Σελίδες

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Σχετικά με την αλλοίωση της ορθοδόξου περί Εκκλησίας διδασκαλίας στις ενέργειες της ιεραρχίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και στις παρεμβάσεις των εκπροσώπων αυτού(Β)

 

 


MEΡOΣ B

1. Διεκδικήσεις του πρωτείου εξουσίας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί της Οικουμενικής Εκκλησίας

 

Η Εκκλησία ιδρύθηκε επί της γης από τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αποτελεί το σύνολο των πιστών στον Χριστό, όπου από τον Ίδιο καλείται να εισέλθει ο καθένας. Η Εκκλησία δεν είναι μια συνήθης ανθρώπινη κοινότητα, σε αυτήν ενυπάρχει και επενεργεί το Άγιο Πνεύμα.

Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, μυστικό Σώμα του Χριστού, όπως λέγει σχετικά ο Απόστολος Παύλος: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις… καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Εφ. 1.3, 22-23). Η εικόνα του σώματος υποδεικνύει την ενότητα όλων των μελών της Εκκλησίας υπό τη μια Κεφαλή, τον Κύριο Ιησού Χριστό (βλ. Κολ. 1. 18).

Σκοπός της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ανθρώπων και όλου του κόσμου. Η Σωτηρία επιτυγχάνεται μόνον εντός της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τα λεγόμενα του ιερομάρτυρος Κυπριανού Καρθαγένης: «Αυτός που δεν έχει την Εκκλησία ως Μητέρα του, ούτε τον Θεό μπορεί να έχει ως Πατέρα του»[2].

Το Σύμβολο της Πίστεως υποδεικνύει τα τέσσερα ουσιώδη χαρακτηριστικά της Εκκλησίας: τη μοναδικότητα, την αγιότητα, την καθολικότητα και την αποστολικότητα.

Η Εκκλησία είναι μία διότι και ο Θεός είναι ένας. Η Εκκλησία είναι μία και ενιαία διότι ενώνει τους πιστούς με την ενότητα της πίστεως, της Βαπτίσεως, της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και της ευχαριστιακής κοινωνίας στον Κύριο Ιησού Χριστό. Η Εκκλησία είναι αδιαίρετη: «Ὅπου ἂν ᾖ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία»[3], «Ὅπου ἂν ᾖ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκεῖ ἡ ἐκκλησία»[4].

Η Εκκλησία είναι Αγία διότι Άγιος είναι η Κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός. Τα μέλη της Εκκλησία κοινωνούν στην αγιότητά Του.

Η Εκκλησία είναι συνοδική (καθολική) διότι είναι εξαπλωμένη σε όλο τον κόσμο, είναι ανοικτή για τους πιστούς ανεξαρτήτως χρόνου, τόπου, προελεύσεως και κοινωνικής θέσεως όσων επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτή. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αντικατοπτρίζεται και στην κοινωνία μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, οι οποίες συγκροτούν την Οικουμενική Εκκλησία. Οι επίσκοποι των κατά τόπους Εκκλησιών, παρά τη διαφορά των θέσεων, που κατέχουν, είναι ισότιμοι μεταξύ τους ως έχοντες αυτόν και ίδιον βαθμό ιεροσύνης. Εφόσον ο κάθε επίσκοπος έλαβε εκ Πνεύματος Αγίου ίση με τους άλλους επισκόπους χάρη, το αξίωμα όλων των επισκόπων είναι ίσο: «Ὥστε τὸν τῆς πρώτης καθέδρας ἐπίσκοπον μὴ λέγεσθαι ἔξαρχον τῶν ἱερέων, ἢ ἄκρον ἱερέα» (39ος κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης). Η οικειοποίηση από οιονδήποτε επίσκοπο ιδιαίτερης σημασίας ως προς την μυστηριακή ή θεολογική σχέση αποτελεί αλλοίωση της καθολικότητας.

Η ιδιότητα της καθολικότητας δεν αποκλείει τη διακονία του πρωτείου. Στο έγγραφο με τίτλο «Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας επί του ζητήματος του πρωτείου στην Οικουμενική Εκκλησία», το οποίο υιοθετήθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας το 2013, επισημάνθηκε ότι «στην Αγία του Χριστού Εκκλησία το πρωτείο κατά πάντα ανήκει στην Κεφαλή της, τον Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού και Υιό του Ανθρώπου». 

Στο έγγραφο διαπιστώνεται ότι η υποκατάσταση του καθιερωμένου και ιεροκανονικώς δικαιολογημένου πρωτείου τιμής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως από τη διδασκαλία περί του δήθεν πρωτείου εξουσίας που του ανήκει, θεμελιώνεται στην αθέμιτη μεταβίβαση των εξουσιαστικών αρμοδιοτήτων από το επίπεδο της επισκοπής στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας, τη στιγμή που σε διαφορετικά επίπεδα του εκκλησιαστικού γίγνεσθαι το πρωτείο έχει διαφορετική φύση και διαφορετικές πηγές. Αυτά τα επίπεδα είναι: α) η επισκοπή (εκκλησιαστική επαρχία), β) η αυτοκέφαλος τοπική Εκκλησία και γ) η Οικουμενική Εκκλησία.

Στο επίπεδο της επισκοπής το πρωτείο ανήκει στον επίσκοπο. Πηγή του πρωτείου του επισκόπου στην υπ’ αυτόν εκκλησιαστική επαρχία αποτελεί η αποστολική διαδοχή, που μεταδίδεται μέσω της χειροτονίας. Στον εκκλησιαστικό του κλήρο ο επίσκοπος κατέχει το πλήρωμα των εξουσιών: τη μυστηριακή, τη διοικητική και τη διδακτική.

Στο επίπεδο της αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας το πρωτείο ανήκει στον επίσκοπο, ο οποίος εκλέγεται Προκαθήμενος της τοπικής Εκκλησίας από τη Σύνοδο των επισκόπων της. Πηγή του πρωτείου στο επίπεδο της αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι η εκλογή του πρώτου επισκόπου από τη Σύνοδο, η οποία κατέχει το πλήρωμα της εκκλησιαστικής εξουσίας. Ο Προκαθήμενος της αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας είναι ο πρώτος μεταξύ των ίσων επισκόπων, όπως διαλαμβάνει ο 34ος Αποστολικός κανόνας: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαοτον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα». Οι αρμοδιότητες του Προκαθημένου καθορίζονται από τη Σύνοδο και κατοχυρώνονται στον συνοδικώς εγκριθέντα Καταστατικό Χάρτη. Ο Προκαθήμενος της αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας δεν διαθέτει μονοπρόσωπη εξουσία, αλλά τη διοικεί συνοδικώς, σε συνεργασία με τους άλλους επισκόπους.

Στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινωνίας των αυτοκεφάλων κατά τόπους Εκκλησιών το πρωτείο καθορίζεται σύμφωνα με την παράδοση των Ιερών Διπτύχων και αποτελεί πρωτείο τιμής. Πηγή πρωτείου στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας είναι η ιεροκανονική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία καταγράφηκε στα Ιερά Δίπτυχα και αναγνωρίζεται από όλες τις αυτοκέφαλες κατά τόπους Εκκλησίες. Οι ιεροί κανόνες, επί των οποίων ερείδονται τα Ιερά Δίπτυχα δεν αποδίδουν στον πρώτο τιμητικά επίσκοπο οιεσδήποτε εξουσιαστικές αρμοδιότητες εντός όλης της Εκκλησίας[5].


Στο διάβα των αιώνων αυτή την κατανόηση υπερασπίσθηκαν και οι ίδιοι οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ειδικότερα δε αμφισβητώντας τις αξιώσεις του Πάπα της Ρώμης επί της οικουμενικής δικαιοδοσίας. Σήμερα, όμως, ένας από τους κορυφαίους θεολόγους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ισχυρίζεται: «Το φαινόμενο του αντιπαπισμού, το οποίο κατανοείται ως άρνηση του πρώτου στην Οικουμενική Εκκλησία… είναι στην πραγματικότητα αιρετικό… Το γεγονός ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σήμερα αρνούνται να αναγνωρίσουν μεταξύ τους οποιοδήποτε πρωτείο όπως εκείνο του Ρώμης, αποτελεί το κεντρικό πρόβλημά τους στον διάλογο με τη Ρώμη»[6].

Σήμερα, στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει γίνει η επεξεργασία και εφαρμόζεται στην πραγματικότητα μια νέα θεώρηση του πρωτείου στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρουσιάζεται όχι ως «πρώτος μεταξύ ίσων», αλλά ως «πρώτος άνευ ίσων»[7]. Το πρωτείο του στην Οικουμενική Εκκλησία παρομοιάζεται με το πρωτείο του Θεού Πατέρα μέσα στην Αγία Τριάδα[8]. Δήθεν «ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι πνευματικός πατέρας για όλους τους ανθρώπους, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι»[9]. Οι άλλες κατά τόπους Εκκλησίες αντιμετωπίζονται ως τελούσες στους κόλπους της μιας Εκκλησίας χάρη στην κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη[10]. Οι ιδιαίτερες αρμοδιότητες του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ορίζονται ως προερχόμενες από κάποια μέχρι σήμερα άγνωστα προνόμια, τα οποία δήθεν είχε λάβει από τους ίδιους τους Αποστόλους[11]. Το δικαίωμα να ομιλεί εκ μέρους όλου του ορθοδόξου Πληρώματος χορηγείται ως προερχόμενο αυτομάτως από το αξίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο κατέχει, και όχι ως αποδιδόμενο σε αυτόν από τις κατά τόπους Εκκλησίες δυνάμει της πανορθοδόξου συναινέσεως[12].

Στις επίσημες ομιλίες του σημερινού Προκαθημένου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αυτή η τοπική Εκκλησία ταυτίσθηκε στην πράξη με την Οικουμενική Ορθοδοξία. Ομιλώντας στο Βίλνιους στις 22 Μαρτίου 2023 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε: «Η Ορθοδοξία θα συνεχίσει να καθοδηγείται πνευματικά από την πηγή και υπερασπιστή της, το παραδοσιακό και ιστορικό της κέντρο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως; Αυτό είναι ένα ουσιαστικό ερώτημα για τον χαρακτήρα, την ταυτότητα και την ύπαρξη της Ορθοδοξίας»[13].

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ισχυρίζεται ότι «για την Ορθοδοξία το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί ζύμη που “ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ” (Γαλ. 5.9) της Εκκλησίας και της ιστορίας», το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως «ενσαρκώνει το γνήσιον εκκλησιαστικόν ήθος της Ορθοδοξίας: “ Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος… ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων” (Ιω. 1.1,4). Η αρχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, “σε αυτό ζωή και η ζωή είναι το φως των Εκκλησιών”»[14]. Παραθέτοντας τον αοίδιμο Γορτύνης και Αρκαδίας Κύριλλο περί του ότι «η Ορθοδοξία δεν δύναται να υπάρχει χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο», ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δηλώνει ότι «ο καθένας μας οφείλει ακόμη στενότερα να είναι συνδεδεμένος προς τον Πρώτο μεταξύ μας, προκειμένου να πίνει εκ της πλουσίας πηγής, αφετηρία της οποίας αποτελεί το ευσεβές ημών έθνος και η άμωμος πίστη». Υποστηρίζεται ότι: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει την ευθύνην να θέση τα πράγματα εν εκκλησιαστική και κανονική ευταξία, διότι μόνον αυτό έχει τα κανονικά προνόμια και την ευχήν και ευλογίαν της Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων να επιτελή το υψηλόν και εξαιρετικόν τούτο χρέος ως φιλόστοργος Μήτηρ και αρχή των Εκκλησιών. Εάν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αποποιηθή των ευθυνών του και απομακρυνθή από την διορθόδοξον σκηνήν, τότε αι τοπικαί Εκκλησίαι θα πορεύωνται “ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα” (Ματθ. 9, 36), αναλισκόμεναι εις εκκλησιαστικάς πρωτοβουλίας, αι οποίαι συγχέουσι την ταπείνωσιν της πίστεως με την υπεροψίαν της εξουσίας»[15].

Κατά τη γνώμη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, η περί της ισοτιμίας των Ορθοδόξων Προκαθημένων διδασκαλία αποτελεί αλλοίωση της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, για την οποία θεωρεί απαραίτητο να προειδοποιήσει τους επισκόπους της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως: «Γνώριζε, φίλτατε ἅγιε Κομάνων, καί σύ καί οἱ πάντες, ὅτι ἐκκλησιολογία, ἄνευ ἀναγνωρίσεως τῆς θυσιαστικῆς, κενωτικῆς καί ἀναντικαταστάτου εὐθύνης τοῦ Κωνσταντινουπόλεως παρ᾿ Ὀρθοδόξοις, οὐδόλως εἶναι ὑγιής καί οὐδόλως ἀνταποκρίνεται εἰς τό φρόνημα καί τό ἦθος τῶν προγενομένων πατέρων ἡμῶν τόσον ἐνταῦθα, ὅσον καί ἀλλαχοῦ. Σύ, διακόνει τήν αὐθεντικήν καί ἀνόθευτον ἐκκλησιολογίαν, μακράν τῆς θλιβερᾶς ἀλλοιώσεως, ὅτι ὅλοι εἴμεθα ἵσοι, μέ πρῶτον, ἁπλῶς “τιμῆς ἔνεκεν”, τόν Κωνσταντινουπόλεως. Ναί, εἴμεθα ἴσοι, ἔχομεν τήν αὐτήν ἀρχιερωσύνην, πλήν, ἔκ τε τῶν Κανόνων καί ἐκ τῆς παραδόσεως πολλῶν αἰώνων, ἀνελάβομεν ἄλλας εὐθύνας, κομβικάς καί μοναδικάς, ἀπό τάς ὁποίας οὐδόλως προτιθέμεθα νά παραιτηθῶμεν»[16].

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δηλώνει ανοικτά ότι οι Προκαθήμενοι της Κωνσταντινουπόλεως έχουν αποκλειστικό δικαίωμα με δική τους πρωτοβουλία να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις οιασδήποτε τοπικής Εκκλησίας για οποιοδήποτε ζήτημα, να αποτιμούν αυτοτελώς, να ακυρώνουν ή να αναθεωρούν πράξεις των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών εάν αυτές κριθούν «ἀνεπαρκεῖς» από την Κωνσταντινούπολη»: «Ὡς ἐκ τούτου, οὐ μόνον ἔνθα περί Δογμάτων καί ἱερῶν Παραδόσεων καί Κανονικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Διατάξεων ἤ περί γενικῶν ζητημάτων ἀφορώντων εἰς ὁλόκληρον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί ἐν πᾶσι τοῖς σχετικῶς σπουδαίοις ἐπί μέρους ζητήμασι τοῖς ἐνδιαφέρουσι ταύτην ἤ ἐκείνην τήν Τοπικήν Ἐκκλησίαν, ἡ κηδεμονική πρόνοια καί ἀντίληψις τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας παρεμβαινούσης-ποῖ μέν, αὐτεπαγγέλτως καί ὡς ἐκ καθήκοντος, ποῖ δέ, κατ᾿ ἐπίκλησιν τῶν ἐνδιαφερομένων-καί παρεχούσης τήν ἀποτελεσματικήν αὐτῆς συμβολήν, πρός διαίτησιν καί ἐπίλυσιν διαφορῶν ἀναφυεισῶν μεταξύ τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, πρός διευθέτησιν διαφωνιῶν μεταξύ ποιμένων καί ποιμνίου, πρός ἀπαλλαγήν ἀπό ἐπιπρουσθουσῶν δυσχερειῶν καί ἐπάνοδον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων εἰς τήν Κανονικήν αὐτῶν τροχιάν, πρός ἐπίρρωσιν τῆς ἔστιν ὅτε ἀνεπαρκοῦς ἐνεργείας τῶν πνευματικῶν ἀρχηγῶν τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, πρός στήριξιν τῶν ἀσθενῶν καί σαλευομένων ἤ καταρραδιουργουμένων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, πρός ἀποσόβησιν, συνελόντι εἰπεῖν, τῶν παντοίων ἠθικῶν καί ὑλικῶν κινδύνων τῶν ἐπαπειλούντων τήν εὐστάθειαν τῶν ἁγιωτάτων ἐκείνων Ἐκκλησιῶν οὐδέποτε καί οὐδαμοῦ βραδύνει ἤ ἐλλείπει»[17].

Κάθε διακοπή κοινωνίας οιασδήποτε τοπικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παρουσιάζεται ως απόσχιση της τελευταίας από την Ορθοδοξία: «Με αυτόν τον τρόπο, όποιος απειλεί να διακόψει την ευχαριστιακή Κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επιδίδεται σε μια πράξη αυτοστέρησης που αποκόπτει τον εαυτό του από τον κορμό του δέντρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[18].

Οικειοποιούμενο αποκλειστικές αρμοδιότητες στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν θεωρεί δεσμευτικές για τον εαυτό του τις αποφάσεις ούτε καν των Συνόδων, τις οποίες συγκαλεί το ίδιο. Έτσι, το 2018 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έλαβε την απόφαση για το ενδεχόμενο ενός δεύτερου γάμου κληρικών υπό την τήρηση συγκεκριμένων όρων. Ο ορισμός αυτός προσκρούει άμεσα στο έγγραφο «Το μυστήριο του γάμου και τα κωλύματα αυτού», το οποίο υιοθετήθηκε από τη Σύνοδο της Κρήτης, τις αποφάσεις της οποίας το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κήρυξε δεσμευτικές ακόμη και για εκείνες τις τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.

Αυτή η προσέγγιση του πρωτείου στην Οικουμενική Εκκλησία και της θέσεως του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην οικογένεια των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών έρχεται σε ριζική αντίθεση με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική Παράδοση και απορρίπτεται απεριφράστως από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία παραμένει αφοσιωμένη στο γράμμα και το πνεύμα των εκκλησιαστικών κανόνων.

Η Αγιοπατερική παράδοση και η ορθόδοξη περί Εκκλησίας διδασκαλία κατοχυρώνει την ισότητα των Προκαθημένων των Αγίων του Θεού Εκκλησιών και δεν αποδίδει στον πρώτο εξ αυτών κάποιες εξουσιαστικές αρμοδιότητες. Αυτά, μεταξύ άλλων, μαρτύρησαν στο διάβα της ιστορίας οι Αγιώτατοι Πατριάρχες της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Ι΄ Καματηρός (1198-1206) στην επιστολή του προς τον Πάπα της Ρώμης Ιννοκέντιο επέμεινε στο ότι η Εκκλησία της Ρώμης δεν μπορεί να είναι μητέρα των λοιπών Εκκλησιών, διότι «υπάρχουν πέντε μεγάλες Εκκλησίες, οι οποίες έχουν τιμηθεί και με το πατριαρχικό αξίωμα και αυτή [η Εκκλησία της Ρώμης] είναι η πρώτη μεταξύ των ισότιμων αδελφών», «όσον αφορά εκείνους τους μεγάλους θρόνους, φρονούμε ότι η Εκκλησία της Ρώμης είναι πρώτη κατά τη τάξη και τιμάται μόνον δυνάμει αυτού και μόνου του αξιώματος, όντας πρώτη έναντι των άλλων Εκκλησιών ως ισότιμων και ομόπατρων αδελφών, που γεννήθηκαν από τον ένα Ουράνιο Πατέρα “ ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς” (Εφ. 3.15), αλλά το ότι είναι διδάσκαλος και μητέρα των άλλων [Εκκλησιών], ουδόλως και έως σήμερα δεν το έχουμε διδαχθεί»[19].

Η ομολογία της πίστεως του 1623 του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μητροφάνη Κριτόπουλου, η οποία υπογράφηκε επίσης από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Γ΄, Αντιοχείας Αθανάσιο Ε΄, Ιεροσολύμων Χρύσανθο και ιεράρχες της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ορίζει: «Ἔστι δὲ καὶ ἰσότης μεταξὺ τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν, ὡς ἀληθῶς χριστιανικοῖς ποιμέσι προσήκουσα. Οὐδεὶς γὰρ τούτων κατεπαίρεται τῶν ἄλλων, οὐδὲ καθόλου κεφαλὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἀξιοῖ τις ἐκείνων καλεῖσθαι… Ἔστι δὲ τοιαύτη κεφαλὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογεῖτα (Εφ. 5. 15–16)… Ταῦτ’ οὖν εἰδότες οἱ ἁγιώτατοι καὶ μακαριώτατοι τέσσαρες Πατριάρχαι τῆς καθ’ ὅλου Ἐκκλησίας, οἱ τῶν Ἀποστόλων διάδοχοι καὶ τῆς ἀληθείας ὑπέρμαχοι, οὐδένα θέλουσι καθ’ ὅλου κεφαλὴν ὀνομάζειν, ἀρκούμενοι τῇ ῥηθείσῃ τεθεωμένῃ καὶ παντοδυνάμῳ κεφαλῇ, τῇ ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καθημένῃ καὶ πάντα ἐποπτευούσῃ. Αὐτοὶ δὲ ὁμοτίμως διάγουσι καθ’ ἑαυτοὺς ἐν πᾶσι. Πλὴν γὰρ τῆς καθέδρας οὐδεμία τις ἄλλη διαφορά ἐστι μεταξὺ τούτων. Προκάθηται μὲν ὁ Κων­σταντινουπόλεως, παρ’ ᾧ ὁ Ἀλεξανδρείας, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, οὗ ἐγγὺς ὁ Ἱερο­σολύμων»[20].

Απορρίπτοντας την πρόσκληση του Πάπα της Ρώμης στην Α΄ Βατικάνεια Σύνοδο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ έγραψε το 1868: «Εμείς… δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι σε όλη την Εκκλησία του Χριστού υπάρχει ένας άρχων επίσκοπος και κεφαλή, άλλος και άλλη, εκτός του Κυρίου, και ότι ένας Πατριάρχης… ο οποίος ομιλεί εξ καθέδρας και είναι ανώτατος των Οικουμενικών Συνόδων… είτε ότι οι Απόστολοι δεν ήσαν ισότιμοι, προσβάλλοντας το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο διαφώτισε ισότιμα άπαντες και ότι αυτός ή άλλος Πατριάρχης ή Πάπας είχαν πρεσβεία του θρόνου όχι εκ της Συνόδου, όχι εκ των ανθρώπων, αλλά εκ του θείου, όπως ισχυρίζεσθε, δικαιώματος»[21].

Το 1894 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος Ζ΄ στην επιστολή προς τον Πάπα της Ρώμης Λέοντα ΙΓ΄ επίσης τόνιζε την ισότητα των Προκαθημένων και των κατά τόπους Εκκλησιών: «Οἱ θεῖοι Πατέρες τιμῶντες τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης μόνον ὡς ἐπίσκοπον τῆς πρωτευούσης πόλεως τοῦ κράτους, ἀπέδωκαν αὐτῷ προεδρείας πρεσβεῖα τιμητικὰ, θεωρήσαντες αὐτὸν ἁπλῶς ὡς πρῶτον τῇ τάξει ἐπίσκοπον, τοῦτ’ἔστι πρῶτον ἐν ἴσοις, ἄπερ πρεσβεῖα καὶ τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἀπένειμαν κατόπιν, ὅτε ἡ πόλις αὕτη ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους… Ἑκάστη κατὰ μέρος αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἔν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων… οὐδὲν ἀναμίξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις»[22].

Η ιστορία της Εκκλησίας γνωρίζει αρκετά περιστατικά, όταν ο πρωθιεράρχης Κωνσταντινουπόλεως προσχωρούσε σε αίρεση ή σχίσμα. Ειδικότερα δε, ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ευσέβιος ήταν αρειανός, ο Μακεδόνιος πνευματομάχος. Ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος ήταν αιρεσιάρχης, λόγος για τον οποίον και εκθρονίσθηκε και αφορίσθηκε από την Εκκλησία στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Α΄, Πύρρος, Παύλος Β΄, Πέτρος ήταν μονοθελήτες, ενώ οι Πατριάρχες Αναστάσιος, Κωνσταντίνος Β΄, Νικήτας Α΄, Θεόδοτος Α΄ ο Κασσιτεράς, Αντώνιος Α΄ ο Κασσιματάς, Ιωάννη Ζ΄ ο Γραμματικός εικονομάχοι. Οι Πατριάρχες Μητροφάνης Β΄ και Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας τελούσαν σε ουνία με τη Ρώμη.

Η ιδιότητα του μέλους της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν προσδιορίζεται με την κοινωνία ή την έλλειψη αυτής με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά με τον απαρέγκλιτο σεβασμό της δογματικής και της ιεροκανονικής παραδόσεως. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσχωρεί σε αίρεση ή σχίσμα, όπως τούτο κατ’ επανάληψιν συνέβη στην ιστορία, εκείνος τελούσε εκτός κοινωνίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, και όχι εκείνοι, οι οποίοι για χάρη της υπερασπίσεως της αληθείας και ακολουθώντας τους ιερούς κανόνες, αναγκάζονταν να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν. Ειδικότερα, όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσχώρησε στην ουνία, οι άλλες κατά τόπους Εκκλησίες συνέχισαν να διαφυλάττουν αμετάβλητη την ορθόδοξη πίστη. Και το πλήρωμα της χάριτος εντός αυτών δεν μειώθηκε επειδή βρέθηκαν προσωρινά εκτός κοινωνίας με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρχει Προκαθήμενος, ο οποίος κατέχει ιδιαίτερα προνόμια έναντι των άλλων Προκαθημένων. Κεφαλή της Οικουμενικής Εκκλησίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός («Καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας» — Κολ. 1.18), και όχι ο Οικουμενικός Πατριάρχης[23]. Η ανάμειξη μιας τοπικής Εκκλησίας στις υποθέσεις μιας άλλης Εκκλησίας είναι ανεπίτρεπτη. Το πρωτείο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι πρωτείο τιμής και όχι εξουσίας. Δεν του χορηγεί ιδιαίτερα προνόμια εκτός από εκείνα, τα οποία δύνανται να του αποδοθούν με τη συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως τούτο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όταν με τη συγκατάθεση των Εκκλησιών οι λειτουργίες του συντονιστή της διαδικασίας ανατέθηκαν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Επί του παρόντος, εξαιτίας της προσχωρήσεως του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σε σχίσμα, για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία κατέστη αδύνατο να του αναγνωρίσει αυτό το τιμητικό πρωτείο. Όπως επεσήμανε η Ιερά Σύνοδος στην από 15ης Οκτωβρίου 2018 δήλωσή της, η αποδοχή της κοινωνίας με όσους προσχώρησαν σε σχίσμα, και πολύ περισσότερο με τους αφορισμένους από την Εκκλησία, ισοδυναμεί με προσχώρηση σε σχίσμα και επικρίνεται αυστηρά από τους ιερούς κανόνες της Αγίας Εκκλησίας: «Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας» (2ος κανόνα της Αντιοχείας, πρβλ. 10ο και 11ο κανόνες των Αποστόλων).

Στην από 23ης – 24ης Σεπτεμβρίου 2021 απόφασή της η Ιερά Σύνοδος επεσήμανε ότι «με την υποστήριξη του σχίσματος στην Ουκρανία ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος απώλεσε την εμπιστοσύνη εκατομμυρίων θρησκευομένων» και τόνισε ότι «υπό τις συνθήκες όπου η πλειονότητα των ορθοδόξων χριστιανών του κόσμου δεν έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν, δεν έχει πλέον το δικαίωμα να τοποθετείται εκ μέρους όλης της οικουμενικής Ορθοδοξίας και να εμφανίζεται ως ηγέτης της»[24].

 

2. Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο ρόλο του ανωτάτου εφετείου στην Οικουμενική Εκκλησία

 

Ωμή παραβίαση της κανονικής τάξεως που διέπει την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί η αξίωση επί των δήθεν κανονικών προνομίων «τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅπως δέχηται ἐκκλήτους προσφυγάς ἀρχιερέων καί ἄλλων κληρικῶν ἐκ πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν»[25]. Την αξίωση αυτή η Κωνσταντινούπολη τη θεμελιώνει επί του 9ου ιερού κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου[26], ο οποίος ορίζει ότι ο κληρικός με προσφυγή κατά του της «ἐπαρχίας μητροπολίτου» να απευθύνεται είτε στον «ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον».

Αυτός ο κανόνας, όμως, δεν αφορά όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, αλλά την τοπική Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει μόνον εντός αυτής. Αυτό αναφέρει ο έγκριτος βυζαντινός ερμηνευτής των ιερών κανόνων Ιωάννης Ζωναράς, ο οποίος δείχνει ρητώς ότι «οὐ γάρ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ. ἀλλ᾿ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τῆς Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ, οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων, οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿ ᾧ καί χειροτονοῦνται, καί οἷς περ ὑπόκεινται»[27].

Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιο», το οποίο είναι μια έγκριτη πηγή του εκκλησιαστικού κανονικού δικαίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως επίσης επισημαίνει, «ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ». Παραθέτοντας ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων υπέρ αυτής της ερμηνείας, ο Όσιος συμπεραίνει: «Ἤδη δε…ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι Κριτής πρῶτος καί μόνος καί ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις»[28].

Σε διάφορες εποχές καταγράφηκαν περιπτώσεις προσφυγής Προκαθημένων άλλων κατά τόπους Εκκλησιών στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για βοήθεια. Αυτή η πρακτική αντικατοπτρίσθηκε ειδικότερα στην «Ἐγκύκλιο τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξους» (1848), όπου αναφέρεται: «Οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ιεροσολύμων εἰς τὰ παραδόξως συμπεσόντα, καὶ δυσδιευθέτητα γράφουσιν εἰς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, διὰ τὸ εἶναι ἕδραν Αὐτοκρατορικὴν, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ Συνοδικὸν Πρεσβεῖον˙ καὶ εἰ μὲν ἡ ἀδελφικὴ σύμπραξις διορθώσει τὸ διορθωτέον, εὖ ἔχει˙ εἰ δὲ μὴ, ἀναγγέλλεται τὸ πρᾶγμα καὶ εἰς τὴν Διοίκησιν κατὰ τὰ καθεστῶτα. Ἀλλ’ αὕτη ἡ ἀδελφικὴ συνδρομὴ, ἐν γε τῇ χριστιανικῇ πίστει, οὐ πολεῖται διὰ τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ»[29].

Εν τούτοις, κατά πρώτον, εδώ λόγος γίνεται περί συγκεκριμένων κατά τόπους Εκκλησιών της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, και όχι γενικότερα περί όλων των Εκκλησιών, οι οποίες κάποτε υπήρξαν και σήμερα υπάρχουν. Κατά δεύτερον, πρόκειται για «τὰ παραδόξως συμπεσόντα καὶ δυσδιευθέτητα», τα οποία παραπέμπονται στην κρίση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τους Προκαθημένους εκείνων των Εκκλησιών με δική τους πρωτοβουλία σε περίπτωση που δεν μπορούν μόνοι τους να επιλύσουν εκείνα τα ζητήματα. Κατά τρίτον, στο κείμενο αναφέρεται σαφώς ότι η σύμπραξη της Κωνσταντινουπόλεως στην επίλυση τέτοιων ζητημάτων δεν πρέπει να θίξει την ελευθερία των κατά τόπους Εκκλησιών. Κατά τέταρτον, πουθενά μέσα στο κείμενο δεν γίνεται λόγος ότι ο επιμέρους επίσκοπος ή κληρικός της μιας ή άλλης τοπικής Εκκλησίας, θα μπορούσε να ασκήσει έκκλητο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παραμερίζοντας τον οικείο αυτού Προκαθήμενο ή την ανώτατη συνοδική Αρχή της οικείας αυτού Εκκλησίας. Η πρακτική στα «παραδόξως συμπεσόντα καὶ δυσδιευθέτητα» οφείλεται στο «εἶναι ἕδρα Αὐτοκρατορικὴν» η Πόλη, κάτι που όπως είναι άριστα γνωστό δεν είναι πλέον. Είναι προφανές ότι οι σχετικές αρμοδιότητες του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως δεν μπορούσαν να επεκταθούν πέραν των εδαφών, τα οποία είχαν υπό την εξουσία τους οι εν λόγω αυτοκράτορες: το 1848 τέτοιος αυτοκράτορας ήταν ο σουλτάνος και επομένως εν προκειμένω λόγος θα μπορούσε να γίνει μόνον για τις κατά τόπους Εκκλησίες, οι οποίες ευρίσκονταν εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στη νεότερη ιστορία υπήρξαν περιστατικά, όπου με δική της πρωτοβουλία η μια ή η άλλη τοπική Εκκλησία στο πρόσωπο του Προκαθημένου ή της Συνόδου αυτής προσέφευγε στην Κωνσταντινούπολη για βοήθεια, εάν δεν μπορούσε να επιλύσει αυτοτελώς το προκύψαν πρόβλημα. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σ’ εκείνες τις περιπτώσεις δεν ενεργούσε ως ανώτατο εφετείο, αλλά ως συντονιστής της βοήθειας, που παρεχόταν στη δεινοπαθούσα Εκκλησία εκ μέρους των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών.

Παράδειγμα πανορθοδόξου συμπράξεως, που υπήρξε με συντονιστικό ρόλο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δύναται να θεωρηθεί μια εκ των σταδίων θεραπείας του σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Το 1998 κατόπιν αιτήματος του Πατριάρχη Βουλγαρίας Μαξίμου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος προήδρευσε της Αγίας μεγάλης και διευρυμένης Συνόδου, που συνεκλήθη στη Σόφια και στις εργασίες της οποίας, από 30ής Σεπτεμβρίου έως 1 Οκτωβρίου 1998, συμμετείχαν Προκαθήμενοι και εκπρόσωποι δεκατριών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η Σύνοδος δέχθηκε τη μετάνοια σειράς των εν σχίσματι τελούντων ιεραρχών[30] μαζί με κληρικούς, μονάζοντες και λαϊκούς, επανενώνοντάς τους με την κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας[31].

Μετά από πολλά χρόνια ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος προέβαλε αξιώσεις για τη «θεραπεία του ουκρανικού σχίσματος», αλλά δεν ενέργησε καθόλου κατά τρόπο, όπως για τη θεραπεία του στην Εκκλησία της Βουλγαρίας. Εάν σ’ εκείνη την περίπτωση η ηγεσία της Εκκλησίας της Βουλγαρίας αποτάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τώρα ούτε οι εκκλησιαστικές Αρχές της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ούτε οι εκκλησιαστικές Αρχές της αυτοδιοίκητης Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αποτάθηκαν για την επίλυση του προβλήματος στην Κωνσταντινούπολη. Υπέβαλαν αιτήματα στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο όμως οι κοσμικές Αρχές της Ουκρανίας και δύο ομάδες σχισματικών, παραμερίζοντας την κανονική Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Και η απόφαση της Κωνσταντινουπόλεως περί «ἀποκαταστάσεως εἰς τὸν οἰκεῖον βαθμὸν» του αφορισθέντος από την Εκκλησία μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο ελήφθη κατά παραβίαση των εκκλησιαστικών κανόνων.

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι στις 26 Αυγούστου 1992, απαντώντας στην ειδοποίηση για την εκθρόνιση του μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος έγραψε στον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Αλέξιο Β΄: «Η καθ’ ἠμάς Ἀγία του Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς το ακέραιον τὴν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς Ἀγιωτάτης Εκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τὰ Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ». Η από 7ης Απριλίου 1997 απάντηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον αναθεματισμό του Ντενισένκο αναφέρει: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὠς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνεκοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ᾽ ἡμας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί προετρεψάμεθα αὐτήν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν ἔχη τοὐντεῦθεν μετά τῶν εἰρημένων». Συνεπώς, εάν ακόμη ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε δικαίωμα αποδοχής εκκλήτου από άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, τότε και σ’ αυτήν την περίπτωση σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες[32] ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν θα μπορούσε εκ νέου να αποδεχθεί έκκλητο από τον πρώην μητροπολίτη Φιλάρετο Ντενισένκο, αφού αναγνώρισε ήδη «εἰς το ακέραιον τὴν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα» της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και εξέφρασε συμφωνία με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας αυτής χωρίς να εισηγηθεί οιαδήποτε πρόταση για την αναθεώρησή της. Άλλωστε, οιονδήποτε έκκλητο εκ μέρους του μητροπολίτη πρώην Κιέβου Φιλαρέτου, ήταν προφανώς άκυρο, ήδη επειδή εκείνος, όντας καταδικασμένος, δεν έπαυσε να τελεί ακολουθίες και χειροτονίες, και κατ’ αυτόν τον τρόπο απώλεσε, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες[33] το δικαίωμα για την επανεκδίκαση της υποθέσεώς του.

Η μονομερής, άνευ δίκης και εκδίκασης της υποθέσεως στην ουσία της, που επιχείρησε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, «ἀποκατάστασις εἰς τὸν οἰκεῖον βαθμὸν» του πρώην μηροπολίτη Φιλαρέτου Ντενισένκο είναι άκυρη υπό το φως των ιερών κανόνων και ειδικότερα του 15ου της Αντιοχείας, του 105ου (118) κανόνα της Καρθαγένης και της Επιστολής της Συνόδου της Καρθαγένης προς τον Πάπα Κελεστίνο[34].

Οι κινήσεις, που επιχειρήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 2018, είναι αδύνατο να χαρακτηρισθούν εφετείο έστω και τυπικά: δεν υπήρξε όχι μόνον η εξέταση των εκκλησιαστικών δικαστικών αποφάσεων, που είχαν ληφθεί έναντι του Φιλαρέτου Ντενισέκο και του Μακαρίου Μαλέτιτς, αλλά ούτε και στοιχειώδης ανάγνωση των βιογραφικών σημειωμάτων εκείνων των προσώπων. Έτσι, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έγραψε για τις εκκλήτους προσφυγές από τους «ποτε Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου καὶ τὴν τοιαύτην τοῦ ποτε Λβίβ κυρίου Μακαρίου»[35], παρόλο που τη στιγμή που προσχώρησε στο σχίσμα ο Νικόλαος Μαλέβιτς ήταν έγγαμος πρωτοπρεσβύτερος.

Επιδιώκοντας να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των κατά φαντασίαν δικαιωμάτων του και να δημιουργήσει νέα προηγούμενα, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις 17 Φεβρουαρίου 2023 «ήρε» τις κατά τον δέοντα τρόπο εγκριθείσες αποφάσεις του εκκλησιαστικού δικαστηρίου της επαρχίας Βίλνιους για την επιβολή ποινής από ιεροσύνης καθαιρέσεως πέντε κληρικών για όσα κανονικά παραπτώματα διέπραξαν και ακολουθώντας τη σύσταση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου τους «ἀποκατέστησε» «εἰς τόν ὅν ἔφερον ἐκκλησιαστικόν βαθμόν». Παραλλήλως, παρά τις διαβεβαιώσεις για την «ἐνδελεχῆ μελέτην τῶν ὑπό κρίσιν περιπτώσεων», η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δεν διέθετε τους δικαστικούς φακέλους και βασίστηκε αποκλειστικά επί των προσωπικών δηλώσεων των προειρημένων κληρικών, οι οποίες αντικατόπτριζαν μονομερώς τις απόψεις και τα συμφέροντά τους[36]. Στις 27 Ιουνίου 2023 κατά παρόμοιο τρόπο, άνευ εξετάσεως του δικαστικού υλικού, βάσει προσωπικού αιτήματος «ἀπεκατεστάθη» στον οικείο αυτού βαθμό κληρικός της εκκλησιαστικής επαρχίας Μόσχας, παρόλο που δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της καθαιρέσεως αυτού, που ξεκίνησε το επαρχιακό εκκλησιαστικό δικαστήριο (δεν είχε ακολουθήσει η έγκριση της ετυμηγορίας από τον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών τη στιγμή της εξετάσεως του ζητήματος στην Κωνσταντινούπολη)[37].

Διευρύνοντας την παράνομη δραστηριότητά της η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις 25-26 Απριλίου 2023 εξέτασε τις εκκλήτους προσφυγές δύο κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αμερική, στους οποίους είχε επιβληθεί επιτίμιο από το εκκλησιαστικό δικαστήριο της τοπικής αυτών Εκκλησίας, για κανονικά παραπτώματα, που διέπραξαν.

Δημιουργείται η άκρως επικίνδυνη κατάσταση, όπου οποιοσδήποτε κληρικός, ο οποίος αθέτησε τους ιερούς κανόνες και καθαιρέθηκε από την οικεία αυτού τοπική Εκκλησία, μπορεί να ασκήσει έκκλητο προσφυγή στην Κωνσταντινούπολη και να «ἀποκατασταθῇ εἰς οἰκεῖον αὐτοῦ βαθμὸν». Πολύ περισσότερο, από παρόμοιους κληρικούς μπορεί να συσταθεί δομή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο κανονικό έδαφος άλλης τοπικής Εκκλησίας.

-----------------------------------------

[2] Κυπριανός Καρθαγένης, ιερομάρτυς. Περί ενότητος της Καθολικής Εκκλησίας.



[3] Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ιερομάρτυς. Προς Σμυρναίους Επιστολή VIII, 2.



[4] Ειρηναίος Λουγδούνου, ιερομάρτυς. Κατά αιρέσεων II, XXIV, 1.



[5] Η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί του πρωτείου εντός της Εκκλησίας σε παγκόσμιο επίπεδο, παρ. 2 (3).



[6] Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Μανουσάκης, καθηγητής του Κολλεγίου του Τιμίου Σταυρού (ΗΠΑ): Manoussakis, John Panteleimon. Primacy and Ecclesiology: The State of the Question // Orthodox Constructions of the West. Ed. by G.E. Demacopoulos and A. Papanikolaou. New York: Fordham University Press, 2013. Р. 229, 232.



[7] Ἐλπιδοφόρου Λαμπριανίδου Μητροπολίτου Προύσης Καθηγητο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς το Α.Π.ΘPrimus sine paribus.  Ἁπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας//  https://ec-patr.org/primus-sine-paribus-pantisis-e-s-t-per-proteioy/



[8] Αυτόθι: «Παλαιόθεν καὶ συστηματικῶς ἡ Ἐκκλησία ἐξέλαβε τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς ὡς τὸν Πρῶτον («ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός») τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐὰν γένηται ἀποδεκτὴ ἡ λογικὴ τῆς ὑπὸ κρίσιν καινοτομίας τῆς Ἐκκλησίας Μόσχας, ὀφείλομεν νὰ συμπεράνωμεν ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἄναρχος αἰτία τῆς θεότητος καὶ τῆς πατρότητος… ἀλλ’ ὅτι γίνεται ἀποδέκτης τοῦ «πρωτείου» του. Ὅμως, πόθεν; Ἀπὸ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος;».



[9] Κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου στην επισκοπική εκκλησία του Αγίου Βαρθολομαίου Νέας Υόρκης, 10 Ιουνίου 2023 // https://www.orthodoxtimes.gr/archiepiskopos-amerikis-o-oikoumenikos-patriarchis-einai-pnevmatikos-pa....



[10] «Είναι αδιανόητο μία τοπική Εκκλησία και μάλιστα μία Εκκλησία που έλαβε αυτό που είναι από τις πρωτοβουλίες και τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, να διακόψει την κοινωνία της μαζί του, καθότι από αυτό έλκει την κανονικότητα της ύπαρξής της» (Αμφιλοχιος, μητροπολίτης Αδριανουπόλεως. Αρνούμενος το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνείσαι την πηγή της ύπαρξής σου //https://orthodoxia.info/news/%CE%B1%CF%81%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%....



[11] «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο… έχει κανονική δικαιοδοσία και όλα τα αποστολικά προνόμια επωμιζόμενη την ευθύνη για τη διαφύλαξη της ενότητας και της κοινωνίας των κατά τόπους Εκκλησιών» (Εναρκτήριος ομιλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στη Σύναξη Ιεραρχών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την 1ην Σεπτεμβρίου 2018).



[12] Ἐλπιδοφόρου Λαμπριανίδου Μητροπολίτου Προύσης Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Primus sine paribus.  Ἁπάντησις εἰς τὸ περὶ πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.



[13] Ομιλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στο σεμινάριο «Αντίδραση εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων στον πόλεμο και τη σύγκρουση», Βίλνιους, 22 Μαρτίου 2023 // https://orthodoxia.info/news/antidrasi-ekklision-thriskeytiko/.



[14] Εναρκτήριος ομιλία του Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στη Σύναξη Ιεραρχών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την 1ην Σεπτεμβρίου 2018.



[15] Αυτόθι.



[16] «In that manner, whoever threatens to break Eucharistic Communion with the Ecumenical Patriarchate is engaging in a self-depriving act that cuts himself off from the trunk of the tree of the Orthodox Church». Ομιλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου κατά τον M. Εσπερινό στον ιερό ναό του Αγίου Ανδρέα Κιέβου στις 21 Αυγούστου 2021 // https://ec-patr.org/%e1%bd%81%ce%bc%ce%b9%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%ce%b1-%ce%b8-%cf%...



[17] Η από 20ής Φεβρουαρίου 2019 Επιστολή του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιος.



[18] Ομιλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου κατά την ανακήρυξή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Εθνικού Πανεπιστήμιου Kyiv-Mohyla Academy (Κίεβο, 22 Αυγ. 2021) // https://ec-patr.org/%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b1...



[19] Jannis Spiteris. La Critica Bizantina del Primato Romano nel secolo XII. Roma, 1979 (Or. Chr. Ap. 208). P. 325-326.



[20] . Καρμίρη. Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα... Graz, 1968. Τ. ΙΙ. σ. 560 (640).



[21] . Καρμίρη. Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα... σ. 927-930 (1007-1010).



[22] Ἴ. Καρμίρη. Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα... σ. 939-940 (1025-1026).



[23] «Δεν μπορεί άνθρωπος να είναι κεφαλή της Εκκλησίας του Χριστού… Η διδασκαλία περί του αναπόφευκτου της παρουσίας μιας ορατής κεφαλής όλης της Εκκλησίας του Χριστού εμφανίσθηκε εξαιτίας της μεγάλης εκπτώσεως της πίστεως στην ορατή κεφαλή της Εκκλησίας, δηλαδή στον Κύριο Ιησού Χριστό και στο ότι παραμένει και ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, καθώς επίσης και εξαιτίας της ψύχρανση της αγάπης έναντί Του» (επίσκοπος Πράγας Γκοράζντ, ιερομάρτυς. 1168 ερωταποκρίσεις για την ορθόδοξη πίστη. 343, 388).



[24] Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υπ’ αριθμ. 60, από 23ης-24ης Σεπτεμβρίου 2021.



[25] Χωρίο από την από 11ης Οκτωβρίου 2018 απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την αποδοχή σε κοινωνία του Φιλαρέτου Ντενισένκο και του Μακαρίου Μαλέτιτς // https://ec-patr.org/nakoinothen-11-10-2018/.



[26] «Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει, μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ᾿ οἷς ἂν ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω. Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος, ἢ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ δικαζέσθω» (εκ του 9ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου).



[27] Ερμηνεία του 17ου κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Γ. Ράλλης & Μ. Ποτλής: Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν Ἱερῶν καὶ Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων. Ἀθήνησι., 1852. Т. 2. σ. 260.



[28] Πηδάλιον. Ερμηνεία του 9ου κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς, τῆς Μίας Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας. Ἐν Ἀθήναις, 1886. σ. 162.



[29] Εγκύκλιος της μιας αγίας καθολικής και αποστολικής εκκλησίας επιστολή προς τους απανταχού ορθοδόξους. Εν Κωνσταντινουπόλει, 1848. (§ 14)



[30] Παραλλήλως οι μετανοούντες για το σχίσμα έβγαλαν δημοσίως τα ιερά εγκόλπια που είναι διακριτικά της αρχιεροσύνης.



[31] Παρά τη μεγάλη σημασία της Συνάξεως του 1998 στη Σόφια, πρέπει να επισημανθεί ότι η θέση του προεδρεύοντος σ’ εκείνη Πατριάρχη Βαρθολομαίου δεν διακρινόταν για το άμεμπτο εκ της ιεροκανονικής απόψεως. Ο προεδρεύων επέμεινε στην «κατ’ άκραν οικονομίαν» αποδοχή στην κοινωνία «ιεραρχών», οι οποίοι χειροτονήθηκαν μέσα στο σχίσμα από τα πρόσωπα, τα οποία καθαιρέθηκαν και αφορίσθηκαν από την Εκκλησία, ενώ η πλειονότητα των συνέδρων τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής αυτών μέσω της κανονικής χειροτονίας. Αυτή η θέση αποτυπώθηκε στην ιδιαίτερη γνώμη της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας σχετικά με τις αποφάσεις της Συνάξεως Προκαθημένων και ιεραρχών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών στη Σόφια.



[32] Βλ. τον 5ο κανόνα της Σαρδικής.



[33] 14ος κανόνας της Σαρδικής: «Πρὶν δὲ ἐπιμελῶς καὶ μετὰ πίστεως ἕκαστα ἐξετασθῇ, ὁ μὴ ἔχων τὴν κοινωνίαν πρὸ τῆς διαγνώσεως τοῦ πράγματος, ἑαυτῷ οὐκ ὀφείλει ἐκδικεῖν τὴν κοινωνίαν», 29ος (38) κανόνας της Καρθαγένης: «Ὁμοίως ἤρεσε συμπάσῃ τῇ συνόδῳ, ἵνα, ὁ διὰ ῥαθυμίαν αὐτοῦ ἀπὸ κοινωνίας γενόμενος, εἴτε ἐπίσκοπος, εἴτε οἱοσδήποτε κληρικός, ἐὰν ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀκοινωνησίας αὐτοῦ, πρὸ τοῦ ἀκουσθῆναι, εἰς κοινωνίαν τολμήσῃ, αὐτὸς καθ᾽ ἑαυτοῦ τῆς καταδίκης τὴν ψῆφον ἐξενηνοχέναι κριθῇ» κ.ά.



[34] 15ος κανόνας της Αντιοχείας: «Εἴ τις ἐπίσκοπος…κριθείη ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἐπισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι μίαν κατ᾽ αὐτοῦ ἐξενέγκοιεν ψῆφον, τοῦτον μηκέτι παρ᾽ ἑτέροις δικάζεσθαι, ἀλλὰ μένειν βεβαίαν τὴν σύμφωνον τῶν ἐπὶ τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων ἀπόφασιν», 105ος (118) κανόνας της Καρθαγένης: «Ὁστισδήποτε μὴ κοινωνῶν ἐν τῇ Ἀφρικῇ, εἰς τὰ περαματικὰ πρὸς τὸ κοινωνεῖν ὑφερπύσει, τὴν ζημίαν τῆς κληρώσεως ἀναδέξεται». Ἡ ἐπιστολὴ τῆς ἐν Ἀφρικῇ συνόδου πρὸς Κελεστῖνον τὸν πάπαν, τῆς Ῥωμαίων πόλεως ἐπίσκοπον: «Μὴ οὖν οἱ ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐπαρχίᾳ ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἀναρτηθέντες παρὰ τῆς σῆς ἁγιωσύνης, σπουδαίως, καὶ καθὼς μὴ χρή, φανῶσιν ἀποκαθιστάμενοι τῇ κοινωνίᾳ…ἁτιναδήποτε πράγματα ἀναφυῶσι, ταῦτα ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφείλειν περατοῦσθαι τόποις».



[35] Γράμμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου στον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλο υπ’αριθμ. 1119 και ημερομ. 24ης Δεκεμβρίου 2018.



[36] Ανακοινωθέν της Αρχιγραμματείας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (17 Φεβρουαρίου 2023) για την έκκλητο προσφυγή των κληρικών από τη Λιθουανία.



[37] Ανακοινωθέν για τις εργασίες της Αγίας και Ιεράς Συνόδου (28 Ιουνίου 2023).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου