οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη θεώρηση, παρότι εκφράζεται από ορθοδόξους, εν τούτοις κινείται στην λογική του δυτικού χριστιανισμού και στον υπερτονισμό συγκεκριμένων γεγονότων (ταυτόχρονα και στην υποτίμηση των υπολοίπων), αποκομμένων από το όλον της θείας Οικονομίας. Εν προκειμένω, κατά το πρότυπο της (εν γένει) δυτικής σωτηριολογίας, η οποία κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στην Σταύρωση, υπό την συγκεκριμένη θεώρηση καταλήγει και ολοκληρώνεται στην Ανάσταση, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την ορθόδοξη Εκκλησία ως «Εκκλησία της Ανάστασης», αποσιωπώντας πλήρως την Ανάληψη και την Πεντηκοστή, όπου ολοκληρώνεται η σωτηρία στο πλήρωμα της θείας Οικονομίας. Μάλιστα δε, προς υποστήριξη του αποσπασματικού υπερτονισμού της Ανάστασης χωρισμένης από τον Σταυρό, χρησιμοποιείται αποκομμένη η φράση του αποστόλου Παύλου, «ε δ Χριστς οκ γήγερται, κενν ρα τ κήρυγμα μν, κεν δ κα πίστις μν».

Είναι όμως άλλο πράγμα η χρονολογική διάκριση των γεγονότων της θείας Οικονομίας και άλλο η διαίρεσή τους σε πρωτεύουσα ή μη σημασίας, σε σημείο μάλιστα, που εύλογα τίθεται το ερώτημα, σωτηριολογικώς τι αξία θα είχε ακόμη και αυτή η Ανάσταση, αν δεν ακολουθούσε η Ανάληψη της ανθρώπινης φύσης «δεξιά το Πατρός» και ασφαλώς η πέμψη του Παναγίου Πνεύματος στους μαθητές που τους κατέστησε αποστόλους; Ο ρητορικός και σχολαστικός χαρακτήρας του ερωτήματος είναι συναφής με τον σχολαστικό χαρακτήρα της εξατομίκευσης των σωτηριωδών γεγονότων της Οικονομίας.

….Ο Σταυρός στην διδασκαλία της Εκκλησίας δεν αυτονομείται από την Ανάσταση και εν γένει από το ενιαίο μυστήριο της θείας Οικονομίας, εφόσον μόνον διά του Σταυρού λαμβάνει σωτηριολογικό νόημα και αυτή η Ανάσταση, οπότε και «κατεβλήθη δης, κα θάνατος τέθνηκε». Με άλλη διατύπωση: Ήδη με τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου της Δόξης άρχεται τελεσιουργούμενο το μυστήριο της Αναστάσεως, της καταστροφής δηλαδή του «χοντος τ κράτος το θανάτου, τουτέστιν το διαβόλου».(ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΥΧΟΣ 1/2024).

Όλα τα παραπάνω ανήκουν στη θεολογία του Σταυρού, δεκτά και αποδεκτά. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά στη Θεολογία του Σταυρού μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, που ουσιαστικά αποτελεί τη βασική διαφορά στη θεολογία  του Εσταυρωμένου Χριστού.

Ο Άγγλος Ορθόδοξος κληρικός (ΠΡΩΗΝ ΑΓΓΛΙΚΑΝΟΣ) Κ.WARE στο βιβλίο του  “H Ορθόδοξη Eκκλησία”, (Eκδ. Aκρίτας 1996) γράφει τα εξής:

« Eξ αρχής Έλληνες και Λατίνοι είχαν προσεγγίσει το Xριστιανικό Mυστήριο ο καθένας με τον τρόπο του…. Θα λέγαμε πως η λατινική προσέγγιση ήταν περισσότερο πρακτική, ενώ η ελληνική πιο θεωρητική. Η λατινική σκέψη επηρεαζόταν περισσότερο από δικανικές ιδέες, από τους κανόνες του Pωμαϊκού Nόμου, ενώ οι Έλληνες κατανοούσαν τη θεολογία στη συνάφεια της λατρείας και στο φως της θείας Λειτουργίας… Όταν μιλούσαν για τη Σταύρωση, οι Λατίνοι ξεκινούσαν από τον Xριστό ως θύμα, ενώ οι Έλληνeς από τον Xριστό ως Nικητή. Οι Λατίνοι μιλούσαν περισσότερο για τη λύτρωση, οι Έλληνες για τη θέωση…

Mέσα απ’ όλες τις ιστορικές περιπέτειές της η Eλληνική Eκκλησία κατάφερε να διατηρήσει κάτι από το πνεύμα της πρώτης εποχής του Xριστιανισμού. H λειτουργία της εξακολουθεί να έχει εκείνα τα στοιχεία της άδολης χαράς για την Aνάσταση του Kυρίου, που συναντούμε σε τόσα γραφτά του αρχαίου Xριστιανισμού… H Σταύρωση δεν χωρίζεται από την Aνάσταση, επειδή Σταυρός και Aνάσταση δεν είναι παρά μία και μoναδική πράξη. Ο Γολγοθάς θεωρείται πάντοτε υπό το φως του “κενού μνημείου”.

Ο Σταυρός είναι το έμβλημα της νίκης. Όταν οι Ορθόδοξοι παρατηρούν τον Σταυρωμένο Xριστό, δεν βλέπουν μόνο τα Πάθη και τη θλίψη Tου, αλλά διακρίνουν σ’ Aυτόν τον Xριστό Nικητή και Bασιλέα…

Στη Δυτική όμως προσέγγιση υπάρχουν ορισμένα πράγματα που κάνουν τους ορθοδόξους να μην αισθάνονται και τόσο άνετα.  Aισθάνονται πως η Δύση τείνει να θεωρεί τη Σταύρωση ως μεμονωμένο γεγονός, χωρισμένο από την Aνάσταση, με συνέπεια η εικόνα του Xριστού ως πάσχοντος Θεού να έχει στην πράξη αντικατασταθεί από την εικόνα της πάσχουσας ανθρώπινης φύσης του Xριστού: ο πιστός στη Δύση, όταν σκέπτεται τον Σταυρό, πιο πολύ ενθαρρύνεται στο να προβάλλει μια συναισθηματική συμπάθεια για τον άνθρωπο της θλίψης, παρά να εξυμνεί τον νικητή και θριαμβευτή βασιλιά…

Eκεί όπου η Ορθοδοξία διακρίνει τον Xριστό Nικητή, η ύστερη μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική Δύση θεωρεί τον Xριστό θύμα. Eνώ η Ορθοδοξία ερμηνεύει τη Σταύρωση πρωταρχικά ως πράξη θριαμβευτικής νίκης πάνω στις δυνάμεις του κακού, η Δύση…τείνει μάλλον να θεωρεί τον Σταυρό με όρους ποινικούς και νομικούς, ως μια πράξη δηλαδή ικανοποίησης ή υποκατάστασης, που σκόπευε να εξευμενίσει το θυμό ενός οργισμένου Πατέρα». 

Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται άριστα στο τυπικό της ναοδομίας και της λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό  θα φανεί καλύτερα και σε επόμενο  άρθρο μας για την ύπαρξη  της Θεολογίας του Σταυρού στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία .


Ο Σταυρός στη λατρεία της Εκκλησίας

Το όραμα το Μ. Κωνσταντίνου (312) και η εύρεση του σταυρού από τη μητέρα του Ελένη συνέβαλαν, ώστε ο σταυρός να εισαχθεί στην εκκλησία ως απαραίτητο στοιχείο λατρείας. Ο σταυρός ήδη από τον 4ο αιώνα καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη χριστιανική πίστη και στη δημόσια λατρεία και κατ’επέκταση στο διάκοσμο των εκκλησιών. Κατά τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια το σύμβολο του σταυρού συναντάται παντού και κοσμεί πολλά αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Χαράσσεται ή ζωγραφίζεται στους τοίχους ιδιωτικών κατοικιών και επιτύμβιων μνημείων καθώς και σε οικοδομικούς λίθους εκκλησιών, κρέμεται ως φυλαχτό στο λαιμό των πιστών, κοσμεί τα ωμοφόρια των επισκόπων και τα επιτραχήλια των ιερέων, ζωγραφίζεται σε επίτιτλα ή ολοσέλιδα κοσμήματα μικρογραφιών από χειρόγραφα  και εικονίζεται σε φορητές εικόνες.

Η  χρήση και η λατρεία του σταυρού αποτελούν παράδοση, που προϋπήρχε της εικονοκλαστικής έριδας. Την παράδοση αυτή επικαλούνται αργότερα οι εικονομάχοι κατά τον 8ο αιώνα. Το εικονομαχικό ρεύμα ξεκινά το 726 με την απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου να κατεβάσει τη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού που στόλιζε τη Χαλκή Πύλη του ανακτόρου της Κωνσταντινούπολης και να την αντικαταστήσει με την απεικόνιση του σταυρού. Κατά την εικονομαχική περίοδο ο σταυρός επανεκτιμάται από τους εικονομάχους και γίνεται σταδιακά το κυρίαρχο σύμβολο στη διακόσμηση των βυζαντινών εκκλησιών τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Αντιστοιχεί με την απεικόνιση της μορφής του Χριστού και προσλαμβάνει βαθιά θεολογική έννοια. Θεωρείται το σύμβολο της λυτρωτικής θυσίας του Χριστού και το τρόπαιο της θριαμβευτικής νίκης Του επί του θανάτου. Για τους μαχητές των εικόνων μονάχα ο σταυρός και η θεία Ευχαριστία αποτελούν αποδεκτές απεικονίσεις του Θεανθρώπου. Στην περίοδο μετά τη λήξη της Εικονομαχίας ο σταυρός χάνει τη μεγάλη συχνότητα της απεικόνισής του και αντικαθίσταται με σκηνές από τον χριστολογικό και μαριολογικό κύκλο. Η απεικόνιση της μορφής της Παναγίας Βρεφοκρατούσας κυριαρχεί στο διάκοσμο των αψίδων των εκκλησιών και συχνά αντικαθιστά τον σταυρό (Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, Κοίμηση Θεοτόκου Νίκαιας Βιθυνίας, Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης). Η Παναγία Βρεφοκρατούσα εκφράζει την έννοια της Ενσάρκωσης, η οποία αποτελεί κεντρικό δόγμα του χριστιανισμού και παράλληλα γίνεται το επίκεντρο των επιχειρημάτων των εικονολατρών. Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, η μορφή του Χριστού Παντοκράτορα αποτελεί μία από τις κυρίαρχες απεικονίσεις στο διάκοσμο των τρούλων των βυζαντινών εκκλησιών στην  Κωνσταντινούπολη και στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Παράλληλα αυξάνονται οι απεικονίσεις του θέματος της πλαισίωσης του Τιμίου Σταυρού από τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη στο διάκοσμο των ναών. Το εικονογραφικό αυτό θέμα απεικονίζεται κοντά στην πόρτα εισόδου του ναού, στην κόγχη της πρόθεσης, στους θόλους ή στην οροφή, σε σημεία δηλαδή όπου παριστάνονταν ο σταυρός κατά την πρώιμη χριστιανική περίοδο. Κατά τη μετα-εικονομαχική εποχή, ο σταυρός έχει κυρίως συμπληρωματικό ρόλο σε σχέση με το συνολικό εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού και συνυπάρχει με εικονιστικές παραστάσεις.

Τα είδη του Σταυρού στην Ορθόδοξη λατρεία.

Προκειμένου να διαλύσουμε τις συγχύσεις, πρέπει να παρουσιάσουμε τα είδη του Σταυρού που χρησιμοποιούμε την Ορθόδοξη λατρεία, πώς εισήχθησαν στην λατρευτική πρακτική και ποια είναι η θέση τους στον Ορθόδοξο ναό.

Υπάρχουν τρία είδη Σταυρού που χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Λατρεία

1. Ο Σταυρός λιτανείας.

2. Ο Εσταυρωμένος (Σταυρός + αγιογραφημένος Χριστός και ΟΧΙ ΟΜΟΙΩΜΑ ΤΟΥ)

3. Ο Σταυρός ευλογίας.

Ο Σταυρός λιτανείας

“Ο  Σταυρός λιτανείας είναι  κατασκευασμένος από πολύτιμα μέταλλα ή ξύλο. Η θέση του εκτός από τη λειτουργική του χρήση στις ιερές πομπές είναι στο σκευοφυλάκιο του Ναού και όχι επάνω στην Αγία Τράπεζα σύμφωνα με τις ιστορικές πληροφορίες που μας δίνει αναλυτικά ο συγγραφέας π. Κ.Καλλίνικος στο έργο του «Ο Χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αυτώ» (Έκδοση 1921) στις σελ.245-246). Επίσης στο ίδιο βιβλίο υπάρχει ιδιαίτερη παράγραφος με θέμα « Ο Σταυρός το κατ΄ εξοχή σύμβολο» από  σελ.302- . Στη σελίδα 302-312  γράφονται τα εξής:

«Εν τη εισόδω του ναού ο Σταυρός. Επί των τάφων ο Σταυρός. Επί του κωδωνοστασίου ο Σταυρός. Επί των θυροφύλλων ο Σταυρός. Επί του κουβουκλίου ο Σταυρός, είτε μόνος, είτε μετά των συμβόλων του πάθους. Επί των βηλοθύρων ο Σταυρός. Επί του κιβωρίου ο Σταυρός. Επί του παρατραπεζίου ο Σταυρός. Παραπλεύρως της Αγίας Τραπέζης και «όπισθεν του θυσιαστηρίου αυτού εξ ανατολών, το ευλογημένο όργανο της θυσίας, ο θείος ίσταται Σταυρός, τετραμερής ων δια τον εν αυτώ προσπαγέντα, τα τε άνω και τα κάτω και τα σύμπαντα πεποιηκότα τε και συνέχοντα». (Συμεών Θεσσαλονίκης, Migne 155, 341). 

Επομένως ο Σταυρός λιτανείας τίθεται «…Επί του παρατραπεζίου.  Παραπλεύρως της Αγίας Τραπέζης και «όπισθεν του θυσιαστηρίου αυτού εξ ανατολών,…»

Το τέμπλο και ο Εσταυρωμένος (Αγιογραφημένος) Χριστός.

Από τον 9ο αιώνα, μετά την Εικονομαχία και την οριστική αναστήλωση των εικόνων και τη σχεδόν ταυτόχρονη διαμόρφωση του εκκλησιαστικού ημερολογίου με ενταγμένες τις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές, αρχίζει να καθιερώνεται η μορφή και η εικονογράφηση του τέμπλου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος για τη χορηγία του Βασιλείου Α΄ στη Νέα Εκκλησία το 880 μ.Χ., περιγράφοντας τις κιγκλίδες του θυσιαστηρίου, τα περίστυλα και τα άνωθεν υπέρθυρα τεμάχια. Στην εικονογραφική απεικόνιση πέρα από την αρχική εμφάνιση της Δέησης, όπου τοποθετείται στο κέντρο του επιστυλίου η μορφή του Χριστού, δεξιά η εικόνα της Παναγίας και αριστερά ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, εμφανίζονται οι απεικονίσεις του Δωδεκάορτου, αναδεικνύοντας το μυστήριο της Ενσαρκώσεως του Κυρίου και την εξέχουσα θέση της Θεοτόκου και εμπλουτίζοντας το εικονογραφικό σύνολο των τέμπλων. (Τριβυζαδάκη, Η διαμόρφωση του Τέμπλου, Θεοδρομία, τ/χ.1-3 (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2002), 236-253 σποράδην).

Τον 16ο αιώνα, κάτω πάλι από την επιρροή του Ησυχασμού και προς αντιμετώπιση του δυτικού προσηλυτισμού, η ορθόδοξη Εκκλησία επικεντρώνεται στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αποδίδει στο τέμπλο τη χριστολογική ερμηνεία της Σκηνής του Μαρτυρίου με τη Θεοτόκο ως «τς μείζονος κα τελειοτέρας Σκηνς» και το Μέγα Αρχιερέα Χριστό να τελεί εντός του θυσιαστηρίου το μυστήριο Θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με τα χωρία (9, 11-12) της προς Εβραίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα παρατηρείται η προσπάθεια αποδέσμευσης από τις «αρχαϊκές» μορφές και τη σχηματοποίηση του διακόσμου…. Το τέμπλο του καθολικού της μονής Ιβήρων (1707) χαρακτηρίζεται ως ο προάγγελος των καινοτομιών των αρχών του 18ου αιώνα. Η επίστεψη με το σταυρό και τα λυπηρά γίνεται ακόμα επιβλητικότερη…(λυπηρά = Εσταυρωμένος Ιησούς Χριστός με την Παναγία και τον Ιωάννη τον Θεολόγο).

..Η καθ΄ ύψος πρόοδος του τέμπλου έως τον 19ο αιώνα, που πετυχαίνεται με την πρόσθεση όλων και περισσοτέρων παράλληλων διακοσμητικών ζωνών στο θριγκό, αναπτύσσουν τον κάθετο άξονα, ώστε η απεικόνιση της Πλατυτέρας στην κόγχη του Ιερού να μη γίνεται ορατή από τον κυρίως ναό. Οι πιστοί συνεχώς υψώνουν το βλέμμα τους από την μία ζώνη στην επόμενη για να κοιτάξουν το εικονογραφικό σύνολο του εικονοστασίου. Η διάρθρωση αυτή, που κατευθύνει το βλέμμα του θεατή προς τα άνωθεν, γίνεται «νοητή κλίμακα», που ανοδικά κατευθύνει τον πιστό στο κατ΄ εξοχήν σύμβολο της πίστης, στον Εσταυρωμένο και τα Λυπηρά.

(Κ., Καλοκύρης, «Εξέχοντα βυζαντινά τέμπλα του Αγίου Όρους», στο: Καλοκύρης Κ. (επιμ.), Μελετήματα Χριστιανικής Ορθοδόξου αρχαιολογίας και τέχνης, (Αθήνα 1963), 173-212, σ. 173-203. Π.)

Επομένως, βλέπουμε ότι η επιβλητικότερη  εμφάνιση του Εσταυρωμένου Χριστού ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΛΥΠΗΡΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΛΩΝ ΤΟΥ 18ου αιώνα.

 

Ιστορικά στοιχεία για τη χρήση του Εσταυρωμένου στη λατρεία

Στο βιβλίο του αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ., Ιωάννου Μ. Φουντούλη: Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας. Τόμος Α’.( ΣΤ’ έκδοσις. Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι, 1991) γράφονται και τα εξής:

«Η τελετή της αποκαθηλώσεως διεδόθη στα μέρη μας από την Εκκλησία της Αντιοχείας, όπου υφίστατο από πολύ παλαιά. Εκεί δηλαδή κατά την απαγγελία στο ύφος του Ευαγγελίου του πρώτου τροπαρίου του ιε’ αντιφώνου («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…») της ακολουθίας των αγίων Παθών, του όρθρου δηλαδή της Μεγάλης Παρασκευής, ελιτανεύετο από τον ιερέα μεγάλων διαστάσεων σταυρός με το σώμα του Χριστού καρφωμένο επάνω σ’ αυτό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι δυνατή η αποκαθήλωσίς του. Εστήνετο δε στο μέσον του ναού και εκεί παρέμενε μέχρι την ψαλμωδία των αποστίχων του εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής. Κατ’ αυτήν εγίνετο η αποκαθήλωσις κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ελιτανεύετο, όπως συνήθως, ο επιτάφιος, ετοποθετείτο στο κουβούκλιο, απεσπάτο κατόπιν η εικών του νεκρού Χριστού από τον σταυρό και απετίθετο και αυτή στο κουβούκλιο επάνω στον επιτάφιο, εκαλύπτετο με πέπλους και άνθη και στο μέσον ετίθετο το Ευαγγέλιο. Η ακολουθία αυτή της αποκαθηλώσεως ήταν άγνωστη στην λοιπή Ορθόδοξο Εκκλησία. Κατά το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…» ελιτανεύετο η εικών της σταυρώσεως και ετίθετο στο προσκυνητάριο, κατά δε τα απόστιχα του εσπερινού εγίνετο η είσοδος του επιταφίου και η απόθεσίς του στο κουβούκλιο ή σε απλό τραπέζι, χωρίς να γίνη προηγουμένως αποκαθήλωσις. Αυτό ακριβώς τηρείται και σήμερα στο Άγιον Όρος και στις σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Πριν από εκατό περίπου χρόνια, κατά τα μέσα του περασμένου αιώνος, θέλησαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως να μιμηθούν την πράξη της Αντιοχείας, που τόσο παραστατικά εξεικόνιζε τα σχετικά γεγονότα του πάθους του Χριστού. Η τελετή έγινε τόσο προσφιλής στον κλήρο και στον λαό, που γρήγορα διαδόθηκε στις μεγάλες πρώτα πόλεις και σιγά – σιγά και στα χωριά και σε πολλά ακόμη μοναστήρια. Τροποποιήθηκε όμως ελαφρά. Εισήχθη δηλαδή ο μεγάλος σταυρός με καρφωμένο επάνω σ’ αυτόν το νεκρό σώμα του εσταυρωμένου Κυρίου, γίνεται η είσοδός του κατά το «Σήμερον κρεμάται…», αλλά η αποκαθήλωσις, για να είναι πιο παραστατική, γίνεται από τον ιερέα την ώρα που ο διάκονος αναγινώσκει τις τελευταίες φράσεις του μεγάλου ευαγγελίου του εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής. («… Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από  Αριμαθαίας τούνομα Ιωσήφ… και λαβών το σώμα του Ιησού ενετύλιξεν αυτόν εν συνδόνι καθαρά…», ή, αν τελή την ακολουθία μόνος ο ιερεύς, αμέσως μετά την ανάγνωσι του ευαγγελίου εν σιγή ή ψαλλομένου του καθίσματος «Σινδόνι καθαρά, και αρώμασι θείοις…», και αποθέτει το σώμα στην αγία τράπεζα, αλλά όχι και στο κουβούκλιο, για λόγους καθαρά τεχνικούς (στην Αντιόχεια τα χέρια του σώματος του Χριστού είναι κατασκευασμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να διπλωθούν προς τα κάτω). Σε μερικά όμως μέρη δεν έχει επικρατήσει η πράξις αυτή ακόμη και δεν γίνεται αποκαθήλωσις, αλλά κατά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου ή ύστερα από αυτήν, καλύπτεται και αποσύρεται στο ιερό βήμα ολόκληρος ο σταυρός μαζί με τον εσταυρωμένο Χριστό, που είναι ζωγραφισμένος επάνω στον σταυρό απ’ ευθείας ή δεν είναι δυνατή η απόσπασίς του απ’ αυτόν. Βλέπετε με πόση δυσκολία μπαίνουν στην λειτουργική πράξι νέα έθιμα όσο ωραία και αγαπητά απ’ τον λαό και αν είναι….»

Και συνεχίζει:

«Η Αγία Τράπεζα οφείλει να μένει ελεύθερη σε όλες της πλευρές της. Η συνήθεια τοποθέτησης διάφορων αντικειμένων στην πίσω πλευρά, καλό είναι να αποφεύγεται. Μεταξύ αυτών συχνότερα είναι ο Εσταυρωμένος ή ο Σταυρός λιτανείας.

Ο πρώτος είναι απομίμηση της Σταύρωσης του Χριστού με καταβολές δυτικές και από το βυζαντινό θρησκευτικό θέατρο. Η χρήση του την Μεγάλη Παρασκευή τον καθιέρωσε να τοποθετείται πίσω από την Αγία Τράπεζα, ενώ η πραγματική θέση του είναι στα λυπητερά, στην κορυφή της μέσης του τέμπλου. Πάνω από την Ωραία Πύλη. Η τοποθέτησή του πίσω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα ή στη βάση της αψίδας του βήματος είναι ανυπόστατη θεολογικά. Και δεν αρμόζει στην Θεολογία και τον συμβολισμό του χώρου. ….. Ο Σταυρός των λιτανειών, σε μίξη με τον Σταυρό των λυπητερών του τέμπλου, στους τελευταίους δύο αιώνες πήρε στην Ελληνική κυρίως Εκκλησία, μια ιδιόμoρφη εξέλιξη. Εισήχθη η λιτάνευση του Σταυρού μετά του Τροπαρίου “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου” του 15ου Αντιφώνου του Όρθρου της Μεγάλης Παρασκευής και η τοποθέτησή του στο κέντρο του Ναού καθ΄ όλης της ημέρας εκείνης. Παλαιότερα και για 18 ολόκληρους αιώνες, ετίθετο στο προσκυνητάριο η εικόνα του Εσταυρωμένου, από το Δωδεκάορτο του τέμπλου ή κατέβαζαν τον Σταυρό των λυπητερών της κορυφής του εικονοστασίου. Έφερε τον Χριστόν ιστορημένον νεκρόν επάνω στο Σταυρό. Αργότερα το σώμα του Χριστού ζωγραφιζόταν σε περικεκομμένη εικόνα που ήταν μονίμως καρφωμένο επάνω στον Σταυρό. Τα τελευταία χρόνια χάθηκε ο έλεγχος και κατασκευάζονται τεραστίων διαστάσεων Σταυροί και Εσταυρωμένοι και τίθονται μάλιστα αντιπαραδοσιακά πίσω από την Αγία Τράπεζα.”.

Τα ορθόδοξα Τυπικά για την λατρευτική χρήση του Εσταυρωμένου.

Η  λειτουργική καθιέρωση του Εσταυρωμένου στη λατρεία τη Μ. Εβδομάδα έγινε με σιωπηλή αποδοχή του Πατριαρχείου επηρεαζόμενο από συνήθεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Τα ορθόδοξα τυπικά όμως κράτησαν μια πολύ αυστηρή στάση όπως φαίνεται στη συνέχεια.

Τυπικό Γ. Βιολάκη

«Εν τω πατριαρχικώ ναώ (ως και εν Αγίω Όρει μέχρι τούδε) η έξοδος αύτη του Εσταυρωμένου ουκ εγίνετο μέχρι της πατριαρχείας Σωφρονίου του από Αμασείας (1864), καθόσον ούτε το Τριώδιον σημειοί τοιαύτην τινά τάξιν, ούτε το αρχαίον Τυπικόν. ήδη όμως καθιερώθη, ούτως ειπείν, και ο λαός φαίνεται ποθών ίνα ευλαβώς προσκυνήση τη ώρα ταύτη τον διά τας ημετέρας αμαρτίας αναρτηθέντα επί ξύλου του Σταυρού Θεάνθρωπον».  (Τυπικόν της του Χριστού Εκκλησίας, Γεωργίου Βιολάκη, σελ. 404, υποσημείωση 1).

Τυπικό του Αγίου Σάββα

Ευνόητο, όμως, τυγχάνει και το γεγονός ότι κανένα παλιό τυπικό δεν αναφέρει το παραμικρό για την έξοδο του Εσταυρωμένου και κανένα παλαιό λειτουργικό βιβλίο. Ειδικότερα το πρώτο τυπικό του αγίου Σάββα δε θα μπορούσε να γνωρίζει τη λιτανεία αυτή. Ας δούμε όμως τον υπέροχο σχολιασμό του π. Δοσιθέου, ηγουμένου της μονής Τατάρνης και ακραιφνή γνώστη του τυπικού, αλλά και τηρητού , σχετικώς με το θέμα:

«…Εις τας ιεράς Μονάς δέον όπως παραφυλάττητται η αρχαία τάξις. Μία ιερά εικών της Σταυρώσεως εις το προσκυνητάριον ή εις το μέσον του Ναού αρκεί. Εξ’ άλλου εις τας ιεράς Μονάς δεν πρέπει ίνα υπάρχη Εσταυρωμένος όπισθεν της αγίας Τραπέζης, ει μη μόνον λιτανευτικός Σταυρός. Σημείωσαι δ’ ότι η κοπή του Σώματος εις το περίγραμμα αυτού δεν αντέχει εις ορθόδοξον κριτικήν, διότι ολίγον απέχει του αγάλματος, εγγίζον το είδωλον. Άφες, συ ο τυπικάρης, διά τους του κόσμου ενοριακούς Ναούς τους εξ’ ανθέων (πολλάκις πλαστικών) στεφάνους, την οχλοβοήν των ανασταυρούντων και τους ψευδείς και επίπλαστους συναισθηματισμούς, τους στεναγμούς και τα δάκρυα των γυναικαρίων των αεί ποτέ μανθανόντων και ουδέποτε εις ευσέβειαν ελθείν δυναμένων. Ημείς αρκούμεθα εις την θεολογίαν των τροπαρίων, εις την χαρμολύπην των κανόνων και εις τας ερμηνείας των αναγνώσεων». 

(Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σάββα του ηγιασμένου, έκδοσις Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Παναγίας Τατάρνης, σελ. 402).

Το Αγιορείτικο τυπικό.

Τέλος, ας δούμε τι αναφέρει σχετικώς το Αγιορείτικο Τυπικόν της εκκλησιαστικής ακολουθίας, που εξέδωσαν για λογαριασμό του Ιερού Κελλίου Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους οι εκδόσεις «Καστανιώτη».

«κ το 1864 τους τς Πατριαρχείας Σωφρονίου το πό μασείας, εσήχθη ξοδος „σταυρωμένου” ες τό Πατριαρχεον Κωνσταντινουπόλεως καί ες τάς κατά τόπους κκλησίας – κατά μίμησιν σως τν Δυτικν Λιτανειν σταυρωμένων γαλμάτων.  Ατη τάξις πικρατε σχάτως ες πολλάς μονάς, ς ες τό Πρωτάτον.  Πλήν μως συνήθεια ατη τς ξαιρετικς πομπώδους καί δραματικς ξόδου το σταυρωμένου σώματος, διαίτατα ς γίνεται σήμερον ες τάς νορίας, πάδει πρός τήν λιτότητα καί γιασμένην πλότητα τς ρθοδοξίας». (Αγιορείτικον Τυπικόν σελ.216, υποσημείωση 32).  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου